Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος. Στοιχεία του εγκλήματος. Έννοια ιδιαιτέρων τεχνασμάτων. Η διάταξη του άρθρου 14 § 5 εδ. β΄ του Ν. 2721/1999 που αντικατέστησε το άρθρο 258 εδ. γ΄ ΠΚ είναι ευνοϊκό-τερη γιατί απαιτεί και το πρόσθετο στοιχείο να είναι αντικείμενο της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δραχμών, εφαρμόζεται όμως ο ανωτέρω νόμος στο σύνολο των ρυθμίσεών του, δηλαδή και ως προς το κατ' εξακολούθηση έγκλημα και όχι μόνο κατά το μέρος που ευνοεί τον δράστη. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για το ανωτέρω έγκλημα του κατηγορουμένου, ο οποίος υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου της ΔΕΗ υπεξαίρεσε εξακολουθητικά το συνολικό ποσό των 31.078.333 δραχμών. Αιτιολογημένη απόρριψη των ισχυρισμών για συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων. Για τη συγχώνευση ποινών δεν απαιτείται να έχουν αυτές καταστεί αμετάκλητες. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1702/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σκούτα, περί αναιρέσεως της 2896/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ με την επωνυμία "ΔΕΗ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική-Λιάνα Μουμουτζή.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιανουαρίου 2008 αίτηση καθώς και στους από 4 Σεπτεμβρίου 2008 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 253/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος να είναι ξένο ως προς το δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης αυτής πράξης, να έχει περιέλθει, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, που υπάρχει όταν, αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις περιοριστικά αναφερόμενες στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή και ε) το πράγμα, κατά το χρόνο τέλεσης της υπεξαίρεσης, να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 258 εδ. γ' του Π.Κ. (όπως το εδ. γ' αντικ. με το άρθρο 14 παρ.5 εδ. β' του Ν. 2721/1999), "Υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει, λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμη δεν ήταν αρμόδιος γι'αυτό, τιμωρείται: α)... β)... γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού (υπεξαίρεσης στην υπηρεσία), που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 υπεξαίρεσης, απαιτείται προσθέτως ο δράστης αυτής να είναι υπάλληλος (και ως τέτοιος κατά το άρθρο263Α του ΠΚ θεωρείται, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 13 εδ. α' του ΠΚ, και όποιος υπηρετεί μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό φωτισμού, θερμότητας κ.λ.π.), παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, έστω και αν είναι αναρμόδιος γι' αυτό, και κάθε πράξη ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει τα χρήματα ή τα πράγματα, που δεν του ανήκουν κατά κυριότητα εν όλω ή εν μέρει, αλλά τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου, σαν να ήταν κύριος, ενσωματώνοντας αυτά χωρίς δικαίωμα στην περιουσία του. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) και ότι έλαβε ή κατέχει τούτο υπό την υπαλληλική ιδιότητά του, ως και τη θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Για τη θεμελίωση δε του κακουργηματικού χαρακτήρα του ως άνω εγκλήματος που προβλέπεται από το άρθρο 258 εδ. γ' του ΠΚ απαιτείται να μεταχειρίστηκε ο δράστης ιδιαίτερα τεχνάσματα και ως τέτοια θεωρούνται ιδία ψευδείς εγγραφές σε βιβλία ή λογαριασμούς, καθώς και άλλες ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, που αποβλέπουν στην εξαπάτηση της αρχής και είναι επιτήδειες για τη συγκάλυψη του εγκλήματος. Κατά το άρθρο 258 εδ. γ' του ΠΚ για να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα η υπεξαίρεση στην υπηρεσία απητείτο ως μόνο πρόσθετο στοιχείο να μεταχειρίστηκε ο υπαίτιος ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ήδη μετά τη με το άρθρο 14 παρ. 5 εδ. β' του Ν. 2721/1999 αντικατάσταση του άνω εδ. γ' του άρθρου 258 του ΠΚ για το χαρακτηρισμό της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ως κακουργήματος απαιτείται επί πλέον (των ιδιαιτέρων τεχνασμάτων) και το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. Η τελευταία αυτή διάταξη είναι ευνοϊκότερη, σε σχέση με την προηγούμενη διάταξη του άρθρου 258 εδ. γ' του ΠΚ, πριν από την αντικατάστασή της, καθώς και σε σχέση με τη γενική για την υπεξαίρεση διάταξη του άρθρου 375 παρ.2 του ΠΚ (μεταξύ των οποίων είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας), διότι για το χαρακτηρισμό της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ως κακουργήματος απαιτείται ήδη και το πρόσθετο στοιχείο ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δραχμών. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου όταν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ' αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Έτσι εάν η εξακολουθητική υπεξαίρεση στην υπηρεσία, δεν διαπράχθηκε υπό την ισχύ του άρθρ. 258 εδ. γ' ΠΚ, πριν από την αντικατάστασή του, θεμελιώνεται στο ότι ο υπαίτιος αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δραχμών, τότε αυτή φέρει χαρακτήρα κακουργήματος, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, τόσο κατά τη διάταξη αυτή, κατά την οποία αρκεί, ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου, μόνη η μεταχείριση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, όσο και κατά την ίδια διάταξη μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ.5 εδ. β' του Ν. 2721/1999. Εφαρμοστέα στην περίπτωση αυτή είναι η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, αδιαφόρως της αξίας του αντικειμένου κάθε μερικότερης πράξης. Περίπτωση εφαρμογής στην περίπτωση αυτή του άρθρου 98 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την προσθήκη της παρ.2 με το άρθρο 14 παρ.1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999,ώστε να υπολογισθεί η αξία του αντικειμένου της πράξης με βάση το αντικείμενο καθεμιάς μερικότερης πράξης, δεν είναι επιτρεπτή, διότι τότε πρέπει να μην εφαρμοσθεί αυτούσιος ο νέος νόμος (άρθ. 14 παρ.5 β' του Ν.2721/1999) που επέφερε την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 258 εδάφ. του ΠΚ και αξιώνει "συνολική" αξία, αλλά να διασπασθεί και να εφαρμοσθεί μόνο κατά το μέρος που ευνοεί τον κατηγορούμενο με την ύπαρξη ορισμένης αξίας. Τέτοια όμως διάσπαση είναι ανεπίτρεπτη αφού ο νόμος εφαρμόζεται όπως ισχύει στο σύνολό του. Επομένως ο ισχυρισμός του κατηγορούμένου ότι η φερόμενη ως διαπραχθείσα από αυτόν υπεξαίρεση στην υπηρεσία αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 5.000.000 δραχμών με ιδιαίτερα τεχνάσματα φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, γιατί κάθε επιμέρους πράξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών και όλες οι πράξεις τελέστηκαν πριν από την ισχύ του Ν.2721/1999, είναι αβάσιμος και επίσης είναι αβάσιμος ο συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχτηκε με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 2896/2007 απόφασή του ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ'είδος αναφέρει αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος ήταν υπάλληλος της Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) από το έτος 1969, οπότε προσλήφθηκε ως μαθητευόμενος χειριστής ανελκυστήρων. Κατά το διάστημα από 1.1.1978 μέχρι και το Δεκέμβριο 1995 πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον Ταμειακό Τομέα της Διευθύνσεως Οικονομικών Λειτουργιών στην ... ο οποίος ονομάζεται σήμερα "Τομέας Διαχείρισης Ταμειακών Διαθεσίμων". Το αντικείμενό του ήταν η αγορά συναλλάγματος από Τράπεζες για υπαλλήλους της Δ.Ε.Η. που ταξίδευαν στο εξωτερικό για υπηρεσιακούς λόγους, καθώς και οι πληρωμές για την αγορά βιβλίων από εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού και για συνδρομές σε περιοδικά και διεθνείς οργανισμούς, με βάση συμβάσεις που είχε υπογράψει η Δ.Ε.Η. Όλα τα εκδιδόμενα για τις προαναφερόμενες αιτίες τιμολόγια, ανεξαρτήτως του ποια υπηρεσία της Δ.Ε.Η. αφορούσαν, κατέληγαν δια της Διευθύνσεως Εκπαιδεύσεως στον κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν αρμόδιος για την εξόφλησή τους, που γινόταν ως εξής: Τα προερχόμενα από τη Διεύθυνση Εκπαιδεύσεως τιμολόγια συνοδεύονταν από υπηρεσιακό σημείωμα, με βάση το οποίο γινόταν μια λογιστικοποίηση για το δραχμικό ισόποσο του συνόλου της αξίας των τιμολογίων που αναφέρονταν σ' αυτό. Προϊόν της λογιστικοποίησης αυτής ήταν η έκδοση από τη Δ.Ε.Η. αντίστοιχων τραπεζικών επιταγών σε διαταγή αυτής της ιδίας. Τις επιταγές αυτές εμφάνιζε στις πληρώτριες τράπεζες ο κατηγορούμενος, προκειμένου να πληρωθούν από τους τηρούμενους σ 'αυτές λογαριασμούς της Δ.Ε.Η. Αμέσως μετά την πληρωμή η τράπεζα παρέδιδε στον κατηγορούμενο το σχετικό παραστατικό έγγραφο από το οποίο προέκυπτε η εξόφληση των συγκεκριμένων τιμολογίων που περιλαμβάνονταν στη λογιστικοποίηση. Οι τράπεζες με τις οποίες συνεργαζόταν η Δ.Ε.Η. για την αγορά συναλλάγματος ήταν η Τράπεζα Αττικής, η Εθνική Τράπεζα και η Εμπορική Τράπεζα. Όμως ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την αρμοδιότητα του εντεταλμένου και για την αγορά συναλλάγματος υπαλλήλου της Δ.Ε.Η., χρησιμοποιούσε κατ' εξακολούθηση τις προαναφερόμενες τραπεζικές επιταγές όχι μόνο για την εκπλήρωση του αποκλειστικού σκοπού της έκδοσής τους, δηλαδή για να εξοφλεί τιμολόγια του εξωτερικού, αλλά και για την αγορά συναλλάγματος, το οποίο κατακρατούσε ο ίδιος χωρίς να έχει δικαίωμα, με συνέπεια να παραμένουν ανεξόφλητα τιμολόγια διαφόρων εκδοτικών οίκων του εξωτερικού, οι οποίοι άρχισαν να διατυπώνουν παράπονα προς τις Υπηρεσίες της Δ.Ε.Η. και ακολούθως να μην αποστέλλουν τα έντυπα και να διακόπτουν τις συνδρομές. Ειδικότερα, από σχετική έρευνα που διενεργήθηκε από επιτροπή της Δ.Ε.Η., η οποία συγκροτήθηκε με το Υπηρεσιακό Σημείωμα .... και είχε ως μέλη τους Μ1, τομεάρχη γενικού λογιστηρίου, Μ3, υποτομεάρχη προϋπολογισμού επενδύσεων, Μ2 υποτομεάρχη πληρωμών παραγγελιών εσωτερικού - εξωτερικού και ..., εκπρόσωπο ΓΕΝΟΠ, τα συμπεράσματα της οποίας διαλαμβάνονται στο περιεχόμενο στη δικογραφία πόρισμα της και το απευθυνόμενο προς τον διευθυντή οικονομικών λειτουργιών ενημερωτικό σημείωμα, από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των Μ1, Μ2 και Μ3, καθώς και από τους πίνακες με τις τραπεζικές επιταγές, τις πληρωμές και τα παραστατικά έγγραφα που συνοδεύουν το πόρισμα και το ενημερωτικό σημείωμα, προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα 1994-1995 ο κατηγορούμενος εμφάνισε προς πληρωμή στην Τράπεζα Αττικής τραπεζικές επιταγές της Δ.Ε.Η., που είχαν εκδοθεί για την εξόφληση τιμολογίων συνολικού ύψους 119.184.976 δραχμών. Για το σκοπό αυτό καταβλήθηκε ποσό δρχ. 98.134.557, ενώ με το από δρχ. 21.050.419 υπόλοιπο ο κατηγορούμενος αγόρασε συνάλλαγμα, το οποίο κατακράτησε χωρίς να έχει δικαίωμα. Επίσης, ο κατηγορούμενος κατακράτησε και ποσό δρχ. 2.262.135, που επέστρεψαν στην Τράπεζα Αττικής εκδοτικοί οίκοι του εξωτερικού, λόγω του ότι αφορούσε τιμολόγια που είχαν ήδη εξοφληθεί, και το οποίο η Τράπεζα δραχμοποίησε και το κατέβαλε σ' αυτόν για να το αποδώσει, όπως όφειλε, στη Δ.Ε.Η. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα [1994-1995] ο κατηγορούμενος κατακράτησε από τραπεζικές επιταγές, τις οποίες εμφάνισε προς πληρωμή στην Εθνική Τράπεζα και στην Εμπορική Τράπεζα, χρηματικά ποσά δρχ. 1.731.978 και 6.033.801, αντιστοίχως, με τον παραπάνω αναφερόμενο τρόπο, δηλαδή με τη χρησιμοποίηση των ποσών αυτών για την αγορά συναλλάγματος, που δεν απέδιδε στη Δ.Ε.Η. Προκειμένου δε να εξαπατήσει την Υπηρεσία του ως προς το γεγονός ότι δήθεν χρησιμοποιούσε το σύνολο των τραπεζικών επιταγών για την εξόφληση των τιμολογίων και όχι μέρος αυτών και να συγκαλύψει την εγκληματική του δράστη, προέβαινε σε αποκρύψεις των παραστατικών των ως άνω τραπεζών, τα οποία αντί να παραδίδει στην Υπηρεσία του παρακρατούσε στο σπίτι του, καθώς και σε νοθεύσεις αυτών, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό σε σχέση με την πράξη που έχει υποκύψει σε παραγραφή. Ο τρόπος δε που χρησιμοποίησε για να επιτύχει την υπεξαίρεση των άνω ποσών, ήτοι η μη τακτοποίηση και κατάθεση των σχετικών παραστατικών καθώς και η νόθευση αυτών, προκειμένου να αναγράφουν μεγαλύτερα των οφειλομένων ποσά, αποτελεί ιδιαίτερο τέχνασμα, αφού με αυτόν τον τρόπο δεν θα γινόταν αντιληπτό από το αρμόδιο τμήμα του λογιστηρίου και τη διοίκηση της ΔΕΗ, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Και πράγματι δεν είχαν γίνει αντιληπτά, μέχρις ότου άρχισαν να διαμαρτύρονται α) οι εκδοτικοί οίκοι του εξωτερικού, ότι δεν τους είχαν καταβληθεί οφειλόμενες συνδρομές, β) οι υπηρεσίες της ΔΕΗ ότι είχαν σταματήσει να λαμβάνουν βιβλία και περιοδικά που τους ήταν απαραίτητα (διότι όπως μετά αποδείχθηκε δεν είχαν καταβληθεί οι συνδρομές, την αξία των οποίων υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος). Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η φερομένη ως τελεσθείσα από αυτόν αξιόποινη πράξη φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα και, ως τοιαύτη, έχει παραγραφεί (γιατί από την τέλεσή της παρήλθε οκταετία), γιατί ο ανωτέρω τρόπος που χρησιμοποίησε για να επιτύχει την υπεξαίρεση των προαναφερομένων ποσών δεν αποτελεί ιδιαίτερο τέχνασμα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη που του αποδίδεται, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α', β' και ε' ΠΚ πρέπει να απορριφθεί, γιατί α) δεν αποδείχθηκε ο προηγούμενος έντιμος βίος του, εφόσον, όπως αποδεικνύεται από το ποινικό του μητρώο, έχει καταδικαστεί και στο παρελθόν σε ποινές στερητικές της ελευθερίας για άλλες πράξεις, ορισμένες από τις οποίες έχουν τελεσθεί σε χρόνο προγενέστερο από τις ένδικες (αφού καταδικάστηκε με αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου του έτους 1994), β) πρόκειται για οικονομικό έγκλημα, οπότε σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγήθηκε σ' αυτό από μη ταπεινά ελατήρια (πέραν της αοριστίας ως προς το σκέλος αυτό, αφού δεν προσδιορίζεται σε τι συνίστανται τα μη ταπεινά ελατήρια) και γ) από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, καθόσον αφενός έχει και μεταγενέστερες αμετάκλητες καταδίκες, μεταξύ άλλων, και για οικονομικά εγκλήματα (υπεξαίρεση κ.λπ. - βλ. ποινικό του μητρώο) και αφετέρου το γεγονός ότι έστω και για λίγα έτη μετά την πράξη του δεν έδειξε ενδεχομένως παραβατική συμπεριφορά δεν φανερώνει αναγκαίως καλή συμπεριφορά έναντι της κοινωνίας, αν ληφθεί υπόψη ότι υπήρχε γι'αυτόν η εκκρεμότητα της δίκης του αυτής, και αυτός επεδίωκε και προσδοκούσε να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό αυτό, χωρίς η εμφανιζόμενη καλή συμπεριφορά του να είναι αυθόρμητη". Μετά από αυτά το Δικαστήριο, καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δραχμών με ιδιαίτερα τεχνάσματα. Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα αναλύει τον τρόπο δράσης του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα τεχνάσματα τα οποία αυτός χρησιμοποίησε. Επίσης αιτιολογεί ειδικώς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α', β' και ε' του ΠΚ> Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και οι τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως των πρόσθετων λόγων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΚΠΔ, είναι αβάσιμοι, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του κατηγορουμένου περί εσφαλμένης αξιολόγησης των καταθέσεων των μαρτύρων και των εγγράφων, είναι απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος και η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι παρά το νόμο έγινε δεκτό το αίτημα του για συγχώνευση της ποινής που του επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με την ποινή καθείρξεως έξι ετών που του επιβλήθηκε με την υπ'αριθ. 2892/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, για το λόγο ότι οι ανωτέρω ποινές δεν είχαν καταστεί αμετάκλητες, είναι αβάσιμη, αφού για τη συγχώνευση ποινών δεν απαιτείται οι ποινές αυτές να έχουν καταστεί αμετάκλητες (Ολομ. ΑΠ 4/2005). Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της (αναίρεση και πρόσθετοι λόγοι) και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ), καθώς και τα δικαστικά έξοδα της παρασταθείσης πολιτικώς ενάγουσας ΔΕΗ, τα οποία πρέπει να μειωθούν στο μισό κατά το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, το οποίο εφαρμόζεται και στην ΔΕΗ κατά τα άρθρα 4 παρ.1 του ν. 1468/1950 και 36 παρ.1 του από 28/28-1-1951 Β Δ/τος (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-1-2008 αίτηση και από 18-9-2008 πρόσθετους λόγους του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθ. 2896/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στο αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της πολιτικώς ενάγουσας ΔΕΗ, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ