Αριθμός 4/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη - Εισηγήτρια, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Ασπρογέρακα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Κ. Θ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αδαμάντιο Μπασαρά. 2. Η. Λ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν εμφανίστηκε. 3. Γ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα. 4. Π. Μ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα. 5. Γ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα. 6. Θ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα. 7. Γ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα. 8. Ν. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα. 9. Η. Χ. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα. 10. Χ. Λ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 58/2020, 1/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Με υποστηρίζον την κατηγορία το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Γ. Καφίρη.
Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και α) ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος Κ. Θ., ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 31.5.2021 αίτηση αναιρέσεως και ζήτησε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και β) ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων Γ. Μ., Π. Μ., Γ. Κ., Γ. Μ., Θ. Μ., Ν. Κ., Η. Χ. και Χ. Λ., ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 1.6.2021 αίτηση αναιρέσεως οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 670/2021.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: 1) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 2.6.2021 αίτηση αναίρεσης του Η. Λ., 2) α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β' Π.Κ, ως προς τη διάταξή της για την επιβολή ποινής για την πράξη για την οποία καταδικάστηκαν και ως προς την επιμέτρηση της ποινής για τους αναιρεσείοντες Κ. Θ., Γ. Μ., Π. Μ., Ν. Κ., Η. Χ. και Χ. Λ., β) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος αυτής, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατόν, από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως γ) κατά τα λοιπά να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 512 παρ. 1 εδ. γ και 3 του Κ.Ποιν.Δ. ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου και κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση για την αναβολή.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 514 εδαφ. α' και β' του ίδιου ως άνω Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 158 του Ν. 4855/12-11-21 "αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και μπορεί να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ. Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αιτών την αναίρεση, ήτοι δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί δια συνηγόρου, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα 155-162 Κ.Ποιν.Δ. και μέσα στη προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ιδίου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται και επιβάλλονται σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα από 4-11-2021 και 1/11/2021 αποδεικτικά επίδοσης του Φ. Κ. Επιμελητή Εισαγγελίας Πρωτοδικών Γυθείου και του Αστυφύλακα Μ. Π. προκύπτει ότι η υπ' αριθμ. 670/2021 και από 20-10-2021κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσείοντα Η. Λ. του Σ. ως και στον αντίκλητο αυτού δικηγόρο Πειραιά Παναγιώτη Κάσση αντίστοιχα, για να παραστεί μετά ή δια του συνηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της, για να υποστηρίξει την υπό κρίση από 2/6//2021 αίτηση αυτού που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Καλαμάτας, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 58/2020 και 1/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών για τις αξιόποινες πράξεις της σύστασης συμμορίας και απλής συνέργειας σε λαθρεμπορία.
Συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης του Η. Λ. πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη και να επιβληθούν σε βάρος του ως άνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρ. 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ) ως και η δικαστική δαπάνη του υποστηρίζοντος την κατηγορία Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπήθηκε κατά την συζήτηση της υποθέσεως (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Περαιτέρω, α) η από 31/5/2021 αίτηση αναίρεσης του Κ. Θ. του Δ. και β) η από 1/6/2021 κοινή αίτηση αναίρεσης των Γ. Μ. του Γ., Π. Μ. του Γ., Γ. Κ. του Ν., Θ. Μ. του Σ., Γ. Μ. του Σ., Ν. Κ. του Γ., Η. Χ. του Β. και Χ. Λ. του Γ. αντίστοιχα, οι οποίες ασκήθηκαν με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 31/5/2021 η πρώτη και ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Καλαμάτας η δεύτερη, κατά της υπ' αριθμ. 58/2020,1/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ' άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδαφ. α'του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο στις 13/5/2021 και με την οποία οι ως άνω αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι σύστασης συμμορίας και απλής συνέργειας σε λαθρεμπορία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ.473 παρ.1,2,3, 474 παρ. 1,2,4 ΚΠοινΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσία συνεκδικαζόμενες λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1α' και β' του Ν.2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η ισχύς του οποίου κατά το άρθρο 185 αυτού, άρχισε από 1-1-2002, λαθρεμπορία είναι: α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο, β)οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Οι παραβάσεις της παραγράφου αυτής επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα και αν ακόμη ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. Κατά την παράγραφο 2 εδάφιο ζ' του ως άνω άρθρου 155 του ιδίου νόμου ως λαθρεμπορία, θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καθιδρύεται και κατά τις διατάξεις του ισχύοντος Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπο εκτός του εισαγωγέα εμπορευμάτων, τα οποία υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, τέλος, φόρο ή δικαίωμα και τα οποία έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε για την στοιχειοθέτηση στην περίπτωση αυτή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας απαιτείται δόλος, που συνίσταται στην γνώση κατά τον κρίσιμο χρόνο του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα, που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει τυγχάνει προϊόν λαθρεμπορίας κατά την παραπάνω έννοια καθώς και στη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από τον οφειλόμενο δασμό, τέλος ή δικαίωμα και λοιπές επιβαρύνσεις επί αυτών των προϊόντων και εμπορευμάτων. Επομένως, έγκλημα λαθρεμπορίας υφίσταται και μόνο επί κατοχής ορισμένου λαθρεμπορεύματος, εφόσον ο κάτοχος γνωρίζει την λαθρεμπορική του προέλευση, χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο. Εξάλλου, η κατοχή λαθρεμπορεύματος είναι έγκλημα διαρκές, με την έννοια ότι ο χρόνος τέλεσής της διαρκεί μέχρι να παύσει η παράνομη κατάσταση που αυτή συνεπάγεται, οπότε αντίστοιχα είναι δυνατή κατά τη διάρκειά της και προς εξακολουθητική διατήρησή της η παροχή στον κατέχοντα το λαθρεμπόρευμα συνδρομής από τρίτο (ΑΠ 1956/2010). Ακόμη κατά τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 του ίδιου νόμου η νόμιμη κυκλοφορία των βιομηχανοποιημένων καπνών που καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας αποδεικνύεται με τις ένσημες ταινίες φορολογίας που είναι επικολλημένες στα πακέτα ή στη μικρότερη συσκευασία διάθεσής τους στους καταναλωτές. Οι ένσημες ταινίες φορολογίας διατίθενται επί εισαγωγής καπνών από τρίτες χώρες στον εισαγωγέα, ο οποίος καταβάλλει την αξία τους κατά την παραλαβή τους, σύμφωνα δε με το άρθρο 111 παρ. 1 ο Ε.Φ.Κ υπολογίζεται με συγκεκριμένο τρόπο και με συμψηφισμό της καταβληθείσας αξίας αναλόγου αριθμού ενσήμων φορολογικών ταινιών. Για τα βιομηχανοποιημένα καπνά που εισάγονται από τρίτες χώρες ο Ε.Φ.Κ εισπράττεται κατά τον τελωνισμό τους σε ανάλωση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 53 του άνω Ν. 2960/2001, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 1 του Ν. 3336/2005, επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως (Ε.Φ.Κ) στα πετρελαιοειδή, στην αλκοόλη και αλκοολούχα ποτά και τα βιομηχανοποιημένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω τελωνειακού Κώδικα. Περαιτέρω, με το άρθρο 119Α "Παραβάσεις-Κυρώσεις" του Ν. 2960/2001, ορίζονται τα ακόλουθα: στην παρ.1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 παρ. 6 του Ν 3943/2011, "Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο από πεντακόσια (500,00) ευρώ, μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000,00) ευρώ για κάθε παράβαση, ανάλογα με την βαρύτητα και τη συχνότητά της .... Στην παρ. 2 " Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρόντος Κώδικα με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα. Το πολλαπλό τέλος επιβάλλεται και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. Στην παρ. 3. Οι εκτός των περιπτώσεων των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 διαπραττόμενες παραβάσεις, κατά την παραγωγή, μεταποίηση, κατοχή, μεταφορά και πώληση των προϊόντων του άρθρου 53 του παρόντος Κώδικα, τιμωρούνται με τις ειδικότερες διατάξεις που ισχύουν, κατά περίπτωση, για τα προϊόντα αυτά". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 5 του ιδίου νόμου η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του ίδιου τελωνειακού Κώδικα με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα αυτού του Κώδικα και επισύρουν την επιβολή κατά των με οποιονδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην παράβαση των διατυπώσεών του που αναφέρονται στα άρθρα 142 και στα άρθρα 152 και 155 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα προστίμων και τελών. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ν. 1828/1989, που κύρωσε τη με αριθμό 76742/1937/23.8.1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών και του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία ενέκρινε και την από 24-6-1988 απόφαση του Συμβουλίου της Ε.Κ. για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, και δη σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, συνιστούν ίδιους πόρους τα έσοδα που προέρχονται από συναλλαγές με χώρες μη μέλη, μετά την παρακράτηση από τα κράτη μέλη του 10% των καταβληθέντων δασμών. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του ανωτέρω άρθρου 155 του ιδίου Κώδικα που καθορίζει την έννοια της λαθρεμπορίας, προκύπτει ότι και υπό την ισχύ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα η καθ' οιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλόμενου για τα βιομηχανοποιημένα καπνά ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη και χαρακτηρίζεται ως λαθρεμπορία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 157 παρ. 1 περ. γ του ίδιου νόμου εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ η λαθρεμπορία τιμωρείται με κάθειρξη. Επειδή όμως επί εισαγωγής λαθραίων καπνών, ενόψει του ότι ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, κατ' άρθρο 111 Ν. 2960/2001 επιβάλλεται και εισπράττεται κατά την παραλαβή των ενσήμων φορολογικών ταινιών για τα βιομηχανοποιημένα καπνά που εισάγονται από τρίτες χώρες, πρέπει να διευκρινίζεται στη δικαστική απόφαση εάν η εισαγωγή των καπνών αυτών έγινε από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από άλλη χώρα εκτός αυτής, αφού μόνο στη δεύτερη περίπτωση στοιχειοθετείται λαθρεμπορία, αφού οφείλονται και εισπράττονται δασμοί και φόροι που στη συνέχεια αποδίδονται μετά την κατά τα άνω παρακράτηση ποσοστού 10%, κατά το οποίο και μόνο ποσοστό στερείται των δασμών το Ελληνικό Δημόσιο και όχι ολοκλήρου του αναλογούντος ως άνω ποσού. Ο καθορισμός δε του συγκεκριμένου ύψους των διαφυγόντων δασμών, στη δεύτερη περίπτωση σε ποσοστό 10%, έχει άμεση επίπτωση για το χαρακτηρισμό του ποσού ως ανώτερου των 30.000,00 ευρώ, που συνιστά ποινικό αδίκημα κατά τα άρθρα 155 και 157 του Ν. 2960/2001, καθώς και για τον χαρακτήρα της λαθρεμπορίας ως πλημμελήματος ή κακουργήματος. (Ολ. ΑΠ 1/2019, ΑΠ 404/2022, ΑΠ 644/2020, ΑΠ 22/2020, ΑΠ 213/2021). Περαιτέρω κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 187 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ "Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Από τη σύγκριση της ανωτέρω διάταξης με αυτή της παρ. 5 του άρθρου 187 του προισχύσαντος ΠΚ, προκύπτει ότι για τη μορφή της σύστασης για τη διάπραξη κακουργήματος δεν αρκεί πλέον, ως προς τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος, η απλή "ένωση" με άλλον για τη διάπραξη κακουργήματος, αλλά προβλέπεται ρητά ότι το έγκλημα τελείται όταν ο δράστης "οργανώνεται" με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα. Διευκρινίζεται με τον τρόπο αυτόν ότι για να υπάρχει συμμορία δεν αρκεί απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά απαιτείται σύσταση οργάνωσης, με στοιχειώδη έστω δομή, ενώ απαιτείται και η ύπαρξη συμφωνίας για την από κοινού τέλεση των αξιόποινων πράξεων (ΑΠ 253/2021). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, εφόσον δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Έτσι, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατ' άρθρ. 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρ. 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, ενώ, όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω "σκοπού" (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), τότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Η απαιτούμενη, ως άνω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Η παραδοχή ή απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως, ο οποίος κατατείνει σε μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ., πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Τα ανωτέρω τελούν βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή του, διότι διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (Ολ.ΑΠ 2/2005). Σημειώνεται όμως ότι ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί άρνηση υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι' αυτό το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ' αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αλλά απαντά σε αυτούς με την αιτιολογία επί της ενοχής (ΑΠ 2036/2019, ΑΠ 790/2019). Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών που μπορούν να προβληθούν είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' του Π.Κ. Για τη στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης απαιτείται ο υπαίτιος να ωθήθηκε στην πράξη του από αίτια μη ταπεινά, ή από μεγάλη ένδεια. Ως ταπεινά αίτια νοούνται τα μη αντίθετα προς την κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης συνείδηση και τα μη μαρτυρούντα διαστροφή χαρακτήρα και κακοβουλία του δράστη, για το ορισμένο δε αυτού απαιτείται να εκτίθενται και τα αίτια που ώθησαν τον κατηγορούμενο στην πράξη του (Α.Π. 130/2017), η έλλειψη της ταπεινότητας των αιτίων όμως, από τα οποία ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη που του αποδίδεται, θα κριθεί όχι υποκειμενικά, δηλαδή κατά την αντίληψη του δράστη, αλλά αντικειμενικά, δηλαδή κατά την αντίληψη της κοινωνίας (Α.Π. 709/2020), η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν ή όχι ταπεινά αίτια, είναι κρίση ως προς τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Α.Π. 20/2020, ΑΠ 252/2020). Εξάλλου, μεγάλη ένδεια (μεγάλη φτώχεια, μεγάλη οικονομική ανάγκη) υπάρχει όταν ο υπαίτιος βρέθηκε σε τόσο πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, η οποία άγγιξε αλλά δεν στοιχειοθέτησε κατάσταση ανάγκης, ώστε κάτω από την επίδρασή της τέλεσε την πράξη για να αποφύγει κίνδυνο που πίστευε ότι απειλούσε σοβαρά αυτόν ή συγγενή του ή την περιουσία του.
Επίσης, ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 περ.ε' του Π.Κ., το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Για να συντρέξει δε η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε του Π.Κ., η συμπεριφορά του υπαιτίου, πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ισχύοντος Π.Κ. προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμα και κατά την κράτησή του. Εν όψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διάταξης, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξης, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνον έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του, θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα, επισκοπούμενα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού και μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά και απόφαση πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τις αρχές Μαρτίου 2013 στις αρμόδιες Αρχές (Α/Τ και Λιμενικό Σώμα Γυθείου) είχαν περιέλθει πληροφορίες για επικείμενη μεταφορά - εκφόρτωση λαθραίων τσιγάρων στην περιοχή ... και προς τούτο οι αντίστοιχες υπηρεσίες τους τέθηκαν σε επιφυλακή και διακριτική παρακολούθηση της περιοχής. Βραδινές ώρες της 20.3.2013, ο Διοικητής του Α/Τ Γυθείου ενημέρωσε τον Λιμενάρχη Γυθείου ότι υπάρχει ύποπτη κινητικότητα στην περιοχή ..., όπου κινείται ΔΧΦ αυτοκίνητο, φορτωμένο με λαθραία τσιγάρα, ζήτησε δε την συνδρομή της υπηρεσίας του προκειμένου να συλληφθούν οι δράστες. Αμέσως Αστυνομικά όργανα κινήθηκαν προς την περιοχή ... για παρακολούθηση της κίνησης υπόπτων οχημάτων, ενώ σκάφος του Λιμενικού βγήκε περιπολία στη θαλάσσια περιοχή ... - .... Αστυνομικοί του Α/Τ Γυθείου κατά τη διάρκεια της νύκτας διαπίστωσαν ότι ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο εκινείτο ύποπτα επί της επαρχιακής οδού ... - ..., δόθηκε δε εντολή παρακολούθησης σε άλλα Αστυνομικά όργανα από ώρας 12:30' περίπου της 21.3.2013. Περί ώρα 05:30' της 21ης Μαρτίου 2013, Αστυνομικοί του Α/Τ Γυθείου με επικεφαλής τον μάρτυρα Ι. Σ. εντόπισαν σταματημένο σε παράδρομο της άνω επαρχιακής οδού το με αριθμ. κυκλοφορίας ΙΑΕ - … ΔΧΦ αυτοκίνητο, συνιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου, Π. Ζ., το οποίο οδηγούσε ο ίδιος, καθώς και τους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους, Κ. Θ. και Ι. Α., τους οποίους και συνέλαβαν, ενώ 2-3 ακόμη συμμετέχοντες στην φόρτωση - μεταφορά των λαθραίων διέφυγαν την σύλληψη. Σημειώνεται ότι οι 2 τελευταίοι φορούσαν γάντια, ενώ ο τελευταίος (Α.) έφερε μαζί του και 2 φορητούς ασυρμάτους. Το εν λόγω ΙΧΦ αυτοκίνητο βρέθηκε να είναι φορτωμένο με 448.000 πακέτα τσιγάρων, διαφόρων εταιρειών, τοποθετημένα μέσα σε 896 χαρτοκιβώτια, που δεν έφεραν την ειδική ταινία φόρου κατανάλωσης και τα σήματα του τόπου προελεύσεως και κατασκευής τους, επιμελώς κρυμμένων κάτω από μπάλες σανού. Ταυτόχρονα σε παρακείμενο σημείο της ίδιας επαρχιακής οδού, άλλα Αστυνομικά όργανα με επικεφαλής τον Α. Π. εντόπισαν το με αριθμ. κυκλοφορίας ΙΒΟ- … ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας Ν. Π., εργοστασίου κατασκευής MERCEDES, το οποίο προπορευόταν του ως άνω ΔΧΦ αυτοκινήτου. Κατά τον έλεγχο του οχήματος αυτού προέκυψε ότι οδηγός του ήταν ο 11ος κατηγορούμενος Η. Π., ενώ συνεπέβαιναν και οι 10ος Η. Μ., ήδη αποβιώσας, 12ος Γ. Α. και 13ος Χ. Φ., βρέθηκαν δε και κατασχέθηκαν 9 κινητά τηλέφωνα, ασύρματοι επικοινωνίας, χρηματικό ποσό 10.400 € στον Α., βυθόμετρο, κάρτες ανάληψης κλπ. Ταυτόχρονα Λιμενικά όργανα εντόπισαν στη θαλάσσια περιοχή "..." ένα ταχύπλοο σκάφος παρατημένο με ζημιά στο αριστερό μπαλόνι, το οποίο αποδείχθηκε ότι ανήκε στον 4ο κατηγορούμενο Η. Λ. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι τα ως άνω λαθρεμπορεύματα είχαν εκφορτωθεί από το πλοίο ... 1, σημαίας Τόγκο, με πλήρωμα Ουκρανικής υπηκοότητας, το οποίο παραπλέοντας τις Ελληνικές ακτές κατά τη διαδρομή από το ... προς την Τουρκία, διήλθε την 20η προς 21η Μαρτίου 2013 από τις ακτές της ..., όπου, σε μη ακριβώς εντοπισμένο σημείο και με σβηστά φώτα, εκφόρτωσε το προαναφερόμενο μέρος του φορτίου του και συνέχισε ανατολικά, οπότε και κατελήφθη δύο ημέρες αργότερα ανοικτά της Σύρου και της Μήλου, καθ' όν χρόνο το πλήρωμά του αποπειράτο να εκφορτώσει ακόμη μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου λαθραίου φορτίου του σε έτερο πλοίο με το όνομα "Ν. K.", πράξη για την οποία άπαντες οι εκεί συλληφθέντες κρίθηκαν ένοχοι με την 45/2013 απόφαση του ΜΕφΚακΑιγαίου. Ακολούθως, τα λαθραία χαρτοκιβώτια τσιγάρων που παρελήφθησαν από το ανωτέρω πλοίο πλησίον της ακτής, φορτώνονταν σε δύο σκάφη, τα οποία, εκτελώντας τον απαραίτητο αριθμό δρομολογίων, μετέφεραν αυτά στην ξηρά. Εκεί μεταφορτώνονταν στο με αριθμ. ΚΡΗ-… ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, χρώματος κίτρινου, οδηγούμενο από άγνωστο άτομο, το οποίο τα μετέφερε, με εκτέλεση του απαραίτητου αριθμού δρομολογίων, σε πλησιέστερο σημείο, όπου βρισκόταν σταθμευμένο το ως άνω με αριθμ. κυκλοφορίας ΙΑΕ - … ΔΧΦ αυτοκίνητο του Π. Ζ. Στο τελευταίο αυτοκίνητο καθώς και στο από αυτό ρυμουλκούμενο όχημα βρέθηκαν τα παραπάνω χαρτοκιβώτια τσιγάρων, κατά τον έλεγχο των Αστυνομικών οργάνων, καλυμμένα με μπάλες ζωοτροφής (σανός), κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι ευχερώς ορατά. Όλα τα ως άνω πακέτα δεν έφεραν την ένσημη ταινία του Υπουργείου Οικονομικών, με αποτέλεσμα το ελληνικό Δημόσιο να ζημιωθεί από τη μη καταβολή σε αυτό των αναλογούντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων για τα ως άνω λαθραία τσιγάρα, τα οποία σκόπευαν να θέσουν σε κυκλοφορία. Την όλη επιχείρηση εισαγωγής και κατοχής των άνω λαθρεμπορευμάτων οργάνωσαν και συντόνισαν από κοινού ενεργώντας και με άλλους άγνωστους δράστες και κοινό δόλο οι Γ. Α. και ο ήδη αποβιώσας Η. Μ., οι οποίοι προέβησαν σε κάθε ενέργεια αποσκοπούσα να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων των αναλογούντων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής και δη τρίτης χώρας, εκτός EE κειμένης, εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα ως προς τον Γ. Α., που ενδιαφέρει εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι από κοινού με τον Η. Μ. και άλλους άγνωστους συναυτουργούς (τουλάχιστον το Ουκρανικής υπηκοότητας πλήρωμα του πλοίου ... 1), τέλεσε με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις ο καθένας την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας από κοινού, ήτοι εισήγαγε εντός του τελωνειακού εδάφους της χώρας και κατείχε εμπορεύματα υποκείμενα σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και σε άλλον από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο, οι δε διαφυγόντες δασμοί υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 €.
Ειδικότερα, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο παρέλαβε και εισήγαγε από κοινού με τους προαναφερόμενους συναυτουργούς του 896 χαρτοκιβώτια τσιγάρων διαφόρων εταιρειών, που δεν έφεραν την αυτοκόλλητη ταινία ειδικού φόρου κατανάλωσης, ούτε προέκυπτε ο τόπος προέλευσης και κατασκευής τους, πάντως μετά βεβαιότητας από χώρα εκτός Ε.Ε., αποστερώντας έτσι το Ελληνικό Δημόσιο από δασμούς, φόρους και Λοιπές επιβαρύνσεις που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.500.919,04 € (εισαγωγικός δασμός 158,19.7 € + Ε.Φ.Κ 1.040.273, 92 € + ΦΠΑ 302.448,12), ήτοι ποσό που υπερβαίνει τις 150.000 €, σύμφωνα με την από 22.3.2013 έκθεση του Τελωνείου Γυθείου. Απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο Γ. Α. συνομολογεί πλήρως την [συν]αυτουργική του δράση και την τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης, και συγκεκριμένα εν γνώσει τελών της παράνομης εισαγωγής λαθρεμπορευμάτων και με σκοπό να στερηθεί το Δημόσιο των αναλογούντων δασμών και φόρων, ενώθηκε με άλλους προκειμένου να καταστεί επιτυχής η εισαγωγή και κατοχή των λαθρεμπορευμάτων. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος την οικονομική στενότητα των γνωστών του Ζ., Θ., Α. και Φ., κατοίκων ..., τους προσέλαβε ώστε να συνδράμουν στην όλη επιχείρηση, ο πρώτος ως μεταφορέας των λαθραίων τσιγάρων με το ιδιόκτητο ΔΧΦ αυτοκίνητο του, με το οποίο θα μετέφερε τα λαθρεμπορεύματα από τον τόπο φόρτωσης (περιοχή Γυθείου) στην Αθήνα για περαιτέρω διάθεση στην αγορά και οι λοιποί ως εργατικό δυναμικό, επίλεξε ημέρες πριν με αυτοπρόσωπη "παρουσία το σημείο εκφόρτωσης των τσιγάρων από το πλοίο στην ξηρά, βρήκε σκάφη για την μεταφόρτωσή τους και από εκεί στο κίτρινο ΒΑΝ, ενώ ήταν σε επικοινωνία με το Ουκρανικό πλήρωμα για την ασφαλέστερη εκφόρτωση του φορτίου, καθώς με την τηλεφωνική σύνδεση ... που βρέθηκε στην κατοχή του, είχε επαφές, κλήσεις και μηνύματα Ουκρανικής και Ρωσικής προέλευσης (τελευταία επικοινωνία ήταν την 21.3.2013 και ώρα 03.12), το περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται ενδεικτικώς σε γεωγραφικές συντεταγμένες, καιρικές συνθήκες, πλοία (φελούκα) και "βρεγμένα πακέτα τσιγάρα", άλλωστε ήταν παρών καθόλη τη διάρκεια της επιχείρησης, λειτουργώντας και ως προπομπός του φορτηγού αυτοκινήτου του Π. Ζ., προκειμένου να ειδοποιήσει τους συγκατηγορουμένους του για τη τυχόν παρουσία της Αστυνομίας στον δρόμο. Τέλος, συνομολογεί ότι είχε λάβει ως προκαταβολή το ποσόν των 11.400 € που βρέθηκε πάνω του και κατασχέθηκε, αποδίδοντας την εμπλοκή του σε οικονομικά προβλήματα και δηλώνοντας μετανοιωμένος για την πράξη του. Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε πλήρως και πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας ότι ο εκκαλών Γ. Α., καθώς και ο ήδη αποβιώσας συγκατηγορούμενος του Η. Μ., ενεργώντας από κοινού, εν γνώσει τους και με πρόθεση, μετά από συναπόφαση και με κοινή δράση τέλεσαν το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας στην κακουργηματική της μορφή, (896 κιβώτια λαθραία τσιγάρα), αξιόποινη πράξη η οποία αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα, ανερχομένων των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων σε ποσό ανώτερο των 150.000 €, ήτοι στο ποσό των 150.091,9 €, που αντιστοιχεί στο ποσοστό 10% το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο θα παρακρατούσε, κατά τις διατάξεις των άρθρ. 37 του ν. 1828/1989 σε συνδυασμό με άρθρ. 2 της 76742/23.8.1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, αφού το σύνολο των επιβαρύνσεων ανέρχεται στο ποσό των 1.500.919,00 €, όπως προεκτέθηκε, κάτι που γνώριζε και επιδίωξε ο εκκαλών κατηγορούμενος.
Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 1 του παλαιού Π.Κ. ορίζετο, ότι: "1. Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, β) όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης κα· στην εκτέλεση της κύριας πράξης", στις δε αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 47 του νέου Π.Κ., που ακολούθησαν, στην αριθμητική παράθεση των άρθρων στο νέο Π.Κ., τις αυτοτελείς πλέον περί ηθικής αυτουργίας, διατάξεις, ορίζεται, ότι: "Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγουμένου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού". Με τον τρόπο που τυποποιείται η τελευταία διάταξη στο νέο Π.Κ., γίνεται φανερό, ότι επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές στις διατάξεις για τη συνέργεια στο έγκλημα. Έτσι καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ άμεσης και απλής συνέργειας, όπως αποτυπωνόταν μέχρι σήμερα στα άρθρα 46 παρ. 1 εδάφ β' και 47 του Π.Κ. και προβλέπεται κατ' αρχήν ενιαία μειωμένη ποινή για όλες τις μορφές της συνέργειας στο έγκλημα είτε προσφέρεται κατά, είτε πριν από την τέλεση της πράξης. Με τον τρόπο αυτόν επιχειρείται να καταγραφεί ως κανόνας, ότι το άδικο και η ενοχή του σύνεργού είναι μικρότερης έντασης έναντι εκείνων του φυσικού και του ηθικού αυτουργού. Κατ' εξαίρεση μόνον προβλέπεται δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει στο σύνεργο την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει τη συνδρομή του κατά την τέλεση της πράξης και θέτει με αυτήν το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού (άμεσος συνεργός). Από τη σύγκριση των προαναφερθεισών διατάξεων, κατά την τυποποίησή τους στον παλαιό Π.Κ. και στο νέο Π.Κ., και του συνόλου των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, προκύπτει, ότι οι διατάξεις του νέου Π.Κ. είναι επιεικέστερες, οπότε είναι εφαρμοστέες, με βάση την αρχή της αναδρομικότητας της επιεικέστερης διάταξης από της τέλεσης της πράξης μέχρι της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης (ΑΠ 1043/2020, ΑΠ 1944/2019, areiospagos.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι άπαντες οι πιο κάτω κατηγορούμενοι τόσο κατά τη διάρκεια τέλεσης της άνω αξιόποινης πράξης όσο και πριν απ' αυτή παρείχαν με πρόθεση στους πιο πάνω αυτουργούς απλή συνδρομή, αφού η συμβολή τους με τον πιο κάτω αναφερόμενο για καθένα τρόπο, διασφάλιζε τη μεταφόρτωση των λαθραίων τσιγάρων αρχικά από τη θάλασσα στη στεριά και τη φόρτωσή τους στο ΔΧΦ αυτοκίνητο του Π. Ζ., την ασφαλή διέλευση του άνω φορτηγού που θα μετέφερε τα λαθραία και την αποφυγή εμπλοκής τους με αστυνομικά και λιμενικά όργανα, βοηθώντας αυτούς" (αυτουργούς) να προβούν σε εισαγωγή εντός του τελωνειακού εδάφους εμπορευμάτων, υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που εισπράττονται στα τελωνεία κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, ήτοι χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής, ως προερχόμενα από λαθρεμπορικές ενέργειες, δηλαδή χωρίς νόμιμα φορολογικά στοιχεία με συνέπεια να αποστερηθεί το Ελληνικό Δημόσιο των εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ανερχομένων τουλάχιστον στο ποσό των 150.000 € και άνω. Συγκεκριμένα: ... 2. Οι κατηγορούμενοι Κ. Θ., Ι. Α. και Χ. Φ., ενεργώντας με πρόθεση, παρείχαν απλή συνδρομή στους συγκατηγορουμένους τους - αυτουργούς της κακουργηματικής λαθρεμπορίας άνω των 150.000 €, κατά τη διάρκεια και την εκτέλεσή της, καθώς είχαν πλήρως ενημερωθεί από τον Α. ότι θα συμμετείχαν σε μεταφορά λαθραίων τσιγάρων, όπως συνομολογούν και συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο εκφόρτωναν από το υπ' αριθμ. ΚΡΗ-... ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, χρώματος κίτρινου, τα λαθραία τσιγάρα και τα φόρτωναν στο υπ' αριθμ. ΙΑΕ - ... ΔΧΦ αυτοκίνητο και το υπ' αυτού ρυμουλκούμενο όχημα του πρώτου κατηγορουμένου. Άπαντες δε παρείχαν συνδρομή εν γνώσει τους ότι πρόκειται για μεταφορά λαθραίων τσιγάρων, όπως τους είχε ενημερώσει ο Γ. Α. κατά την πρόσληψή τους στην Αθήνα λίγες ημέρες πριν την τέλεση της άνω πράξης έναντι ανταλλάγματος, ενώ είχαν μεταβεί στην περιοχή για την επιλογή του κατάλληλου μέρους εκφόρτωσης και μεταφόρτωσης του φορτίου, έχοντας στην κατοχή τους "ύποπτα" κινητά τηλέφωνα για την ενημέρωση των αυτουργών, ενώ οι Α. και Φ. συνέβαλαν πριν την τέλεση της πράξης στην μεταφορά σκάφους από την ... στην περιοχή ... για την μεταφορά των λαθραίων, επικαλούνται δε την οικονομική τους δυσπραγία για την συμμετοχή τους αυτή.
3. Ο τέταρτος κατηγορούμενος, Η. Λ., στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από πρόθεση, παρείχε συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του αυτουργούς της κακουργηματικής λαθρεμπορίας, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεσή της και ειδικότερα με σκάφος ιδιοκτησίας του, το οποίο οδηγούσε, μη φέρον όνομα και διακριτικά στοιχεία στις παρειές του, τύπου πνευστό, χρώματός γκρι, μάρκας Fost, με μηχανή μάρκας SUZUKI, εκατόν πενήντα ίππων, ιδιοκτησίας Γ. Τ., μήκους 6,5 μέτρων περίπου, καθώς κατά την τέλεση της πράξεως το μεν επόπτευε τη θαλάσσια περιοχή του όρμου ... για ενδεχόμενη εμφάνιση περιπολίας σκάφους του Λιμεναρχείου, ευρισκόμενος σε επικοινωνία με τον Χ. Λ., το δε με τον πιο πάνω ιδιόκτητο σκάφος συνέδραμε τους αυτουργούς στην ολοκλήρωση της κακουργηματικής λαθρεμπορίας, παραλαμβάνοντας από το ανωτέρω πλοίο "... 1" τα ανωτέρω χαρτοκιβώτια λαθραίων τσιγάρων και τα μετέφερε, εκτελώντας τον απαραίτητο αριθμό δρομολογίων, από τα ανοικτά της θαλάσσιας περιοχής (...) στην ξηρά, όπου μεταφορτώθηκαν στο υπ' αριθμ. ΚΡΗ-... ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, χρώματος κίτρινου, ιδιοκτησίας Γ. Α., το οποίο κατείχε ο συγκατηγορούμενός του Χ. Π. Ο εν λόγω κατηγορούμενος κατά την απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Γυθείου αρνήθηκε την κατηγορία και ισχυρίσθηκε ότι στις 20.3.2013 και περί ώρα 22.00 με 22.30 πήγε για ψάρεμα στον κόλπο ... με τον αδελφό του, ωστόσο κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απολογία του αναίρεσε τον περί ψαρέματος ισχυρισμό του, αποδεχόμενος μόνο την συμμετοχή του ως εποπτεύοντα την θαλάσσια περιοχή για ενημέρωση των αυτουργών και ιδίως του Η. Μ. Ωστόσο, η συνδρομή του στην μεταφόρτωση των λαθραίων συνάγεται ευθέως από την εγκατάλειψη του σκάφους του στον όρμο ..., όπου βρέθηκε την επόμενη ημέρα από τα Λιμενικά όργανα και μάλιστα με βλάβη στο αριστερό του μπαλόνι, προσδεδεμένο πρόχειρα και προφανώς βιαστικά με σχοινί από την προπέλα του. Η ενεργός του δε συνδρομή στην μεταφορά των λαθραίων προκύπτει και από τα αποσπάσματα των τηλεφωνικών συνομιλιών, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται στο σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης, μεταξύ του κατηγορουμένου και των Η. Μ., Χ. Λ., καθώς και μεταξύ Β. με την αδελφή του κατηγορουμένου, στις οποίες το παρόν δικαστήριο προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων εξ ολοκλήρου αναφέρεται, όπου προετοιμάζει το σκάφος του για την επιτυχή έκβαση της μεταφοράς των λαθραίων και την επόμενη ημέρα (21.3.2013) φαίνεται να ανησυχεί για την έκβαση της υπόθεσης καθώς βρέθηκε και κατασχέθηκε από το Λιμεναρχείο το σκάφος του.
4. Οι κατηγορούμενοι, Γ. και Π. Μ., στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από πρόθεση παρείχαν απλή συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του αυτουργούς της πράξης της λαθρεμπορίας άνω των 150.000 €, πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξαν. Ειδικότερα, έχοντας προσυνεννοηθεί με τον Η. Μ. και Χ. Λ. αντίστοιχα, από τους οποίους παρέλαβαν "μαύρα" τηλέφωνα για ασφαλέστερη επικοινωνία και ενημέρωσή τους, και γνωρίζοντας ότι πρόκειται να επακολουθήσει μεταφορά λαθραίων τσιγάρων με πλοίο, είχαν λάβει θέσεις σε καίρια για την επιτυχία της επιχείρησης σημεία της ευρύτερης περιοχής και δη ο πρώτος σε μια διασταύρωση του ... και ο δεύτερος στην περιοχή ..., απ' όπου έχοντας εποπτεία του χώρου και παρακολούθησης της κίνησης περιπολικών, ενημέρωναν αμέσως ιδίως τον Μ., προκειμένου να λαμβάνουν προφυλάξεις και να τελέσουν επιτυχώς την πράξη της λαθρεμπορίας. Οι άνω κατηγορούμενοι απολογούμενοι αποδέχονται την συμμετοχή τους στην τέλεση του ως άνω εγκλήματος ... 6. Ο κατηγορούμενος, Γ. Κ., στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο ενεργώντας από πρόθεση, παρείχε οποιαδήποτε συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του αυτουργούς της πράξης της λαθρεμπορίας άνω των 150.000 €, πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξαν. Ειδικότερα, επόπτευε την ευρύτερη περιοχή μεταξύ ... και Γυθείου, αξιοποιώντας προς τούτο και τη σχετική εμπειρία του ως συνταξιούχου αστυνομικού και ενημέρωνε τους συγκατηγορουμένους του προκειμένου αυτοί να λαμβάνουν προφυλάξεις και να τελέσουν επιτυχώς την πράξη της λαθρεμπορίας. Ο ίδιος αρνείται την οιαδήποτε συμμετοχή του κατά την τέλεση της άνω αξιόποινης πράξης, αιτιολογώντας την εμπλοκή του στην από την παιδική του ηλικία γνωριμία με τον Η. Μ. Ωστόσο, η συμμετοχική του με πρόθεση δράση κατά την τέλεση του ως άνω εγκλήματος από τον παραπάνω κατηγορούμενο αποδεικνύεται ιδίως από τα αποσπάσματα των τηλεφωνικών συνομιλιών και συγκεκριμένα: από τις με αρ. 1189/10.3.2013, ώρα 23:03':05, 1238/11.3.2013, ώρα 18:38:58', 1243/11.3.2013, ώρα 20:07:08 συνομιλίες μεταξύ Η. Μ. - Γ. Κ., όπου παρότι μιλάνε κωδικοποιημένα για ψάρια και σπαράγγια, ο Η. Μ. ερχόμενος από Αθήνα και παρέδωσε στον Κ. δύο τηλεφωνικές συνδέσεις, καταχωρημένες στο όνομα υπηκόων τρίτης χώρας, που τις αποκαλεί συνθηματικά "σπαράγγια", όσο και από τις με αριθμ. 1244/11.3.2013, ώρα 20:23:19', 1242/11.3.2013, ώρα 20:02:14' συνομιλίες μεταξύ Η. Μ. και Χ. Λ., όπου ο Μ. ενημερώνει τον Λ. ότι ο Κ. δεν μπορεί να ενεργοποιήσει την τηλεφωνική συσκευή που του παρέδωσαν και τον προτρέπουν να καλέσει προς τούτο ένα κάποιο αριθμό (166, 14814 κλπ), προκειμένου να ενεργοποιηθεί η συσκευή, ο ίδιος δε (Κ.) επιβεβαιώνει, όντας μαζί με τον Μ., ότι κάλεσε το 14814 από την με αριθμ. ... τηλεφωνική συσκευή, την οποία του προμήθευσε ο Μ..
7. Oι κατηγορούμενοι Θ. και Γ. Μ., ενεργώντας με πρόθεση, παρείχαν απλή συνδρομή συγκατηγορουμένους τους αυτουργούς της πράξης της λαθρεμπορίας άνω των 150.000 ευρώ, πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξαν. Ειδικότερα, ενόψει της άφιξης του πλοίου μεταφοράς τσιγάρων και της αναγκαιότητας διαμόρφωσης κατάλληλου χώρου για την μεταφορά τους προς την ξηρά οι ως άνω κατηγορούμενοι από κοινού στις 11.3.2013, εξήγαγαν πέτρες από τη θάλασσα σε βάθος 80 περίπου εκατοστών του μέτρου και δη στο σημείο όπου, τις νυκτερινές ώρες της 20ης Μαρτίου 2013 έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 21.3.2013, θα προσέγγιζαν τα σκάφη (ένα εκ των οποίων οδηγούσε ο Η. Λ. κατά τα ως άνω), τα οποία θα ήταν φορτωμένα με τα λαθραία τσιγάρα, προκειμένου να γίνει η μεταφόρτωση αυτών (τσιγάρων) στο με αριθμ. ΚΡΗ ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, χρώματος κίτρινου, ενώ τις νυκτερινές ώρες της 20.3.2013 επόπτευαν στην ευρύτερη περιοχή ... της ... και ενημέρωναν τους αυτουργούς της πράξης για την ύπαρξη περιπολικών ώστε να λαμβάνονται προφυλάξεις για την επιτυχία της επιχείρησης. Επιπλέον, ο δεύτερος έδωσε την ταυτότητά του προκειμένου να μεταφερθεί σκάφος με το αυτοκίνητο του που οδηγούσε ο αδελφός του από την Αθήνα στην περιοχή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την μεταφορά των λαθραίων, ενώ τέλος οι άνω κατείχαν τηλεφωνικές συνδέσεις, καταχωρημένες στο όνομα υπηκόων τρίτων χωρών για την επικοινωνία τους με τον Η. Μ..
8. Ο κατηγορούμενος, Ν. Κ. στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από πρόθεση, υπηρετών με την ειδικότητα του οπλουργού στο Λιμενικό Σώμα και, ειδικότερα, στο Λιμεναρχείο Γυθείου, παρείχε απλή συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της τελεσθείσας από αυτούς πράξης της λαθρεμπορίας και συγκεκριμένα έχοντας ως εκ της υπηρεσίας του πληροφόρηση σχετικά με τις κινήσεις των περιπολικών του Λιμενικού Σώματος είτε του Αστυνομικού Τμήματος Γυθείου στην ευρύτερη περιοχή που ετελείτο η πράξη της λαθρεμπορίας και έχοντας αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με τον Η. Μ. από έτους περίπου, ενημέρωνε σχετικά τους αυτουργούς της πράξης για τυχόν περιπολίες του Λιμενικού στην περιοχή και παρείχε σε αυτούς κάθε πληροφορία αποφυγής ελέγχου τους από τα αρμόδια όργανα, παραλείποντας παράλληλα να ενημερώσει, ως όφειλε, την υπηρεσία του περί της τελούμενης από τους συγκατηγορουμένους του αξιόποινης πράξης. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου προκύπτει από την έκθεση απομαγνητοφώνησης τηλεφωνικών συνομιλιών, κατά τις οποίες ο Η. Μ. στις 20.3.2013 τηλεφωνεί στον κατηγορούμενο τρεις φορές με σκοπό να συναντηθούν πριν ο τελευταίος αναλάβει υπηρεσία, ήτοι στις 09:59:44', 11:50:00' και 12:12:42'. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι σκοπός της συνάντησης ήταν η πώληση μιας καραμπίνας που κατείχε στον Η. Μ., χωρίς όμως στις συνομιλίες να γίνεται καμία αναφορά σε πώληση καραμπίνας. Αντίθετα προκύπτει ότι σκοπός της συνάντησης ήταν η παράδοση "μαύρης" συσκευής τηλεφώνου στον κατηγορούμενο, προκειμένου να έχουν ασφαλή πληροφόρηση, καθώς στην τρίτη κλήση (ώρα 12:12:42') ο Η. Μ. αναφέρει σε τρίτο άγνωστο άτομο που είναι μαζί του "από δω; Δεν μπορώ να τον ρωτήσω, όχι θα του πω τη συσκευή να την ξαναφέρουμε γιατί είναι δανεικιά. Δεν το σηκώνει... Του πα θα σου κάνω αναπάντητη". Άλλωστε δεν εξηγείται πειστικά πώς ο Η. Μ., κατά την ημέρα που υλοποιεί μια καλοσχεδιασμένη από καιρού αξιόποινη πράξη με πολλούς συνεργούς και συναυτουργούς έχει το χρόνο και την πολυτέλεια να ασχολείται με την αγορά μιας καραμπίνας από τον κατηγορούμενο, τον οποίο άλλωστε γνώριζε από έτους τουλάχιστον και ο τελευταίος είχε εκφράσει σε πολλούς την πρόθεσή του να την πωλήσει. Περαιτέρω, προκύπτει ότι ο ως άνω κατηγορούμενος το πρωί την 21.3.2013 και ενώ ήταν σε εξέλιξη η επιχείρηση σύλληψης των εμπλεκομένων στην λαθρεμπορία δραστών, περί ώρα 05 : 34' της 21ης Μαρτίου 2013 και αφού είχε εντοπισθεί το φορτηγό αυτοκίνητο με τα λαθραία τσιγάρα, ενημερώνεται από το Διοικητή του Λιμενικού Σώματος Γυθείου για την συνδρομή της υπηρεσίας του ως υπεύθυνου βάρδιας. Ωστόσο παρά την κινητοποίηση της υπηρεσίας του, της οποίας ο ίδιος ήταν επικεφαλής βάρδιας και δεν μπορούσε να μείνει αδρανής, ταυτόχρονα πραγματοποιεί μάλλον αναπάντητη κλήση στον Η. Μ. στις 05:40'πρωινη, από το κινητό τηλέφωνο με αριθμό κλήσης ..., ήτοι μόλις πέντε (5) λεπτά μετά την ενημέρωσή του, ώστε ο τελευταίος να λάβει τα μέτρα του, όπως τούτο προκύπτει από το κινητό τηλέφωνο του Η. Μ. που κατασχέθηκε και ήταν καταχωρημένος ως "Κ.". Επιστηρίζεται δε η ποινική εμπλοκή του ως άνω κατηγορουμένου και από τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καταθέσεις του Λιμενικού Κ. Δ. και συνταξιούχου ήδη Αστυνομικού Τ. Π. αντίστοιχα, οι οποίοι καταθέτουν ότι ο κατηγορούμενος ήταν "οιονεί" ύποπτος παραβατικής συμπεριφοράς, καθώς σύμφωνα με τον πρώτο "είναι αλήθεια ότι σε άλλη υπόθεση, είχαμε πάει στο σπίτι του Κ., που είναι ψηλά πάνω από τον όρμο του ..., για να κάνουμε παρακολούθηση από εκεί", ενώ κατά το δεύτερο "από τις 15/3 είχαμε παρακολουθήσει τον Κ., αλλά δεν είχε βρεθεί τίποτα. Και εγώ είχα κάνει παρακολούθηση με IX αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του".
9. Ο κατηγορούμενος, Η. Χ., στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από πρόθεση, παρείχε οποιαδήποτε συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του αυτουργούς της πράξης της λαθρεμπορίας άνω των 150.000 €, πριν και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξαν. Ειδικότερα, ως Προϊστάμενος του τμήματος Ασφαλείας του Λιμεναρχείου Γυθείου, έχοντας διεισδύσει στο χώρο των παραβατικών της περιοχής και αντλώντας πληροφορίες περί επικείμενης μεγάλης επιχείρησης λαθρεμπορίας τσιγάρων άνω των 150.000 € και γνωρίζοντας ότι αυτή θα ετελείτο στον συγκεκριμένο χρόνο (20-21/3/2013) και τόπο (περιοχή ...) παρέλειψε την αποτροπή της, έχοντας συναίσθηση και δόλο συνδρομής σε κακούργημα, αν και είχε ως λιμενικός ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει τη τέλεση αυτής. Συγκεκριμένα δεν προέβη σε κάποια σύννομη υπηρεσιακή ενέργεια προκειμένου αυτές οι πληροφορίες να τύχουν αξιοποίησης, οδηγώντας στην εξάρθρωση της παραβατικής ομάδας ή την αποτροπή τέλεσης της σχεδιαζόμενης πράξης της κακουργηματικής λαθρεμπορίας. Ειδικότερα παρέλειψε να ενεργήσει τα δέοντα υπηρεσιακά, είτε συντάσσοντας σχετικά πληροφοριακά δελτία, είτε δίνοντας πληροφορίες σε συνεργασία με την Αστυνομία, για την προετοιμαζόμενη επιχείρηση λαθρεμπορίας, ενώ, αν και ως υπεύθυνος του Γραφείου Ασφαλείας του Λιμενικού Σώματος Γυθείου ήταν επιφορτισμένος για άντληση πληροφοριών σχετικά με παράνομη δραστηριότητα, εν τούτοις διατηρούσε στενές προσωπικές και κοινωνικές επαφές με τους φυσικούς αυτουργούς και τους λοιπούς συνεργούς της λαθρεμπορίας και ιδιαίτερα με τον Χ. Π., Η. Μ. και Χ. Λ. Η κρίση του Δικαστηρίου περί γνώσεως του κατηγορουμένου και παραλείψεώς του να αποτρέψει τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση λαθρεμπορίας αποδεικνύεται κυρίως : 1. από το ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος ήταν γνωστός στους Η. Μ., Χ. Λ. και Χ. Π., που ήταν θείος του, με τα ονόματα "Μ.", "Μ." και "Σ." (ενδεικτικές συνομιλίες α/α 131, α/α 245, α/α 249, α/α 251, α/α 1610, α/α 1611, α/α 2379 κλπ), 2. από το γεγονός ότι η στενή παρέα που έκανε με τους προαναφερόμενους από το Δεκέμβριο του 2012 μέχρι και την τέλεση της λαθρεμπορίας και έχοντας δώσει σχετικές πληροφορίες αποφυγής εμπλοκής των ανωτέρω από τις αρμόδιες αρχές φέρεται να αμείβεται για τις υπηρεσίες του αυτές, όπως τούτο προκύπτει από την μεταξύ Χ. Λ. και Η. Μ. τηλεφωνική συνομιλία της 26.2.2013 και ώρα 19: 43 : 04, (Α/Α 651), όπου γίνεται λόγος για δυσαρέσκεια του Η. Χ. σχετικά με την αμοιβή του για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, 3. Στις 8.3.2013 ο λιμενικός του Λιμεναρχείου Γυθείου Σ. Ψ. ενημερώνει τον κατηγορούμενο ότι είδε τον Η. Λ. να μεταφέρει μαζί με δύο άλλα άτομα ένα μεγάλο σκάφος (επρόκειτο για σκάφος υποψήφιο για χρήση για την τέλεση της λαθρεμπορίας, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε τελικά και είχε παραμείνει από τις 8.3. μέχρι και 15.3.2013 στο κτήμα ..., στο ... Γυθείου). Στο από 15.3.2013 πληροφοριακό δελτίο που συνέταξε εν συνεχεία ο κατηγορούμενος για την μεταφορά του σκάφους στο κτήμα ... (δεν θα μπορούσε να το αποκρύψει αφού είχε ενημερωθεί για αυτό από τον Ψ.) αναφέρει μόνο το όνομα του Η. Λ., παρότι καλώς γνώριζε ότι η μεταφορά έγινε στο κτήμα ... υπό την καθοδήγηση των Η. Μ. και Χ. Λ. Σημειώνεται ότι στα προγενέστερα πληροφοριακά δελτία που ο κατηγορούμενος είχε συντάξει, τα οποία είναι άσχετα με την υπό κρίση υπόθεση, κάνει εύστοχους συνδυασμούς προσώπων και πραγμάτων, πράγμα το οποίο δεν έπραξε εν προκειμένω με τους Η. Μ. και Χ. Λ., με τους οποίους είχε καθημερινές επαφές, 4. σε συνομιλία του με τον Η. Μ. της 11.3.2013 και ώρα 11:20:41' ο τελευταίος μιλώντας κωδικοποιημένα αναφέρει στον κατηγορούμενο "σου μάζεψα τα σπαράγγια σου", εννοώντας κινητά τηλέφωνα, τα οποία παρέδιδε στους συμμετέχοντες στην επιχείρηση για την ασφαλέστερη επικοινωνία μαζί τους, 5. ο κατηγορούμενος στις 17.3.2013, 18.3.2013 και 19.3.2013, όπως προκύπτει από τις Α/Α 1265, 1285 και 1231 συνομιλίες, δηλαδή 2-3 ημέρες πριν την καταληφθείσα επ' αυτοφώρω επιχείρηση λαθρεμπορίας, είχε συνεχή επαφή και συναντήσεις με τον Χ. Λ. στην οικία του τελευταίου, αν και ο Λ. διατηρούσε καφενείο στο Γύθειο και θα μπορούσε ευχερώς να συναντηθεί στο χώρο αυτό, 6. Στις 20.3.2013, ημέρα τέλεσης της λαθρεμπορίας, ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος τροχαίο ατύχημα κατά τις προηγούμενες ημέρες και καταστροφή του οχήματος του, ενεργώντας παραπλανητικά και αποσυνδέοντας την φυσική του παρουσία στην περιοχή κατά την ημέρα υλοποίησης της άνω παράνομης πράξης, μεταβαίνει στην Αθήνα προκειμένου να μισθώσει άλλο όχημα, 7. Αμέσως μετά την σύλληψη των πρώτων δραστών, ήτοι στις 21.3.2013 και ώρα 09:01:06' σε συνομιλία (Α/Α 1385) του Χ. Π., ο οποίος βρίσκεται στην Αθήνα και μαζί του είναι και ο κατηγορούμενος, και Χ. Λ. από την περιοχή Γυθείου, προκειμένου ο Π. να ενημερωθεί επακριβώς για τις εξελίξεις, αφού αναφέρουν ότι έγινε ζημιά στην όλη επιχείρηση, ο τελευταίος δίνει το τηλέφωνο στον κατηγορούμενο προκειμένου να μιλήσει απευθείας με τον Λ., ο οποίος του αναφέρει ότι πιάστηκε ο μεγάλος, δηλαδή ο Η. Μ. και ζητάει συμβουλές για τον τρόπο που θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του, εν τούτοις ο κατηγορούμενος είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός και φειδωλός στις απαντήσεις του, γνωρίζοντας ότι ενδεχομένως οι συνομιλίες καταγράφονται. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ήταν γνώστης της όλης επιχείρησης, αφού σε κάθε άλλη περίπτωση ο Π. θα συνομιλούσε κατ' ιδίαν με τον Λ., 8. Ο κατηγορούμενος γνωρίζει κάποιον συμμέτοχο αποκαλούμενο "Ν." ή "Λ.", όπως προκύπτει από την Α/Α 2759 συνομιλία της 5.3.2013 και ώρα 19:02:13', όπου ο Π. αναφέρει στον κατηγορούμενο ότι είναι μαζί με τον Ν. και ο κατηγορούμενος του απαντά "καλά κάνετε", χωρίς όμως ποτέ να κατονομάσει τον αποκαλούμενο Ν. στις αρμόδιες αρχές, και 9. Την 1.3.2013 ο Π. συνομιλεί με τον κατηγορούμενο και του αναφέρει ότι "τους πήρε χαμπάρι του κουνάβι να πούμε τους άλλους σήμερα και με πήρε τηλέφωνο", ο αποκαλούμενος "κουνάβι" ήταν ο Η. Μ. και οι άλλοι οι Α., Φ., που βρίσκονταν στην περιοχή του Γυθείου κατά το χρόνο εκείνο για εξερεύνηση της περιοχής, χωρίς όμως ο κατηγορούμενος να ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με τα πρόσωπα που βρισκόταν στην περιοχή, πράγμα το οποίο θα έκανε αν δεν ήταν γνώστης των προσώπων και του λόγου για τον οποίο είχαν έλθει στην περιοχή.
10. Ο κατηγορούμενος Χ. Λ. στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από πρόθεση, παρείχε απλή συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του αυτουργούς της πράξης της λαθρεμπορίας άνω των 150.000 €, πριν και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξαν. Ειδικότερα διηύθυνε την επιχείρηση στην ευρύτερη περιοχή και έδινε οδηγίες, επικοινωνούσε με τους συγκατηγορουμένους του, συναυτουργούς και συμμέτοχους και ανιχνεύοντας τυχόν κινήσεις των διωκτικών αρχών, συνέλεγε και αντάλλασσε πληροφορίες δίνοντας σε όλους ανάλογες οδηγίες και συντονίζοντας αυτούς και τις κινήσεις του πριν και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας. Στην πράξη του αυτή προέβη γνώσει του ότι έτσι παρέχει άμεση συνδρομή στους δράστες της λαθρεμπορίας, την οποία αυτοί τέλεσαν, όπως και ο ίδιος, απολογούμενος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, συνομολογεί "Εγώ ήμουν υπεύθυνος να περάσει το φορτηγό από το Γύθειο χωρίς πρόβλημα. Έπρεπε να προσέχω τις κινήσεις του λιμενικού και της αστυνομίας .... Ο Η. Μ. με τον Α. τα σχεδίασαν όλα. Εγώ εκείνο το βράδυ ήμουν στο Γύθειο, όχι στη φόρτωση του φορτηγού", επιστηρίζεται δε η πιο πάνω κρίση και από την έκθεση ανάλυσης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων τόσο κατά την τέλεση της άνω αξιόποινης πράξης (20-21/3/2013) όσο και μετά απ' αυτήν, όπου φέρεται να συνομιλεί με άλλους συγκατηγορουμένους του και να υποδεικνύει τον τρόπο αντίδρασης σε πιθανές ερωτήσεις των Αστυνομικών και Λιμενικών οργάνων, ενώ ανησυχεί για την πιθανή αποκάλυψη ονομάτων συμμέτοχων από τους πρώτους συλληφθέντες. Η εν γνώσει της τελούμενης πράξης συμμετοχή των ως άνω κατηγορουμένων προκύπτει κυρίως από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας Αστυνομικών και Λιμενικών, τις ρητές και ανεπιφύλακτες ομολογίες των ιδίων κατά τις απολογίες τους, επιρρωνύονται δε και από τα αναφερόμενα αποσπάσματα των τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ τους και με τους αυτουργούς της πράξης.
Οι εκ των κατηγορουμένων (2ος, 3ος, 11ος, 5ος και 4ος) στο πλαίσιο άρνησης της κατηγορίας του κακουργήματος της λαθρεμπορίας ισχυρίστηκαν ότι από το αποδεικτικό υλικό δεν προέκυψε η χώρα προέλευσης των τσιγάρων και επομένως δεν συγκροτείται το αδίκημα της λαθρεμπορίας, αλλά μόνον απλή τελωνειακή παράβαση. Ωστόσο ο παραπάνω αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως καθόσον για να αποκλεισθεί η τέλεση του αδικήματος της λαθρεμπορίας πρέπει να αποδεικνύεται θετικά ο κοινοτικός χαρακτήρας του προϊόντος (ΑΠ 101/2016, ΑΠ 123/2016, ΑΠ 516/2016, ΑΠ 1811/2016, ΑΠ 1056/2016, ΑΠ 1355/2014, ΑΠ 1626/2010, Νόμος), γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω κατά τα προεκτεθέντα. Και τούτο διότι, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν οικονομικό συμφέρον να εισάγουν παρανόμως λαθραία εμπορεύματα από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εισαγωγή έγινε από τρίτη χώρα μη παρέχουσα τα εχέγγυα επαρκούς τελωνειακής αστυνόμευσης και επελέγη ο ως άνω παράνομος τρόπος διακίνησης των λαθραίων, διότι οι κατηγορούμενοι απέβλεπαν στο μεγάλο οικονομικό όφελος που προέκυπτε από την πώλησή τους χωρίς καμία επιβάρυνση σε δασμούς. Οι πιο πάνω ποσότητες τσιγάρων που κατείχαν οι κατηγορούμενοι ήταν λαθραίες, γιατί εισήχθησαν στην Ελλάδα, κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, ήτοι από το προαναφερόμενο πλοίο με πλήρωμα Ουκρανικής υπηκοότητας, το οποίο με προέλευση την πόλη ... και προορισμό την Τουρκία εκφόρτωσε το λαθρεμπορικό φορτίο στις ακτές της περιοχής ..., ουδόλως δε αποδείχθηκε με έγγραφα στοιχεία η νόμιμη προέλευσή τους και σκοπός τους ήταν η αποστέρηση του Δημοσίου από τους απ' αυτό εισπρακτέους δασμούς και λοιπούς φόρους, ύψους 1.500.919,04 €, αφού τα κατείχαν με σκοπό τη λαθραία διακίνησή τους, χωρίς να έχουν παραστατικά αγοράς των από τα οποία να προκύπτει ότι νομίμως είχαν εισαχθεί από την αλλοδαπή και ότι είχε γίνει ως προς αυτά η καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων. Ειδικότερα, για την άνω πράξη της λαθρεμπορίας, η δραστηριότητα των κατηγορουμένων είχε ως περιεχόμενο, πέρα από την μη καταβολή του εισαγωγικού δασμού και τη μη καταβολή των λοιπών φόρων, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ειδικός φόρος καταναλώσεως, που οφείλεται για το συγκεκριμένο προϊόν (τσιγάρα), η οποία (αποφυγή καταβολής) συνιστά αξιόποινη λαθρεμπορία και όχι απλή τελωνειακή παράβαση. Επιπλέον, οι ποσότητες τσιγάρων που κατείχαν οι κατηγορούμενοι ήταν λαθραίες, γιατί εισήχθησαν στην Ελλάδα, κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε με έγγραφα στοιχεία η νομική προέλευσή τους, ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, και ως εκ τούτου, ο ειδικότερος προσδιορισμός της Χώρας από την οποία εισήχθησαν δεν είναι απαραίτητος για την αιτιολογία και δεν ασκεί έννομη επιρροή (ΑΠ 1043/2020, αδημ, ΑΠ 2657/2008, ΝΟΜΟΣ), αφού σε κάθε περίπτωση, η εισαγωγή τους από χώρα, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να καταβληθούν οι εισαγωγικοί δασμοί, είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη, χαρακτηριζόμενη ως λαθρεμπορία, μόνο δε στην περίπτωση που ο εισαγωγέας και ο κάτοχος εισάγει αυτά από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού δεν προσκομίστηκαν στοιχεία νόμιμης προέλευσής τους από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός) δεν διαπράττει λαθρεμπορία, αλλά απλή τελωνειακή παράβαση. (ΑΠ 812/2019, ΑΠ 766/2012, Νόμος).
Συνεπώς ο σχετικός αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 187 παρ. 3 του νΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συμμορίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν ένωση με άλλον, δηλαδή συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων, για την διάπραξη, ακαθορίστου αριθμού μεν, ενός τουλάχιστον δε κακουργήματος (περίπτωση εδαφ. α) ή πλημμελήματος τιμωρουμένου με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρ.105 παρ.1 στοιχ. β' Ν. 2960/2001 λαθρεμπορία, με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και την θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Η πράξη της συμμορίας συρρέει αληθινά με τις πράξεις που πράγματι τελέστηκαν. Όμως, αν η διάπραξη του εγκλήματος από περισσότερους ενωμένους αποτελεί επιβαρυντική περίσταση άλλου εγκλήματος που τιμωρείται βαρύτερα, όπως η πράξη της λαθρεμπορίας, όταν έχει διαπραχθεί από τρεις ή περισσότερους μαζί (άρθρ. 157 παρ. 1 στοιχ. β' περ. β ν.2960/2001), το έγκλημα του άρθρου 187 παρ. 3 του ΠΚ ενσωματώνεται απολύτως στην αντικειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας, αποτελεί δε απλό συστατικό στοιχείο αυτής και χάνει την αυτοτέλειά του, οπότε, στην περίπτωση αυτή, μεταξύ των ως άνω δύο διατάξεων υφίσταται σχέση απορροφήσεως και δημιουργείται φαινομένη συρροή ή συρροή νόμων και όχι αληθής συρροή, ώστε να έχουν εφαρμογή οι περί συρροής διατάξεις του άρθρου 94 του ΠΚ (ΑΠ 760/2020, Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκ των κατηγορουμένων 2ος, 3ος και 11ος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ισχυρίζονται ότι η αποδοθείσα στους κατηγορουμένους πράξη της συμμορίας, για την οποία και καταδικάστηκαν πρωτοδίκως, τελεί σε σχέση απορροφήσεως με την πράξη της λαθρεμπορίας και ως εκ τούτου, πρέπει, κατά τον ισχυρισμό τους, να απαλλαγούν της πράξης της συμμορίας. Ο ισχυρισμός αυτός των κατηγορουμένων είναι απορριπτέος, καθώς το κρινόμενο αδίκημα της λαθρεμπορίας αποδείχθηκε ότι τέλεσαν κατά συναυτουργία οι ως άνω αναφερόμενοι κατηγορούμενοι, με κοινό δόλο και συναπόφαση, αποβλέποντας στο συνολικό οικονομικό όφελος, που συνίσταται στην αποφυγή καταβολής των δασμών και φόρων ύψους 1.500.919,04 €, και όχι ενωμένοι και με άλλους. Συναυτουργοί δηλαδή είναι μόνον οι δύο κατηγορούμενοι που κρίθηκαν ένοχοι, κατά τη διάταξη του άρθρου 157 παρ. 1 εδ. γ' του ν. 2960/2001, και όχι περισσότεροι, όπως απαιτεί η ως άνω διάταξη (β' της παραγράφου 1 του άρθρου 157 του Ν.2960/2001), όπου η πράξη της συμμορίας αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του αδικήματος της λαθρεμπορίας, προκειμένου να απορροφηθεί (απ' αυτήν) το αδίκημα της συμμορίας.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει : 1. Ο κατηγορούμενος Η. Α. να κηρυχθεί ένοχος του κακουργήματος της λαθρεμπορίας που τελέστηκε από κοινού, εκ της οποίας το Ελληνικό Δημόσιο και η Ε.Ε στερήθηκαν δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000,00 €, 2. Κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρ. 47 του νΠΚ, εφόσον με τις ενέργειές τους, όπως για καθένα αναλύθηκαν ανωτέρω, παρέχουν βοήθεια πριν και κατά την τέλεση της πράξης στους αυτουργούς για την πραγμάτωση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, χωρίς όμως να θέτουν οι ίδιοι το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση των αυτουργών, οι Π. Ζ., Η. Λ., Ν. Κ. και Χ. Λ., να κηρυχθούν ένοχοι απλής συνέργειας στην πράξη της λαθρεμπορίας, 3. Οι κατηγορούμενοι Κ. Θ., Ι. Α., Γ. Μ., Π. Μ., Η. Π., Χ. Φ., Γ. Κ., Θ. Μ., Γ. Μ. και Η. Χ., να κηρυχθούν ένοχοι, όπως και πρωτοδίκως, για την πράξη της απλής συνέργειας σε λαθρεμπορία. Επίσης, οι άνω κατηγορούμενοι, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την πράξη της συμμορίας, καθόσον προέκυψε ότι αυτοί με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων οργανώθηκαν με στοιχειώδη' δομή και κοινή σύμπτωση βουλήσεως, κοινό σχεδιασμό και συντονισμένη δράση για την πραγμάτωση των στόχων τους και με σκοπό το οικονομικό όφελος, έχοντας αναλάβει συγκεκριμένο ρόλο ο καθένας, όπως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας, για την επιτυχή τέλεση της κακουργηματικής λαθρεμπορίας. Αντίθετα, οι κατηγορούμενοι Π. Π., Β. Β., Σ. Π., Σ. Π., Γ. Μ. και Γ. Μ., πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της αξιόποινης πράξης της συμμορίας, για την οποία καταδικάστηκαν πρωτοδίκως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ένωση με στοιχειώδη υποδομή και κοινή μετά των λοιπών κατηγορουμένων σύμπτωση βουλήσεων για τη διάπραξη της κακουργηματικής λαθρεμπορίας, η όλη δε εμπλοκή τους στην υπόθεση που αναδεικνύεται μέσα από την έκθεση ανάλυσης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων λαμβάνει χώρα κυρίως μετά την τέλεση της πράξης και τη γνωστοποίηση της σύλληψης των δραστών, με τους περισσότερους των οποίων διατηρούσαν προσωπικές και συγγενικές σχέσεις, εντεύθεν νοουμένου ότι δεν συμμετείχαν σε οργανωτική δομή με υλική υποδομή, ούτε με απόφαση διάρκειας δράσης σε βάθος χρόνου και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται η τέλεση της άνω πράξης κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συμμορίας ως τούτο προβλέπεται από το όρθρο 187 παρ. 3 του ΝΠΚ.
Αυτονόητο είναι ότι η κατάγνωση της ενοχής όσον αφορά τους 1°, 2°, 3°, 4°, 6°, 7°, 11°, 13°, 15° και 16° των κατηγορουμένων συνοδεύεται από την αναγνώριση του πρωτοδίκως αναγνωρισθέντος ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, (προτέρου εντίμου βίου, ήδη σύννομου βίου), καθόσον τούτο αποτελεί ευεργέτημα που δεν μπορεί να ανακληθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 470 ΚΠΔ (της αρχής της μη χειροτέρευσης του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της εφέσεως)".
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες ενόχους για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις της σύστασης συμμορίας και απλής συνέργειας σε λαθρεμπορία με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ ως και επιπλέον με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες Κ. Θ., Θ. Μ. και Γ. Μ. και επέβαλε στους μεν κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες Γ. Κ., Ν. Κ., Η. Χ. και Χ. Λ. συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε κατ' άρθρ. 100 του προισχύσαντος ΠΚ, στους δε κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες Κ. Θ., Γ. Μ., Π. Μ., Θ. Μ. και Γ. Μ. επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο κατά λέξη διατακτικό: "Στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο (ευρύτερη περιοχή ... Μεσσηνίας νυχτερινές ώρες της 20-3-2013 και πρώτες πρωινές ώρες της 21-3-2013) ενεργώντας με πρόθεση, προσέφεραν με πρόθεση απλή συνδρομή στους συγκατηγορουμένους τους αυτουργούς της κακουργηματικής λαθρεμπορίας, πριν την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξαν. Συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο ενεργώντας με πρόθεση "Ο 15ος κατηγορούμενος Ν. Κ., έχοντας την ιδιότητα του υπηρετούντος στο Λιμενικό Σώμα και, ειδικότερα, στο Λιμεναρχείο Γυθείου, παρείχε απλή συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της τελεσθείσας από αυτούς πράξης της λαθρεμπορίας (ανωτέρω υπό στοιχείο Α), λαμβάνοντας πληροφόρηση σχετικά με τυχόν περιπολίες είτε του λιμενικού είτε της αστυνομίας στην ευρύτερη περιοχή τέλεσης της ανωτέρω άδικης πράξης, θαλάσσια και μη, ενημέρωνε σχετικά τους συγκατηγορούμενους του, συναυτουργούς και συνεργούς, απέτρεπε τυχόν προσέγγιση του λιμενικού στην ανωτέρω περιοχή και χορηγούσε σε αυτούς κάθε χρήσιμη πληροφορία κατατείνουσα στην αποφυγή συνάντησης με οποιαδήποτε των διωκτικών αρχών, και, παραλείποντας, παράλληλα, ως όφειλε εκ του νόμου λόγω της ιδιότητας του να ενημερώσει την υπηρεσία του περί της τελούμενης από τους συγκατηγορουμένους του εισαγωγής λαθραίων, όπως ανωτέρω, καθιστώντας τοιουτοτρόπως δυνατή την από αυτούς τέλεσή της, όπως περιγράφεται ανωτέρω υπό στοιχείο (Α). Στην πράξη του δε αυτή προέβη εν γνώσει του ότι έτσι -παρέχει συνδρομή στους ανωτέρω αυτουργούς της πράξης της λαθρέμπορας (υπό στοιχείο Α), την οποία αυτοί τέλεσαν.
Ο 18ος κατηγορούμενος, Χ. Λ., διηύθυνε την επιχείρηση στην ευρύτερη περιοχή και έδινε οδηγίες, επικοινωνούσε με τους συγκατηγορουμένους του, συναυτουργούς και συμμέτοχους και ανιχνεύοντας τυχόν κινήσεις των διωκτικών αρχών, συνέλεγε και αντάλλασε πληροφορίες δίνοντας σε όλους ανάλογες οδηγίες και συντονίζοντας αυτούς και τις κινήσεις τους, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας, καθιστώντας δυνατή την απ' αυτούς τέλεση, όπως περιγράφεται ανωτέρω υπό στοιχείο (Α). Στην πράξη του αυτή προέβη εν γνώσει του ότι έτσι "παρέχει συνδρομή στους δράστες της λαθρεμπορίας, την οποία αυτοί τέλεσαν.
Ο 2ος κατηγορούμενος, Κ. Θ., ξεφόρτωνε (μαζί με τους συγκατηγορουμένους του Ι. Α. και Χ. Φ.) από το υπ' αριθμ. ΚΡΗ-... ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας Mercedes, χρώματος κίτρινου, τα λαθραία τσιγάρα και τα φόρτωνε στο υπ' αριθμ. ΙΑΕ - ... ΔΧΦ αυτοκίνητο και το υπ' αυτού ρυμουλκούμενο όχημα.
Ο 5ος κατηγορούμενος, Γ. Μ., είχε λάβει θέση σε καίριο σημείο της ευρύτερης περιοχής (σε μια διασταύρωση του ...) και επικοινωνούσε διαρκώς (μέσω των υπ' αριθμ. ... και ... τηλεφωνικών συνδέσεων, που ήταν καταχωρημένες στο όνομα της αδελφής του Ό. Μ. και του υπηκόου τρίτης χώρας H. Μ. M. αντιστοίχως) με τους συγκατηγορουμένους του (και ιδίως με τον Η. Μ.) προκειμένου να λαμβάνουν προφυλάξεις και να τελέσουν επιτυχώς την πράξη της λαθρεμπορίας.
Ο 6ος κατηγορούμενος, Π. Μ., είχε λάβει θέση σε καίριο σημείο της ευρύτερης περιοχής (στην ...) και επικοινωνούσε διαρκώς (μέσω της υπ' αριθμ. ... τηλεφωνικής σύνδεσης, που ήταν καταχωρημένη στο όνομά του) με τους συγκατηγορουμένους του προκειμένου να λαμβάνουν προφυλάξεις και να τελέσουν επιτυχώς την πράξη της λαθρεμπορίας.
Ο 12ος κατηγορούμενος, Γ. Κ., επόπτευε την ευρύτερη περιοχή μεταξύ ... και Γυθείου, αξιοποιώντας προς τούτο και τη σχετική εμπειρία του ως συνταξιούχου αστυνομικού και ενημέρωνε τους συγκατηγορουμένους του προκειμένου να λαμβάνουν προφυλάξεις και να τελέσουν επιτυχώς την πράξη της λαθρεμπορίας.
Ο 13ος κατηγορούμενος, Θ. Μ., α) Την 11-3- 2013, ενεργώντας από κοινού με τον 14° κατηγορούμενο αδελφό του, Γ. Μ., εξήγαγε πέτρες από τη θάλασσα σε βάθος 80 περίπου εκατοστών του μέτρου και δη στο σημείο όπου, τις νυκτερινές ώρες της 20-3-2013 έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 21-3-2013, θα προσέγγιζαν τα σκάφη (ένα εκ των οποίων οδηγούσε ο Η. Λ. κατά τα ως άνω), τα οποία θα ήταν φορτωμένα με τα λαθραία τσιγάρα, προκειμένου να γίνει η μεταφόρτωση αυτών (τσιγάρων) στο υπ' αριθμ. ΚΡΗ ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, χρώματος κίτρινου και β) Τις νυκτερινές ώρες της 20-3-2013 έως τις πρώτες πρωινές της 21-3-2013, επόπτευε την ευρύτερη περιοχή ... και ενημέρωνε τους συγκατηγορουμένους του προκειμένου να λαμβάνουν προφυλάξεις και να τελέσουν επιτυχώς την πράξη της λαθρεμπορίας.
Ο 14ος κατηγορούμενος, Γ. Μ., α) Την 11-3-2013, ενεργώντας από κοινού με τον 13° κατηγορούμενο αδελφό του, Θ. Μ., εξήγαγε πέτρες από τη θάλασσα σε βάθος 80 περίπου εκατοστών του μέτρου και δη στο σημείο όπου, τις νυκτερινές ώρες της 20-3- 2013 έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 21-3-2013, θα προσέγγιζαν τα σκάφη (ένα εκ των οποίων οδηγούσε ο Η. Λ. κατά τα ως άνω), τα οποία θα ήταν φορτωμένα με λαθραία τσιγάρα, προκειμένου να γίνει η μεταφόρτωση αυτών (τσιγάρων) στο υπ' αριθμ. ΚΡΗ -... ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, χρώματος κίτρινου και β) Τις νυκτερινές ώρες της 20-3-2013 έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 21-3-2013, επόπτευε την ευρύτερη περιοχή ... και ενημέρωνε τους συγκατηγορουμένους του προκειμένου να λαμβάνουν προφυλάξεις και να τελέσουν επιτυχώς την πράξη της λαθρεμπορίας Ο 17ος κατηγορούμενος, Η. Χ., αν και γινόταν καθημερινά δέκτης πληροφοριών ότι ετοιμάζεται μεγάλη επιχείρηση λαθρεμπορίας τσιγάρων άνω των 150.000 ευρώ και γνώριζε ότι αυτή θα ετελείτο στον συγκεκριμένο χρόνο (20-21/3/2013) και τόπο (περιοχή ...) παρέλειψε την αποτροπή της, έχοντας συναίσθηση και δόλο συνδρομής σε κακούργημα, αν και είχε ως λιμενικός (Αρχικελευστής, υπηρετών στο Λιμεναρχείο Γυθείου, στον οποίο είχαν ανατεθεί καθήκοντα προϊσταμένου του Γραφείου Ασφαλείας) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την τέλεση αυτής. Συγκεκριμένα δεν προέβη σε κάποια σύννομη υπηρεσιακή ενέργεια προκειμένου αυτές οι πληροφορίες να τύχουν αξιοποίησης, οδηγώντας στην εξάρθρωση της παραβατικής ομάδας ή την αποτροπή τέλεσης της σχεδιαζόμενης πράξης της κακουργηματικής λαθρεμπορίας. Ειδικότερα παρέλειψε να ενεργήσει τα δέοντα υπηρεσιακά, είτε συντάσσοντας σχετικά πληροφοριακά δελτία, είτε δίνοντας πληροφορίες, σε συνεργασία με την Αστυνομία, για την προετοιμαζόμενη λαθρεμπορία καίτοι διατηρούσε στενές επαφές με τους φυσικούς αυτουργούς και τους λοιπούς συνεργούς της πράξεως της λαθρεμπορίας.
Δ.) Κηρύσσει τους κατηγορούμενους Κ. Θ.,.... Γ. Μ., Π. Μ.,.... Γ. Κ., Θ. Μ., Γ. Μ., Ν. Κ., Η. Χ. Χ. Λ., ένοχους, για παράβαση του άρθρου 187§3 ΠΚ (σύστασης συμμορίας) ειδικότερα του ότι:
Άπαντες οι ανωτέρω κατ/νοι, στον ανωτέρω αναφερόμενο υπό στοιχείο (Α) τόπο και χρόνο, με πρόθεση ενώθηκαν για να διαπράξουν κακούργημα. Ειδικότερα, σε μη επακριβώς διαπιστωμένο χρόνο, και σε κάθε δε περίπτωση τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 2013, οι ως άνω κατ/νοι ενώθηκαν επιδιώκοντας να διαπράττουν, στα πλαίσια αυτής, κακουργηματικές πράξεις σχετικά με την αποφυγή καταβολής νόμιμου φόρου, τέλους, δασμού ή άλλης επιβαρύνσεως κατά την αγορά, πώληση, παραλαβή, παράδοση, μεταφορά, διαμετακόμιση, εμπορία, κατοχή, αποθήκευση, εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορεύματος ή και προϊόντος απομίμησης, παραποίησης ή πειρατείας και, συγκεκριμένα, αγορά, πώληση, παραλαβή, παράδοση, μεταφορά, διαμετακόμιση, εμπορία, κατοχή, αποθήκευση, εισαγωγή προϊόντων αφορώντων σε σιγαρέτα συσκευασμένα σε πακέτα, δηλαδή εμπορεύματα υποκείμενα σε δασμούς φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα τελωνεία, στο εσωτερικό της χώρας χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλον από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο, αποστερώντας έτσι το ελληνικό δημόσιο από δασμούς φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις οι οποίες ξεπερνούν τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 €), ήτοι λαθραίο εμπόριο σιγαρέτων με δράση τόσο στην Ανατολική Μάνη Λακωνίας, επί το πλείστον ως τόπο εισαγωγής των λαθραίων τσιγάρων όσο και στην Αττική όπου αυτά προωθούνταν προς πώληση, αλλά και σε άλλες μη επακριβώς προσδιορισμένες περιοχές, δρώντας αυτή (συμμορία) κατά, κύριο λόγο, με ί) λαθραία εισαγωγή στην Ελληνική επικράτεια από θαλάσσης φορτίων τσιγάρων για λογαριασμό της ίδιας της οργάνωσης τούτης και σε σημεία επιλογής της, είτε με την μεταφόρτωση αυτών από διερχόμενα φορτηγά πλοία, με ολιγοήμερη παραμονή σε διεθνή ύδατα ή σε Ελληνικά, σε μικρότερα σκάφη και ακολούθως τη μεταφορά τους σε ερημικούς όρμους και παραλίες, είτε με την προσέγγιση στην ακτή του φορτηγού πλοίου και την απευθείας εκφόρτωση των φορτίων λαθραίων τσιγάρων, και περαιτέρω μεταφορά των φορτίων στο εσωτερικό της χώρας σε σημεία όπου προωθούνταν προς πώληση, ϊϊ) επ' αμοιβή λαθραία εισαγωγή στην Ελληνική επικράτεια από θαλάσσης φορτίων τσιγάρων για λογαριασμό τρίτων και σε σημεία επιλογής της, με την ως άνω μεθοδολογία, αλλά και περαιτέρω μεταφορά των φορτίων στο εσωτερικό της χώρας σε σημεία που της ζητούνταν, iii) επ' αμοιβή λαθραία μεταφορά στην Ελληνική επικράτεια για λογαριασμό τρίτων από θαλάσσης, σε σημεία επιλογής της, φορτίων τσιγάρων χωρίς στις περιπτώσεις αυτές περαιτέρω συμμετοχή της οργάνωσης τούτης στην προαναφερόμενη μορφή λαθρεμπορίας." Με βάση τις παραδοχές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης που αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων για τα οποία κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε για να μορφώσει την περί αυτών κρίση του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 47 εδ. α, 79, 83, 84 παρ. 2α,δ,ε, 85, 94 παρ. 1, 187 παρ. 3ΠΚ, 1,119Α παρ.2, 155 παρ. 1α,2ζ, 157 παρ.1 περ. γ, 160 Ν. 2960/2001, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού και διατακτικού συνάγεται, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά και απόφαση πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαίο, κατά νόμο, να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενώ από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αναφέρονται κατ' είδος στην αρχή του αιτιολογικού της, και περιγράφεται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες έδρασαν κατά την τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης, οι δε αιτιολογίες της απόφασης αναφέρονται εκτενώς σε όλα τα συγκροτούντα την υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων στοιχεία. Περαιτέρω διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη ο τρόπος με τον οποίο περιήλθαν στις Διωκτικές Αρχές πληροφορίες για την δράση των τότε κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, ο τρόπος και ο σκοπός σύστασης της μεταξύ τους συμμορίας, ο σχεδιασμός και η οργάνωση για την τέλεση της λαθρεμπορίας, ο τρόπος μεταφοράς των λαθραίων τσιγάρων από τη θάλασσα στην στεριά και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο που διαμόρφωσαν προς τούτο, η ακριβής ποσότητα των λαθραίων τσιγάρων που ανήρχετο σε 448.000 πακέτα τσιγάρων διαφόρων εταιρειών τοποθετημένα σε 896 χαρτοκιβώτια που δεν έφεραν την ειδική ταινία φόρου κατανάλωσης και τα σήματα του τόπου προέλευσης και κατασκευής τους, τα φορτηγά αυτοκίνητα με τα οποία πραγματοποιούντο οι μεταφορές στη στεριά των καλυμμένων με μπάλες ζωοτροφής τσιγάρων ώστε να μην είναι ορατά, το συνολικό ποσό των αναλογούντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, κατά το οποίο ζημιώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο. Αναπτύσσεται με επάρκεια και σαφήνεια ότι δεν πρόκειται περί ενδοκοινοτικής συναλλαγής καθόσον, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το φορτίο των τσιγάρων είχε εισαχθεί στην Ελλάδα από χώρα άγνωστη, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής και χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί και φόροι. Δεν ήταν δε απαραίτητος για την αιτιολογία και δεν ασκεί έννομη επιρροή ο προσδιορισμός της χώρας από την οποία εισήχθησαν τα τσιγάρα, αφού σε κάθε περίπτωση, η εισαγωγή τους από χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς την καταβολή εισαγωγικών δασμών είναι ποινικώς κολάσιμη, χαρακτηριζομένη ως λαθρεμπορία, μόνον δε στην περίπτωση που αυτά εισάγονται από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που δεν συμβαίνει εν προκειμένω) δεν διαπράττεται λαθρεμπορία αλλά απλή τελωνειακή παράβαση. Υφίστανται σαφείς παραδοχές στην προσβαλλομένη που θεμελιώνουν τη γνώση των ως άνω αναιρεσειόντων ότι οι εν λόγω ποσότητες των τσιγάρων, για την μεταφόρτωση, φόρτωση, εκφόρτωση, μεταφορά τους και ασφαλή διέλευσή τους συνέδραμαν τους αυτουργούς, ήταν προϊόν λαθρεμπορίας γεγονός που αρκεί για την κατάφαση του απαιτούμενου για την εν λόγω πράξη τους δόλου, αφού σε αυτή ενυπάρχει και η θέληση να αποστερηθεί το Ελληνικό Δημόσιο των οφειλομένων δασμολογικών επιβαρύνσεων. Επίσης διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές που θεμελιώνουν με επάρκεια την συνδρομή των αναιρεσειόντων για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας από τους αυτουργούς της, αφού η συμβολή τους με τον προαναφερόμενο για καθένα εξ αυτών τρόπο διασφάλιζε την μεταφόρτωση των λαθραίων τσιγάρων από την θάλασσα στην στεριά, την φόρτωση αυτών σε φορτηγά αυτοκίνητα, την ασφαλή διέλευση των εν λόγω φορτηγών που μετέφεραν τα λαθραία και την αποφυγή εμπλοκής τους με αστυνομικά ή λιμενικά όργανα, και οι οποίοι προς τούτο είχαν εφοδιαστεί με "ύποπτα" άλλως "μαύρα" κινητά τηλέφωνα, προκειμένου να επικοινωνούν με τους αυτουργούς και μεταξύ τους και να ενημερώνονται σχετικά. Καθορίζεται με επάρκεια ότι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες με σκοπό την διάπραξη κακουργημάτων οργανώθηκαν με στοιχειώδη δομή και κοινή σύμπτωση βουλήσεως, κοινό σχεδιασμό και συντονισμένη δράση για την πραγμάτωση των στόχων τους με σκοπό το οικονομικό όφελος. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης του ως άνω κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Κ. Θ. εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ με τον οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικότερα ως προς τον δόλο διάπραξης της κακουργηματικής λαθρεμπορίας και ως προς την χώρα προέλευσης των λαθραίων τσιγάρων είναι κατά τούτο αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος ελέγχεται ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναίρεσης των αναιρεσειόντων Γ. Μ. του Γ., Π. Μ. του Γ., Γ. Κ. του Ν., Θ. Μ. του Σ., Γ. Μ. του Σ., Ν. Κ. του Γ., Η. Χ. του Β. και Χ. Λ. του Γ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, και εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων περί λαθρεμπορίας του Ν.2960/2001 με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι α) δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση συγκεκριμένα τεχνάσματα και προπαρασκευαστικές πράξεις που συνθέτουν το έγκλημα της λαθρεμπορίας, β) δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα απαιτούμενα για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της λαθρεμπορίας στοιχεία, γ) δεν καταφάσκεται αναμφίβολα η μη εισαγωγή των τσιγάρων από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δ) δεν διαλαμβάνεται τα απαιτούμενο για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της λαθρεμπορίας στοιχείο του σκοπού αποστέρησης του ελληνικού δημοσίου των δασμών, φόρων κλπ, ως και το συγκεκριμένο ύψος στο οποίο αυτοί ανέρχονται και ε) δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα απαιτούμενα για την πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σύστασης συμμορίας στοιχεία, αφού με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης συγκροτείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν οι άνω κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες. Οι επιπλέον αιτιάσεις των τελευταίων περί έλλειψης της απαιτούμενης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης διότι 1)το αιτιολογικό της διαμορφώθηκε με παραδοχές που δεν προκύπτουν από τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα, 2) δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, 3) η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επιλεκτική και δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο προέβη σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση των αντιθέτων κατά περιεχόμενο αποδεικτικών μέσων, κρίνονται απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον με την επίφαση των ως άνω αναιρετικών λόγων πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Σημειώνεται ότι η υπ' αριθμ. 3022/21/2845-ν/27-9-2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης που αφορά στην επεξεργασία των τηλεφωνικών συσκευών, η οποία έχει επισυναφθεί στο ταυτάριθμο έγγραφο του τμήματος εξέτασης ψηφιακών και ηχητικών πειστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και η οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωστέων εγγράφων με αυξ. αριθμό 38θ και ανεγνώσθη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, αν και δεν μνημονεύεται ειδικά στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ωστόσο από τις ουσιαστικές παραδοχές που διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής συνάγεται αδιάστικτα και αναμφίβολα, ότι το περιεχόμενο της έχει ληφθεί υπόψη από το δικάσαν ως άνω Εφετείο και έχει συνεκτιμηθεί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και συνεπώς η αιτίαση των κατηγορουμένων και ήδη ως άνω αναιρεσειόντων περί έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης ως εκ του ότι η εν λόγω έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν μνημονεύεται ειδικά στο προοίμιο του σκεπτικού της ελέγχεται αβάσιμη και απορριπτέα. Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Κ. Θ. με τον πρώτο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 94,187 παρ. 3 ΠΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 157 παρ. Ιβ, γ'Ν. 2960/2001 και παραβίαση αυτών εκ πλαγίου Ειδικότερα αιτιάται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ, διότι η αξιόποινη πράξη της σύστασης συμμορίας απορροφάται αν η διάπραξη εγκλήματος από περισσότερους ενωμένους αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση άλλου εγκλήματος που τιμωρείται βαρύτερα, όπως εν προκειμένω η πράξη της λαθρεμπορίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 157 παρ. 1β Ν. 2960/2001. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και απορριπτέα καθόσον ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδίκασε τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες ως συνεργούς κακουργηματικής λαθρεμπορίας προβλεπόμενης από την διάταξη του άρθρου 157 παρ.1 γ Ν.2960/2001 και όχι λαθρεμπορίας υπό την επιβαρυντική περίσταση που προβλέπεται από την παρ. 1 β' του ως άνω άρθρου. Επίσης και οι αιτιάσεις αυτού που εμπεριέχονται στον ίδιο ως άνω αναιρετικό λόγο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ.Ε' ΚΠοινΔ ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση υφίστανται ασάφειες και αντιφάσεις μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού αφενός ως προς το ποσόν των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που αποστερήθηκε το Δημόσιο και αφετέρου ως προς την θεμελίωση της διάπραξης του αδικήματος της συμμορίας, είναι αβάσιμες και απορριπτέες καθόσον με βάση τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό αυτής αφενός διευκρινίζεται με επάρκεια και σαφήνεια ότι το ύψος των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που αναλογούσαν στην ποσότητα των λαθραίων τσιγάρων ανήρχοντο στο ποσό των 1.500.919,04 ευρώ, ενώ το ποσόν των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων ανήρχετο στο ποσό των 150.091,9 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσοστό 10% το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο θα παρακρατούσε και αφετέρου από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης που έχουν κατά λέξη "προέκυψε ότι αυτοί με σκοπό την διάπραξη κακουργημάτων οργανώθηκαν με στοιχειώδη δομή και κοινή σύμπτωση βουλήσεως, κοινό σχεδιασμό και συντονισμένη δράση για την πραγμάτωση των στόχων τους με σκοπό το οικονομικό όφελος έχοντας αναλάβει συγκεκριμένο ρόλο ο καθένας.." προκύπτει ότι το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ και δεν δημιουργείται αντίφαση εκ του ότι στο διατακτικό διαλαμβάνεται ότι οι κατηγορούμενοι "ενώθηκαν για να διαπράξουν κακούργημα". Αιτιάται επίσης ο ως άνω αναιρεσείων Κ. Θ. ότι αναιτιολόγητα απορρίφθηκε το αίτημα που υπέβαλε να κληθούν ως μάρτυρες οι 1 .Υπαστυνόμος Α. Γ. Α. ή Υπαστυνόμος Α Ε. Λ. και 2.Τελώνης Γυθείου. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό με την ακόλουθη κατά λέξη αιτιολογία "Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 του ΚΠΔ παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και για να κληθούν νέοι μάρτυρες εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάζει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 ιδίου κώδικα δικανική του πεποίθηση (ΑΠ 628/2020, ΑΠ 21/2020, areios pagos.gr). Στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα των πληρεξουσίων συνηγόρων των 2ου - 3ου - 10ου και 11ου των κατηγορουμένων περί αναβολής της δίκης προκειμένου να προσέλθουν ως μάρτυρες οι: α) Υπαστυνόμος Α' Γ. Α. ή η Υπαστυνόμος Α' Ε. Λ., κάτοικοι εκ της Υπηρεσίας τους στην έδρα της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής στην Λ. Αλεξάνδρας, αριθμός 173, Αθήνα και β) ο Τελώνης Γυθείου, κάτοικος εκ της Υπηρεσίας του στην έδρα του Τελωνείου Γυθείου, στο 1ο χλμ Γυθείου - Σκάλας, Λακωνίας, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμο, καθόσον υπάρχουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επαρκή αποδεικτικά μέσα, ήτοι οι εξετασθέντες μάρτυρες της κατηγορίας και της υπεράσπισης καθώς και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποίθησης και η κατάθεση των προαναφερομένων μαρτύρων ουδόλως θα συνεισφέρει στη διαλεύκανση της υπόθεσης και στο σχηματισμό δικανικής κρίσης, δεδομένου μάλιστα ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 3 του ν. 2960/2001 αποκλειστικά αρμόδια για την σύνταξη έκθεσης επαλήθευσης με την οποία προσδιορίζει τους δασμούς, φόρους και επιβαρύνσεις επί λαθρεμπορευμάτων καθίσταται η Τελωνειακή αρχή του τόπου τέλεσης της πράξης.
Συνεπώς, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί".
Από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι το Δικαστήριο αιτιολόγησε με επάρκεια την απορριπτική του κρίση αφού ανελέγκτως δέχθηκε ότι τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και ως εκ τούτου η αιτίαση αυτή του αναιρεσείοντος ελέγχεται αβάσιμη και απορριπτέα. Τέλος, ο ως άνω αναιρεσείων αιτιάται ότι το Δικαστήριο αναιτιολόγητα απέρριψε το αίτημά του περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2β' ΠΚ. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε το ακόλουθο κατά λέξη αίτημα "Α. Στο πρόσωπό μου συντρέχουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, που προβλέπεται στη διάταξη της περίπτωσης β' της § 2 του άρθρου 84 Π.Κ., ήτοι του ότι στην συγκεκριμένη πράξη, που μου αποδίδεται, ωθήθηκα από όχι ταπεινά αίτια αλλά εξαιτίας μεγάλης ένδειας.
Παγίως τόσον στην θεωρία όσον και στη νομολογία γίνεται δεκτόν ότι η συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση - η οποία σχετίζεται με τα ελατήρια της πράξης και την ψυχολογική στάση του δράστη έναντι αυτής - αναγνωρίζεται στις περιπτώσεις, όπου ο υπαίτιος τέλεσης οιουδήποτε εγκλήματος ωθήθηκε στην πράξη του από αίτια, που δεν είναι αντίθετα προς την κοινή περί ηθικής και κοινωνικής τάξης συνείδηση και δεν μαρτυρούν "διαστροφή" του χαρακτήρα ή κακοβουλία του δράστη (Βλέπε: ΑΠ 631/2005 σε Ποιν.Λογ. 2005, σελ. 577). Β.1. Στην κρινόμενη περίπτωση μου συντρέχουν τα απαιτούμενα στοιχεία για την αναγνώριση σε εμένα της ελαφρυντικής περίστασης της ώθησης στην πράξη εξαιτίας μεγάλης ένδειας, καθόσον στην πράξη μου οδηγήθηκα εξαιτίας της εξαιρετικώς δύσκολης οικονομικής κατάστασης, στην οποία περιήλθαμε τόσον εγώ όσον και η οικογένεια μου και όχι από αίτια, που είναι αντίθετα προς την κοινή περί ηθικής και κοινωνικής τάξης συνείδηση και δεν μαρτυρούν "διαστροφή" του χαρακτήρα μου κακοβουλία μου.
Προς θεμελίωση αυτού του αυτοτελούς ισχυρισμού μου, αναφέρονται τα ακόλουθα συγκεκριμένα περιστατικά και στοιχεία:
Από πολλών ετών εγώ και η ευρύτερη οικογένεια μου έχουμε εγκατασταθεί στην Ελλάδα, όπου, εργαζόμενοι με τρόπο σκληρό και έντιμο, κατορθώσαμε να επιβιώσουμε. Ωστόσο, κατ' εκείνο τον χρόνο, ήμουν απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής και εργαζόμουν περιστασιακά ως βοηθός ιατρού, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας μου. Η πρώην πλέον σύζυγος μου δεν εργαζόταν και τα εισοδήματα για τα ζήσω την οικογένειά μου και, κυρίως, τα δύο (2) ανήλικα τέκνα μας. Περαιτέρω, στον 1° βαθμό αποδείχθηκε ο βαθμός της συμμετοχής μου, ήτοι ότι υπήρξα απλός συνεργός και, ειδικώτερον, εργάτης για την φορτοεκφόρτωση των τσιγάρων.
Είναι, μετά ταύτα, προφανές ότι στο σημείο βρέθηκα, στην κυριολεξία, "για ένα μεροκάματο", όπερ σημαίνει ότι στην κρινόμενη περίπτωσή μου στοιχειοθετείται η αιτούμενη ελαφρυντική περίσταση, ήτοι ότι ωθήθηκα στην πράξη μου όχι από ταπεινά αίτια, αλλά εξαιτίας μεγάλης ένδειας.
2. Κατά τα προεκτεθέντα καθίσταται πρόδηλον ότι η δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία βρισκόμουν κατά τον χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων σε εμένα αδικημάτων, λόγω της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας μου να εξασφαλίσω σταθερό μεροκάματο μέσω της εργασίας μου, καθώς και η οικονομική ανέχεια των μελών της οικογενείας μου, είχαν ως αποτέλεσμα να δεχθώ να προβώ στην αποδιδόμενη σε εμένα πράξη. Αυτό, όμως, απέφερε το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα, καθόσον όχι μόνον δεν μπόρεσα να εξασφαλίσω τα αναγκαία οικονομικά μέσα για την συντήρηση των οικείων μου, αλλά και ευρέθην έγκλειστος των φυλακών, ως προσωρινώς κρατούμενος, χωρίς να μπορώ να συμβάλω ούτε κατ' ελάχιστον πλέον στη φροντίδα και διαβίωση των γονέων, της συζύγου και των τέκνων μου.
Σημειώνεται ότι τυχόν μη αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό μου της ελαφρυντικής περίστασης των μη ταπεινών αιτίων και της μεγάλης ένδειάς μου συνεπάγεται αυστηρότατη και αντίθετη στις αρχές της αναλογικότητας και επιείκειας αντιμετώπιση ενός απλού βιοπαλαιστή και οικογενειάρχη.
Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, αδιαμφισβητήτως συνάγεται η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης της περίπτωσης β' της § 2 του άρθρου 84 Π.Κ. στο πρόσωπό μου, αφού συντρέχουν όλοι οι όροι για την αναγνώριση σε εμένα της ελαφρυντικής περίστασης της ώθησής μου στην πράξη από όχι ταπεινά αίτια αλλά εξαιτίας της μεγάλης ένδειας, στην οποία έχουμε περιέλθει εγώ και τα μέλη της οικογενείας μου.
III. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, συντρέχουν όλοι οι όροι, που απαιτούνται για την αναγνώριση σε εμένα της ελαφρυντικής περίστασης, η οποία προβλέπεται στη διάταξη της περίπτωσης β' της § 2 του άρθρου 84 Π.Κ., ήτοι για την αναγνώριση ότι στην πράξη μου ωθήθηκα όχι από ταπεινά αίτια αλλά εξαιτίας της μεγάλης ένδειας, στην οποία ευρίσκομαι τόσον εγώ όσον και τα μέλη της οικογενείας μου," το οποίο το Δικαστήριο απέρριψε με την ακόλουθη αιτιολογία "Τέλος, οι λοιποί αυτοτελείς ισχυρισμοί που προβάλλουν οι κατηγορούμενοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους, καθώς προβάλλονται όλως αορίστως και χωρίς να αναφέρονται ιδιαίτερα περιστατικά αξιολόγησης κάθε περίπτωσης". Από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια και πληρότητα το Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2β' ΠΚ, αφού ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί από τον τελευταίο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή του και ειδικότερα για την θεμελίωση της "μεγάλης ένδειας" όπως αυτή αναλύεται στην αρχή της παρούσας. Κατ'ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ' ΚΠοινΔ προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας αναφορικά με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του ως άνω κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των ως άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες Γ. Μ., Π. Μ., Ν. Κ., Η. Χ. και Χ. Λ. με τον σχετικό λόγο αναίρεσης πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού αυτών περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι οι άνω αναιρεσείοντες για τη θεμελίωση του εν λόγω ισχυρισμού τους επικαλέστηκαν α) ο Γ. Μ. ότι "από το έτος 2013 που συνέβη η πράξη έως σήμερα, 8 χρόνια μετά, επέδειξα άριστη και υποδειγματική συμπεριφορά και δεν απασχόλησα ποτέ ξανά τις αρχές", β) ο Π. Μ. ότι "η μεταμέλειά μου για το συμβάν υπήρξε αποδεδειγμένη και έμπρακτη, αφού αυθορμήτως κατά το στάδιο ήδη της κυρίας ανάκρισης ομολόγησα, αποδεχόμενος την ατυχή και ανόητη περιφερειακή συμμετοχή μου στην υπόθεση και ζήτησα ειλικρινά συγνώμη .Τη μεταμέλειά μου αυτή έχω αποδείξει εμπράκτως με το σύνολο του βίου μου μέχρι σήμερα. Μετά το ένδικο συμβάν, χωρίς υπερβολές, καταστράφηκε όλη η ζωή μου ... μόνη μου επιδίωξη και καθημερινή προσπάθεια είναι να προσφέρω στην οικογένειά μου και στην κοινωνία έναν ηθικό και έντιμο άνθρωπο, αγωνίζομαι σκληρά και εργάζομαι αγόγγυστα. Διέσωσα την οικογένειά του ύστερα από πολλούς μήνες που με είχε εγκαταλείψει η σύζυγος μου. Είμαι ένας σωστός πατέρας για τα τέκνα μου, ένας έντιμος κτηνοτρόφος και ένας ηθικός γιος για τους υπερήλικες γονείς μου. Η μεταμέλειά μου και η μεταστροφή μου είναι ειλικρινής και εκδηλώνεται εμπράκτως με την διαγωγή μου όλα τα έτη που μεσολάβησαν εργαζόμενος έντιμος και μόνο στην κτηνοτροφική μου δραστηριότητα". γ) ο Ν. Κ. ότι "ζητώ την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη ακόμα και κατά την κράτησή μου, καθόσον δεν δημιούργησα καμιά διαφορά με την τήρηση των νόμων τόσο κατά το διάστημα της φυλάκισής μου όσο και μεταγενέστερα". δ) ο Η. Χ. ότι "κατόπιν της πράξης αυτής έως σήμερα είμαι απολύτως νομοταγής και ενταγμένος στην κοινωνία, οικογενειάρχης και ιδιωτικός υπάλληλος πλέον και ακόμη και κατά την διάρκεια της κράτησής μου υπήρξα υπόδειγμα". ε) ο Χ. Λ. ότι "μετά την πράξη του και έως σήμερα, επί μακρό χρονικό διάστημα, δεν υπέπεσε σε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα. Συμμορφώθηκε και τήρησε πιστά τους αυστηρούς σωφρονιστικούς κανόνες. Συνεργάστηκε με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, επιδεικνύοντας προθυμία και συνέπεια". Το Δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ με την ακόλουθη αιτιολογία " Τέλος οι λοιποί αυτοτελείς ισχυρισμοί που προβάλλουν οι κατηγορούμενοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, καθώς προβάλλονται όλως αορίστως και χωρίς να αναφέρονται ιδιαίτερα περιστατικά αξιολόγησης κάθε περίπτωσης". Από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια και πληρότητα το Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό, αφού ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή του, όπως αυτή αναλύεται στην αρχή της παρούσας. Κατ' ακολουθία ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ' ΚΠοινΔ προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας αναφορικά με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, αβάσιμη και απορριπτέα τυγχάνει και η αιτίαση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Γ. Μ. περί αναιτιολόγητης απόρριψης του αρνητικού της σε βάρος του κατηγορίας ισχυρισμού του ότι δεν βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος και είχε "άλλοθι" γι' αυτό, καθόσον επί αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού δεν υφίσταται υποχρέωση αιτιολογίας της απόρριψής του. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Η. Χ. αιτιάται ότι αναιτιολόγητα απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί κήρυξης άκυρης της διαδικασίας διότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 20 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, αφού απορρίφθηκε η αίτησή του να λάβει αντίγραφα όλων των οπτικών ψηφιακών δίσκων όπου καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνομιλίες και αφορούν στην ένδικη υπόθεση. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την ακόλουθη κατά λέξη αιτιολογία "Εξάλλου, ο 17ος των κατηγορουμένων δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του υπέβαλε ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας, άλλως και επικουρικά περί μη λήψης υπόψιν των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης των τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ των κατηγορουμένων. Η ένσταση αυτή του κατηγορουμένου είναι απορριπτέα, καθώς το αίτημα συνδέεται άμεσα με πράξεις της προδικασίας και μη προταθείσα η σχετική ακυρότητα μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, έχει καλυφθεί. Επιπλέον, ο ισχυρισμός αυτού ότι πρόκειται για μη νόμιμες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης καθώς έχει αποσπασματικό περιεχόμενο, δεν καθιστά αυτές μη αναγνωστέες, καθόσον έχουν ληφθεί με τις νόμιμες διατυπώσεις και μετά από έκδοση των σχετικών βουλευμάτων του ΣυμβΠλημΓυθείου, έχουν μεν αποσπασματικό περιεχόμενο, το πλήρες όμως περιεχόμενό τους περιέχεται στα συνημμένα στη δικογραφία DVD, του οποίου ο κατηγορούμενος εδικαιούτο να λάβει γνώση. Σε κάθε δε περίπτωση, οι εν λόγω εκθέσεις αξιολογούνται ποινικώς στα πλαίσια του άρθρ. 177 ΚΠΔ.
Συνεπώς, η σχετική ένσταση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.". Ήτοι απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την απαιτούμενη πληρότητα και επάρκεια και συνεπώς η αιτίαση αυτή του αναιρεσείοντος ελέγχεται αβάσιμη και απορριπτέα.
Περαιτέρω οι ως άνω αναιρεσείοντες με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο και δη κατά το πρώτο σκέλος αυτού ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα που υπέβαλαν περί υποχρεωτικής αναστολής, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 του Ν.4745/2020, της ποινικής διαδικασίας μέχρι την αμετάκλητη κρίση των διοικητικών δικαστηρίων επί των προσφυγών τους κατά της καταλογιστικής πράξης του Προϊσταμένου του Τελωνείου Γυθείου, με την αιτιολογία ότι με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 92 του ιδίου νόμου ρητά ορίστηκε ότι η διάταξη του άρθρου 32 καταλαμβάνει μόνο τις μετά την 6/11/2020 τελούμενες πράξεις λαθρεμπορίας και όχι και τις εκκρεμείς και ότι με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 2 του ΠΚ, που αναφέρεται στην αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση των κατηγορουμένων. Ο λόγος αυτός κατά το ως άνω πρώτο σκέλος του κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος καθόσον η επιλογή του νομοθέτη να θεσπίζει με ειδική μεταβατική διάταξη τη μη αναδρομικότητα του επιεικέστερου νόμου είναι επιτρεπτή, χωρίς μάλιστα να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας ή παραβίασης του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα ή του άρθρου 49 παρ.1 περ.γ' του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (ΑΠ 95/2022), όπως και κατά το δεύτερο σκέλος του περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 155 παρ.1 Ν. 2960/2001, καθόσον σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη και δεν παραβίασε αυτή ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Τέλος ο τρίτος αναιρετικός λόγος με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, λόγω παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί καθόσον οι προπαρατεθείσες παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσης του Δικαστηρίου προς απόδειξη της ενοχής, ούτε μετακύλυση στους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες του βάρους απόδειξης της αθωότητάς τους και ουδόλως αποτελούν παραβίαση του κατοχυρωμένου, τεκμηρίου αθωότητας αυτών, όπως αβάσιμα διατείνονται, αφού από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτό συμπληρώνεται από το διατακτικό, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανέλεγκτα το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής τους με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Άλλωστε, σαφώς προκύπτει από το αιτιολογικό της άνω απόφασης, ότι οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, διότι αποδείχθηκε η ενοχή τους και όχι, διότι αυτοί δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν την αθωότητά τους, ενώ από τις ανωτέρω παραδοχές της απόφασης αυτής ουδόλως προκύπτει, ότι παρέμεινε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή τους και ειδικότερα ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος Ν. Κ., που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτών, κατ' εφαρμογή της αρχής "in dubio pro reo". Οι λοιπές, εμπεριεχόμενες στους ίδιους λόγους, αιτιάσεις των αναιρεσειόντων και σχετικές με την κατηγορία, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών αυτών, που, κατά την άποψή τους, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής των αναιρεσειόντων και αμφισβήτηση των εις βάρος αυτών ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 578 παρ.1 ΚΠοινΔ) ως και στην δικαστική δαπάνη του υποστηρίζοντος την κατηγορία Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπήθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 2/6/2021, 31/5/2021 και 1/6/2021 αιτήσεις των α)Η. Λ. του σ., β) Κ. Θ. του Δ. και γ) Γ. Μ. του Γ., Π. Μ. του Γ., Γ. Κ. του Ν., Θ. Μ. του Σ., Γ. Μ. του Σ., Ν. Κ. του Γ., Η. Χ. του Β. και Χ. Λ. του Γ. αντίστοιχα, οι οποίες ασκήθηκαν με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Καλαμάτας η πρώτη και η τρίτη και με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 31/5/2021 η δεύτερη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 58/2020, 1/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα που ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ ως και την δικαστική δαπάνη του υποστηρίζοντος την κατηγορία Ελληνικού Δημοσίου που ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ