Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1907 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πλαστογραφία, Πολιτική αγωγή, Αναβολής αίτημα, Ανώνυμη εταιρία.




Περίληψη:
Παράβαση της διάταξης του άρθρου 58 του Ν. 2190/1920. Εν γνώσει της πλαστότητας χρήση πλαστών πιστοποιητικών περί καταθέσεως μετοχών, χάριν δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση. Παθόντες είναι οι κύριοι των μετοχών, οι οποίοι φέρονται ψευδώς στα κατατιθέμενα πιστοποιητικά, ότι δεν ανήκουν σ' αυτούς αλλά σε τρίτους, οι οποίοι και έχουν το δικαίωμα να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες, Απορριπτέος ο περί του αντιθέτου λόγος για απόλυτη ακυρότητα. Για να έχει την υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόρριψη αιτήματος για αναβολή της δίκης μέχρι πέρατος της πολιτικής δίκης για ζήτημα που εκκρεμεί σ' αυτό πρέπει να έχει υποβληθεί ορισμένως το αίτημα με αναφορά των περιστατικών που συνιστούν το ζήτημα για το οποίο ζητείται η αναβολή και συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του κρινόμενου εγκλήματος. Απορρίπτεται ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας του σχετικού αιτήματος.




Αριθμός 1907/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Μακρυγιάννη, περί αναιρέσεως της 223/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Φλώρινας. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2) Ψ2, κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Φίλιο.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Φλώρινας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11.11.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1885/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παρισταμένων διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία. Τέτοια δε ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, δημιουργείται και όταν δεν νομιμοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ, ενεργητικώς ή παθητικώς ο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων. Επί πλέον, από το ίδιο άρθρο 63 προκύπτει ότι η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνον από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, δηλαδή από εκείνα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 58 του Ν. 2190/1920, α) "τιμωρείται δια φυλακίσεως και δια χρηματικής ποινής μέχρις 80.000 δραχμών ή δια της ετέρας των ποινών τούτων, όστις εν γνώσει εκδίδει πλαστά πιστοποιητικά περί καταθέσεως μετοχών, χάριν ασκήσεως δικαιώματος ψήφου εν γενική συνελεύσει ή πλαστογραφεί ταύτα, β) όστις εν γνώσει της πλαστότητος ποιείται χρήσιν των εν τω προηγουμένω εδαφίω πιστοποιητικών προς άσκησιν δικαιώματος ψήφου. Με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου, προκύπτει ότι στόχος του νομοθέτη ήταν να προστατευθεί η γνησιότητα των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης ΑΕ, με την εξασφάλιση της ανόθευτης έκφρασης τόσον της βουλήσεως της πλειοψηφίας των μετόχων όσο και της κατοχυρώσεως της μειοψηφούσας γνώμης στην γενική συνέλευση, αμέσως δε παθόντες συνεπεία της νοθεύσεως της γνησιότητας είναι προφανώς οι μέτοχοι εκείνοι οι οποίοι είναι κύριοι των μετοχών, οι οποίες φέρονται ψευδώς στα κατατιθέμενα πιστοποιητικά ότι δεν ανήκουν σ' αυτούς αλλά σε τρίτους, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να στερούνται του δικαιώματός τους να συμμετάσχουν στις γενικές συνελεύσεις με το ποσοστό που τους παρέχουν οι μετοχές τους, και αυτό ανεξάρτητα του μεγέθους του ποσοστού τους που εμφανίζεται νοθευμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκαν οι Ψ1 και ο Ψ2 και δήλωσαν ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες και ζήτησαν να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση πέντε (5) ευρώ με επιφύλαξη στον καθένα από αυτούς για την ηθική βλάβη που έχουν υποστεί από την αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου, η οποία συνίσταται στην προσβολή των διοικητικών και περιουσιακών δικαιωμάτων τους, ως κύριοι ο καθένας τους 7.375 μετοχών της εταιρείας ΠΑΜΗ ΑΒΕΕ. Κατά της παράστασης αυτής, ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, το μεν για έλλειψη νομιμοποιήσεως των ανωτέρω, εκ του λόγου ότι αμέσως από την αξιόποινη πράξη, που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 58 εδ. β' του ν. 2190/1920, είναι η ανώνυμη εταιρεία, η οποία και μόνο νομιμοποιείται να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και όχι οι ως άνω δηλώσαντες, το δε ότι οι τελευταίοι παραιτήθηκαν από του δικαιώματός τους με το να μην παραστούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά τη συζήτηση της ασκηθείσας απ' αυτόν αναιρέσεως στρεφομένης εναντίον τους και κατ' αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε την ως άνω ένσταση και κατά τα δύο σκέλη της, δεχόμενο κατά το μεν πρώτο σκέλος της ότι οι δηλώσαντες παράσταση ως κύριοι μετοχών, οι οποίες φέρονται ψευδώς στα πιστοποιητικά κατάθεσης ότι ανήκαν κατά κυριότητα στον κατηγορούμενο, με συνέπεια τη νόθευση του αποτελέσματος της Γενικής Συνέλευσης της ως άνω ανωνύμου εταιρείας, είναι αμέσως παθόντες, από την παραπάνω αξιόποινη πράξη, κατά το δε δεύτερο σκέλος ότι δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμα να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην δίκη ενώπιόν του. Έτσι κρίνοντας το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και απορρίπτοντας την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ προβλεπομένης απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παράστασης των πολιτικώς εναγόντων παρά τον νόμο (άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ) και είναι απορριπτέος ο συναφής περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης.
ΙΙ.- Από τις διατάξεις των άρθρων 61 και 139 του ΚΠΔ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για τον λόγο ότι εκκρεμεί στο πολιτικό δικαστήριο προδικαστικό ζήτημα αστικής φύσεως, δηλαδή ζήτημα που ανάγεται σε στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και ότι η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα και σε περίπτωση απορρίψεώς του και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόφασή του, διαφορετικά, αν δηλαδή απορρίψει το εν λόγω αίτημα, χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Το Δικαστήριο όμως στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα αναβολής της δίκης, για να έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απορριπτική απόφασή του, πρέπει να έχει υποβληθεί ορισμένως το αίτημα του κατηγορουμένου, με αναφορά στο ζήτημα της αστικής φύσεως που εκκρεμεί στα πολιτικά δικαστήρια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, μετά την απόρριψη της προβληθείσας από τον κατηγορούμενο ενστάσεως περί αποβολής των πολιτικώς εναγόντων, ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης μέχρι έκδοσης τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που επιλήφθηκε κατόπιν αναίρεσης της υπ' αριθ. 8/2002 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου. Με το παραπάνω περιεχόμενο, η αίτηση αυτή δεν ήταν ορισμένη, αφού δεν διευκρινίζεται επί ποίου θέματος αποφάνθηκε ο Άρειος Πάγος, το οποίο να δεσμεύει το Εφετείο, αστικής φύσεως που ανάγεται στην αντικειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν είχε υποχρέωση ν' απαντήσει επί του αορίστου αυτού αιτήματος, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικά την απορριπτική κρίση του. Παρά ταύτα, το ως άνω Δικαστήριο επαρκώς αιτιολόγησε την απορριπτική κρίση του.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην παρεμπίπτουσα απορριπτική της ως άνω αιτήσεως αναβολής η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την ειδικότερη αιτίαση, ότι δεν συνιστά την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ αιτιολογία του Δικαστηρίου, ότι η εκκρεμής αστική δίκη δεν επηρεάζει άμεσα την παρούσα ποινική υπόθεση, χωρίς τούτο να αιτιολογεί τον λόγο για τον οποίο δεν την επηρεάζει, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Δ' ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δεν απαιτείται όμως ειδικότερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), ή εάν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστου να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει αυτός στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Φλώρινας με την προσβαλλόμενη 223/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, στην Β.Ι.Π.Ε. ..., κατά τους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες της μιας πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ως Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας, εν γνώσει της πλαστότητας έκανε χρήση πιστοποιητικών χάριν ασκήσεως δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση εταιρείας. Ειδικότερα, ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία : "ΠΑΜΗ Α.Β.Ε.Ε. - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ" που εδρεύει στην βιομηχανική περιοχή ..., στις 28 Ιουνίου του 2000, ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας, στις 28 Ιουνίου 2001 και στις 28 Ιουνίου του 2002, ως μέλος του αρμοδίου για την σύνταξη των πινάκων μετοχών του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, ελλείψει σχετικής εξουσιοδοτήσεως προς τον Πρόεδρο στις 24 Νοεμβρίου του 2000, εν γνώσει του έλαβε υπόψη και χρησιμοποίησε πιστοποιητικά καταθέσεως μετοχών, στα οποία βεβαιωνόταν ψευδώς ότι κατέθεσε μετοχές που αντιστοιχούσαν στο 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, ήτοι εμφανιζόταν στα εν λόγω πιστοποιητικά ως κύριος 14.750 μετοχών που δεν του ανήκαν, καθώς αληθινοί κύριοι αναγνωριζόμενοι κατά αμάχητο τεκμήριο έναντι της εταιρείας των ανωτέρω μετοχών αυτών, ήταν οι εγκαλούντες: 1) Ψ1, κάτοικος ..., 2) Ψ2, κάτοικος ..., 3) ΒΒ και 4) ΓΓ, κάτοικοι ... . Προέβη δε στις ανωτέρω πράξεις (λαμβάνοντας υπόψη και χρησιμοποιώντας πλαστά - αναληθούς περιεχομένου πιστοποιητικά καταθέσεως μετοχών), παραπλανώντας τους εγκαλούντες, την εταιρεία και την αρμόδια προς άσκηση εποπτείας επί των ανωνύμων εταιρειών Αρχή, ενώ τελούσε σε γνώση της αναλήθειας του περιεχομένου των πιστοποιητικών αυτών, σκοπώντας στην άσκηση δικαιώματος ψήφου, στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας δια μετοχών οι οποίες δεν του ανήκαν και οι οποίες (συνελεύσεις) πραγματοποιήθηκαν στις 30-6-2000, 24-11-2000, 30-6-2001 και 30-6-2002. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται απ' όλα τα παραπάνω αποδεικτικά, μέσα από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο κατ/νος τέλεσε τις παραπάνω πράξεις, έχοντας γνώση της έλλειψης κυριότητας των εν λόγω μετοχών. Η γνώση του κατηγορουμένου προκύπτει ενδεικτικώς από το περιεχόμενο της από 20-4-1996 αγωγής που κατέθεσε ο κατ/νος και η ΑΑ στον Πολυμελές Πρωτοδικείο Φλώρινας, με αίτημα την καταδίκη των πολιτικών εναγόντων σε δήλωση βούλησης μεταβίβασης της κυριότητας των μετοχών (υπογραφή στο σχετικό βιβλίο μετοχών), από το οποίο αποδεικνύεται αναμφίβολα ότι ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε ότι δεν είχε καταστεί κύριος των αναφερομένων μετοχών, καθώς δεν είχε ολοκληρωθεί η μεταβίβαση και, συνεπώς, παρέμειναν κύριοι αυτών οι εγκαλούντες. Ειδικότερα, με το από 21-6-1988 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίστηκε μεταξύ του κατηγορουμένου, της συζύγου του και των εγκαλούντων, οι τελευταίοι συμφώνησαν να μεταβιβάσουν προς τον κατηγορούμενο και την σύζυγό του τις αναφερόμενες στην αγωγή ονομαστικές μετοχές της ανώνυμης εταιρίας ΠΑΜΗ, για τις οποίες είχαν εκδοθεί προσωρινοί τίτλοι, με την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, 1. της με έγγραφη συγκατάθεση των πιστωτριών της εταιρίας τραπεζών αποδέσμευσης και απελευθέρωσης κάθε περιουσιακού στοιχείου των εγκαλούντων που είχε δοθεί σαν εμπράγματη ασφάλεια (υποθήκη, προσημείωση κ.λπ.) έναντι των δανείων και κάθε είδους χρηματοδοτήσεων και με παράλληλη υποχρέωση του κατηγορουμένου και της συζύγου του να προσφέρουν σε αντικατάσταση των ακινήτων των εγκαλούντων, οποιαδήποτε άλλη ασφάλεια ή εγγύηση που θα τους ζητούσαν οι πιστώτριες τράπεζες και 2. της με έγγραφη συγκατάθεση των πιστωτών πλήρους απαλλαγής των εγκαλούντων από την παρασχεθείσα προσωπική τους εγγύηση για τα χορηγηθέντα προς την εταιρία δάνεια, χρηματοδοτήσεις και πιστώσεις και με παράλληλη υποχρέωση του κατηγορουμένου και της συζύγου του να παράσχουν οποιαδήποτε πρόσθετη εγγύηση για την απαλλαγή των εγκαλούντων από τη δική τους προσωπική και ατομική εγγύηση. Ο κατηγορούμενος, όμως, δεν προέβη σε τήρηση των ως άνω όρων, και έγινε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας των εγκαλούντων. Ο κατηγορούμενος, παρόλο που γνώριζε ότι οι εγκαλούντες ενεπλάκησαν σε δικαστικούς αγώνες με τους πιστωτές, δεν προέβη στην εκπλήρωση των ως άνω συμβατικών του υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα η συμφωνία μεταβίβασης να θεωρείται ως μη γενομένη και η απόδοση των κατατεθειμένων μετοχών από τη συμβ/φο Φλώρινας Μπέσσα- Χατζηχρίστου να μην επιφέρει τη μετάθεση της κυριότητας και να μην υπάρχει δικαίωμα προσδοκίας για τη νόμιμη μεταβίβασή τους. Για τα παραπάνω είχε ίδια γνώση ο κατηγορούμενος και, ειδικότερα, γνώριζε τη ματαίωση των προϋποθέσεων μεταβίβασης των μετοχών. Επιπροσθέτως, επιβεβαιώθηκαν και με τη με αριθμ. 58/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή αυτού και της συζύγου του, αλλά και από τη με αριθμ. 8/7-1-2002 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία επικυρώθηκε η ως άνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και μάλιστα ανεξάρτητα αν αυτή η απόφαση αναιρέθηκε. Άλλωστε ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι, για τη μεταβίβαση της κυριότητας των συγκεκριμένων ονομαστικών μετοχών, έπρεπε να λάβει χώρα κατά νόμο εγγραφή στο τηρούμενο βιβλίο της εταιρίας, που αποτελούσε και αντικείμενο της προαναφερθείσας αγωγής του. Παρά την ανωτέρω γνώση, με πρόθεση ο κατηγορούμενος έκανε χρήση πιστοποιητικών, αναληθή κατά το περιεχόμενο τους, στα οποία εμφανίζεται ότι δήθεν αυτός και η σύζυγός του, ΑΑ, ήταν αποκλειστικοί κύριοι του συνόλου των μετοχών της ανωτέρω εταιρίας με σκοπό να ασκήσει δικαίωμα ψήφου σε γ.σ. της εταιρίας που δεν του ανήκε, αποκλείοντας τους εγκαλούντες, βλάπτοντας τα συμφέροντά τους, επειδή ήταν αληθινοί κύριοι των μετοχών οι εγκαλούντες. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, και να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Με αυτά που εδέχθη το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά τα οποία εδέχθη, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 58 του ν. 2190/1920. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τα προς στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος περιστατικά και ειδικότερα η κυριότητα των εγκαλούντων επί των μετοχών οι οποίες ψευδώς αναφέρονται στα πιστοποιητικά που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος ως ανήκουσες στην κυριότητα αυτού και της συζύγου του. Με την επίκληση δε, του περιεχομένου της από 20.4.1996 αγωγής που κατέθεσε ο ίδιος και η σύζυγός του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Φλώρινας, με αίτημα την καταδίκη των ήδη πολιτικώς εναγόντων, σε δήλωση βουλήσεως μεταβίβασης την κυριότητα των μετοχών, αιτιολογείται το προς θεμελίωση και της υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω αξιόποινης πράξης στοιχείο της γνώσης του κατηγορουμένου ότι δεν είχε καταστεί κύριος αυτών.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και καθόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2 και στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 11.11.2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 223/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Φλώρινας. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του στο σκεπτικό πολιτικώς ενάγοντος, που ορίζεται στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή