Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 842 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Εικονικότητα σύμβασης.




Περίληψη:
Εικονικότητα 138, 139 ΑΚ. Δεν βλάπτει τον εν αγνοία αυτής συναλλαγέντα. Ο επικαλούμενος την εικονικότητα πρέπει να προτείνει και να αποδείξει διαζευκτικώς είτε ότι εκείνος κατά του οποίου επικαλείται αυτήν γνώριζε την εικονικότητα, κατά το χρόνο που απέκτησε το δικαίωμα του, είτε ότι υπαιτίως αγνοούσε αυτήν, όχι και τα δυο. Ο τρίτος δεν έχει το βάρος να αποδείξει «ότι ηγνόει» 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Πότε ιδρύεται ο οικείος αναιρετικός λόγος 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου δε συνιστούν αιτιολογίες της απόφασης. Οι ελλείψεις ως προς την ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε.





Αριθμός 842/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Κ. του Β. και 2)Ε. - Σ. Κ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λαφαζάνο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Κ. του Β., κατοίκου ..., και 2)Α. Κ. του Β., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κοπανά.

Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων δεν συναίνεσε στο αίτημα της αναβολής. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6757/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 3863/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/12/2011 αίτησή τους. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138 παρ.1 ΑΚ, που ορίζει ότι "δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη" και 139 του ίδιου κώδικα το οποίο ορίζει, ότι "η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την", συνάγεται ανενδοιάστως, ότι η εικονικότητα και η από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο κατά εκείνου που συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής, όχι δε και κατά του οπωσδήποτε αγνοούντος αυτήν.
Συνεπώς η ακυρότητα δικαιοπραξίας λόγω εικονικότητας, σε καμμιά περίπτωση δεν βλάπτει τον εν αγνοία αυτής συναλλαχθέντα τρίτον, ήτοι το πρόσωπο που κατά το χρόνο κτήσεως δικαιώματος από την εικονική πράξη, δεν τελούσε εν γνώσει της εικονικότητας. Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 139 ΑΚ προκύπτει, εκτός άλλων, ότι ο επικαλούμενος την εικονικότητα και την εξ αυτής ακυρότητα, πρέπει συνάμα να προτείνει και να αποδείξει διαζευκτικώς, είτε ότι εκείνος κατά του οποίου επικαλείται αυτήν γνώριζε την εικονικότητα, κατά το χρόνο που απέκτησε το δικαίωμά του, είτε ότι, υπαιτίως αγνοούσε αυτήν, όχι και τα δύο (ΑΠ 437/2001). Ο τρίτος δεν έχει το βάρος να αποδείξει "ότι ηγνόει". Τούτο δε γιατί με την ΑΚ 139 δεν εισάγεται εξαίρεση στην ΑΚ 138, αλλά απλά προσδιορίζεται η έννοια της εικονικότητας, ενώ θα αντέκειτο στον σκοπό προστασίας του καλοπίστου τρίτου η επιβολή σ' αυτόν του βάρους να αποδείξει "ότι ηγνόει" κλπ. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ. προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται ή όταν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. 'Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχή, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (αρθρ. 562 παρ.1 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι, με αυτήν, το Εφετείο, αφού δέχθηκε την εικονικότητα της μεταβιβάσεως, αιτία γονικής παροχής, της ψιλής κυριότητας της επίδικης οικίας από την Ε. Κ. προς τον εναγόμενο - αναιρεσείοντα γυιο της Ι. Κ., αδελφό των δύο εναγόντων - αναιρεσιβλήτων, που καταρτίσθηκε με το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Χρήστου Στείρου, στη συνέχεια ως προς το δεύτερο αγωγικό αίτημα, ήτοι την μη επιφέρουσα τα έννομα αυτής αποτελέσματα εν συνεχεία γενομένης μεταβιβάσεως της επίδικης οικίας, ομοίως αιτία γονικής παροχής, από τον πρώτο εναγόμενο - αναιρεσείοντα προς τη δεύτερη εναγομένη - αναιρεσείουσα κόρη του Ε. - Σ. Κ., μετά από εκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως τα ακόλουθα: "......Όμως ο πρώτος εναγόμενος κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και παρά το ότι εν γνώσει αυτού και της μητέρας του, η ένδικη σύμβαση γονικής παροχής καταρτίστηκε όχι σπουδαία, αλλά εικονικά και κατά φαινόμενο μόνον, μετά το θάνατο της μητέρας του, το έτος 2008, με το, με αριθμ. ..., συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Κασσαγιάννη, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο, λόγω γονικής παροχής, στη δεύτερη εναγόμενη, κόρη του, η οποία τελούσε, επίσης, σε γνώσει της εικονικότητας του παραπάνω τίτλου ιδιοκτησίας του δικαιοπαρόχου της και άρα της ακυρότητας αυτού και της έλλειψης κυριότητας του πατέρα της κατά τα ποσοστά που δεν περιέρχονταν σ' αυτόν, από την κληρονομιά της μητέρας του, δηλαδή κατά τα 2/3 εξ αδιαιρέτου, τα οποία περιήλθαν στους δύο ενάγοντες - αδέλφια του.......... Για την εικονικότητα γνώριζε η δεύτερη εναγόμενη, αφού τότε ήταν 22 ετών (γεννήθηκε το έτος 1978) και μάλιστα όπως ο μάρτυρας των εναγομένων Α. Κ., ενόρκως βεβαιώνει στην παραπάνω ένορκη βεβαίωσή του, αυτή είχε και ένα μέρος του "ουσιαστικού" μεριδίου των μετοχών του πατέρα της, στην παραπάνω τεχνική εταιρεία των αδελφών Κ. και φυσικά ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ τους. Επομένως δεν απέκτησε αυτή, κυριότητα με τη σύμβαση γονικής παροχής που καταρτίστηκε με το, με αριθμ. ..., συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Κασσαγιάννη, που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω της ακυρότητας, συνεπεία εικονικότητας του τίτλου ιδιοκτησίας του δικαιοπαρόχου και πατέρα της και της έλλειψης, ως εκ τούτου, κυριότητας αυτού, κατά τα ποσοστά που δεν περιέρχονται σ' αυτόν, από την κληρονομιά της μητέρας του, δηλαδή κατά τα 2/3 εξ αδιαιρέτου, κατά τα οποία οι ενάγοντες, έχοντας έννομο συμφέρον ζητούν την ακυρότητα αυτή, επικαλούμενοι προσβολή του κληρονομικού τους δικαιώματος κατά τα ως άνω ποσοστά". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή, δίκασε αυτήν (αγωγή) εκ νέου και την δέχθηκε κατά την κύρια βάση της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των ενδίκων γονικών παροχών και ειδικότερα της δεύτερης ως ανενεργού και μη επιφέρουσας τα έννομα αποτελέσματά της, γιατί η συναλλαγείσα σ' αυτήν δεύτερη - αναιρεσείουσα - εναγομένη κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της τελούσε εν γνώσει της εικονικότητας, της προηγηθείσας, προς τον πατέρα της - πρώτο εναγόμενο - αναιρεσείοντα γονικής παροχής. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά υφίστατο "γνώση της εικονικότητας" της προηγηθείσας γονικής παροχής και της ως εκ τούτου καταρτίσεως της δεύτερης γονικής παροχής από μη κύριο. Επομένως ο υποστηρίζων τα αντίθετα μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι επικαλούμενες ως προς "την άγνοια" της δεύτερης αναιρεσείουσας αιτιάσεις βασίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι περιεχόμενο της ιστορικής βάσεως της αγωγής και αντικείμενο αποδείξεως, ήταν η υπαίτια ή μη άγνοια της εικονικότητας, πράγμα το οποίο όμως δεν συνέβη, καθόσον η αγωγή αφορούσε σε γνώση της εικονικότητας κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης γονικής παροχής. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η παραδοχή ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα "είχε γνώση ή τη δυνατότητα γνώσης της εικονικότητας επειδή είχε ένα μέρος του ουσιαστικού μεριδίου των μετοχών του πατέρα της στην εταιρεία και ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των αδελφών" είναι απαράδεκτος, γιατί οι αιτιάσεις αυτές δεν αφορούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, σε "αιτιολογίες" της αποφάσεως, αλλά σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και στην ανεπάρκεια (κατά τους αναιρεσείοντες) της συναγωγής από αυτές του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος. Ενόψει τούτων ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, ως προς όλες τις αιτιάσεις του πρέπει να απορριφθεί. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ. 176, 180 πα.1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23.12.2011 αίτηση των Ι. Κ. του Β. και Ε. - Σ. Κ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3863/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή