Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Βιασμός, Σωματική βλάβη απλή, Συρροή εγκλημάτων, Δικαστήριο Αναθεωρητικό.
Περίληψη:
Απόφαση Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Απόπειρα βιασμού. Απλή σωματική βλάβη. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου στο σκεπτικό της, που αλληλοσυμπληρώνεται με το διατακτικό της, περιλαμβάνει τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο αναιρεσείων σε βάρος της παθούσας για να κάμψει την αντίστασή της, ώστε να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί της και μη επίτευξη συνουσίας με την παθούσα από λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, καθώς και την πρόθεσή του να τελέσει την πράξη αυτή. Επίσης για το τετελεσμένο έγκλημα της σωματικής βλάβης της παθούσας αναφέρει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, το οποίο με την απόπειρα βιασμού τελεί σε αληθή συρροή διότι προστατεύει διάφορα έννομα αγαθά. Αβάσιμοι οι λόγοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Αριθμός 1847/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της υπ'αριθ.157/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κ. Γ. του Π., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1741/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του από το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3500/2006), προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέληση του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη, Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Ως ασελγής πράξη νοείται η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση ή τη διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με, σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στην συνουσία ή σε ασελγή πράξη. Περαιτέρω από το συνδυασμό την προαναφερθείσης διατάξεως με εκείνη του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ, η οποία οριοθετώντας την έννοια της απόπειρας του εγκλήματος ορίζει ότι όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (παρ. 83 ΠΚ), προκύπτει ότι, αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος του βιασμού αποτελεί ή έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής αμέσου και σπουδαίου κινδύνου με σκοπό να εξαναγκασθεί κάποιο πρόσωπο σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία τελικώς δεν πραγματώνεται από περιστατικά τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη. Για να υπάρξει απόπειρα πρέπει να μη έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 157/2008 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, απόπειρας βιασμού και απλής σωματικής βλάβης (τελεσμένης) και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία πενταετία. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Αναθεωρητικό Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Μ. Α. του Δ. την 21-8-2005 υπηρετούσε ως Στρ/της (ΔΒ) στον 32 ΛΔΒ με απόσπαση στον ΛΣ/Β' ΣΣ. Κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες της ανωτέρω ημερομηνίας ο κατηγορούμενος ευρίσκετο με άδεια εξόδου στην πόλη της .... Γύρω στις 01.15' της εν λόγω ημερομηνίας ο κατηγορούμενος βάδιζε σε οδό του κέντρου της πόλεως της .... Όταν, κατά την ως άνω ώρα και ημερομηνία, ο κατηγορούμενος έφθασε στην διασταύρωση των οδών ... και ... της ανωτέρω πόλεως αντιλήφθηκε την (άγνωστη σ' αυτόν) Γ. Κ. του Π., ηλικίας τότε 22 ετών. Ο κατηγορούμενος άρχισε ν' ακολουθεί την Γ., έχοντας για αυτήν ερωτικές διαθέσεις. Ο κατηγορούμενος -πρέπει να σημειωθεί- τυγχάνει κανονικού αναστήματος, ήταν (τότε) γυμνασμένος, κοντοκουρεμένος, φορούσε κοντό παντελόνι ("σορτς"), γκρι μπλούζα και μαύρο καπέλο. Όταν η Γ. βρέθηκε στην προαναφερθείσα διασταύρωση, ο κατηγορούμενος -χωρίς ν' απευθύνει σ' αυτήν κάποιο λόγο- την έπιασε δυνατά από τα μπράτσα, ενώ όταν η τελευταία άρχιζε να φωνάζει δυνατά καλώντας σε βοήθεια προσπαθώντας παράλληλα -αμυνόμενη- να τον πλήξει με το γόνατο της- σε σημείο που να τον ακινητοποιήσει, ο κατηγορούμενος την οδήγησε βιαίως σε παρακείμενη εσοχή του κτηρίου, όπου στεγάζεται υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς, σε απόσταση περίπου τριών (3) μέτρων από το αρχικό σημείο επιθέσεως. Στο τελευταίο αυτό σημείο παρέμειναν -παλεύοντας όρθιοι- ο κατηγορούμενος και η Γ.. Σε κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος έριξε την Γ. στο έδαφος, ενώ η Γ. άρχισε και πάλι να καλεί σε βοήθεια (παρατηρείται ότι κατά την αρχική επίθεση του κατηγορουμένου μόλις η Γ. άρχισε, την πρώτη φορά, να φωνάζει αυτός της είχε κλείσει το στόμα). Ο κατηγορούμενος, έχοντας ως σκοπό να ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του έπιασε το κάτω εσώρουχο της Γ. με προφανή σκοπό να το κατεβάσει. Ταυτόχρονα, ο κατηγορούμενος προκάλεσε στην παθούσα τις εξής σωματικές κακώσεις; α) εκχύμωση αρ. βραχίονα, β) εκδορά αρ. ώμου, γ) γραμμοειδείς εκδορές δεξιού μηρού, δ) εκχύμωση γόνατος και ε) εκδορά έξω σφύρου αριστερό. Στην προαναφερθείσα προσπάθεια του ο κατηγορούμενος απέτυχε (δηλ. δεν ολοκλήρωσε την επιδιωκόμενη με την παθούσα συνουσία) εξαιτίας του γεγονότος ότι κάποιος από τους εξελθόντες σε παρακείμενο εξώστη φώναξε δυνατά, με συνέπεια ο κατηγορούμενος ν' απομακρυνθεί από το σημείο της επιθέσεως. Εν τω μεταξύ στο σημείο της επιθέσεως προσέτρεξαν διερχόμενοι πολίτες, ένας από τους οποίους κάλεσε την Αστυνομία. Με βάση τις περιγραφές του δράστη, αυτός εντοπίσθηκε μετά από λίγη ώρα στην οδό ... της ως άνω πόλεως προσαχθείς, γύρω στις 01.30', στο Τ.Α. Βέροιας. Εκεί, κατά τις πρωινές ώρες της 21-8-2005, προσήλθε η παθούσα, η οποία ανεγνώρισε ανεπιφύλακτα τον κατηγορούμενο ως τον δράστη της εις βάρος της προπεριγραφείσης επιθέσεως. Παρατηρείται ότι και προ της επιθέσεως εις βάρος της Γ., όπως κατέθεσε ο εξετασθείς στην πρωτοβάθμια δίκη μάρτυρας Μ. Α., Αστυνομικός του Τ.Α. Βέροιας, η Υπηρεσία του είχε δεχθεί κλήση γιατί άτομο, φορώντας σορτσάκι, μπλούζα και καπέλο παρενοχλούσε φραστικά διάφορες γυναίκες, χωρίς όμως -για το περιστατικό αυτό- να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε ότι είχε σκοπό δια της βίας να ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του εις βάρος της Γ., αποδεχόμενος απλώς ότι την αγκάλιασε πιάνοντας την από το μπράτσο. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου διαψεύδεται τόσο από την σαφή και άκρως διαφωτιστική κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας όσο και από τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία (ιδίως την από 22-8-2005 βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Βέροιας, όπου εξετάσθηκε -κατά την ημερομηνία αυτή- η παθούσα). Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται, ομόφωνα, στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν ανωτέρω πράξεων." Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων και, ειδικότερα, των πράξεων: α)απόπειρας βιασμού και β) απλής σωματικής βλάβης, που τελέσθηκαν στη ..., την 21-8-2005 και συγκεκριμένα, ότι: "Ως στρατιωτικός, δηλαδή Στρατιώτης (ΔΒ) του 32ου ΛΔΒ και με απόσπαση του ΛΣ/Β' ΣΣ, στη ... την 21-08-2005: Α) Έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα του βιασμού, δηλαδή με σωματική βία να εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης. Συγκεκριμένα, περί ωρα 01.15' της παραπάνω ημερομηνίας, στη διασταύρωση των οδών ... και ... της ως άνω πόλεως, αφού έπιασε με δύναμη με τα χέρια του από τα μπράτσα την άγνωστη σε αυτόν ιδιώτιδα Γ. Κ. του Π., κάτοικο ..., η οποία τρομαγμένη άρχισε να φωνάζει δυνατά βοήθεια και να τσιρίζει, στη συνέχεια με το δεξιό του χέρι της έκλεισε το στόμα, ενώ αυτή αντιστεκόταν με όλες τις δυνάμεις της και προσπαθούσε να τον κτυπήσει με το γόνατο της στα γεννητικά του όργανα. Ακολούθως, θέλοντας να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί της, την οδήγησε βιαίως σε εσοχή του κτηρίου όπου στεγάζεται η Τράπεζα Πειραιώς, η οποία απείχε τρία (3) περίπου μέτρα από το σημείο της επίθεσης, όπου και πάλεψαν για τρία περίπου λεπτά όρθιοι. Σε κάποια στιγμή, την έριξε στο έδαφος και έπεσε πάνω της, οπότε αυτή άρχισε και πάλι να καλεί σε βοήθεια και να τσιρίζει. Αμέσως μετά ακούστηκαν φωνές περιοίκων από παρακείμενες οικοδομές, οι οποίοι και αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί. Τότε ακριβώς, πιάνοντας με το αριστερό του χέρι το δεξί της χέρι, αφού της σήκωσε τη φούστα και τη δάγκωσε στο μέσα πλάγιο μέρος του αριστερού της μηρού, λίγο κάτω από το ύψος που έφθανε η φούστα της, έβαλε το δεξί του χέρι, κάτω από τη φούστα, έπιασε το εσώρουχο της και προσπάθησε να το κατεβάσει, χωρίς τελικά να το καταφέρει, ενώ η παθούσα, με όλες τις δυνάμεις που διέθετε, προσπαθούσε να αντισταθεί, σπρώχνοντας τον με τα χέρια της. Σε κάποια στιγμή, βλέποντας τη σθεναρή αντίσταση της παθούσας και ακούγοντας τις φωνές των περιοίκων, οι οποίοι είχαν βγει στα μπαλκόνια τους και αναρωτιόντουσαν τι ακριβώς είχε συμβεί, επειδή άκουσαν τις φωνές της παθούσας που καλούσε σε βοήθεια και τσίριζε, δεν ολοκλήρωσε τη προσπάθεια του να επιτύχει εξώγαμη συνουσία με την τελευταία (Γ.), αλλά έσπευσε να εξαφανιστεί, κινούμενος από την οδό ... προς την οδό ... . Β) Με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση. Συγκεκριμένα, περί ώρα 01.15' της ως άνω ημερομηνίας, στη διασταύρωση των οδών ... και ... της ως άνω πόλεως, ενώ επεχείρησε με σωματική βία να έλθει σε εξώγαμη συνουσία με την ιδιώτιδα Γ. Κ. του Π., κάτοικο ..., και αυτή (Γ.) αντιστεκόταν σθεναρά, κατά τη διάρκεια πάλης μαζί της και κατά την πτώση της στο έδαφος την τραυμάτισε και ειδικότερα της προκάλεσε εκχύμωση (αρ) βραχίονα, εκδορά (αρ) ώμου, γραμμοειδείς εκδορές (δε) μηρού, εκχύμωση γόνατος, εκδορά έξω σφύρου (αρ) και κυκλοτερή εκχύμωση στο μέσα πλάγιο μέρος του αριστερού της μηρού υστέρα από δάγκωμα".
Ακολούθως, αναγνώρισε σε αυτόν τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και ότι κατά το χρόνο τέλεσης των άνω πράξεων είχε συμπληρώσει το 18ο, όχι όμως και το 21ο έτος της ηλικίας του. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1,83, 842α, 133, 94,308,336 παρ.1, 42 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 157/2008 του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορούμενου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: Π. Γ. του Π. και Ν. Α. του Ε. και των μαρτύρων υπερασπίσεως: Ν. Κ. του Μ. και Γ. Α. του Μ., καθώς και την ανωμοτί εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, Κ. Γ. του Π.. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Οι παραπάνω αιτιάσεις ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας επειδή το σκεπτικό της πληττόμενης απόφασης αποτελεί επανάληψη του διατακτικού της, είναι αβάσιμες, καθόσον όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, όχι μόνον το σκεπτικό αυτής που είναι εκτενές περιέχει στοιχεία επιπλέον εκείνων τα οποία διαλαμβάνονται στο διατακτικό της αλλά και διότι αυτό και μόνον το προβαλλόμενο ως άνω γεγονός δεν συνιστά έλλειψη στην αιτιολογία της απόφασης, όταν το διατακτικό της είναι αναλυτικό και πλήρες. Επίσης, η πρωτόδικη απόφαση, που αναγνώστηκε, από καμιά διάταξη απαγορεύεται να αντιγραφούν περικοπές της.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Νοεμβρίου 2009 (υπ'αριθμ.πρωτ.9275/2009 ενώπιον του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου αίτηση του Α. Μ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμό 157/2008 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ