Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση. Ψευδορκία μάρτυρα, ηθική αυτουργία στην ψευδορκία μάρτυρα. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Πότε υπάρχει απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1193/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων: 1)Χ1 και 2)Χ2, κατοίκων ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λάμπρο Τσιβόλα, περί αναιρέσεως της 6774/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Θεόδωρο Παναγόπουλο και Χρήστο Κωνσταντινίδη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 300/2010.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ "με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμοδία για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Επίσης, από την άνω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της ψευδορκίας το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα με ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί, οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, ήτοι ενός μόνον εγκλήματος και κανένας από τους τρόπους αυτούς δεν αποκλείει τον άλλον. Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι τετελεσμένο είναι το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, όταν περατωθεί η κατάθεσή του. Έτσι, αν για την ολοκλήρωση της εξετάσεως του μάρτυρος, εξετασθεί αυτός περισσότερες από μία φορές σε πολλές συνεδριάσεις, διαπράττεται μόνο μία αξιόποινη πράξη ψευδορκίας και όχι περισσότερες κατ' εξακολούθησιν. Και αυτό γιατί κατάθεση δεν αποτελούν οι περισσότερες εξετάσεις του μάρτυρα, αλλά το σύνολο των δηλώσεών του. Τέλος, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητος και της θέσεώς του ή της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στην συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός εάν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδορκία μάρτυρα, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία: Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση το σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή με την παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως τα ψευδή πραγματικά περιστατικά θεμελιώνονται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση και άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 6774/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκαν ο μεν πρώτος κατηγορούμενος - αναιρεσείων Χ1 για ψευδορκία μάρτυρα, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος - αναιρεσείων για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, έκαστος, η εκτέλεση των οποίων (ποινών) ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα εξής: "..Δυνάμει συμβάσεων έργου, που καταρτίσθηκαν μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, εργολάβου δημοσίων έργων, και του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2, ο πρώτος ανέθεσε υπεργολαβικώς στον δεύτερο τα έργα ύδρευσης των Κοινοτήτων ... και του Δήμου .... Τα έργα αυτά εκτελέστηκαν από τον ως άνω κατηγορούμενο εντός του χρονικού διαστήματος από 1-1-1995 έως και 25-11-1996 και παραδόθηκαν. Μετά την παράδοση των έργων, και συγκεκριμένα στις 16-2-2000, ο ως άνω κατηγορούμενος κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 13-2-2000 (αριθμός καταθέσεως ...) αγωγή του, με την οποία, επικαλούμενος ότι ο εναγόμενος του οφείλει μέρος της εργολαβικής του αμοιβής, ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 39.908.800 δραχμών, ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής, με το νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσό από την παράδοση του αντίστοιχου έργου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 7962/2001 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε ο ενάγων να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά της αγωγής με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, η εξέταση των οποίων ορίστηκε να γίνει ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή. Κατά το στάδιο των διεξαγωγών εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας αποδείξεως ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, η κατάθεση του οποίου έλαβε χώρα κατά τις ημερομηνίες 28-5-2002 και 29-10-2002, οπότε και ολοκληρώθηκε. Στην κατάθεσή του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα ότι ήταν παρών κατά την κατάρτιση των συμβάσεων μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντος, ότι ο τελευταίος δεν εξόφλησε ολοσχερώς τον αδελφό του, ότι το έργο της Κοινότητας ... ανέρχεται συνολικά σε 4.623 μέτρα και το έργο της Κοινότητας ... ανέρχεται συνολικά σε 12.000 μέτρα, οι δε τιμές μονάδας ήταν αυτές που αναφέρονται στην αγωγή, ενώ η αλήθεια ήταν ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν ήταν παρών κατά την κατάρτιση των εργολαβικών συμβάσεων, τα εκτελεσθέντα έργα ... ανέρχονταν σε 2.090 και 5.953,64 μέτρα αντίστοιχα, οι δε τιμές μονάδας, που πραγματικά συμφωνήθηκαν, ήταν πολύ μικρότερες από αυτές που ισχυρίστηκε ο μάρτυρας. Όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή και ο πρώτος κατηγορούμενος τα κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας του. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, επιδιώκοντας να έχει γι' αυτόν ευνοϊκή έκβαση η ως άνω αστική διαφορά, προκάλεσε εκ προθέσεως στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν αδελφός του, την απόφαση να καταθέσει τα ως άνω ψευδή γεγονότα, η δε πρόκληση της απόφασης στον συγκατηγορούμενό του έγινε με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις και ενόψει του γεγονότος ότι είναι αδέλφια, η επίδραση ήταν τέτοια, που τον οδήγησε στην τέλεση της άνω αξιόποινης πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρος, και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρος, που καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι αντίστοιχα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α, 224 παρ. 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευε και δεν παρεβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή, η αντιφατική αιτιολογία και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αιτιολογείται ο άμεσος δόλος του πρώτου κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ1, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Εισηγητού Δικαστού στις 28-5-2002 και 29-10-2002, εν γνώσει του ψευδή πραγματικά περιστατικά, χωρίς να απαιτείται η παράθεση άλλων, σχετικά με τη γνώση, περιστατικών, με την παραδοχή, που προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι ο κατηγορούμενος εξ ιδίας αντιλήψεως εγνώριζε όσα κατέθεσε, λόγω και της συγγενικής σχέσεως με το δεύτερο κατηγορούμενο. Η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία συνήγαγε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος - αναιρεσείων Χ2, έπεισε τον συγκατηγορούμενό του να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που τέλεσε, είναι αβάσιμη, διότι στο σκεπτικό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, όπως και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος ήτοι ότι αυτός για να έχει ευνοϊκή έκβαση η αστική διαφορά "προκάλεσε εκ προθέσεως στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος είναι αδελφός του, την απόφαση να καταθέσει ψευδή γεγονότα ...... με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις" στοιχεία επαρκή για την αξιολόγηση της καταδικαστικής κρίσεως. Η γνώση του δε, είναι αυτονόητη, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως συμβληθείς με τον πολιτικώς ενάγοντα, είχε ιδία αντίληψη των πραγματικών περιστατικών. Και οι λοιπές αντίθετες αιτιάσεις είναι αβάσιμες αφού: α) αναφέρονται στο σκεπτικό οι συμβάσει που συνήφθησαν μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος και δευτέρου κατηγορουμένου, είναι δεν αδιάφορο πότε, πού και ποιες συνήφθησαν εγγράφως ή προφορικώς, β) δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται ο χρόνος εξοφλήσεως της αμοιβής των έργων, γ) αρκεί η παραδοχή ότι οι τιμές μονάδος εκάστου έργου ήταν κατά πολύ μικρότερες από αυτές που στην κατάθεσή του ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις οι διαλαμβανόμενες στον δεύτερο λόγο της ένδικης αιτήσεως, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται, έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία, εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής των αναιρεσειόντων, αναφέρονται, μεταξύ άλλων υπό τον αριθμό 2. "Η με αριθμό ... Εισηγητική Έκθεση" και υπό τον αριθμό 15. "Τα με αριθμούς ... τιμολόγια πώλησης αγαθών". Ο κατά τον τρόπο αυτό προσδιορισμός στα πρακτικά των άνω εγγράφων είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους στους κατηγορουμένους, οι οποίοι είχαν την δυνατότητα να υποβάλουν τις επ' αυτών παρατηρήσεις και απόψεις τους, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρονται αυτά στα πρακτικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ' ακολουθίαν, ελλείψει ετέρων λόγων αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί έκαστος των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση των Χ1 και Χ2, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 6774/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουνίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ