Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στοιχεία εγκλήματος. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες. Όχι απόλυτη ή σχετική ακυρότητα ή υπέρβαση εξουσίας από τη λήψη υπόψη προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα που είχε δοθεί στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης. Απόρριψη αιτήσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1257/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Σ. του Τ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βασιλειάδη, περί αναιρέσεως της 2613-2614/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Κ. Σ. του Γ., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μανώλη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 467/2013.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν. του 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Περαιτέρω, η ως άνω ειδική απαιτείται για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Η παρεμπίπτουσα, λοιπόν, απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2613-2614/2012 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως αυτής, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη υπέβαλε, δια του συνηγόρου της, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι "δεν υποβλήθηκε νομότυπα η έγκληση Σ." και το αίτημα "να προσέλθει να καταθέσει αυτοπροσώπως ο μάρτυρας κατηγορίας Ε. Λ.". Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 η κατηγορουμένη Α. Σ. εξέδωσε σε διαταγή του Γ. Π. του Α. την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 28-4-2005, ποσού 59.000 ευρώ, πληρωτέα από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, την οποία στη συνέχεια ο ανωτέρω λήπτης της μεταβίβασε με οπισθογράφηση στη Μ. Δ., η οποία ακολούθως τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον εγκαλούντα Κ. Σ. και αυτός με τον ίδιο τρόπο στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Μ. και Σ. Τ. - ΤΕΧΝΙΚΟΝ ΑΕΒΕ". Η τελευταία πριν από την πάροδο της προβλεπόμενης από το νόμο οκταήμερης προθεσμίας για την εμφάνισή της προς πληρωμή, πληροφορήθηκε από την Εθνική Τράπεζα ότι δεν υπήρχαν σ' αυτή αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια της εκδότριάς της για την πληρωμή της και κατόπιν τούτου αυτή, χωρίς να προβεί στην σφράγισή της, την επέστρεψε στον προηγούμενο κομιστή της Κ. Σ. αφού προηγουμένως αυτός της κατέβαλε την αξία της. Ακολούθως η κατηγορουμένη, λόγω της αδυναμίας πληρωμής της επιταγής αυτής, κατόπιν συμφωνίας της με τον κομιστή της Κ. Σ., προέβη σε αλλαγή της ημερομηνίας εκδόσεώς της από 28-4-2005 σε 30-9-2005 αρχικά και σε 30-11-2005 στη συνέχεια, θέτοντας την υπογραφή της κάτω από την ημερομηνία στο εμπρόσθιο μέρος της επιταγής (βλ. την από 12-2-2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου Μ. Φ. - Ξ., που διενεργήθηκε στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης). Ο εγκαλών στις 2-12-2005, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 5960/1933 "Περί επιταγής" οκταήμερης προθεσμίας, εμφάνισε την ως άνω επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον τηρούμενο σ' αυτήν από την εκδότριά της (κατηγορουμένη) υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, κατά το χρόνο εκδόσεως (30-11-2005) και πληρωμής (2-12-2005) αυτής, την οποία (έλλειψη) γνώριζε η κατηγορουμένη και παρά ταύτα προέβη στην έκδοσή της. Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι η επίδικη επιταγή, η οποία εκδόθηκε για το ποσό των 9.000 ευρώ, νοθεύτηκε από το λήπτη της Γ. Π., στον οποίο παραδόθηκε χάριν ευκολίας, με την προσθήκη του αριθμού "5" πριν από τον αριθμό "9" ώστε αυτή να φέρεται ότι εκδόθηκε για το ποσό των 59.000 ευρώ, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, αναιρούμενος από το γεγονός ότι στο σώμα της επιταγής αναγράφεται ολογράφως το ποσό των 59.000 ευρώ. Βέβαια η κατηγορουμένη ισχυρίζεται, με την από 5-1-2006 έγκληση που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης σε βάρος των Μ. Δ., Γ. Π. και Κ. Σ. για τις πράξεις α) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση και β) της κακουργηματικής απάτης στο δικαστήριο, ότι κατά την παράδοση της επίδικης επιταγής στον λήπτη αυτής, δεν αναγραφόταν σ' αυτή ολογράφως το ποσό των 9.000 ευρώ, πλην όμως από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε αυτό. Πέραν τούτου ο ανωτέρω ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί πλαστότητας της επίδικης επιταγής, αναιρείται και από την αναγνωσθείσα από 9-2-2007 κατάθεση του μάρτυρα Ε. Λ. του Ι., διευθυντή πωλήσεων της προαναφερθείσας ανώνυμης εταιρίας, ενώπιον της ΣΤ' Ανακρίτριας Θεσσαλονίκης, η οποία δόθηκε στα πλαίσια διενέργειας κυρίας ανάκρισης για τις καταγγελθείσες από την κατηγορουμένη, με την από 5-1-2006 έγκλησή της, ως άνω αξιόποινες πράξεις, δηλαδή στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης, ο οποίος (μάρτυρας) βεβαιώνει ότι η κατηγορουμένη, η οποία τον επισκέφθηκε δύο φορές στο γραφείο του, μία φορά μόνη της και μία φορά μαζί με τον Γ. Π., του ανέφερε ότι την επίδικη επιταγή μαζί με μία άλλη επιταγή, παρέδωσε στον Γ. Π. ως προκαταβολή για την αγορά μιας οικίας, η οποία όμως ματαιώθηκε, πλην ο τελευταίος δεν επέστρεψε τις επιταγές αυτές στην ίδια διότι ήδη τις είχε μεταβιβάσει σε τρίτους, και ποτέ αυτή δεν έκανε λόγο για νόθευση των επιταγών αυτών σχετικά με τα ποσά τους. Επίσης ο ανωτέρω ισχυρισμός της κατηγορουμένης αναιρείται και από το γεγονός ότι αυτή, όπως προαναφέρθηκε, κατόπιν συμφωνίας με τον εγκαλούντα, προέβη σε αλλαγή της ημερομηνίας εκδόσεως της επίδικης επιταγής από 28-4-2005 σε 30-9-2005 αρχικά και σε 30-11-2005 στη συνέχεια, θέτοντας στην υπογραφή της κάτω από την ημερομηνία αυτή στο εμπρόσθιο μέρος της επιταγής, καθώς και από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη, σε αντικατάσταση της επίδικης επιταγής, παρέδωσε στον εγκαλούντα την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 59.000 ευρώ, η οποία, όμως, της επιστράφηκε λόγω διαγραφών επί του σώματος αυτής και ο εγκαλών ανέκτησε εκ νέου την επίδικη επιταγή (βλ. ...), αναγνωρίζοντας έτσι αυτή (κατηγορουμένη) εμμέσως πλην σαφώς τη γνησιότητα της επίδικης επιταγής. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο λήπτης της επίδικης επιταγής Γ. Π., με το από 16-6-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της κατηγορουμένης, παραδέχθηκε ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε για το ποσό των 9.000 ευρώ και ότι ο ίδιος προέβη στην νόθευση αυτής ως προς το ποσό της, καθόσον καταλείπονται αμφιβολίες ως προς το εάν η εξώδικη αυτή ομολογία τούτου ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή έγινε για να αποφύγει η κατηγορούμενη την πληρωμή του πέραν των 9.000 ευρώ ποσού της επιταγής (50.000 ευρώ) στον εγκαλούντα Κ. Σ., όπως ισχυρίσθηκε και ο τελευταίος κατά την εξέτασή του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (βλ. ...), ενόψει και του ότι αυτός (Γ. Π.) μολονότι κλήθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης για να εξετασθεί ως μάρτυρας ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 19-1-2010, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, εντούτοις δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτή για να επιβεβαιώσει ή όχι τον ως άνω ισχυρισμό της κατηγορουμένης περί πλαστότητας της επίδικης επιταγής και μάλιστα παρότι κατά τη δικάσιμο της 12-5-2009, κατά την οποία αναβλήθηκε η δίκη λόγω απουσίας μαρτύρων για την ανωτέρω δικάσιμο (19-1-2010), τιμωρήθηκε από το Δικαστήριο, λόγω της μη εμφανίσεώς του κατ' αυτή από απείθεια, με πρόστιμο 150 ευρώ και διατάχθηκε η βίαιη προσαγωγή του. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι η επίδικη επιταγή είναι άκυρη λόγω υπάρξεως στο σώμα αυτής δύο ημερομηνιών εκδόσεως, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον, όπως προκύπτει από το σώμα της επιταγής αυτής, στην οικεία θέση του χρόνου εκδόσεως αυτής υπάρχει η ημερομηνία "30-11-2005" και κάτω απ' αυτήν η υπογραφή της κατηγορουμένης, ενώ η ημερομηνία "20-4-2005" που υπάρχει σε άλλο σημείο αυτής και η οποία τέθηκε με μηχανικό μέσο (σφραγίδα), από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι αποτελεί ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής. Επίσης οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης περί α) μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως από τον Κ. Σ. και β) απαραδέκτου της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος, πρέπει ν' απορριφθούν ως αόριστοι, καθόσον δεν αναφέρονται οι λόγοι του απαραδέκτου αυτών. ... Τέλος πρέπει ν' απορριφθεί και το αίτημα της κατηγορουμένης περί αναβολής της δίκης προκειμένου να προσκομιστεί το πρωτότυπο της επίδικης επιταγής και να προσέλθει ο μάρτυρας Ε. Λ., καθόσον τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τη μόρφωση από το Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της υποθέσεως. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που της αποδίδεται".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως ισχύει. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς αναφέρεται ότι τελευταίος κομιστής της ένδικης επιταγής, ο οποίος και την εμφάνισε προς πληρωμή, ήταν ο εγκαλών Κ. Σ., στον οποίο είχε επιστραφεί αυτή από την εταιρία "Μ. και Σ. Τ. - ΤΕΧΝΙΚΟΝ ΑΕΒΕ" (η οποία, βεβαίως, από της επιστροφής της επιταγής χωρίς να την εμφανίσει, έπαυσε να είναι κομίστρια αυτής). β) Επαρκώς αιτιολογείται ο χρόνος, κατά τον οποίο ο εγκαλών έλαβε γνώση ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της, με την παραδοχή ότι η επιταγή εμφανίστηκε στις 2.12.2005, ήτοι μέσα σε οκτώ ημέρες από την (τελική) έκδοσή της στις 30.11.2005. Το γεγονός ότι αρχική χρονολογία εκδόσεως της επιταγής ήταν η 28.4.2005 δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή, καθόσον κρίσιμος χρόνος, από τον οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία προς εμφάνιση, είναι εκείνος, ο οποίος, κατόπιν συμφωνίας, έχει τεθεί εκ των υστέρων. γ) Αναφέρεται ότι η επιταγή έφερε όλα τα αναγκαία για το κύρος της στοιχεία, καθώς και ότι η εμφάνισή της έγινε στην πληρώτρια Εθνική Τράπεζα. δ) Αιτιολογείται ότι από την ύπαρξη στην επιταγή δύο ημερομηνιών (30.11.2005 και 20.4.2005) δεν προκαλείται σύγχυση ως προς την πραγματική χρονολογία εκδόσεώς της, με την παραδοχή ότι μόνο η πρώτη (30.11.2005) έχει τεθεί στην οικεία θέση του χρόνου εκδόσεως και έχει υπογραφεί από την αναιρεσείουσα, ενώ η άλλη έχει τεθεί με σφραγίδα σε άλλο σημείο της επιταγής. ε) Δεδομένου, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει καμιά ασάφεια ως προς το χρόνο εκδόσεως της επιταγής και ως προς αυτόν, κατά τον οποίο ο τελευταίος κομιστής εγκαλών έλαβε γνώση της μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων, δεν τίθεται ζήτημα εκπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως (ήτοι μη υποβολής αυτής εντός τριμήνου από της γνώσεως) και ορθώς απορρίφθηκε, και μάλιστα ως αόριστος, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως. στ) Αναφέρεται ποια δίκη αφορούσε η κατάθεση του μάρτυρα Ε. Λ. (δόθηκε κατά την κύρια ανάκριση επί της από 5.1.2006 εγκλήσεως της αναιρεσείουσας κατά των Μ. Δ., Γ. Π. και Κ. Σ.). ζ) Για την απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις δεν είναι αναγκαίο να εκδίδεται παρεμπίπτουσα απόφαση, αλλά αρκεί η σχετική κρίση να περιέχεται στην απόφαση επί της ενοχής. Ορθώς, λοιπόν, απορρίφθηκε, χωρίς να εκδοθεί παρεμπίπτουσα απόφαση, το αίτημα της αναιρεσείουσας να αναβληθεί η δίκη για να προσέλθει ο μάρτυρας Ε. Λαδάς, με την ειδική αιτιολογία ότι "τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τη μόρφωση από το Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της υποθέσεως". η) Το γεγονός ότι η ως άνω προανακριτική κατάθεση δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης δεν ασκεί, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, έννομη επιρροή και ορθώς συνεκτιμήθηκε και αυτή μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος, κατά το ένα σκέλος του, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η περιεχόμενη στον πρώτο λόγο αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (καταθέσεως Ευ. Λαδά, κ.λπ.) είναι απαράδεκτη, γιατί με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Από την διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται όταν παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα να μην αναγνωσθεί η ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, διότι δεν είναι αδύνατη η εμφάνισή του στο ακροατήριο για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, αναγνωσθεί αυτή. Ουδεμία ακυρότητα, όμως, δημιουργείται, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα διάταξη, σε συνδυασμό και με την του άρθρου 354 του ΚΠοινΔ, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αναγνώσει την ένορκη κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας, έστω και αν εναντιωθεί στην ανάγνωση ο κατηγορούμενος, εφόσον κρίνει ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη, ούτε δε και προσκρούει η ανάγνωση αυτή στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να μην εξετάσει ή να ζητήσει να μην εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, καθόσον το τελευταίο προϋποθέτει ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι δυνατή. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στην εκ μέρους του κατηγορουμένου απόλυτη επιλογή των μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν ενόρκως κατά την προδικασία και την μη αξιολόγηση και αχρήστευση των καταθέσεων της προδικασίας που δεν θα επιθυμούσε να ληφθούν υπόψη. Εξάλλου, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αίτημα μη αναγνώσεως εγγράφου, το οποίο υπάρχει στη δικογραφία. Για να επέλθει, όμως, η, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Η λήψη υπόψη προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα, που έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, από καμιά νομική διάταξη, ούτε από αυτήν του άρθρου 365 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δεν απαγορεύεται, έστω και παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου, και, επομένως, δεν προκαλεί ούτε ακυρότητα της διαδικασίας ούτε συνιστά υπέρβαση εξουσίας. Από δε την ανάγνωση αυτής δεν παραβιάζεται το από το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ δικαίωμα υπερασπίσεως, αφού ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, να εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις και για το αποδεικτικό αυτό μέσο που εξετάσθηκε. Ούτε, βεβαίως, μπορεί να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο, με το να τη λάβει υπόψη, υπεισέρχεται στην εξουσία του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας είχε δοθεί η κατάθεση αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη δικάσιμο της 23.11.2012, οπότε, κατόπιν αιτήματος της κατηγορουμένης, διακόπηκε η συζήτηση για τις 30.11.2012, εμφανίστηκε ο μάρτυρας κατηγορίας Ε. Λ. και δήλωσε ότι θα βρίσκεται εκτός Ελλάδος (στην Αυστρία) από 28.11.2012 μέχρι 2.12.2012, προσκόμισε δε το από 15.11.2012 έγγραφο κρατήσεως αεροπορικών εισιτηρίων, το οποίο αναγνώσθηκε. Κατόπιν αυτού, κατά την, μετά τη διακοπή, δικάσιμο της 30.11.2012, πριν από την ανάγνωση των εγγράφων, ο Εισαγγελέας πρότεινε να αναγνωσθεί η κατά την ανακριτική διαδικασία ένορκη κατάθεση του ως άνω μάρτυρα, καθόσον "η παρουσία του είναι ανέφικτη σήμερα όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν έγγραφο κράτησης αεροπορικών εισιτηρίων Ε. Λ.". Ακολούθως, ο συνήγορος υπερασπίσεως της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης πρόβαλε αντιρρήσεις προς την εισαγγελική πρόταση, πλην το Δικαστήριο προχώρησε στην ανάγνωση της από 9.2.2007 εκθέσεως ένορκης εξετάσεως του ως άνω μάρτυρα, η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης, την οποία, στη συνέχεια, συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση. Όμως, το αίτημα της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν νόμιμο, καθόσον παραδεκτώς λήφθηκε υπόψη προανακριτική κατάθεση μάρτυρα που είχε δοθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, χωρίς καν να απαιτείται να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεώς του. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση, τοσούτω μάλλον, καθόσον προσδιορίζει τη δίκη, στα πλαίσια της οποίας, δόθηκε η κατάθεση αυτή, η δε αναιρεσείουσα δεν προσέφυγε στο Δικαστήριο όταν αυτό ανέγνωσε την κατάθεση. Κατά συνέπειαν, από την ανάγνωση της καταθέσεως αυτής δεν προκλήθηκε καμιά απόλυτη ή σχετική ακυρότητα της διαδικασίας ούτε παραβιάσθηκε κάποιο υπερασπιστικό δικαίωμα της κατηγορουμένης, και μάλιστα το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το δε Πενταμελές Εφετείο, με το να λάβει υπόψη του και την κατάθεση αυτή, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος, κατά το άλλο σκέλος του, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Μαρτίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 2259/2013) αίτηση (δήλωση) του Α. Σ. του Τ., για αναίρεση της 2613-2614/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Κ. Σ. από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ