Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1799 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση από ασφαλιστικό πράκτορα ο οποίος δεν απέδωσε τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επαρκής αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος. Απορρίπτει.





Αριθμός 1799/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1.475/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1686/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 230/6.5.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθ. 188/10-9-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 1475/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο, δυνάμει της από 7-9-2007 εξουσιοδοτήσεως προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σπυρίδωνα Μπακρώζη και κατά βουλεύματος υποκειμένου εις αναίρεσιν, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1α Κ.Π.Δ., με δήλωση του αναιρεσείοντος στον αρμόδιο γραμματέα του Εφετείου Αθηνών για την οποία συνετάχθη η προδιαληφθείσα έκθεσις, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη εις τον αναιρεσείοντα την 26-9-2007 και επομένως είναι τυπικά δεκτή. Με την υπό κρίσιν αίτησιν αναιρέσεως προβάλλονται ως λόγοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
ΙΙ) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3489/2006 βούλευμά του παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικασθεί για την πράξιν της υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθησιν, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί εις τον υπαίτιον, λόγω της ιδιότητός του ως διαχειριστού ξένης περιουσίας. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ησκήθη έφεσις υπό του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1475/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δια του οποίου απερρίφθη κατ'ουσίαν η παραπάνω έφεσίς του αφού παραδεκτώς ανεδιετυπώθη το διατακτικόν του πρωτοδίκου ως άνω βουλεύματος δια της προσθήκης της επιβαρυντικής περίπτωσις του ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε, εκτός από την ιδιότητά του ως διαχειριστού ξένης περιουσίας και επί πλέον ως εντολοδόχος της εγκαλούσης εταιρίας και παράλληλα επεκυρώθη ως προς τις λοιπές διατάξεις του.

ΙΙΙ) 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικώς με την αποδιδόμενη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις δια την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο (Α.Π. 572/2005 Ποιν.Λογ. 2005 σελ. 521, Α.Π. 385/2006 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 902). Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ'όψιν του και αξιολόγησε το Συμβούλιο (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), χωρίς να απαιτείται αναλυτικά παράθεσή τους και να μνημονεύεται τι προέκυψε από το κάθε ένα. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ'αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη, στην διάταξη που εφηρμόσθη. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ'άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώραν εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν, κατά την κρίσιν του Συμβουλίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού του βουλεύματος ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. IV) Κατά την έννοια του άρθρ. 375 παρ. 1 Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου κινητού πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τον νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγρ. 2 του ίδιου άρθρ., όπως ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο μετά την αντικατάσταση της με το άρθρ. 1 παρ. 9 ν. 2408/96, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το αντικείμενον αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί τούτο εις τον δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιάς από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και του διαχειριστού ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείρηση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητος του υπαιτίου, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ'αυτό παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιέλθει στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητός του αυτής. Περαιτέρω κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 ν. 1569/1985, ως αντικατεστάθη με το άρθρ. 11 παρ. 2 ν. 2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιάς ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα τον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με την σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε, με βάση την προαναφερθείσα σύμβαση και τις διατάξεις των άρθρ. 90 επ. Εμπρ. Νόμου, 713 Α.Κ. και 3 ΕισΝΑΚ ο ασφαλιστικός πράκτορας, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ'αυτήν, επέχει έναντι της εντολίδας του επιχείρησης θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν κατά το άρθρ. 3 παρ. 1 του π.δ. 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά τον χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου (Α.Π. 2383/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 816, Α.Π. 1600/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 645, Α.Π. 769/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 1024). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, εδέχθη ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ'είδος αναφέρονται, προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά: Την .... στην Αθήνα κατηρτίσθη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορείας μεταξύ της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΕΓΑ" και της υπό του κατηγορουμένου εκπροσωπουμένης μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....... Ε.Π.Ε.". Με αυτή συνεφωνήθη, ότι ο κατηγορούμενος, ως ασφαλιστικός πράκτορας, αναλαμβάνει την υποχρέωση μεσολάβησης μεταξύ της εταιρίας (Μηνυτρίας) και του κοινού για την σύναψη ασφαλίσεων στην περιοχή Αττικής με κωδικό .... εις όλους τους κλάδους ασφαλίσεων, σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, τις οδηγίες και εντολές της εταιρίας, τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας και τα εκάστοτε τιμολόγια ασφαλίσεων (άρθρ. 1). Ο πράκτορας (κατηγορούμενος) ενεργεί ατομικά και είναι προσωπικά υπεύθυνος για τις πράξεις των συνεργατών του, ότι δεν δικαιούται να δεσμεύει την εταιρία χωρίς έγγραφη συναίνεση ή εξουσιοδότησή της και ότι η εταιρία δεν φέρει καμία ευθύνη έναντι των συνεργατών του ή για πράξεις αυτών (άρθρ. 2). Επίσης ο πράκτορας οφείλει να παραλαμβάνει και να διαβιβάζει στην εταιρία τις αιτήσεις (προτάσεις) των ενδιαφερομένων για ασφάλιση, αφού προηγουμένως ελέγξει την συναλλακτική συμπεριφορά και την φερεγγυότητά τους. Ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και οι πρόσθετες πράξεις ασφάλισης όλων των κλάδων εκδίδονται και υπογράφονται αποκλειστικά από την εταιρία και μόνο με δική της έγγραφη εντολή μπορούν να εκδοθούν και να προσυπογραφούν από τον πράκτορα. Ο πράκτορας μπορεί να αποδέχεται ειδικά και μόνο απλές καλύψεις Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες τρίτων μέχρι τα εκάστοτε ελάχιστα όρια υποχρεωτικής ασφάλισης. Επί πλέον είχε τη δυνατότητα, βάσει των εκάστοτε εκχωρήσεων της εταιρίας, να αποδέχεται και λοιπές προαιρετικές καλύψεις του κλάδου αυτοκινήτων μετά από έλεγχο κάθε περίπτωσης. Για δε τους λοιπούς κλάδους ασφάλισης ο πράκτορας δεν δικαιούται να αποδέχεται κινδύνους, χωρίς προηγούμενη συναίνεση της εταιρίας πριν από την έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου (άρθρ. 3). Ο πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων της παραγωγής του. Τα δε εισπραττόμενα από αυτόν ασφάλιστρα ανήκουν στην κυριότητα της εταιρίας και θεωρούνται παρακαταθήκη, ενώ ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Οφείλει δε να αποδίδει "αμελητί" στην εταιρία κάθε εισπραττόμενο ασφάλιστρο εντός δύο (2) μηνών από το τέλος του μήνα χρέωσης και να καταβάλει το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων του μηνός χρέωσης, χωρίς να δικαιούται να παρακρατήσει ή να συμψηφίσει προμήθειες με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα. Ακολούθως η εταιρία οφείλει να πιστώνει τον πράκτορα με τις προμήθειες που αναλογούν στα αποδιδόμενα ασφάλιστρα και με τα ποσά που αυτός κατέβαλε για λογαριασμό της εις το πλαίσιο της συμβατικής του διαχείρισης. Επίσης ο πράκτορας αποδίδει στην εταιρία αναλυτικό λογαριασμό εισπραχθέντων ασφαλίστρων κάθε διμήνου εντός του πρώτου δεκαημέρου του επόμενου διμήνου. Εάν δε τα ασφάλιστρα δεν έχουν αποδοθεί μέχρι να λήξει ο μήνας του αποδοτέου αναλυτικού λογαριασμού, οι σχετικές απαιτήσεις της εταιρίας θεωρούνται από τότε ληξιπρόθεσμες και δικαιούται αυτή να καταγγείλει αμέσως και αζημίως την σύμβαση (άρθρ. 4). Επί πλέον ο πράκτορας υποχρεούται να αποστέλλει στην εταιρία για ακύρωση, εντός δύο μηνών από την παραλαβή τους, τα ασφαλιστήρια που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζόμενους ή τα ασφαλιστήρια για τα οποία δεν εισεπράχθησαν ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις οικείες αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα που βεβαιώνει τους λόγους μη είσπραξης των ασφαλίστρων (άρθρ. 5). Τέλος εις το άρθρο 6 ορίζεται ότι η προμήθεια του πράκτορα υπολογίζεται σε ποσοστά επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα συμβόλαια που υπογράφονται με την μεσολάβησή του βάσει πίνακα προμηθειών που έχει επισυναφθεί στην σύμβαση πρακτορείας και καταβάλλεται μετά την είσπραξη των ασφαλίστρων. Η σύμβαση λειτούργησε, από την σύναψη της (19-11-99), μέχρι την λύση της (22-12-2000), με καταγγελία της μηνύτριας, που έγινε με την από 21-12-2000 εξώδικη δήλωση της, η οποία επεδόθη στον κατηγορούμενο και αφού προηγήθη την 1-12-2000 επίδοση προς αυτόν της από 28-11-2000 εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης-διαμαρτυρίας αυτής, με την οποία ζητούσε την άμεση καταβολή μη αποδοθέντων μέχρι 31-9-2000 ασφαλίστρων, συνολικού ποσού 91.302.000 δρχ, επιφυλασσόμενη ρητά για επί πλέον ποσά που θα προέκυπταν από την πλήρη εκκαθάριση του σχετικού λογαριασμού. 'Ετσι κατά την διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, σύμφωνα με τις μηχανογραφημένες καταστάσεις ανεισπράκτων (για την μηνύτρια) ασφαλίστρων, κατά το υπό κρίσιν χρονικό διάστημα από 19-11-1999 μέχρι 22-12-2000, ο κατηγορούμενος εισέπραξε από ασφάλιστρα για λογαριασμό της μηνύτριας το συνολικό ποσό των 214.127,68 ευρώ (ίδετ. ιδιαίτερα τις μηχανογραφημένες καταστάσεις, που έχουν ενσωματωθεί στο προσβαλλόμενο βούλευμα), το οποίον ιδιοποιήθη παρανόμως. Ο κατηγορούμενος εξεδήλωσε την πρόθεσιν της παρανόμου ιδιοποιήσεως των χρηματικών ποσών, που αντιστοιχούν στις κατ'εξακολούθησιν μερικώτερες πράξεις, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-2-2000 έως και την 1-3-2000, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρον της σύμβασης. Παράλληλα δε προκύπτει ότι με τις ως άνω κατ'εξακολούθησιν μερικώτερες πράξεις, που διατηρούν τον κακουργηματικόν τους χαρακτήρα, ο κατηγορούμενος απέβλεπε, εξ'αρχής, εις την παράνομον ιδιοποίηση του συνολικού ως άνω ποσού, όπως συνάγεται από τον τρόπο και τις συνθήκες που ενήργησε ούτος επί μακρόν χρονικό διάστημα, το οποίον είναι αντικείμενον ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορίαν και ισχυρίζεται ότι το συνολικό ως άνω ποσό που περιγράφεται εις τις ως άνω καταστάσεις ανεισπράκτων ασφαλίστρων που είναι ενσωματωμένες εις το προσβαλλόμενο βούλευμα αντιστοιχεί εις άλλον κωδικό και μάλιστα συνεργάτου του και ουχί τον δικό του καθώς και ότι κατά την διαμεσολάβησή του στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων ως και και κατά την είσπραξη και απόδοση των ασφαλίστρων δεν ενεργούσε, ως εντολοδόχος της μηνυτρίας ούτε ως διαχειριστής της περιουσίας της. Όμως, ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, πρέπει να λεχθεί ότι πράγματι ο αρχικός κωδικός συνεργασίας που εχορηγήθη στην υπό του κατηγορουμένου εκπροσωπουμένη μονοπρόσωπη εταιρεία και ανεφέρετο εις τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εξεδίδοντο με την μεσολάβηση της, ήτο, ως ανωτέρω ελέχθη, ο αριθ. ..... Μετά τον Μάιο όμως του έτους 2000, κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου, ο κωδικός αυτός αντεκατεστάθη με την αριθμ. ...., ο οποίος αναφέρεται εις όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που μνημονεύονται στις προαναφερόμενες μηχανογραφημένες καταστάσεις ανεισπράκτων ασφαλίστρων, όπου επίσης αναφέρεται ότι αυτά εξεδόθησαν με την μεσολάβηση της μονοπρόσωπης, ως άνω, εταιρίας του κατηγορουμένου. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Περαιτέρω η πρόβλεψη του άρθρ. 4 της σύμβασης πρακτορείας, να ενεργεί ως πράκτορας την είσπραξη ασφαλίστρων από τους ασφαλιζόμενους για λογαριασμό της μηνύτριας ασφαλίστριας εταιρίας, ώστε η τελευταία να καθίσταται κυρία των ασφαλίστρων, συνιστά παροχή εντολής προς τον πράκτορα να εισπράττει τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της μηνύτριας και συγχρόνως χορήγηση προς τον εντολοδόχο εξουσίας άμεσης αντιπροσώπευσης της κατά την αποδοχή και είσπραξη των σχετικών ποσών, με συνέπεια ο πρώτος να αποκτά μόνο κατοχή και η δεύτερη να αποκτά κυριότητα αυτών με την είσπραξη τους. Η δε πρόσθετη συνομολόγηση ότι τα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ο πράκτορας ευθύνεται ως θεματοφύλακας, δεν αφορά την έννομη σχέση και την ιδιότητα υπό την οποίαν ενεργεί ο πράκτορας κατά το στάδιο είσπραξης των ασφαλίστρων, αλλά την υποχρέωση φύλαξης των ασφαλίστρων, τον βαθμό ευθύνης του θεματοφύλακα κλπ στο μέτρο που οι σχετικές έννομες συνέπειες δεν διαφοροποιούνται από τις ειδικότερες προβλέψεις της σύμβασης πρακτορείας. Εξάλλου, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 3 της σύμβασης πρακτορείας, εις τον πράκτορα εχορηγήθη η εξουσία να ενεργεί όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές διαχειριστικές πράξεις και να αντιπροσωπεύει την ασφαλίστρια εταιρία κατά την τέλεση τους, όπως είναι η αποδοχή από τον πρώτο ασφαλίσεων αυτοκινήτων δεσμευτικών για την δεύτερη υπό τους ειδικότερους όρους της μεταξύ τους σύμβασης. Επομένως συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση το στοιχείο της εμπίστευσης των ασφαλίστρων στην μονοπρόσωπη ΕΠΕ του κατηγορουμένου λόγω της ιδιότητός της ως εντολοδόχου αλλά και ως διαχειρίστριας της περιουσίας της μηνύτριας. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την κατά τα ανωτέρω έννοια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την διάταξη του άρθρ. 375 § § 1,2 Π.Κ., την οποία ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε. Ειδικότερα με τις παραδοχές του Συμβουλίου ότι ο αναιρεσείων, με βάση την πρακτοριακή σύμβαση, εισέπραττε για λογαριασμό της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας τα ασφάλιστρα για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που ο ίδιος συνήπτε και ότι είχε υποχρέωση να αποδίδει αυτά σε ορισμένο χρόνο, θεμελιώνεται η έναντι της παθούσης εταιρίας ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, η οποία δεν αποκλείεται ούτε είναι ασυμβίβαστη με την πρόσθετη συνομολόγηση ότι τα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ο πράκτορας ευθύνεται ως θεματοφύλακας. 'Ετσι, κατά τα εκτεθέντα ο κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα α) του διαχειριστού ξένης περιουσίας, διότι, κατά τον νόμο και την σύμβαση, ενεργούσε νομικές πράξεις, με δυνατότητα ανάπτυξις πρωτοβουλίας ως και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη του και β) του εντολοδόχου της μηνύτριας για την είσπραξη και απόδοση των ασφαλίστρων που τα κατείχε για λογαριασμό της και αποτελούν ξένο πράγμα γι'αυτόν. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών εδέχθη, με αναφορά στην αιτιολογία του εκκαλουμένου πρωτοδίκου βουλεύματος (υπ'αριθμόν 3489/2006) ότι το συνολικό ως άνω ποσό το παρεκράτησε παράνομα, ιδιοποιούμενος αυτό, δια πλειόνων κατ'εξακολούθησιν μερικωτέρων πράξεων, εις το οποίον ούτος απέβλεπε από την εξ αρχής τέλεσιν της μερικωτέρας πράξεως, το οποίον είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Δεν ήτο δε αναγκαίος ο προσδιορισμός του ύψους κάθε επί μέρους υπεξαιρεθέντος ποσού, ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αλλά το συνολικό ύψος αυτού, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί υπεξαίρεση κακουργηματικού χαρακτήρα, εν όψει του ότι αι επί μέρους πράξεις του κατ'εξακολούθησιν εγκλήματος έχουν τελεσθεί μετά την έναρξιν ισχύος του ν.2721/99 που αντικ. το άρθρ. 98 Π.Κ. (3-6-1999). Η επίκλησις δε ως λόγου αναιρέσεως ότι δεν ελήφθησαν υπό όψιν και δεν αξιολογήθηκαν όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και αι αποδείξεις εξοφλήσεως των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1999 και Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου 2000 που εξεδόθησαν από την μηνύτρια εταιρία, εις εξόφλησιν αντιστοίχων ποσών από το συνολικό ως άνω ποσό που εισέπραξε ο κατηγορούμενος, καθώς και τον από 27-6-2000 υπολογισμό της υπεραξίας της προδιαληφθείσης εταιρίας του, από την Δ.Ο.Υ. Περιστερίου είναι αβάσιμος, αφού ουδέποτε έγινε υπ'αυτού επίκλησις τοιούτων αποδείξεων αλλ'ούτε έχουν προσκομισθεί στην σχετική δικογραφία, ενώ δεν εξειδικεύεται παράλληλα αν με τη φερόμενη ως άνω καταβολή, υπονοείται μη παρακράτηση των αντίστοιχων ποσών, που δεν μνημονεύονται, εξ αρχής ή εκ των υστέρων απόδοση τους κατ'άρθρ. 379 Π.Κ. Ο δε ισχυρισμός του περί της μεταγενεστέρας μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων της υπ'αυτού εκπροσωπουμένης μονοπρόσωπου ως άνω εταιρίας, συνιστά άρνηση της κατηγορίας που αναιρείται από τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη δια του προσβαλλομένου βουλεύματος το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, τοσούτω μάλλον καθόσον η καταγγελία της μεταξύ αυτού και της μηνυτρίας εταιρίας ασφαλιστικής σύμβασης έγινε νομοτύπως και εις χρόνον μεταγενέστερου της ως άνω μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων. Με τις παροδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διορθώνοντας το εκκαλούμενο 3489/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίον κατά τα λοιπά επεκύρωσε, εδέχθη ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος για την σε βαθμό κακουργήματος πράξη της υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθησιν του ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικού ποσού των 214.127, 68 ευρώ, το οποίο η παθούσα είχε εμπιστευθεί σ'αυτόν ως εντολοδόχο και επί πλέον ως διαχειριστή ξένης περιουσίας με χρόνο τελέσεως κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2000 έως 1-3-2001. Επομένως οι εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και συνακόλουθα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως εν τω συνόλω της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 188/10-9-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1475/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.Αθήναι τη 7 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία, ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η υπεξαίρεσης τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη δέκα ετών εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί τούτο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1969/85, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 2170/93, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ' αυτή, κατά τον συμφωνημένο χρόνο, επέχει έναντι της επιχείρησης η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του ενδολοδόχου.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1.475/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος αναφέρονται, προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά: "...Μεταξύ της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας γενικών ασφαλειών "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΕΓΑ" και της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένη: ευθύνης "...... ΕΠΕ", της οποίας ο εκκαλών ήταν μόνος εταίρος, νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής, συνήφθη η από ... σύμβαση πρακτορίας με το εξής, ως προς τα ουσιώδη και κρίσιμα για την προκείμενη υπόθεση σημεία του, περιεχόμενο. Στο άρθρο 1 ορίζεται ότι ο πράκτορας αναλαμβάνει την υποχρέωση μεσολάβησης μεταξύ της εταιρίας (εγκαλούσας) και του κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων στην περιοχή Αττικής με κωδικό .... σε όλους τους κλάδους ασφαλίσεων, σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, τις οδηγίες και εντολές της εταιρίας, τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας και τα εκάστοτε τιμολόγια ασφαλίστρων. Στο άρθρο 2 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο πράκτορας κατά την εκτέλεση των εργασιών του ενεργεί ατομικά και είναι προσωπικά υπεύθυνος για τις πράξεις των συνεργατών του, ότι δεν δικαιούται να δεσμεύει την εταιρία χωρίς έγγραφη συναίνεση ή εξουσιοδότηση της και ότι η εταιρία δεν φέρει καμία ευθύνη έναντι των συνεργατών του ή για πράξεις αυτών. Στο άρθρο 3 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο πράκτορας οφείλει να παραλαμβάνει και να διαβιβάζει στην εταιρία τις αιτήσεις (προτάσεις) των ενδιαφερομένων για ασφάλιση, αφού προηγουμένως ελέγξει τη συναλλακτική συμπεριφορά και τη φερεγγυότητα τους. Ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και οι πρόσθετες πράξεις ασφάλισης όλων των κλάδων εκδίδονται και υπογράφονται αποκλειστικά από την εταιρία και μόνο με δική της έγγραφη εντολή μπορούν να εκδοθούν και να προσυπογραφούν από τον πράκτορα. Ότι ο πράκτορας, μπορεί να αποδέχεται ειδικά και μόνο απλές καλύψεις Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες τρίτων μέχρι τα εκάστοτε ελάχιστα όρια υποχρεωτικής ασφάλισης. Ότι αυτός θα μπορεί, βάσει των εκάστοτε εκχωρήσεων της εταιρίας, να αποδέχεται και λοιπές προαιρετικές καλύψεις του κλάδου αυτοκινήτων μετά από έλεγχο κάθε περίπτωσης. Και ότι για τους λοιπούς κλάδους ασφάλισης ο πράκτορας δεν δικαιούται να αποδέχεται κινδύνους, χωρίς προηγούμενη συναίνεση της εταιρίας πριν από την έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Στο άρθρο 4 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων της παραγωγής του. Ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα ανήκουν στην κυριότητα της εταιρίας, θεωρούνται παρακαταθήκη και αυτός ευθύνεται σαν θεματοφύλακας. Ότι ο πράκτορας οφείλει να αποδίδει "αμελητί" στην εταιρία κάθε εισπραττόμενο ασφάλιστρο μέσα σε δύο μήνες από το τέλος του μήνα χρέωσης και να καταβάλει το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων του μήνα χρέωσης, χωρίς να δικαιούται να παρακρατήσει ή να συμψηφίσει προμήθειες με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα. Ότι ακολούθως η εταιρία οφείλει να πιστώνει τον πράκτορα με τις προμήθειες που αναλογούν στα αποδιδόμενα ασφάλιστρα και με τα ποσά που αυτός κατέβαλε για λογαριασμό της στο πλαίσιο της συμβατικής του διαχείρισης. Ότι ο πράκτορας αποδίδει στην εταιρία αναλυτικό λογαριασμό εισπραχθέντων ασφαλίστρων κάθε διμήνου μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του επόμενου διμήνου. Και ότι, αν τα ασφάλιστρα δεν έχουν αποδοθεί μέχρι να λήξει ο μήνας του αποδοτέου αναλυτικού λογαριασμού, οι σχετικές απαιτήσεις της εταιρίας θεωρούνται από τότε ληξιπρόθεσμες και δικαιούται αυτή να καταγγείλει αμέσως και αζημίως τη σύμβαση. Στο άρθρο 5 ορίζεται ότι ο πράκτορας υποχρεούται να αποστέλλει στην εταιρία για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την παραλαβή τους, τα ασφαλιστήρια που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζόμενους ή τα ασφαλιστήρια για τα οποία δεν εισπράχτηκαν ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις οικείες αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα που βεβαιώνει τους λόγους μη είσπραξης των ασφαλίστρων. Τέλος, στο άρθρο 6 ορίζεται ότι η προμήθεια του πράκτορα υπολογίζεται σε ποσοστά επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα συμβόλαια που υπογράφονται με τη μεσολάβηση του βάσει πίνακα προμηθειών που έχει επισυναφθεί στη σύμβαση πρακτορίας και καταβάλλεται μετά την είσπραξη των ασφαλίστρων.
Η παραπάνω σύμβαση πρακτορίας λειτούργησε μέχρι τις 22-12-2000, οπότε λύθηκε για σπουδαίο λόγο με επίδοση της από 21-12-2000 εξώδικης δήλωσης καταγγελίας της εγκαλούσας και αφού προηγήθηκε την 1-12-2000 επίδοση της από 28-11-2000 εξώδικης δήλωσης - πρόσκλησης - διαμαρτυρίας αυτής, με την οποία ζητούσε την άμεση καταβολή μη αποδοθέντων μέχρι 31-9-2000 ασφαλίστρων συνολικού ποσού 91.302.000 δρχ., επιφυλασσόμενη ρητά για επιπλέον ποσά που θα προέκυπταν από την πλήρη εκκαθάριση του σχετικού λογαριασμού (βλ. τις σχετικές εξώδικες δηλώσεις και τις οικείες εκθέσεις επίδοσης τους).
Όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως από τις μηχανογραφημένες καταστάσεις ανεισπράκτων (για την εγκαλούσα) ασφαλίστρων που ενσωματώνονται στο κατηγορητήριο και υπάρχουν στη δικογραφία και από την από 17-8-2005 ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα και νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας, ...., κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από 19-11-1999 μέχρι 22-12-2000 που λειτούργησε η σύμβαση πρακτορίας, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας "...... ΕΠΕ", εισέπραξε για λογαριασμό της εγκαλούσας και δεν απέδωσε σ' αυτή μικτά ασφάλιστρα συνολικού ποσού 214.127,68 ευρώ, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα. Στην πράξη της παράνομης ιδιοποίησης ο κατηγορούμενος προέβη με ενότητα δόλου που εξαρχής καταλάμβανε το σύνολο της αξίας των ασφαλίστρων των μερικότερων πράξεων και έχοντας πλήρη γνώση ότι τα σχετικά ποσά ανήκαν από τον χρόνο είσπραξης τους στην κυριότητα της εγκαλούσας, ότι αυτός τα κατείχε έκτοτε μόνο για φύλαξη ως θεματοφύλακας και ότι όφειλε να τα είχε αποδώσει ήδη μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη λήξη του μήνα χρέωσης, χρονικό σημείο κατά το οποίο τελέστηκαν εξακολουθητικά οι μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης των ασφαλίστρων των αντιστοίχων μηνών χρέωσης της επίμαχης χρονικής περιόδου, με χρόνους τέλεσης της πρώτης μερικότερης πράξης την 1η/2/ 2000 και της τελευταίας μερικότερης πράξης την 1η/3/2001. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν επέστρεψε για ακύρωση τα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια μέσα σε δύο μήνες από την παραλαβή τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της σύμβασης πρακτορίας, για την περίπτωση που αυτά δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή για την περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν είχε εισπράξει τα αντίστοιχα ασφάλιστρα. Το δε συνολικό ποσό (214.127,68 ευρώ) ασφαλίστρων που ιδιοποιήθηκε παράνομα ο εκκαλών, στο οποίο εξαρχής αυτός απέβλεψε, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Ο εκκαλών με το από 28-9-2005 απολογητικό υπόμνημα του προς τον ανακριτή και με την έφεση του αρνείται ότι αυτός εισέπραξε και ιδιοποιήθηκε παράνομα τα παραπάνω ποσά και ισχυρίζεται ότι οι καταστάσεις ανεισπράκτων ασφαλίστρων που ενσωματώνονται στο κατηγορητήριο και στο παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρουν κωδικό άλλου συνεργάτη και όχι τον δικό του κωδικό. Επίσης ισχυρίζεται ότι κατά τη διαμεσολάβηση του στη σύναψη ασφαλίσεων και κατά την είσπραξη και απόδοση των ασφαλίστρων δεν ενεργούσε ως εντολοδόχος της εγκαλούσας ούτε ως διαχειριστής της περιουσίας της.
Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό πρέπει να λεχθεί ότι πράγματι ο αρχικός κωδικός συνεργασίας που χορηγήθηκε στην μονοπρόσωπη ΕΠΕ του κατηγορουμένου και αναφερόταν στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονταν με τη μεσολάβηση της ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο αριθμός ... Μετά τον Μάιο, όμως, του έτους 2000 και με σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, ο κωδικός αυτός άλλαξε σε ...., ο οποίος και αναφέρεται σε όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που μνημονεύονται στις προαναφερόμενες μηχανογραφημένες καταστάσεις ανεισπράκτων ασφαλίστρων, όπου επίσης αναφέρεται ότι αυτά εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση της μονοπρόσωπης ΕΠΕ του κατηγορουμένου (βλ. το από ... τηλεομοιοτύπημα προς την εγκαλούσα με υπογραφή του κατηγορουμένου για αλλαγή κωδικού, το από .... εσωτερικό έγγραφο των υπηρεσιών της τελευταίας για προώθηση του σχετικού αιτήματος και σειρά αρχικών και ανανεωτηρίων ασφαλιστηρίων συμβολαίων κλάδου αυτοκινήτων που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση της μονοπρόσωπης ΕΠΕ του εκκαλούντος και φέρουν κωδικούς συνεργάτη τους αριθμούς ... και ..., αντίστοιχα). Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός είναι αβάσιμος.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η πρόβλεψη του άρθρου 4 της σύμβασης πρακτορίας να ενεργεί ο πράκτορας την είσπραξη ασφαλίστρων από τους ασφαλιζόμενους για λογαριασμό της εγκαλούσας ασφαλίστριας εταιρίας, ώστε η τελευταία να καθίσταται κυρία των ασφαλίστρων, συνιστά παροχή εντολής προς τον πράκτορα να εισπράττει τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εγκαλούσας και συγχρόνως χορήγηση προς τον εντολοδόχο εξουσίας άμεσης αντιπροσώπευσης της εντολέα κατά την αποδοχή και λήψη των σχετικών ποσών, με συνέπεια ο πρώτος να αποκτά μόνο κατοχή και η δεύτερη να αποκτά κυριότητα αυτών με και από τη λήψη τους. Η δε πρόσθετη συνομολόγηση ότι τα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ο πράκτορας ευθύνεται ως θεματοφύλακας, δεν αφορά την έννομη σχέση και την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί ο πράκτορας κατά το στάδιο είσπραξης των ασφαλίστρων, αλλά την υποχρέωση φύλαξης των ασφαλίστρων, τον βαθμό ευθύνης του θεματοφύλακα κλπ. στο μέτρο που οι σχετικές έννομες συνέπειες δεν διαφοροποιούνται από τις ειδικότερες προβλέψεις της σύμβασης πρακτορίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 3 της σύμβασης πρακτορίας, στον πράκτορα χορηγήθηκε η εξουσία να ενεργεί όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές διαχειριστικές πράξεις και να αντιπροσωπεύει την ασφαλίστρια εταιρία κατά την τέλεση τους, όπως είναι η αποδοχή από τον πρώτο ασφαλίσεων αυτοκινήτων δεσμευτικών για τη δεύτερη υπό τους ειδικότερους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, για τους οποίους έγινε ήδη λόγος. Επομένως, συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση το στοιχείο της εμπίστευσης των ασφαλίστρων στην μονοπρόσωπη ΕΠΕ του εκκαλούντος λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου αλλά και ως διαχειρίστριας της περιουσίας της εγκαλούσας, ο δε αντίθετος ισχυρισμός είναι αβάσιμος.
Τέλος, ο εκκαλών με την έφεση του παραπονείται κατά του εκκαλούμενου βουλεύματος, επειδή (δήθεν) δεν έλαβε υπόψη ότι η εγκαλούσα αξιώνει από αυτόν ασφάλιστρα του χρονικού διαστήματος από 1-1-1986 έως 31-5-2005, ενώ η μεταξύ τους συνεργασία άρχισε τον Νοέμβριο του έτους 1999. Και αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από τις μηχανογραφημένες καταστάσεις ανεισπράκτων ασφαλίστρων που ενσωματώθηκαν στο κατηγορητήριο και στο παραπεμπτικό βούλευμα, αυτές συνιστούν απόσπασμα εξηγμένο από αντίστοιχες καταστάσεις μεγαλύτερης χρονικής περιόδου (1/1/1986 - 31/5/2005), το οποίο απόσπασμα αφορά ανείσπρακτα (για την εγκαλούσα) ασφάλιστρα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση της μονοπρόσωπης ΕΠΕ του εκκαλούντος κατά τη χρονική περίοδο της μεταξύ τους συνεργασίας (19/11/1999 έως 22/12/2000).
Το εκκαλούμενο βούλευμα, με πλήρη αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε στο., συνοπτικό σκεπτικό του ότι υπάρχουν σε βάρος του εκκαλούντος επαρκείς ενδείξεις για τέλεση απάτης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο εμπιστεύθηκαν σ' αυτόν ως εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας και ακολούθως τον παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (κακ/των) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για τέλεση της αξιόποινης πράξης αυτής κατά το χρονικό διάστημα από 19-11-1999 έως 28-11-2000χωρίς όμως την ιδιότητα του εντολοδόχου. Η κρίση τουπρωτόδικου συμβουλίου είναι ορθή πλην των σημείων πουαναφέρονται α) στον χρόνο τέλεσης της πράξης, ο οποίοςδεν είναι από 19-11-1999 έως 28-11-2000, αλλά από 1-2-2000 έως 1-3-2001 και β) στην παράλειψη ότι το ποσό των ασφαλίστρων που ιδιοποιήθηκε ο εκκαλών το είχαν εμπιστευτεί σ' αυτόν και με την ιδιότητα του εντολοδόχου της εγκαλούσας. Συνακολούθως, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσίαν, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως αναμορφωθεί και αναδιατυπωθεί το διατακτικό του ως προς τα παραπάνω σημεία και να επιβληθούν στον εκκαλούντα τα ποινικά έξοδα ποσού 220 ευρώ, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό (άρθρα 319 παρ. 3 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ).....". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών αφού απέρριψε την υπ' αριθμ. 45/1-2-2007 έφεση του κατηγορουμένου, επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό υπ' αριθμ 3489/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του Π.Κ την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με πληρότητα και σαφήνεια δέχεται το βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας είχε εξουσία να ενεργεί όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές πράξεις αφού εισέπραττε για λογαριασμό της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας τα ασφάλιστρα για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που ο ίδιος κατάρτιζε για λογαριασμό της και ότι είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, ιδιότητα την οποία δεν αναιρεί η υποχρέωση αυτού από την σύμβαση με την ασφαλιστική εταιρία, να παρακρατεί τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα, ως θεματοφύλακας, για ορισμένο χρόνο και να τα αποδίδει κατά το πρώτο δεκαήμερο εκάστου διμήνου από την κατάρτιση κάθε ασφαλιστικές συμβάσεως με τρίτα πρόσωπα. Το συμβούλιο, κρίνοντας επί του βασίμου της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξεως της υπεξαίρεσης, δεν είχε υποχρέωση, ως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, να παραθέσει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτουν τα στοιχεία του φυσικού προσώπου το οποίο ως εκπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρίας υπέγραψε την μετ' αυτού σύμβαση πρακτόρευσης. Η αιτίαση ότι έχει αποδώσει στην εγκαλούσα εταιρίας τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα των μηνών Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1999 και των μηνών Ιανουαρίου έως και Μαΐου 2000, είναι απαράδεκτη γιατί υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Για τον ίδιο λόγο απαράδεκτες είναι και οι αιτιάσεις ότι μετά τον Μάϊο 2000 δεν εισέπραξε ασφάλιστρα ως και ότι αυτός, όταν η εγκαλούσα τον Δεκέμβριο του 2000 επέδωσε την καταγγελία της συμβάσεως, είχε αποχωρήσει της εταιρίας η οποία είχε συμβληθεί με την εγκαλούσα. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, που διαλαμβάνουν τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, και με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και της εσφαλμένης εφαρμογής των άνω διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναι- ρέσεως και καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 188/10-9-2007αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1.475/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Και.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή