Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 269 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Πόθεν έσχες.




Περίληψη:
Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όσον αφορά την ενοχή και την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού συγγνωστής νομικής πλάνης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 269/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Σ. Ν. του Ν., κατοίκου Νίκαιας Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Βαρλάμη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3243/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουνίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 866/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 27 του Ν. 2429/1996, ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στη συνέχεια οι παραπάνω διατάξεις και γενικώς όλες οι ρυθμίσεις που περιείχαν τα άρθρα 24 έως και 29 του πιο πάνω νόμου 2429/1996, επαναδιατυπώθηκαν στα άρθρα 1 μέχρι και 4 του Ν. 3213/2003 "Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών κ.λ.π.", του οποίου η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (31.12.2003) και ο οποίος με το άρθρο 12 παρ. 1 αυτού, κατάργησε τα άρθρα 24 έως και 29 του πρώτου νόμου (Ν. 2429/1996). Έτσι, στο νέο Ν. 3213/2003, με το άρθρο 2 παρ. 1α αυτού προσδιορίσθηκε το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πρέπει να περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι, ιδίως, τα έσοδα των ιδίων, αλλά και των συζύγων τους και των ανηλίκων τέκνων τους, έσοδα από κάθε πηγή κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις, τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, οι μετοχές, τα ομόλογα, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα και η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση. Ακόμη, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ίδιου Ν. 3213/2003 ορίστηκε ότι ελεγχόμενος, που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών". Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του αρ. 28 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τη πράξη του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η απαιτούμενη ως παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία πρέπει να περιέχει η καταδικαστική απόφαση, πρέπει να υπάρχει και να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο αυτοτελής ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης, που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ, κατά το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης, ότι είχε το δικαίωμα να τελέσει την πράξη ή δεν είχε υποχρέωση να ενεργήσει και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν την πλάνη του αυτή, τον άδικο δηλαδή χαρακτήρα της πράξεώς του, δε μπορούσε να διαγνώσει, έστω και αν κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3243/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για την αξιόποινη πράξη της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης, από αμέλεια κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος διορίστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών στις 5-1-1999. Υπηρέτησε: α)από 12-12-1999 μέχρι 9-1-2000 στο Β' Τελωνείο Πειραιά, β)από 10-1-2000 μέχρι τον μήνα Αύγουστο 2005 στην Περιφερειακή Δ/νση Σ.Δ.Ο.Ε. Αττικής και γ)από το μήνα Σεπτέμβριο του 2005 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2006 στην Κ.Υ του ΥΠ.Ο.ΟΙ., ενώ από 2-2-2006 υπηρετούσε στην ΥΠ.Ε.Ε./Επιχειρησιακή Διεύθυνση Ειδικών Υποθέσεων Αθηνών. Λόγω της ιδιότητάς του αυτής είχε υποχρέωση, με βάση τις διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, να υποβάλει κάθε χρόνο στον αρμόδιο για τον έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τα έτη 2005 και 2006 και τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης το έτος 2007 δήλωση περιουσιακής κατάστασης του ιδίου και της συζύγου του το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου κάθε έτους, στην οποία όφειλε να περιλάβει τα περιουσιακά του στοιχεία, μεταξύ των οποίων και καταθέσεις σε τράπεζες και ταμιευτήρια, τα οποία υφίσταντο κατά το χρόνο της υποβολής της δήλωσης. Όμως, ο κατηγορούμενος στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε στις 1-7-2005 και 27-6-2006 στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στις 18-6-2007 στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης δεν ανέφερε λεπτομερώς όλα τα περιουσιακά του στοιχεία που υπήρχαν κατά το χρόνο της υποβολής τους και συγκεκριμένα δε ανέφερε τραπεζικές καταθέσεις που διατηρούσε σε διάφορες τράπεζες και ταμιευτήριο. Πιο συγκεκριμένα στη δήλωσή του που υπέβαλε στις 1-7-2005 παρέλειψε να δηλώσει τα παρακάτω διαθέσιμα υπόλοιπα τα οποία είχε κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης αυτής (1-7-2005) και συγκεκριμένα δεν δήλωσε: 1) διαθέσιμο ποσό 24.383,96 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, 2) διαθέσιμο ποσό 16,01 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... λογαριασμό στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, ο οποίος ήταν κοινός με τους γονείς τού Ν. Κ. και Μ. Κ., 3) διαθέσιμο ποσό 0,62 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... λογαριασμό στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, ο οποίος ήταν κοινός με την σύζυγό του Ι. - Μ. Π., 4) διαθέσιμο ποσό 903,85 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στην Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ, 5) διαθέσιμο ποσό 522,19 USD που είχε στον με αριθμό ... λογαριασμό στην Τράπεζα EUROBANK, που ήταν κοινός με τον Γ. Φ. και 6) διαθέσιμο ποσό 8.035,76 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στη δήλωσή του που υπέβαλε στις 27-6-2006 παρέλειψε να δηλώσει τα παρακάτω διαθέσιμα υπόλοιπα τα οποία είχε κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης αυτής (27-6-2006) και συγκεκριμένα δεν δήλωσε: 1) διαθέσιμο ποσό 77.879,46 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, 2) διαθέσιμο ποσό 1.312,77 ευρώ που είχε. στον με αριθμό ... λογαριασμό στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, ο οποίος ήταν κοινός με τη σύζυγό του Ι. - Μ. Π., 3) διαθέσιμο ποσό 1.746,63 ευρώ το οποίο είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στην Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ, 4) διαθέσιμο ποσό 507,39 USD που είχε στον με αριθμό ... λογαριασμό στην Τράπεζα EUROBANK, που ήταν κοινός με τον Γ. Φ. και 5) διαθέσιμο ποσό 14.154,26 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε στις 18-6-2007 παρέλειψε να δηλώσει τα παρακάτω διαθέσιμα ποσά τα οποία είχε κατά την υποβολή της δήλωσης αυτής (18-6-2007) και συγκεκριμένα δεν δήλωσε: 1) διαθέσιμο ποσό 3.125 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του την Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, 2) διαθέσιμο ποσό 5.542,41 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, 3) διαθέσιμο υπόλοιπο 152,14 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ, ο οποίος ήταν κοινός με τον πατέρα του Ν. Κ., 4) διαθέσιμο ποσό 524,08 USD που είχε στον με αριθμό ... λογαριασμό στην Τράπεζα EUROBANK, που ήταν κοινός με τον Γ. Φ., 5) διαθέσιμο ποσό 17.856,34 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και 6) διαθέσιμο ποσό 7,54 ευρώ που είχε στον με αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα. Τα ανωτέρω διαθέσιμα ποσά με σαφήνεια προκύπτουν από τα αναγνωσθέντα έγγραφα-βεβαιώσεις των αντίστοιχων Τραπεζών, Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Ο κατηγορούμενος, προκειμένου να δικαιολογήσει την παράλειψή του να δηλώσει τα διαθέσιμα των λογαριασμών ... στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ... στην Τράπεζα EUROBANK ισχυρίζεται ότι αγνοούσε την ύπαρξη των λογαριασμών αυτών, δεδομένου ότι ο πρώτος είχε ανοιχθεί από τους γονείς του με συνδικαιούχους αυτόν και την αδελφή του, χωρίς να έχει ενημερωθεί για το γεγονός αυτό και ο δεύτερος από τον εργοδότη του και εξάδελφο του Γ. Φ. προκειμένου να εκτελεί κατά την εκτέλεση της εργασίας του εισπράξεις και πληρωμές. Ο ισχυρισμός αυτός όμως του κατηγορουμένου δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Ο με αριθμός ... λογαριασμός, ο οποίος ανοίχτηκε στις 5-6-2000 και έκλεισε στις 13-7-2007, είχε δε υπόλοιπο στις 1-7-2005 8.035,76 ευρώ, στις 27-6-2006 14.154,26 ευρώ και στις 18-6-2007 17.856,34 ευρώ ήταν ατομικός λογαριασμός του κατηγορουμένου και όχι κοινός λογαριασμός όπως ισχυρίζεται, προκειμένου να δικαιολογήσει την επικαλούμενη άγνοιά του, με τους γονείς του και την αδελφή του πράγμα που συμβαίνει με τον με αριθμό ... λογαριασμό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που άνοιξε στις 13-7-2007 με συνδικαιούχους τον κατηγορούμενο, τους γονείς του Κ. Μ. και Κ. Ν. και την αδελφή του Σ. Μ. (βλ. από 31-8-2010 δύο βεβαιώσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Ελλάδος-Κατάστημα Νεάπολης Νίκαιας). Ο κατηγορούμενος περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δεν δήλωσε τα υπόλοιπα του με αριθμό ... ατομικού του λογαριασμού στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ (ποσά 24.383,96 και 77.879,46 ευρώ) πιστεύοντας ότι νομίμως έπραττε, δεδομένου ότι οι προϊστάμενοί του όταν υπέβαλε τις ως άνω δηλώσεις του δήλωσαν ότι δεν απαιτείται η αναγραφή σ' αυτές των ποσών που διατηρούσε σε πιστωτικά ιδρύματα και ότι θα αναφερόταν στα ποσά αυτά όταν θα τον καλούσαν για την παροχή
εξηγήσεων, καθώς και ότι οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ήταν υποχρεωμένοι να δηλώνουν τα εισοδήματα του προηγούμενου οικονομικού έτους και όχι αυτά που είχαν κατά την ημέρα υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι μεταξύ μερικών συναδέλφων του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων και ο τμηματάρχης Κ., κρατούσε η άποψη ότι στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης δεν απαιτείτο να δηλώσουν τις καταθέσεις τους σε τράπεζες και ταμιευτήρια και ότι αρκετοί συνάδελφοί του δεν τις δήλωναν. Στην άποψη αυτή προσχώρησε και ο κατηγορούμενος με συνέπεια να προβεί στις ως άνω ανακριβείς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. Η συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση, πληροί την ειδική υπόσταση του εγκλήματος που κατηγορείται ως τελεσθέντος από αμέλεια κατ' άρθρο 28 ΠΚ, πράξη για την οποία, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα, αποδείχθηκε, ότι οι ανακρίβειες και ελλείψεις στις επίμαχες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του κατηγορουμένου οφείλονται σε αμέλειά του, συνιστάμενη στο ότι δεν επέδειξε την επιμέλεια, που κατά την περίσταση αυτή, όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες και την εμπειρία του, κατά τη σύνταξη των δηλώσεων αυτών, ώστε αυτές να είναι ακριβείς. Ο κατηγορούμενος όφειλε και μπορούσε, με βάση την ιδιότητά του ως υπαλλήλου του Σ.Δ.Ο.Ε., το υψηλό επίπεδο της μόρφωσής του (κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Δημόσιο Δίκαιο του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών - Τμήμα Νομικής) και το γεγονός ότι η σχετική υποχρέωση για κατ' έτος υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης είχε προβλεφθεί από ετών, καταβάλλοντος την κατ' αντικειμενική κρίση επιμέλεια και προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες ή ανάλογες πραγματικές καταστάσεις και με βάση τους νομικούς κανόνες, να ενημερωθεί πλήρως ο ίδιος για την υποχρέωσή του να αναφέρει στις επίμαχες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης τις ως άνω τραπεζικές καταθέσεις και να μη καταστεί υπαίτιος υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, ενόψει και του γεγονότος ότι πολλοί συνάδελφοί του προέβαιναν στη δήλωση των τραπεζικών τους καταθέσεων στις σχετικές δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και ο ίδιος είχε τη μόρφωση να ενημερωθεί για την υποχρέωσή του αυτή, η οποία με σαφήνεια προέκυπτε και από το γεγονός ότι στο έντυπο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης που καλείτο να συμπληρώσει αναφέρονταν, μαζί με τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, εμπράγματα δικαιώματα, συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση κλπ.), και τα χρεόγραφα και οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Η μεταγενέστερη μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας δήλωση του ποσού των 77.879,46 ευρώ, που υπήρχε στον ... λογαριασμό της Τράπεζας ALPHA ΒΑΝΚ κατά το χρόνο της υποβολής της από 27-6-2006 δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, με την υποβληθείσα στις 18-6-2007 δήλωση ποσού 75.000 ευρώ είτε ως αμοιβαίο κεφάλαιο στην ίδια Τράπεζα, είτε στην από 27-6-2008 δήλωση του, όπως ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται, δεν αναιρεί την αντικειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, ούτε αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο ανωτέρω λογαριασμός (... της Τράπεζας ALPHA ΒΑΝΚ) κατά το χρόνο της υποβολής της από 18-6-2007 δήλωσης περιουσιακής κατάστασης είχε υπόλοιπο μηδέν (βλ. από 4.8.2010 έγγραφο της ALPHA ΒΑΝΚ). Τέλος δεν αναιρεί τα ανωτέρω ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι θα προέβαινε στη δήλωση των ανωτέρω μη δηλωθεισών τραπεζικών καταθέσεων σε περίπτωση που διενεργείτο έλεγχος, καθόσον η διενέργεια ελέγχου, έστω και δειγματοληπτικά, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωσή του δήλωσης των υπαρχόντων κατά το χρόνο της δήλωσης περιουσιακών του στοιχείων, αλλά γίνεται για έλεγχο της ανακρίβειας ή μη των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος συγγνωστή νομική πλάνη (άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ), ισχυρίζεται ότι πίστευε ότι δεν είχε υποχρέωση να αναφέρει στις ως άνω επίμαχες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης τις ανωτέρω καταθέσεις σε Τράπεζες και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος αναφέρεται σε εσφαλμένη αντίληψή του για την προαναφερθείσα υποχρέωσή του και σε πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να μη δηλώσει τις καταθέσεις του και άγνοια του άδικου χαρακτήρα της πράξης του, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει περίπτωση συγγνωστής νομικής πλάνης κατ' άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ. Και τούτο, διότι ο κατηγορούμενος, με βάση την ιδιότητά του ως υπαλλήλου του Σ.Δ.Ο.Ε. και την αδιαμφισβήτητη, λόγω της πολυετούς υπηρεσίας του στην υπηρεσία αυτή, εμπειρία του και τις επαγγελματικές του ικανότητες και το μορφωτικό και πνευματικό επίπεδό του κατά το χρόνο που υπέβαλε τις ως άνω δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, είχε τη δυνατότητα, αν κατέβαλε την προσπάθεια και επιμέλεια που έπρεπε και μπορούσε να καταβάλει, να πληροφορηθεί ο ίδιος με ακρίβεια την ύπαρξη της ως άνω νόμιμης υποχρεώσεως του και να διαγνώσει το επιτρεπτό ή μη της πράξης του και συγκεκριμένα να αποκτήσει με δικές του ενέργειες ακριβή και ορθή ενημέρωση αναφορικά με την υποχρέωσή του να συμπεριλάβει στις επίμαχες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης τις ως άνω τραπεζικές του καταθέσεις και να διαγνώσει το άδικο της αντίστοιχης παράλειψής του. Τη γνώση αυτή μπορούσε να αρρυσθεί ο κατηγορούμενος απευθυνόμενος στον προϊστάμενό του και Διευθυντή του Σ.Δ.Ο.Ε. Ε. Κ., ο οποίος, όπως κατέθεσε, περιλάμβανε τις τραπεζικές του καταθέσεις στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε και να μην αρκεστεί στην άποψη του υπαλλήλου - τμηματάρχη Κ., όταν μάλιστα είχε νομικές γνώσεις και στο έντυπο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης αναφέρονται μεταξύ των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που πρέπει να δηλωθούν και οι καταθέσεις σε Τράπεζες, ταμιευτήρια και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να μη δικαιολογείται συγγνωστή νομική πλάνη του, για την ύπαρξη της οποίας δεν αρκεί μόνο η άγνοια. Το με αριθμό 13457/Υ.Ε Τ20/25-5-2010 έγγραφο δεν μεταβάλλει την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου διότι αναφέρεται στην αναγκαιότητα δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν μέσα στον προηγούμενο της υποβολής της δήλωσης χρόνο και τα οποία στο έντυπο της δήλωσης αναφέρονται ως εισόδημα και οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή που αποκτήθηκαν το προηγούμενο έτος και δεν αίρει την σαφή υποχρέωση που θέτει ο νόμος για αναφορά στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης των υφιστάμενων κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και οι τραπεζικές καταθέσεις. Μετά από όσα έγιναν δεκτά παραπάνω πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αυτοτελής περί συγγνωστής πλάνης ισχυρισμός του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αξιόποινης πράξης υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης από αμέλεια κατ' εξακολούθηση ως πρωτοδίκως. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εφαρμογής στο πρόσωπό του, του άρθρου 10 του Ν. 3932/2011 με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του Ν. 3213/2003 και να κριθεί η ανωτέρω αξιόποινη πράξη του ατιμώρητη, πέραν της αοριστίας του διότι ο κατηγορούμενος δεν παραθέτει ορισμένως και ειδικώς τις περιστάσεις εκείνες με βάση τις οποίες το Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει την πράξη του ατιμώρητη, ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αποδείχθηκε η συνδρομή περιστάσεων, οι οποίες, εκτιμώμενες ελεύθερα, θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Δικαστήριο να κρίνει την πράξη του κατηγορουμένου ατιμώρητη, όταν μάλιστα ο κατηγορούμενος είναι έμπειρος υπάλληλος του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και οι ανακριβείς δηλώσεις είναι εξακολουθητικές, ενώ οι μη δηλωθείσες τραπεζικές του καταθέσεις ανέρχονται στα αναφερόμενα ανωτέρω μεγάλα χρηματικά ποσά (πχ. 24.383,96 ευρώ, 8.035,76 ευρώ, 77.879,46 ευρώ, 14.154,26 ευρώ, 3.125 ευρώ, 5,542,41 ευρώ και 17.856,34 ευρώ)". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 3243/2011 αποφάσεώς του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος τελεσθέντος από αμέλεια, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 28, 98 του ΠΚ και 1,2, 4 παρ.3, 5 του Ν. 3213/2003, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης.
Συγκεκριμένα το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, υπόχρεος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, από αμέλεια παρέλειψε να περιλάβει στις υποβληθείσες υπ' αυτού αρμοδίως δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, των ετών 2005, 2006 και 2007, τις αναφερόμενες αναλυτικά στην απόφαση τραπεζικές καταθέσεις που διατηρούσε σε τράπεζες και ταμιευτήριο, σε ατομικούς και κοινούς με άλλους λογαριασμούς, με μη δηλωθέντα μεγάλα υπόλοιπα χρηματικά ποσά σε ευρώ, ύψους 24.383,96, 16,09, 0,62, 903,85, 8.035,76, 77.879,46, 1312,77, 1746,63, 14.154,26, 3.125, 5.542,41, 152,14, 7,54 και 17.856,34 αντίστοιχα και διαθέσιμα υπόλοιπα σε USD 522,19 και 524,08 αντίστοιχα. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται στο αιτιολογικό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της από μη συνειδητή αμέλεια υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση, για τα έτη 2005, 2006 και 2007, β) με επαρκή εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου υπαλλήλου, ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη κάποιων κοινών τραπεζικών λογαριασμών που είχαν ανοίξει τρίτοι εν αγνοία του, οι γονείς του και ο εξάδελφός του και τότε εργοδότης του Γ. Φ. και γ) με επαρκή εμπεριστατωμένη και εκτενή αιτιολογία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απάντησε και απέρριψε ως αβάσιμο τον περί συγγνωστής νομικής πλάνης προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου και δη ότι δε δήλωσε κάποια υπόλοιπα τραπεζικών του λογαριασμών, πιστεύοντας πεπλανημένα και συγγνωστά ότι νομίμως έπραττε, με βάση ρητές οδηγίες του προϊσταμένου του στο ΣΔΟΕ Τμηματάρχη Κ., και ότι θα προέβαινε στη δήλωση σε περίπτωση που διενεργείτο έλεγχος των δηλώσεών του, δειγματοληπτικά, αναφέροντας στο αιτιολογικό, ότι απλά υπήρχε κάποια άποψη μερικών συναδέλφων του και του παραπάνω τμηματάρχη του και όχι ρητές οδηγίες προϊσταμένου, να μην αναγράφονται στις δηλώσεις των υπόχρεων οι τραπεζικές καταθέσεις που είχαν κατά την ημέρα της υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και ότι δήθεν θα τις δήλωναν αργότερα, αν γινόταν ο δειγματοληπτικός έλεγχος και ότι ο ίδιος, με υψηλό μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο, ως κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Δημόσιο Δίκαιο, όφειλε και μπορούσε, με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες, την εμπειρία του, ως υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών από το 1999 και την ιδιότητά του ως υπαλλήλου του ΣΔΟΕ, να έχει πληροφορηθεί και ενημερωθεί πλήρως και με ακρίβεια για την άνω υποχρέωσή του δήλωσης και των τραπεζικών καταθέσεων, υποχρέωση που σημειωνόταν και στο σχετικό συμπληρούμενο έντυπο δήλωσης, που καλείτο να συμπληρώσει, όπως έπρατταν πολλοί άλλοι συνάδελφοί του, μεταξύ των οποίων και ο προϊστάμενός του Διευθυντής του ΣΔΟΕ τότε Ε. Κ., στον οποίο μπορούσε να απευθυνθεί και να πληροφορηθεί την παραπάνω υποχρέωσή του.
Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με χρονολογία 25 Ιουνίου 2012 αίτηση - δήλωση του Σ. Ν. του Ν., περί αναιρέσεως της 3243/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή