Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραγραφή, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Πότε αρχίζει η κυρία διαδικασία. Πότε καλύπτεται η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης στον κατηγορούμενο. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου ως προς τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί παραγραφής της πράξης λόγω παρόδου πενταετίας. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως περί παραγραφής λόγω παρόδου οκταετίας, γιατί δεν κρίθηκε βάσιμος κανένας λόγος της αιτήσεως.
Αριθμός 500/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο,Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Παπαευθυμίου, περί αναιρέσεως της 11819/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαϊου 2009 αίτηση της αναίρεση, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 859/2009.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 του ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ, η ακυρότητα της κλήσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος καθώς και η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η κύρια διαδικασία και, ως εκ τούτου, αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως, εφόσον, όμως, ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτής, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και από αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, με την υπ` αριθ. 119129/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκε ερήμην ως αγνώστου διαμονής και κηρύχθηκε ένοχη παράβασης του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 27.3.2001. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε την υπ` αριθ. 13375/26.10.2007 έφεση, με την οποία, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της σχετικής εκθέσεως, εκτός από το λόγο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, πρότεινε και ότι δεν έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσεως προς εμφάνιση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, γιατί της κοινοποιήθηκαν σαν να ήταν άγνωστης διαμονής, ενώ αυτή διέμενε σε γνωστή διεύθυνση, την οποία προσδιορίζει, όπου και έπρεπε να γίνει η επίδοση και ειδικότερα αναζητήθηκε στον ..., στη θέση "...", παρότι αυτή είχε γνωστή διαμονή στο ... και επί της οδού.... Ακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δικάζοντας την πιο πάνω έφεση, με την υπ` αριθ. 56079/2008 απόφασή του, δέχθηκε τυπικά (ως εμπροθέσμως ασκηθείσα) την έφεση, απέρριψε ένσταση της εκκαλούσας περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (παρά το ότι, από την έκθεση εφέσεως, προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε τέτοια ένσταση, αλλά απλώς προτάθηκε ότι το κλητήριο θέσπισμα και η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκαν σ` αυτήν ως άγνωστης διαμονής και όχι στην κατοικία που πραγματικά διέμενε) και ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως για να προσέλθει ο μάρτυρας κατηγορίας .... Στη συνέχεια, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 11.819/2009 απόφαση, με την οποία το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κήρυξε και πάλι ένοχη την αναιρεσείουσα για την ως άνω πράξη, την οποία τέλεσε αυτή με την ελαφρυντική περίσταση των μη ταπεινών αιτίων, και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 3 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...Η κατηγορούμενη εξέδωσε στην ... στις 27-3-01 την ..., θέτοντας την υπογραφή της στη θέση του εκδότη της επιταγής, η οποία έπρεπε να πληρωθεί στην ΑLΡΗΑ Τράπεζα, ποσού 1.282.849 δρχ. με δικαιούχο τον .... Η εν λόγω επιταγή εμφανίστηκε από τον δικαιούχο και νόμιμο κομιστή εμπρόθεσμα στις 30-3-2001 στην πληρώτρια τράπεζα για πληρωμή, πλην όμως δεν πληρώθηκε, γιατί δεν υπήρχαν εν γνώσει της κατηγορουμένης διαθέσιμα κεφάλαια. Η κατηγορουμένη προέβη στην τέλεση της πράξης λόγω οικονομικής αδυναμίας και προβλημάτων υγείας...Περαιτέρω η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι η εν λόγω πράξη υπέπεσε σε παραγραφή, λόγω παρόδου πενταετίας από την τέλεσή της, καθόσον το παρόν δικαστήριο κατά την δικάσιμο της 22-9-08 δεχόμενο ότι αυτή δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμα την από 26-10-07 έφεσή της θεώρησε άκυρο το κλητήριο θέσπισμα και έτσι έκρινε την έφεσή της κατά της εκκαλουμένης ως εμπροθέσμως ασκηθείσα. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το δικαστήριο κατά την εξέταση του εκπροθέσμου της έφεσης έκρινε, κατ' άρθρο 473 ΚΠΔ, ότι αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα από την εκκαλούσα, λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος στο πρόσωπό της, απορρίπτοντας μάλιστα σχετική ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, χωρίς να προκύπτει από την επισκόπηση των στοιχείων της δικογραφίας παραδοχή του πιο πάνω λόγου ακύρωσης της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης. Ενόψει αυτών, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη με τα ελαφρυντικά ότι προέβη στην τέλεση της πράξης από μη ταπεινά αίτια (άρθρο 84 παρ. 2β ΠΚ)". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, ως προς την απορριπτική του κρίση για την ένσταση παραγραφής που είχε προτείνει η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ ορθά εφήρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις περί παραγραφής, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, αφού, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, εκθέτει ότι, με προηγούμενη απόφασή του, κρίθηκε ότι η έφεση ασκήθηκε εμπροθέσμως λόγω ανυπερβλήτου κωλύματος, ότι απορρίφθηκε ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (ανεξαρτήτως του ότι, όπως αναφέρθηκε, δεν προκύπτει ότι είχε προταθεί τέτοια ένσταση) και ότι δεν προέκυπτε, από τα στοιχεία της δικογραφίας, ότι έγινε δεκτός λόγος ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων του ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η αιτίαση ότι δεν αναφέρεται στην απόφαση ποιο ήταν το κώλυμα στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας που επέφερε το δικονομικό αποτέλεσμα να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η έφεσή της, ενώ δεν αναγράφεται ο αριθμός της αποφάσεως, με την οποία κρίθηκε το ζήτημα του κωλύματος και απορρίφθηκε η ένστασή της για ακυρότητα της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι αβάσιμη, γιατί, για την πληρότητα της αιτιολογίας για την απόρριψη του ισχυρισμού περί παραγραφής, δεν απαιτείτο η παράθεση και των στοιχείων αυτών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 511 εδ. β ΚΠΔ, ο Άρειος Πάγος λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ένας λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως θα κριθεί βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο λόγο της αιτήσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το αξιόποινο της ανωτέρω πράξεως έχει παραγραφεί, αφού από το φερόμενο χρόνο τελέσεώς της (27.3.2001) μέχρι την άσκηση της αιτήσεως παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της οκταετίας και, επομένως, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, απαράδεκτος και απορριπτέος, καθόσον, κατά τα προαναφερθέντα, οι λοιποί λόγοι της αιτήσεως απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16.5.2009 (με αριθ. πρωτ. 4180/2009) αίτηση της ..., για αναίρεση της υπ` αριθ. 11819/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ