Θέμα
Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης Πραγματικά περιστατικά. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων, περιστατικά που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή του εγκαλούντα. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απαιτείται να αιτιολογείται ο ειδικός δόλος ήτοι ότι ο δράστης να τελεί εν γνώσει ου ψεύδους. Είναι αυτονόητη η γνώση, όταν ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός θεμελιώνεται σε προσωπική αντίληψη του δράστη. Η επιμέτρηση της ποινής ανήκει στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου και δεν παρέχεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα να υποβάλει αίτημα για εφέσιμη ποινή. Αν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, το δικαστήριο αποφασίζει με την επί της ποινής απόφασή του, η αιτιολογία της οποίας αποτελεί και την αιτιολογία για την παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού. Απόλυτη ακυρότητα Αναφορά στο αιτιολογικό περιεχομένου εγγράφου που δεν αναγνώστηκε. Το περιεχόμενο του προέκυψε από την ανάγνωση άλλου εγγράφου. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 548/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Λ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Γιολδασέα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 32432/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Κ. Σ. του Α., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Αυγερινού-Φαλίδα.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2012 αίτησή του, καθώς και στο από 14 Φεβρουαρίου 2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 933/2012.
Αφού άκουσε
Τους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 23-7-2012 (υπ' αριθμό πρωτ. 5353/ 25-7-2012) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφομένη κατά της υπ' αριθμό 32432/2012 αποφάσεως του Θ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ.2, 474 παρ.2) και γι' αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι, επ' αυτής με χρονολογία 14-2-2013, πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά την δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να είχε δόλο, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ' ενός μεν τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητος ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφ' ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια προσάπτεται δε σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από το ως άνω άρθρο 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 32432/2012 απόφασή του, το Θ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δικάζοντας σε πρώτο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, της πράξης, της συκοφαντικής δυσφήμησης, και τον καταδίκασε, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως των εγγράφων που αναγνώστηκαν, και της απολογίας του κατηγορουμένου δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος ως εργολάβος και ιδιοκτήτης ακινήτων μετ' οικοδομής, στη ..., στην οδό ... αρ. 48, είχε διαφορές πολεοδομικής φύσεως με τον εγκαλούντα, ιδιοκτήτη όμορου ακινήτου και με την οικογένειά του (μητέρα και αδέρφια), στα πλαίσια των οποίων εκτός από τις διαφορές τους που ανέκυψαν μετά την αποβολή δικογράφων και καταγγελιών στα διοικητικά δικαστήριο και την Πολεοδομία αντίστοιχα, από την πλευρά της οικογένειας των εγκαλούντων έχουν υποβάλλει εκατέρωθεν εγκλήσεις και έχουν επισκεφθεί προς διευθέτηση των διαφορών τους και το Β' Αστυνομικό Τμήμα Γλυφάδας (ΑΤ). Συγκεκριμένα, μετά από τις 1-8-05 και 3-8-05 εισαγγελικές παραγγελίες, στις 4-8-05 και περί ώρα 13.00, προσήλθαν αμφότεροι στο ως άνω ΑΤ όπου ανέπτυξαν τα μεταξύ τους παράπονα και τους έγιναν οι σχετικές συστάσεις. Κατά την επίσκεψή τους αυτή, όμως, ο κατηγορούμενος ανέφερε στους εκεί αστυνομικούς ότι ο εγκαλών με τον αδελφό του Ν. τον απείλησαν ότι θα του σπάσουν το αυτοκίνητο και το μαγαζί το Βίντεο-κλαμπ στην οδό ... και ότι είναι Κρητικός και θα δει τι πάθει από αυτόν ότι θα του κάνει συνέχεια μηνύσεις χωρίς λόγο για να τον παίρνουν στο αυτόφωρο και ότι είναι δικομανής. Το ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε τα παραπάνω εις βάρος του εγκαλούντος, προκύπτει τόσο από την χωρίς όρκο κατάθεση του τελευταίου στο ακροατήριο, ο οποίος είπε ότι, στις 4-8-2005, ο κατηγορούμενος στο ΑΤ Γλυφάδας είπε ότι του είπαν ότι είναι Κρητικός και θα δει τι θα πάθει και ότι είπε στο Διοικητή ότι είναι εγκληματίας και δικομανής και ότι προκαλεί ζημιές, όσο και από τις ένορκες καταθέσεις του αδελφού και της μητέρας του εγκαλούντος στο ακροατήριο, οι οποίοι κατέθεσαν, ο μεν 1ος ότι ο κατηγορούμενος είπε θα του σπάσουν το αυτοκίνητο και ότι είναι Κρητικός, η δε 2η, η οποία ήταν παρούσα στο ΑΤ, ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι του είπαν ότι θα του σπάσουν το μαγαζί, θα του κάψουν το αυτοκίνητο και ότι ο γιός της είναι δικομανής και ότι είναι Κρητικοί. Εξάλλου και ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του στο ακροατήριο, δεν αρνήθηκε ότι προέβη στους ως άνω ισχυρισμούς στο ΑΤ, καθώς ανέφερε ότι οι απειλές αναφέρονταν και στο βίντεο-κλαμπ, ότι έλεγαν ότι θα του σπάσουν το αμάξι, θα του σπάσουν το μαγαζί, θα τον μηνύουν συνέχεια, καθώς και ότι είπε στο Διοικητή για τις απειλές. Σχετικά δε με τον ισχυρισμό του ότι, ο εγκαλών είναι δικομανής, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συνίσταται συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς δεν πρόκειται για ισχυρισμό γεγονότος, ήτοι για συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης (ΑΠ 1713/08, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) αλλά για προσωπική κρίση του κατηγορουμένου και επομένως η κατηγορία ως προς τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να μεταβληθεί σε εξύβριση καθώς με τους ως άνω ισχυρισμούς προσέβαλε την τιμή του και μετά ταύτα να παύσει οριστική η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, κατ' άρθ. 4 του ν. 4043/12, σύμφωνα με το οποίο παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή, καθώς για την πράξη απειλείται στο άρθρο 361 ΠΚ ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή χρηματική ποινή. Πλην όμως, τα ως άνω λοιπά αναφερόμενα από τον κατηγορούμενο γεγονότα ήταν ψευδή, γεγονός που το γνώριζε, καθώς ο εγκαλών και ο αδελφός του ουδέποτε τον απείλησαν με τις ως άνω φράσεις, αντίθετα τον απειλούσαν ότι θα σταματήσουν τις εργασίες του στην ως άνω οικοδομή και περαιτέρω τα ως άνω γεγονότα ήταν ικανά να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς με τα ως άνω διαλαμβανόμενα, ο κατηγορούμενος απέδιδε σ' αυτόν, ενώπιον των αστυνομικών, ότι τον απειλεί με εγκληματικές ενέργειες, θα υποβάλλει συνεχώς μηνύσεις εναντίον του με μοναδικό σκοπό να τον παίρνουν στο αυτόφωρο ο δε κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια αυτών και ότι ήταν ικανά να θίξουν την τιμή και την υπόληψή του και παρά ταύτα, τα ισχυρίστηκε. Τούτο προκύπτει και από τις από 22-07-08 εξηγήσεις του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, τις οποίες υπέβαλε, στα πλαίσια της υπ' αρ. ΑΒΜ 808/12 άλλης εγκλήσεως του εγκαλούντος σε βάρος του, τις οποίες αναφέρει ότι οι απειλητικές φράσεις που απεύθυνε ο εγκαλών, ήταν: "θα δεις τι θα πάθεις τσογλάνι, δεν πρόκειται να σ' αφήσουμε να χτίσεις, θα στου το γκρεμίσουμε, θα σε καταστρέψουμε αν δεν φύγεις από δω αι δεν θα τελειώσει ποτέ το κτίριο, δεν θα κατοικήσει άνθρωπος σ' αυτό", ήτοι επρόκειτο για απειλές που κυρίως αναφέρονταν στην εργασία του στην οικοδομή και δεν αφορούσαν το αυτοκίνητό του, όπως έφερε στις 4-8-05 στο ΑΤ, αλλά και στο ακροατήριο, ενώ για το βίντεο-κλαμπ αόριστα, ανέφερε ότι οι απειλές αφορούσαν και αυτό, χωρίς να τις προσδιορίζει ειδικά. Ο ίδιος, άλλωστε ο κατηγορούμενος, στην από 30-1-07 έκθεση εξέτασης του μάρτυρα, ενώπιον του αρχιφύλακα Ι. Φ. στις 10.25, είπε ότι έχει μεν απειληθεί πολλάκις από την οικογένεια Σ., όχι όμως σε προσωπικό επίπεδο, αλλά σε σχέση με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, ενώ για το βίντεο-κλαμπ κατέθεσε ότι τον έχουν απειλήσει ότι θα το καταστρέψουν, χωρίς όμως να αναφέρει και για απειλές για το αυτοκίνητο του και στην από 30-1-07 κατάθεσή του, ενώπιον του ίδιου αστυφύλακα, στις 11.40, είπε ότι για το συγκεκριμένο μαγαζί είχε δεχθεί απειλές τέλος του 2005 αρχές του 2006 από τον Σ., γεγονός για το οποίο είχε απευθυνθεί στο ΑΤ Τερψιθέας ενώ στη συνέχεια, στην από 25-10-09 εξέταση του ως μάρτυρα στο 13ο Τακτικό Ανακριτή εξεταζόμενος για υπόθεση για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του εγκαλούντα και του αδερφού του για εμπρησμό με πρόθεση κατά συναυτουργία και κατά συρροή, για διακεκριμένη περίπτωση φθοράς κατά συναυτουργία και κατά συρροή και για οπλοκατοχή που φέρεται ότι τέλεσαν στις 23-1-07 και 16-7-07, στη ..., για την οποία εκδόθηκε το υπ' αρ. 1090/10 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εις βάρος τους, αρνήθηκε ότι ο εγκαλών τον είχε απειλήσει ότι θα σπάσει το βίντεο-κλαμπ καταθέτοντας ότι σχετικά με τις απειλές από κάποιον Σ. αναφερόταν σε καταγγελίες στην Πολεοδομία από τυχόν πολεοδομικές παραβάσεις στο μαγαζί ..... και ότι οι απειλές δεν θα μπορούσαν να αφορούν εμπρησμό στο βίντεο-κλαμπ. Η ως άνω δε κατάθεση του έρχεται σε αντίθεση με τα όσα υποστήριξε ο ίδιος απολογούμενος στο ακροατήριο, ότι οι απειλές αναφέρονται στο βίντεο-κλαμπ. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που του αποδίδεται, κατά τα προαναφερόμενα".
Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: Στην Αθήνα στις 04/08/2005 ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε και διέδωσε για κάποιον άλλο γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, εν γνώσει της αναλήθειας αυτού τελών και ειδικότερα στον άνω τόπο και χρόνο στο ΑΤ Γλυφάδας, κατά τη διάρκεια διευθέτησης διαφορών με τον εγκαλούντα, ισχυρίσθηκε ψευδώς ενώπιον των αστυνομικών και της Ρ. Σ. ότι "δήθεν ο εγκαλών Σ. Κ. ομού με τον αδελφό του Ν. τον απείλησαν ότι θα του σπάσουν το αυτοκίνητο και το μαγαζί το βίντεο-κλαμπ στην οδό ... και ότι είναι Κρητικός και θα δει τι θα πει από αυτόν, ότι θα του κάνει συνέχεια μηνύσεις χωρίς λόγο για να τον "παίρνουν" στο αυτόφωρο, γεγονός όμως που ήταν ψευδές, καθότι ο εγκαλών ουδέποτε προέβη σε τέτοιες ενέργειες και απειλές και έτσι μείωσε την τιμή και την υπόληψή του. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση το δυσφημιστικό για τον εγκαλούντα γεγονός, που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος στους Αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Γλυφάδας και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, το οποίο ήταν ψευδές, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναληθείας του εν λόγω γεγονότος. Περαιτέρω, είναι αβάσιμες και πρέπει ν' απορριφθούν, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και ειδικότερα: α) ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του, ήτοι η ακριβής γνώση του περί της αναλήθειας των όσων ισχυρίσθηκε, αφού, ο σχετικός με το ψευδές ως άνω γεγονός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση αντίληψη και γνώση του ίδιου, οπότε είναι αυτονόητη η γνώση του για την αναλήθεια των όσων ισχυρίσθηκε, σύμφωνα και με όσα στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν β) ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ των παραδοχών του σκεπτικού , επειδή το δικαστήριο αντιφατικά δέχεται στην αρχή του σκεπτικού του, ότι ήταν ψευδή όσα ισχυρίστηκε ο αναιρεσείων ενώπιον του Διοικητού του ΑΤ Γλυφάδας, ότι δηλαδή ο εγκαλών τον απείλησε με παράνομες πράξεις και δη με τις απειλές που εκθέτει στην αρχή του σκεπτικού, ενώ στη συνέχεια δέχεται ότι ο εγκαλών τον απείλησε ότι θα τον εξανάγκαζε να σταματήσει τις οικοδομικές εργασίες που έκανε στην γειτονική οικοδομή, γιατί είναι διαφορετική η φύση των απειλών που παρατίθενται στο σκεπτικό και η μία δεν αναιρεί την άλλη γ) ότι ελλείπει στην προκειμένη περίπτωση, η απαιτούμενη αιτιολογία και υπάρχει αντίφαση, γιατί το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του, προσφεύγει σε μεταγενέστερα, του κρίσιμου χρόνου, γεγονότα, και δη, στην από 30-1-2007, κατάθεσή του, για να αιτιολογήσει την κρίση του, περί του ψευδούς των γεγονότων που διέδωσε αυτός ( αναιρεσείων), ενώπιον του Αστυνόμου Γλυφάδας, καθόσον η προσφυγή αυτή σε κρίσιμα μεταγενέστερα γεγονότα, δεν απαγορεύεται από καμία διάταξη, ούτε συνιστά έλλειψη αιτιολογίας και δε δημιουργεί αντίφαση. Οι λοιποί ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, που περιέχονται στον ίδιο λόγο αναιρέσεως, ότι είναι αληθή όσα κατέθεσε, ότι δηλαδή ο εγκαλών τον απειλούσε, είναι αβάσιμοι, καθόσον, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως, η περί τα πράγματα, ανέλεγκτη κρίση, του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που υποστηρίζει αντίθετα, από τα παραπάνω.
Έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. Β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναιρετικό λόγο, υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί αιτήματος του κατηγορουμένου να ασκήσει δικαίωμα, που του παρέχεται από τον νόμο. Στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 4 ΠΚ ορίζεται ότι "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή υπονοεί τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με τα οποία, "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπ' όψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου, που του παρέχει ο νόμος. Επομένως, δεν παρέχεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να υποβάλει, πριν από την έκδοση της αποφάσεως για την ποινή, αίτημα για την επιβολή εφέσιμης ποινής, ούτε, άλλωστε, είναι λογικά εφικτό, το Δικαστήριο, πριν αποφασίσει για το ύψος της ποινής, να κρίνει αν αυτή θα είναι εφέσιμη ή όχι. Για ένα τέτοιο αίτημα (που αποτελεί "ευχή") το Δικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα με την περί της ποινής απόφασή του, η σχετική δε αιτιολογία αυτής αποτελεί και την αιτιολογία για την απόρριψη ή την αποδοχή του πιο πάνω αιτήματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, της πράξης, που προαναφέρθηκε και τον καταδίκασε, στην επίσης προαναφερθείσα ποινή. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλει την αιτίαση ότι, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του υπέβαλαν αίτημα "επιβολής εφεσίμου ποινής", το δικαστήριο του επέβαλε, ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ενώ επί της ουσίας δεν αποφάνθηκε επί του ως άνω αιτήματός του, πολύ δε περισσότερο, δεν υπήρξε και η απαιτούμενη αιτιολογία για την απόρριψη αυτού. Ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, γιατί τέτοιο αίτημα δεν έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά, τα πρακτικά δε, μέχρι την προσβολή τους για πλαστότητα αποδεικνύουν όσα σε αυτά αναγράφονται (άρθρο 141 παρ.3 Κ.Π.Δ.). Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, και αν ακόμα είχε υποβληθεί και καταχωρηθεί στα πρακτικά τέτοιο αίτημα, ο προβαλλόμενος κατά τα άνω λόγος θα ήταν αβάσιμος, αφού σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η επιμέτρηση της ποινής ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου το οποίο αποφασίζει ταυτόχρονα με την περί της ποινής απόφασή του, η σχετική δε αιτιολογία αυτής αποτελεί και την αιτιολογία για την απόρριψη ή αποδοχή του πιο πάνω αιτήματος και δεν παρέχεται από το νόμο δικαίωμα στον κατηγορούμενο να υποβάλει, πριν από την έκδοση της αποφάσεως για την ποινή, αίτημα για την επιβολή εφέσιμης ποινής.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, κατά τον οποίο παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακροάσεως του αναιρεσείοντος, καθόσον το Δικαστήριο αναιτιολόγητα δεν απάντησε στο αίτημά του για την επιβολή εφέσιμης ποινής, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.1 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώστηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, παραβιάζει την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο και συνιστά απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ), η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Η ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αν το έγγραφο, που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο, αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, ενώ αποτρέπεται αν το περιεχόμενο των εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κ.λ.π).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, αποδίδεται στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο η πλημμέλεια ότι κατέληξε στην περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, αφού έλαβε υπόψη, μη αναγνωσθέν στο ακροατήριο έγγραφο και ειδικότερα, την από 25-10-2009 ένορκη εξέταση του κατηγορουμένου, ως μάρτυρα ενώπιον του 13ου Ανακριτή Αθηνών, την οποία μάλιστα μνημονεύει στο αιτιολογικό. Ο λόγος αυτός του προσθέτου δικογράφου, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον ναι μεν δεν αναγνώστηκε η κατάθεση αυτή στο ακροατήριο, όπως από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, προκύπτει όμως το περιεχόμενό της προέκυψε από άλλα αποδεικτικά μέσα και δη από το αναγνωσθέν στο ακροατήριο, υπό τον αύξοντα αριθμό (1) του σχετικού καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων, υπ' αριθ. 1090/2010, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, από την παραδεκτή επισκόπηση του οποίου, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει, ότι περιλαμβάνεται σε αυτό, το περιεχόμενο της ως άνω, από 25-10-2009, ένορκης εξέτασης του κατηγορουμένου, ως μάρτυρα ενώπιον του 13ου Ανακριτή Αθηνών (βλ. δεύτερη σελίδα 6ου φύλλου και πρώτη σελίδα 7ου φύλλου αυτού). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 Α' ΚΠΔ μοναδικός λόγος του προσθέτου δικογράφου αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας γιατί το δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέν έγγραφο είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Πολιτικώς Ενάγοντος (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 23-7-2012, υπ' αριθμό πρωτ. 5353/25-7-2012, αίτηση, του Λ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., και τον από 14-2-2013, Πρόσθετο λόγο, για αναίρεση της υπ' αριθμό 32432/2012 αποφάσεως του Θ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Πολιτικώς Ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ