Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Συναυτουργία, Υφαίρεση.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη παραπομπή για κλοπή - υφαίρεση από κοινού σε βαθμό κακουργήματος. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1028/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ...... και 2. Χ2, κατοίκων ......, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 826/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Ιουνίου 2008 και 24 Ιουνίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1157/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη με αριθμό 514/31.10.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με τα άρθρ. 32 § § 1,4, 138 § 2 β, 485 § 1β ΚΠΔ τις υπ'αριθμ. α) 125/23-6-2008 και β) 126/24-6-2008, αιτήσεις αναίρεσης που άσκησαν ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών οι 1) Χ1, κάτοικος ......, οδός ...... αριθμ. ..., δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Μιχαλόλια (δυνάμει της από 20-6-08 εξουσιοδοτήσεως) και 2) Χ2, κάτοικος ......, οδός ...... αριθμ. ..., δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Γεωργίας Αράπου (δυνάμει της από 18-6-2008 εξουσιοδοτήσεως), αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθμ. 826/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα.
Ι. Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1740/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακ/των), τους παραπάνω κατηγορουμένους, προκειμένου να δικαστούν για την πράξη της διακεκριμένης κλοπής αντικειμένων, των οποίων η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση (1, 14, 26 § 1, 27 § 1, 45, 51, 52, 72, 79, 98, 374 περ. ε' , σε συνδ. με 372 § 1 Π.Κ.).
Μετά από εφέσεις που άσκησαν οι κατηγορούμενοι κατά του παραπάνω βουλεύματος, εξεδόθη το προσβαλλόμενο με τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι εφέσεις τους. Το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στην πρώτη κατηγορουμένη στις 13-6-2008 και στον δεύτερο κατηγορούμενο, με θυροκόλληση, στις 23-6-2008 και στον αντίκλητό του στις 25-6-2008 (βλ. αποδεικτικά).
Συνεπώς οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης είναι νομότυπες και εμπρόθεσμες (άρθρ. 473 § 1, 474 § 1 Κ.Π.Δ.) και παραδεκτές, αφού στρέφονται κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (άρθρ. 482 § ια Κ.Π.Δ.) και τέλος περιέχουν σαφείς και συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης (άρθρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ.).
Οι κρινόμενες αιτήσεις, για την οικονομία της δίκης και την εξυπηρέτηση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης πρέπει να συνεκδικαστούν (άρθρ. 128 § 1, 129 Κ.Π.Δ.).
ΙΙ. Προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως
Α. Με την πρώτη από τις κρινόμενες αιτήσεις
α) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και συγκεκριμένα των άρθρ. 372, 374 εδ. ε' , 378 Π.Κ. διότι το εκδόσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο έπρεπε να υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν όχι στο άρθρ. 374 εδ. ε', αλλά στο άρθρο 378 ΠΚ (υφαίρεση), αφού οι φερόμενες ως τελεσθείσες πράξεις έγιναν κατά το χρόνο του γάμου της αναιρεσείουσας με το μηνυτή.
β) Απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 484§ 1 εδ. α' Κ.Π.Δ.) λόγω ασκήσεως της ποινικής δίωξης χωρίς την ύπαρξη νομίμου εγκλήσεως.
γ) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ.), διότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς η αξία των αφαιρεθέντων πραγμάτων προκειμένου να προσδιοριστεί η μορφή της κλοπής (κακουργηματική ή πλημμεληματική) και ειδικότερα αν η αξία αυτή υπερβαίνει τα 73.000 Ευρώ και ακόμη διότι δεν αιτιολογείται η μη λήψη υπ'όψη της έμπρακτης μετάνοιας ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρ. 379 Π.Κ.
Β) Λόγοι προβαλλόμενοι με την αίτηση αναίρεσης του δεύτερου αναιρεσείοντα:
α) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν προσδιορίζεται η αξία των φερομένων ως αφαιρεθέντων πραγμάτων, διότι υπάρχουν αντιφάσεις στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, διότι δεν αιτιολογείται ο δόλος του αναιρεσείοντα και διότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η διάταξη περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του.
ΙΙΙ. α) Η απαιτουμένη από τα άρθρ. 93 του Συντάγματος και του άρθρ. 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτό με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (ΑΠ 19/2001 (Ολομ.), ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 2090/2005).
β) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 § 1 εδ. β' του Κ.Π.Δ. υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διαδικασία στη διάταξη που εφάρμοσε (Ολ. ΑΠ 9/2001, ΑΠ 1307/2004).
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίασης λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του συμβουλίου, από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου.(Ολ.Α.Π. 9/2001, Α.Π. 259/2006, Α.Π. 1307/2004)
γ) Απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 § 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ. υπάρχει όταν συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στο άρθρ. 171 αρ. 1 του Κ.Π.Δ. και μεταξύ αυτών και οι λόγοι που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης.
ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 372 § 1 Π.Κ. όποιος αφαιρεί ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Εξ άλλου κατά το άρθρο 374 § 1 εδ. ε' Π.Κ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρ. 14 § 7 του Ν.2721/1999, η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ).
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης, με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα.
Η αντικειμενική αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής της και εφ'όσον δεν χαρακτηρίστηκε ως κλοπή με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε (ΑΠ 564/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ' 41).
Μόνο αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός ότι το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ευτελούς αξίας ανακύπτει υποχρέωση του δικαστηρίου για ειδική αιτιολόγηση της κρίσης του για το αν το αντικείμενο είναι ή όχι ευτελούς αξίας (ΑΠ 564/2006).
Δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου εφ' όσον ο νόμος δεν συνδέει την ύπαρξή του με ορισμένα πρόσθετα περιστατικά (Α.Π. 602/2003 Ποιν. Χρ ΝΔ' 127) κατά το άρθρ. 98 § 2 του Π.Κ., όπως η παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρ. 14 § 1 εδ. 1.1 του Ν.2721/1999, "η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η ουσιαστική βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπ'όψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε".
Εν όψει της ενότητας του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος στις περιπτώσεις της παραπάνω διάταξης (§ 2 του άρθρ. 98 Π.Κ.) προκύπτουν διάφορες επί μέρους συνέπειες, μεταξύ των οποίων το ότι κρίσιμος χρόνος του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος είναι ο χρόνος τέλεσης της τελευταίας μερικότερης πράξης, σημείο από το οποίο αρχίζει ο χρόνος παραγραφής και κρίνεται το ποιός νόμος θα εφαρμοστεί και αυτός είναι ο νόμος που ισχύει κατά το χρόνο τέλεσης της τελευταίας μερικότερης πράξης έστω και αν είναι αυστηρότερος και επάγεται δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο. (βλ. Ολ. Α.Π. 5/2002, Φελουτζή Ποιν. Χρ. ΜΘ' 407).
Τέλος κατά το άρθρ. 379 ΠΚ "το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιοδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε, χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου, το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείψει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος".
Απαραίτητη προϋπόθεση για την άρση του αξιόποινου σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη είναι το να λάβει χώρα πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος οικειοθελώς και χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων και κάτι τέτοιο δεν νοείται όταν γίνεται μετά την εξέταση του υπαίτιου από τις αρχές (ΑΠ 98/2007, ΑΠ 720/2003).
V. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με βάση τα κατ'είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν κατά την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα, από τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν, από τις απολογίες των κατηγορουμένων, τις διευκρινίσεις των διαδίκων κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιόν του και από όλα γενικώς τα στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελλο της δικογραφίας, εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά:
Μεταξύ του εγκαλούντος Α και της κατηγορουμένης Χ1 συνήφθη στο ...... στις 11.3.1994 νόμιμος θρησκευτικός γάμος, ο οποίος λύθηκε με την 3092/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έγινε αμετάκλητη στις 25.2.2004. Από το Δεκέμβριο 1998 είχε επέλθει διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των άνω συζύγων, οι οποίοι, όμως, εξακολουθούσαν να διατηρούν καλές σχέσεις, γι αυτό και ο εγκαλών μισθοδοτούσε τους Β και Γ, που απασχολούσε ως προσωπικό η κατηγορουμένη. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, αλλά και μετά τη διάσπαση της, ο εγκαλών μίσθωνε υπερυψωμένο ισόγειο διαμέρισμα επί της οδού ...... αρ. ..., ......, επιφάνειας 400 τ.μ. περίπου, το οποίο χρησιμοποιούσε κυρίως αυτός ως χώρο αποθήκευσης μεγάλου αριθμού οικογενειακών κειμηλίων και έργων τέχνης, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, αλλά και η κατηγορουμένη προς εναπόθεση ειδών οικιακής χρήσης, καθώς και λίγων προσωπικών της ειδών και των επίπλων κήπου, που ανήκαν στην κυριότητα της και για το λόγο αυτό είχαν και οι δύο κλειδιά του παραπάνω διαμερίσματος. Στις 7.4.2004 ο εγκαλών επισκέφθηκε το διαμέρισμα αυτό, πράγμα που είχε να κάνει δύο χρόνια περίπου, οπότε διαπίστωσε ότι είχαν αφαιρεθεί διάφορα αντικείμενα ιδιοκτησίας του, παρότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης. Ειδικότερα μετά από διαδοχικούς ελέγχους ο εγκαλών διαπίστωσε ότι είχαν αφαιρεθεί δέκα πίνακες σε μουσαμά με παλαιές κορνίζες, διαφόρων διαστάσεων, με θέματα φύση, θάλασσα, βουνό κ.λ.π., ένα μεγάλο τραπέζι αντίκα και άλλα πέντε μικρά παλαιά τραπέζια (αντίκες), πολλές συλλογές βιβλίων, που απεικόνιζαν πλοία εποχής, αρχαία αντικείμενα, παλαιές μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, συσκευασμένα σε 5-6 χαρτοκιβώτια διαστάσεων 30-50 εκ. είκοσι τέσσερα κινέζικα βάζα διαφόρων διαστάσεων, οκτώ διακοσμητικά αντικείμενα από μπρούντζο (αραβικά), μπρούτζινες προτομές, διάφορα μικροέπιπλα, καθρέπτης αντίκα με παλαιά κορνίζα διαστάσεων 1 μ. Χ 80 εκ., έξι παλαιές λάμπες με καπέλο και αμπαζούρ και άλλα αντικείμενα που ο εγκαλών δεν μπόρεσε να προσδιορίσει επακριβώς, επειδή ο κατάλογος στον οποίο είχε καταγράψει τα πράγματα ιδιοκτησίας του που βρισκόταν στην αποθήκη, δεν βρέθηκε στη συζυγική κατοικία, όπου τον είχε αφήσει μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Τα αφαιρεθέντα πράγματα είχαν συνολική αξία, κατά την εκτίμηση του εγκαλούντος 250.000 ευρώ (άλλο αποδεικτικό στοιχείο ως προς την αξία δεν υπάρχει, ακόμη δε και αν η εκτίμηση αυτή κριθεί υπερβολική λόγω του συναισθηματικού δεσμού του εγκαλούντος με τα αντικείμενα αυτά, η αξία των αφαιρεθέντων είναι κατά πολύ μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ). Την ίδια ημέρα (7.4.2004) ο εγκαλών υπέβαλε έγκληση κατ' αγνώστων δραστών, από τη διενεργηθείσα δε αυθημερόν αυτοψία από τους προανακριτικούς υπαλλήλους ...... και ...... διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στην κύρια είσοδο ή στον ομφαλό της κλειδαριάς ή στις μπαλκονόπορτες.
Περαιτέρω προέκυψε ότι η κατηγορουμένη μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης συνδέθηκε συναισθηματικά με τον κατηγορούμενο Χ2. Ο κατηγορούμενος, παρότι τούτο δεν είχε δηλωθεί στις φορολογικές αρχές, εκτός από την εμπορία ακινήτων, ασχολείτο και με εμπορία αντικών, τις οποίες αποθήκευε σε διαμέρισμα του στην περιοχή ...... (βλ. την από 3.2.2006 κατάθεση εγκαλούντος ενώπιον της 14ης τακτικής ανακρίτριας Αθηνών, σε συνδυασμό με τις διευκρινίσεις της κατηγορουμένης ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, που περιέχονται στο ταυτάριθμο με την παρούσα απόφαση πρακτικό του). Από αρχές του 2003 μέχρι 7.4.2004 η κατηγορουμένη είτε μόνη της είτε μαζί με τον κατηγορούμενο επισκεπτόταν το παραπάνω διαμέρισμα και αφαίρεσαν τα προαναφερόμενα αντικείμενα, αξίας 250.000 ευρώ, που ανήκαν στην κυριότητα του εγκαλούντος, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα.
Ειδικότερα οι επισκέψεις των κατηγορουμένων στο άνω διαμέρισμα-αποθηκευτικό χώρο και η αφαίρεση αντικειμένων προκύπτουν από τις σαφείς και από δική τους αντίληψη καταθέσεις των μαρτύρων Γ και Β, γεγονότα που δεν αρνούνται και οι κατηγορούμενοι. Συγκεκριμένα ο πρώτος από αυτούς, ο οποίος απασχολείτο ως οικονόμος στο σπίτι της κατηγορουμένης, καταθέτει ότι η κατηγορουμένη επισκέφθηκε το διαμέρισμα το παραπάνω χρονικό διάστημα 10-12 φορές, από τις οποίες δύο μόνο μόνη της και τις υπόλοιπες μαζί με τον κατηγορούμενο, ότι του ζητούσε να συσκευάσει διάφορα έπιπλα, κάδρα, βιβλία, διακοσμητικά, τα οποία τοποθετούσε στο αυτοκίνητο της καθώς και λεπτομέρειες για την αφαίρεση των βιβλίων, ενώ ο δεύτερος από αυτούς, που απασχολείτο επίσης από την κατηγορουμένη ως οδηγός - φύλακας - αποθηκάριος, ότι είχε αγοράσει υλικά συσκευασίας που τα τοποθέτησε στο άνω διαμέρισμα καθώς και ότι είχε δει στα αυτοκίνητα της κατηγορουμένης πράγματα από το σπίτι της ...... άλλα συσκευασμένα και άλλα όχι. Οι καταθέσεις των ανωτέρω κρίνονται πειστικές, ενόψει του ότι το διαμέρισμα δεν βρέθηκε παραβιασμένο και η κατηγορουμένη είχε τα κλειδιά του διαμερίσματος. Αλλά και η ίδια η κατηγορουμένη απολογούμενη εμμέσως πλην σαφώς ομολόγησε την αφαίρεση πραγμάτων ιδιοκτησίας του συζύγου της, καταθέτοντας μεταξύ άλλων, "Υπήρχαν επίσης και αρκετά κειμήλια, τα οποία αποδόθηκαν στον πρώην σύζυγο του, όπως φαίνεται σο από 25.10.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπεγράφη μεταξύ εμού και του πρώην συζύγου μου. Τα αντικείμενα αυτά δεν τα μετέφερα εγώ προσωπικά, αλλά τα άτομα που είχα στο σπίτι, σαν προσωπικό. Αυτά που λένε στις καταθέσεις τους οι μάρτυρες περιέχουν υπερβολές. Όλα τα αντικείμενα που έπαιρνα από την αποθήκη τα πήγαινα σπίτι μου και προκειμένου για εύθραυστα αντικείμενα τα συσκεύαζαν τα άτομα που τα μετέφεραν, όπως έγινε με τον καθρέφτη και δύο τρία βάζα".
Τέλος προέκυψε ότι ο εγκαλών και η κατηγορουμένη στα πλαίσια εξωδικαστικής ρύθμισης των μεταξύ τους περιουσιακών σχέσεων κατάρτισαν το από 25-10-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η κατηγορουμένη ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει τα περιγραφόμενα σ' αυτό κινητά πράγματα τα οποία, όμως είναι διαφορετικά από τα αφαιρεθέντα, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των αναφερομένων στο συμφωνητικό με τα δηλωθέντα από τον εγκαλούντα ως κλαπέντα. Το ίδιο κατέθεσε και ο εγκαλών και διευκρίνισε κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του στο Συμβούλιο, δηλώνοντας επιπλέον ότι μέχρι σήμερα δεν του έχουν αποδοθεί τα κλοπιμαία. Στο ίδιο συμφωνητικό ο εγκαλών δηλώνει ότι "αρκεσθείς στις διαβεβαιώσεις της εγκαλούσας δέχεται ότι, μόνη αυτή δεν έχει σχέση με το καταγγελθέν υπ' αυτού αδίκημα κλοπής αντικειμένων από τον αποθηκευτικό χώρο επί της οδού ......", αναλαμβάνει να της αποδώσει τα έπιπλα κήπου καθώς και "άλλα πράγματα που ενδεχομένως ευρίσκοντο στην αποθήκη υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει συμφωνία ότι ανήκουν στην πρώτη των συμβαλλομένων (κατηγορουμένη), θα υπάρξει συνεννόηση των πληρεξουσίων των συμβαλλομένων, τόσο για τον εντοπισμό τους, όσο και την απόδοση τους". Από το περιεχόμενο του άνω συμφωνητικού συνάγεται α) ότι ο εγκαλών είναι πράγματι κάτοχος περιουσίας κινητών πραγμάτων (πινάκων ζωγραφικής, γλυπτών, επίπλων, σερβίτσιων πορσελάνης κ.λ.π.) μεγάλης αξίας, β) ότι ο εγκαλών, για λόγους προσωπικούς, προφανώς λόγω της προϋπάρξασας συζυγικής του σχέσης με την κατηγορουμένη, δηλώνει ότι δεν την θεωρεί υπαίτια για την άνω κλοπή και γ) ότι εκτός από τα έπιπλα κήπου, τα πράγματα που ανήκαν στην κατηγορουμένη και είχαν τοποθετηθεί στην άνω αποθήκη, ήταν είδη καθημερινής οικιακής χρήσης και όχι κειμήλια ή έργα τέχνης, καθόσον κρίνεται ότι στην περίπτωση αυτή η κατηγορουμένη θα μπορούσε να τα περιγράψει και να τα προσδιορίσει ώστε να υποχρεώσει τον εγκαλούντα να της τα αποδώσει απευθείας, όπως έγινε και με τα έπιπλα κήπου.
Συνεπώς οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης, που προβάλλονται με το απολογητικό της υπόμνημα και με τους λόγους της υπό κρίση έφεσης της, ότι τα αφαιρεθέντα από την ίδια πράγματα ανήκαν στην κυριότητα της ίδιας και όχι στην κυριότητα του εγκαλούντος, κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι, σημειουμένου επιπλέον 1) ότι ο μη ακριβής καθορισμός του αριθμού των αφαιρεθέντων πραγμάτων οφείλεται στην παραπάνω αναφερόμενη απώλεια του καταλόγου στον οποίο είχε καταγράψει ο εγκαλών την εντός του άνω αποθηκευτικού χώρου κινητή περιουσία του και 2) ότι η από 26.5.2004 δήλωση του εκκαλούντος ότι βρήκε ένα από τους πίνακες με θέμα ένα βαπόρι, που αρχικά είχε δηλώσει ότι είχε κλαπεί, δεν οφείλεται σε κακοπιστία του, αλλά στο γεγονός ότι ο αποθηκευτικός χώρος αναστατώθηκε κατά τις επισκέψεις των κατηγορουμένων και έτσι ο συγκεκριμένος πίνακας βρέθηκε σε άλλη θέση από αυτήν που είχε τοποθετηθεί από αυτόν. Εξάλλου η καλή πίστη του εγκαλούντος ενισχύεται από το ότι αυτός δήλωσε στο Συμβούλιο, ότι δεν επιθυμεί την τιμωρία των κατηγορουμένων, παρότι δεν του έχουν αποδοθεί τα πράγματα, δήλωση βέβαια που δεν ασκεί έννομη επιρροή λόγω του χαρακτήρα της ένδικης πράξης ως κακουργηματικής κλοπής. Επίσης οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης α) ότι έπρεπε να παραπεμφθεί για πλημμεληματική υφαίρεση κατ' άρθρο 378 ΠΚ, καθόσον οι πράξεις έλαβαν χώρα εντός του 2003, δηλαδή σε χρόνο που είχε την ιδιότητα της συζύγου του εγκαλούντος, αφού ο γάμος λύθηκε αμετάκλητα στις 3.3.2004 και ως εκ τούτου η υποβληθείσα έγκληση (για το αδίκημα του άρθρου 378 ΠΚ) είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης και β) περί εξάλειψης του αξιοποίνου, κατ' άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ λόγω δηλώσεως του εγκαλούντος στο από 25.4.2004 συμφωνητικό περί μη υπάρξεως αξιώσεως εναντίον της, κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον προέκυψαν τα εξής: 1) Ως προς τον υπό στ. α ισχυρισμό: Οι αφαιρέσεις των παραπάνω πραγμάτων έλαβαν χώρα από αρχές 2003 μέχρι 7.4.2004 (σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν), επειδή δε πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα που τελέστηκε μετά την 3.6.1999, που άρχισε να ισχύει η διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, κρίσιμος χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι ο χρόνος που έλαβε χώρα η τελευταία πράξη, ήτοι η 7.4.2004, κατά τον οποίο ο εγκαλών και η κατηγορουμένη δεν είχαν την ιδιότητα των συζύγων, αφού ο γάμος είχε λυθεί αμετάκλητα από 25.2.2004 (βλ. Ολ. ΑΠ 5/2002, Ποιν. Δικ. 2002, 836, Φελουτζή, Ποιν. Χρον. ΜΘ 407, ΠΚ Μ. Μαργαρίτη, άρθρο 98, σελ. 247 αρ. 18). Την 7.4.2004 που ο εγκαλών διαπίστωσε την κλοπή, υπέβαλε αυθημερόν την έγκληση του, δηλαδή εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ, ανεξάρτητα από το ότι για την ένδικη κακουργηματική κλοπή η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, αφού δεν απαιτείται έγκληση, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36 ΚΠΔ, 374Α παρ. 1, 2, 377 παρ. 1 ΠΚ).
Συνεπώς ορθώς έχει χαρακτηριστεί η πράξη ως διακεκριμένη κλοπή σε βαθμό κακουργήματος. 2) Η κατηγορουμένη δεν έχει αποδώσει στον εγκαλούντα τα πράγματα, ούτε τον έχει ικανοποιήσει μέχρι σήμερα. Ακόμη όμως και αν γίνει δεκτό, ότι η δήλωση του εγκαλούντος - ζημιωθέντος στο από 25.10.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό ότι δεν διατηρεί αξιώσεις κατά της κατηγορουμένης από την ένδικη κλοπή, έχει την έννοια της πλήρους ικανοποίησης του ζημιωθέντος, που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 379 παρ. 1 ΠΚ και πάλι δεν αίρεται το αξιόποινο της ένδικης πράξης, αφού τούτο έγινε στις 25.10.2004, ήτοι μετά τις 27.4.2004 που η κατηγορουμένη εξετάστηκε από τις προανακριτικές αρχές και όχι πριν την εξέταση της από τις αρχές, όπως απαιτεί η πιο πάνω διάταξη, δηλαδή δεν έγινε οικειοθελώς και χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων (βλ. ΑΠ 98/2007, δημοσ. στη Ν0ΜΟΣ ΑΠ 720/2003, Ποιν. Δικ. 2003, 1043, ΠΚ Μ. Μαργαρίτη, άρθρο 379, σελ. 1094, 1095, αρ. 9-11). Τέλος οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος -κατηγορουμένου που προβάλλονται με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσης του περί του ότι τα αφαιρεθέντα δεν ανήκαν στην κυριότητα του εγκαλούντος αλλά της κατηγορουμένης, καθώς και περί έλλειψης δόλου κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι για τους λόγους που αναλυτικά ανωτέρω αναφέρονται.
Κατόπιν αυτών προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων για την τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτούς αξιόποινης πράξης της διακεκριμένης κλοπής αντικειμένων των οποίων η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 79, 98, 374 περ. ε σε συνδ. με 372 ΠΚ και πρέπει να παραπεμφθούν προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης στο αρμόδιο κατ' ύλη και κατά τόπο δικαστήριο, και δη το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Συνεπώς, το εκκαλούμενο βούλευμα, που δέχτηκε στο σκεπτικό του ότι υπάρχουν σε βάρος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων επαρκείς ενδείξεις για τέλεση της ως άνω πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις και τους παρέπεμψε να δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με μόνη διαφοροποίηση ως προς την περιγραφή των κλαπέντων πραγμάτων. Γι αυτό πρέπει, να μεταρρυθμιστεί κατά το παραπάνω σκέλος το εκκαλούμενο βούλευμα και οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν κατ' ουσίαν. Τέλος πρέπει να επιβληθούν σε καθένα από τους εκκαλούντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, ποσού 220 ευρώ, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό του παρόντος (άρθρα 319 παρ. 3 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
VI. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο οι αναιρεσείοντες παραπέμπονται στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 § 1, 27 § 1, 45, 51, 52, 79, 98, 374 περ. ε', σε συνδ. με 372 § 1 Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α', β', δ'.
VII. Ειδικώτερα α) Η αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος δεν στοιχειοθετεί εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης ούτε έλλειψη αιτιολογίας, αλλά άρνηση της κατηγορίας και ως εκ τούτου, είναι εκτός αναιρετικού ελέγχου.
β) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογημένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι η πράξη που τους αποδίδεται συγκροτεί την έννοια του εγκλήματος της υφαίρεσης και όχι αυτόν της διακεκριμένης κλοπής (βλ. ανωτέρω κεφ. IV).
γ) Δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος (κλοπής), εφ'όσον ο νόμος δεν συνδέει την ύπαρξή του με ορισμένα πρόσθετα περιστατικά (ΑΠ 602/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' 127).
δ) Επί επιβολής εξόδων λόγω απόρριψης του ενδίκου μέσου δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία (Μπουρόπουλος Ερμ. Κ.Π.Δ. άρθρ. 583).
Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις ως αβάσιμες και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α) Να απορριφθούν οι υπ' αριθμ. α) 125/23-6-08 και β) 126/24-6-08 αιτήσεις των αναιρεσειόντων 1) Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως,
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των παραπάνω αναιρεσειόντων.
Αθήνα 10 Οκτωβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Ε. Νικολούδης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα
αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Οι υπ' αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 125/23-6-2008 και 126/24-6-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Χ1 και β) Χ2, αντίστοιχα, κατά του υπ' αριθμ. 826/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Αθηνών Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν και κατ' ουσίαν.
2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 § 1 του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται αφαίρεση, με θετική ενέργεια του δράστη, από την κατοχή άλλου ξένου ολικά ή μερικά κινητού πράγματος, με σκοπό την παράνομη, δηλαδή χωρίς δικαίωμα, ιδιοποίηση αυτού. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής και τη θεμελίωση νέας προς το πράγμα κατοχής του δράστη με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση αυτού. Η έννοια της κατοχής εκφράζει τη φυσική εξουσίαση κάποιου προσώπου σε σχέση προς ένα πράγμα. Έτσι, το έγκλημα της κλοπής θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου, θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία, έστω και για ελάχιστο χρόνο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 374 περ. δ του ΠΚ, η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή η αξία του αντικειμένου της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ.Με την τελευταία αυτή διάταξη δεν καθιερώνεται προσωπικός λόγος επιτάσεως της ποινής του βασικού εγκλήματος της κλοπής, αλλά η προβλεπόμενη από αυτή περίπτωση, καθώς και οι λοιπές στο ανωτέρω άρθρο 374 αναφερόμενες περιπτώσεις, ανάγονται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διακεκριμένης κλοπής, που διαμορφώνουν τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 378 στοιχ. α' του ΠΚ κλοπή ή υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών και αγχιστέων σε ευθεία γραμμή, θετών γονέων και θετών τέκνων, συζύγων ... διώκεται μόνο κατ' έγκληση. Μεταξύ των εγκλημάτων της κλοπής και της υφαίρεσης δεν υφίσταται εννοιολογική διαφορά κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, δηλαδή ό,τι συνιστά κλοπή συνιστά και υφαίρεση, αλλά ο νόμος, ως επί πλέον στοιχείο, για την μεταξύ των συγγενών κλοπή, είτε απλή του άρθρου 372 είτε κακουργηματική του άρθρου 374 ΠΚ αξιώνει για την δίωξη της πράξης την υποβολή της κατά την παρ. 1 του άρθρου 118 του ΠΚ εγκλήσεως, η οποία, κατά το αμέσως προηγούμενο άρθρο 117 παρ.1, υποβάλλεται εντός τριμήνου αφότου ο δικαιούχος έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμετόχους της. 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το συμβούλιο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 826/2008 βούλευμά του, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Μεταξύ του εγκαλούντος Α και της κατηγορου΅ένης Χ1 συνήφθη στο ...... στις 11.3.1994 νό΅ι΅ος θρησκευτικός γά΅ος, ο οποίος λύθηκε ΅ε την 3092/2004 απόφαση του Πολυ΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έγινε α΅ετάκλητη στις 25.2.2004. Από το Δεκέ΅βριο 1998 είχε επέλθει διάσπαση της έγγα΅ης συ΅βίωσης των άνω συζύγων, οι οποίοι, ό΅ως, εξακολουθούσαν να διατηρούν καλές σχέσεις, γι' αυτό και ο εγκαλών ΅ισθοδοτούσε τους Β και Γ, που απασχολούσε ως προσωπικό η κατηγορου΅ένη. Κατά τη διάρκεια της έγγα΅ης συ΅βίωσης, αλλά και ΅ετά τη διάσπασή της, ο εγκαλών ΅ίσθωνε υπερυψω΅ένο ισόγειο δια΅έρισ΅α επί της οδού ...... αρ. ..., ......, επιφάνειας 400 τ.΅. περίπου, το οποίο χρησι΅οποιούσε κυρίως αυτός ως χώρο αποθήκευσης ΅εγάλου αριθ΅ού οικογενειακών κει΅ηλίων και έργων τέχνης, που είχε κληρονο΅ήσει από τον πατέρα του αλλά και η κατηγορου΅ένη προς εναπόθεση ειδών οικιακής χρήσης, καθώς και λίγων προσωπικών της ειδών και των επίπλων κήπου, που ανήκαν στην κυριότητα της και για το λόγο αυτό είχαν και οι δύο κλειδιά του παραπάνω δια΅ερίσ΅ατος. Στις 7.4.2004 ο εγκαλών επισκέφθηκε το δια΅έρισ΅α αυτό, πράγ΅α που είχε να κάνει δύο χρόνια περίπου, οπότε διαπίστωσε ότι είχαν αφαιρεθεί διάφορα αντικεί΅ενα ιδιοκτησίας του, παρότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης. Ειδικότερα, ΅ετά από διαδοχικούς ελέγχους ο εγκαλών διαπίστωσε ότι είχαν αφαιρεθεί δέκα πίνακες σε ΅ουσα΅ά ΅ε παλαιές κορνίζες, διαφόρων διαστάσεων, ΅ε θέ΅ατα φύση, θάλασσα, βουνό κ.λ.π, ένα ΅εγάλο τραπέζι αντίκα και άλλα πέντε ΅ικρά παλαιά τραπέζια (αντίκες), πολλές συλλογές βιβλίων, που απεικόνιζαν πλοία εποχής, αρχαία αντικεί΅ενα, παλαιές ΅οτοσικλέτες και αυτοκίνητα, συσκευασ΅ένα σε 5-6 χαρτοκιβώτια διαστάσεων 30-50 εκ. είκοσι τέσσερα κινέζικα βάζα διαφόρων διαστάσεων, οκτώ διακοσ΅ητικά αντικεί΅ενα από ΅προύντζο (αραβικά), ΅προύτζινες προτο΅ές, διάφορα ΅ικροέπιπλα, καθρέπτης αντίκα ΅ε παλαιά κορνίζα διαστάσεων 1 ΅. Χ 80 εκ., έξι παλαιές λά΅πες ΅ε καπέλο και α΅παζούρ και άλλα αντικεί΅ενα που ο εγκαλών δεν ΅πόρεσε να προσδιορίσει επακριβώς, επειδή ο κατάλογος στον οποίο είχε καταγράψει τα πράγ΅ατα ιδιοκτησίας του που βρισκόταν στην αποθήκη, δεν βρέθηκε στη συζυγική κατοικία, όπου τον είχε αφήσει ΅ετά τη διακοπή της έγγα΅ης συ΅βίωσης. Τα αφαιρεθέντα πράγ΅ατα είχαν συνολική αξία, κατά την εκτί΅ηση του εγκαλούντος 250.000 ευρώ (άλλο αποδεικτικό στοιχείο ως προς την αξία δεν υπάρχει, ακό΅η δε και αν η εκτί΅ηση αυτή κριθεί υπερβολική λόγω του συναισθη΅ατικού δεσ΅ού του εγκαλούντος ΅ε τα αντικεί΅ενα αυτά, η αξία των αφαιρεθέντων είναι κατά πολύ ΅εγαλύτερη των 73.000 ευρώ). Την ίδια η΅έρα (7.4.2004) ο εγκαλών υπέβαλε έγκληση κατ' αγνώστων δραστών, από τη διενεργηθείσα δε αυθη΅ερόν αυτοψία από τους προανακριτικούς υπαλλήλους ...... και ...... διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στην κύρια είσοδο ή στον ο΅φαλό της κλειδαριάς ή στις ΅παλκονόπορτες. Περαιτέρω προέκυψε ότι η κατηγορου΅ένη ΅ετά τη διάσπαση της έγγα΅ης συ΅βίωσης συνδέθηκε συναισθη΅ατικά ΅ε τον κατηγορού΅ενο Χ2. Ο κατηγορού΅ενος, παρότι τούτο δεν είχε δηλωθεί στις φορολογικές αρχές, εκτός από την ε΅πορία ακινήτων, ασχολείτο και ΅ε ε΅πορία αντικών, τις οποίες αποθήκευε σε δια΅έρισ΅α του στην περιοχή ...... (βλ. την από 3.2.2006 κατάθεση εγκαλούντος ενώπιον της 14ης τακτικής ανακρίτριας Αθηνών, σε συνδυασ΅ό ΅ε τις διευκρινίσεις της κατηγορου΅ένης ενώπιον του παρόντος Συ΅βουλίου, που περιέχονται στο ταυτάριθ΅ο ΅ε την παρούσα απόφαση πρακτικό του). Από αρχές του 2003 ΅έχρι 7.4.2004 η κατηγορου΅ένη είτε ΅όνη της είτε ΅αζί ΅ε τον κατηγορού΅ενο επισκεπτόταν το παραπάνω δια΅έρισ΅α και αφαίρεσαν τα προαναφερό΅ενα αντικεί΅ενα, αξίας 250.000 ευρώ, που ανήκαν στην κυριότητα του εγκαλούντος, ΅ε σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνο΅α. Ειδικότερα οι επισκέψεις των κατηγορου΅ένων στο άνω δια΅έρισ΅α-αποθηκευτικό χώρο και η αφαίρεση αντικει΅ένων προκύπτουν από τις σαφείς και από δική τους αντίληψη καταθέσεις των ΅αρτύρων Γ και Β, γεγονότα που δεν αρνούνται και οι κατηγορού΅ενοι. Συγκεκρι΅ένα ο πρώτος από αυτούς, ο οποίος απασχολείτο ως οικονό΅ος στο σπίτι της κατηγορου΅ένης, καταθέτει ότι η κατηγορου΅ένη επισκέφθηκε το δια΅έρισ΅α το παραπάνω χρονικό διάστη΅α 10-12 φορές, από τις οποίες δύο ΅όνο ΅όνη της και τις υπόλοιπες ΅αζί ΅ε τον κατηγορού΅ενο, ότι του ζητούσε να συσκευάσει διάφορα έπιπλα, κάδρα, βιβλία, διακοσ΅ητικά, τα οποία τοποθετούσε στο αυτοκίνητο της καθώς και λεπτο΅έρειες για την αφαίρεση των βιβλίων, ενώ ο δεύτερος από αυτούς, που απασχολείτο επίσης από την κατηγορου΅ένη ως οδηγός φύλακας αποθηκάριος, ότι είχε αγοράσει υλικά συσκευασίας που τα τοποθέτησε στο άνω δια΅έρισ΅α καθώς και ότι είχε δει στα αυτοκίνητα της κατηγορου΅ένης πράγ΅ατα από το σπίτι της ...... άλλα συσκευασ΅ένα και άλλα όχι. Οι καταθέσεις των ανωτέρω κρίνονται πειστικές, ενόψει του ότι το δια΅έρισ΅α δεν βρέθηκε παραβιασ΅ένο και η κατηγορου΅ένη είχε τα κλειδιά του δια΅ερίσ΅ατος. Αλλά και η ίδια η κατηγορου΅ένη απολογού΅ενη ε΅΅έσως πλην σαφώς ο΅ολόγησε την αφαίρεση πραγ΅άτων ιδιοκτησίας του συζύγου της, καταθέτοντας ΅εταξύ άλλων, "Υπήρχαν επίσης και αρκετά κει΅ήλια, τα οποία αποδόθηκαν στον πρώην σύζυγο του, όπως φαίνεται στο από 25.10.2004 ιδιωτικό συ΅φωνητικό που υπεγράφη ΅εταξύ ε΅ού και του πρώην συζύγου ΅ου. Τα αντικεί΅ενα αυτά δεν τα ΅ετέφερα εγώ προσωπικά, αλλά τα άτο΅α που είχα στο σπίτι, σαν προσωπικό. Αυτά που λένε στις καταθέσεις τους οι ΅άρτυρες περιέχουν υπερβολές. Όλα τα αντικεί΅ενα που έπαιρνα από την αποθήκη τα πήγαινα σπίτι ΅ου και προκει΅ένου για εύθραυστα αντικεί΅ενα τα συσκεύαζαν τα άτο΅α που τα ΅ετέφεραν, όπως έγινε ΅ε τον καθρέφτη και δύο τρία βάζα". Τέλος προέκυψε ότι ο εγκαλών και η κατηγορου΅ένη στα πλαίσια εξωδικαστικής ρύθ΅ισης των ΅εταξύ τους περιουσιακών σχέσεων κατάρτισαν το από 25-10-2004 ιδιωτικό συ΅φωνητικό, ΅ε το οποίο η κατηγορου΅ένη ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει τα περιγραφό΅ενα σ' αυτό κινητά πράγ΅ατα τα οποία, ό΅ως είναι διαφορετικά από τα αφαιρεθέντα, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των αναφερο΅ένων στο συ΅φωνητικό ΅ε τα δηλωθέντα από τον εγκαλούντα ως κλαπέντα. Το ίδιο κατέθεσε και ο εγκαλών και διευκρίνισε κατά την αυτοπρόσωπη ε΅φάνιση του στο Συ΅βούλιο, δηλώνοντας επιπλέον ότι ΅έχρι σή΅ερα δεν του έχουν αποδοθεί τα κλοπι΅αία. Στο ίδιο συ΅φωνητικό ο εγκαλών δηλώνει ότι "αρκεσθείς στις διαβεβαιώσεις της εγκαλούσας δέχεται ότι, ΅όνη αυτή δεν έχει σχέση ΅ε το καταγγελθέν υπ' αυτού αδίκη΅α κλοπής αντικει΅ένων από τον αποθηκευτικό χώρο επί της οδού ......", αναλα΅βάνει να της αποδώσει τα έπιπλα κήπου καθώς και άλλα πράγ΅ατα που ενδεχο΅ένως ευρίσκοντο στην αποθήκη υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει συ΅φωνία ότι ανήκουν στην πρώτη των συ΅βαλλο΅ένων (κατηγορου΅ένη), θα υπάρξει συνεννόηση των πληρεξουσίων των συ΅βαλλο΅ένων, τόσο για τον εντοπισ΅ό τους, όσο και την απόδοση τους". Από το περιεχό΅ενο του άνω συ΅φωνητικού συνάγεται α) ότι ο εγκαλών είναι πράγ΅ατι κάτοχος περιουσίας κινητών πραγ΅άτων (πινάκων ζωγραφικής, γλυπτών, επίπλων, σερβίτσιων πορσελάνης κ.λ.π.) ΅εγάλης αξίας, β) ότι ο εγκαλών, για λόγους προσωπικούς, προφανώς λόγω της προϋπάρξασας συζυγικής του σχέσης ΅ε την κατηγορου΅ένη, δηλώνει ότι δεν την θεωρεί υπαίτια για την άνω κλοπή και γ) ότι εκτός από τα έπιπλα κήπου, τα πράγ΅ατα που ανήκαν στην κατηγορου΅ένη και είχαν τοποθετηθεί στην άνω αποθήκη, ήταν είδη καθη΅ερινής οικιακής χρήσης και όχι κει΅ήλια ή έργα τέχνης, καθόσον κρίνεται ότι στην περίπτωση αυτή η κατηγορου΅ένη θα ΅πορούσε να τα περιγράψει και να τα προσδιορίσει ώστε να υποχρεώσει τον εγκαλούντα να της τα αποδώσει απευθείας, όπως έγινε και ΅ε τα έπιπλα κήπου.
Συνεπώς οι ισχυρισ΅οί της κατηγορου΅ένης, που προβάλλονται ΅ε το απολογητικό της υπό΅νη΅α και ΅ε τους λόγους της υπό κρίση έφεσης της, ότι τα αφαιρεθέντα από την ίδια πράγ΅ατα ανήκαν στην κυριότητα της ίδιας και όχι στην κυριότητα του εγκαλούντος, κρίνονται ουσιαστικά αβάσι΅οι και απορριπτέοι, ση΅ειου΅ένου επιπλέον 1) ότι ο ΅η ακριβής καθορισ΅ός του αριθ΅ού των αφαιρεθέντων πραγ΅άτων οφείλεται στην παραπάνω αναφερό΅ενη απώλεια του καταλόγου στον οποίο είχε καταγράψει ο εγκαλών την εντός του άνω αποθηκευτικού χώρου κινητή περιουσία του και 2) ότι η από 26.5.2004 δήλωση του εκκαλούντος ότι βρήκε ένα από τους πίνακες ΅ε θέ΅α ένα βαπόρι, που αρχικά είχε δηλώσει ότι είχε κλαπεί, δεν οφείλεται σε κακοπιστία του, αλλά στο γεγονός ότι ο αποθηκευτικός χώρος αναστατώθηκε κατά τις επισκέψεις των κατηγορου΅ένων και έτσι ο συγκεκρι΅ένος πίνακας βρέθηκε σε άλλη θέση από αυτήν που είχε τοποθετηθεί από αυτόν. Εξάλλου η καλή πίστη του εγκαλούντος ενισχύεται από το ότι αυτός δήλωσε στο Συ΅βούλιο, ότι δεν επιθυ΅εί την τι΅ωρία των κατηγορου΅ένων, παρότι δεν του έχουν αποδοθεί τα πράγ΅ατα, δήλωση βέβαια που δεν ασκεί έννο΅η επιρροή λόγω του χαρακτήρα της ένδικης πράξης ως κακουργη΅ατικής κλοπής. Επίσης οι ισχυρισ΅οί της κατηγορου΅ένης α) ότι έπρεπε να παραπε΅φθεί για πλη΅΅ελη΅ατική υφαίρεση κατ' άρθρο 378 ΠΚ, καθόσον οι πράξεις έλαβαν χώρα εντός του 2003, δηλαδή σε χρόνο που είχε την ιδιότητα της συζύγου του εγκαλούντος, αφού ο γά΅ος λύθηκε α΅ετάκλητα στις 3.3.2004 και ως εκ τούτου η υποβληθείσα έγκληση (για το αδίκη΅α του άρθρου 378 ΠΚ) είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσ΅ης άσκησης και β) περί εξάλειψης του αξιοποίνου, κατ' άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ λόγω δηλώσεως του εγκαλούντος στο από 25.4.2004 συ΅φωνητικό περί ΅η υπάρξεως αξιώσεως εναντίον της, κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσι΅οι, καθόσον προέκυψαν τα εξής: 1) Ως προς τον υπό στοιχ. α' ισχυρισ΅ό: Οι αφαιρέσεις των παραπάνω πραγ΅άτων έλαβαν χώρα από αρχές 2003 ΅έχρι 7.4.2004 (σε η΅ερο΅ηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν), επειδή δε πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλη΅α που τελέστηκε ΅ετά την 3.6.1999, που άρχισε να ισχύει η διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, κρίσι΅ος χρόνος τέλεσης του αδική΅ατος είναι ο χρόνος που έλαβε χώρα η τελευταία πράξη, ήτοι η 7.4.2004, κατά τον οποίο ο εγκαλών και η κατηγορου΅ένη δεν είχαν την ιδιότητα των συζύγων, αφού ο γά΅ος είχε λυθεί α΅ετάκλητα από 25.2.2004 (βλ. Ολ. ΑΠ 5/2002, Ποιν. Δικ. 2002, 836, Φελουτζή, Ποιν. Χρον. ΜΘ 407, ΠΚ Μ. Μαργαρίτη, άρθρο 98, σελ. 247 αρ. 18). Την 7.4.2004 που ο εγκαλών διαπίστωσε την κλοπή, υπέβαλε αυθη΅ερόν την έγκληση του, δηλαδή εντός της τρί΅ηνης προθεσ΅ίας του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ, ανεξάρτητα από το ότι για την ένδικη κακουργη΅ατική κλοπή η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, αφού δεν απαιτείται έγκληση, όπως συνάγεται από το συνδυασ΅ό των διατάξεων των άρθρων 36 ΚΠΔ, 374Α παρ. 1, 2, 377 παρ. 1 ΠΚ).
Συνεπώς ορθώς έχει χαρακτηριστεί η πράξη ως διακεκρι΅ένη κλοπή σε βαθ΅ό κακουργή΅ατος. 2) Η κατηγορου΅ένη δεν έχει αποδώσει στον εγκαλούντα τα πράγ΅ατα, ούτε τον έχει ικανοποιήσει ΅έχρι σή΅ερα. Ακό΅η ό΅ως και αν γίνει δεκτό, ότι η δήλωση του εγκαλούντος - ζη΅ιωθέντος στο από 25.10.2004 ιδιωτικό συ΅φωνητικό ότι δεν διατηρεί αξιώσεις κατά της κατηγορου΅ένης από την ένδικη κλοπή, έχει την έννοια της πλήρους ικανοποίησης του ζη΅ιωθέντος, που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 379 παρ. 1 ΠΚ και πάλι δεν αίρεται το αξιόποινο της ένδικης πράξης, αφού τούτο έγινε στις 25.10.2004, ήτοι ΅ετά τις 27.4.2004 που η κατηγορου΅ένη εξετάστηκε από τις προανακριτικές αρχές και όχι πριν την εξέταση της από τις αρχές, όπως απαιτεί η πιο πάνω διάταξη, δηλαδή δεν έγινε οικειοθελώς και χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων (βλ. ΑΠ 98/2007, δη΅οσ. στη ΝΟΜΟΣ ΑΠ 720/2003, Ποιν. Δικ. 2003,1043, ΠΚ Μ. Μαργαρίτη, άρθρο 379, σελ. 1094, 1095, αρ. 9- 11). Τέλος οι ισχυρισ΅οί του εκκαλούντος κατηγορου΅ένου που προβάλλονται ΅ε τους σχετικούς λόγους της κρινό΅ενης έφεσης του περί του ότι τα αφαιρεθέντα δεν ανήκαν στην κυριότητα του εγκαλούντος αλλά της κατηγορου΅ένης, καθώς και περί έλλειψης δόλου κρίνονται ουσιαστικά αβάσι΅οι και απορριπτέοι για τους λόγους που αναλυτικά ανωτέρω αναφέρονται. Κατόπιν αυτών προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορου΅ένων για την τέλεση της αποδιδό΅ενης σε αυτούς αξιόποινης πράξης της διακεκρι΅ένης κλοπής αντικει΅ένων των οποίων η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση πράξεις που προβλέπονται και τι΅ωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 79, 98, 374 περ. ε σε συνδ. ΅ε 372 ΠΚ και πρέπει να παραπε΅φθούν προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης στο αρ΅όδιο κατ' ύλη και κατά τόπο δικαστήριο, και δη το Τρι΅ελές Εφετείο Κακουργη΅άτων Αθηνών. ...".
Α._ Επί της αιτήσεως του Χ2.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου των άρθρων 45, 98, 372 και 374 περ.ε' του Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του ότι το συμβούλιο αυθαιρέτως δέχθηκε ότι τα αντικείμενα της κλοπής ανήκαν στον εγκαλούντα και απέκλεισε οποιαδήποτε κυριότητα επ' αυτών και της συγκατηγορουμένης του, ενώ κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε από τα αποδεικτικά στοιχεία, είναι απαράδεκτη διότι υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η διαφορετική ουσιαστική κρίση του συμβουλίου. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται και η αξία καθενός αντικειμένου ξεχωριστά που αποτέλεσαν το αντικείμενο της κλοπής, για δε τη θεμελίωση του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης το δικαστήριο δέχεται ανελέγκτως ότι η συνολική αξία των κλαπέντων, ως αξιώνεται στο άρθρο 374 περ.ε'του ΠΚ, υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία από τα περιστατικά που το Συμβούλιο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν. Ακόμη το συμβούλιο Εφετών διαλαμβάνει στο προσβαλλόμενο βούλευμα πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι ο αναιρεσείων από κοινού με την συγκατηγορούμενή του τέλεσαν το έγκλημα της κλοπής. Οι αιτιάσεις του αυτού αναιρεσείοντος με τις οποίες α) κατά διάφορο τρόπο αξιολογεί τις μαρτυρικές καταθέσεις εν σχέσει με τις επισκέψεις του στο διαμέρισμα από το οποίο αφαιρέθηκαν οι αντίκες και λοιπά κινητά πράγματα και β) αρνείται την επαγγελματική απασχόληση με την εμπορία αντικών είναι επίσης απαράδεκτες διότι με αυτές πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ στον διάδικο του οποίου απορρίπτεται το ένδικο μέσο επιβάλλονται τα δικαστικά έξοδα. Η κατ' εφαρμογή του άρθρου αυτού διάταξη του βουλεύματος με την οποία στον εκκαλούντα - αναιρεσείοντα επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα δεν χρήζει οποιασδήποτε αιτιολογίας.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ μοναδικός λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2 με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Β.- Επί της αιτήσεως της Χ1
Το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ανελέγκτως ότι ο μεταξύ της αναιρεσείουσας και του εγκαλούντος Α γάμος λύθηκε αμετάκλητα την 25-2-2004, ότι η κλοπή των κινητών πραγμάτων αυτού από την αναιρεσείουσα από κοινού με τον Χ2 έγινε εξακολουθητικά κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 2003 μέχρι και την 7-4-2004. Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, ο εγκαλών επισκέφτηκε το διαμέρισμα στο οποίο εφυλλάσσονταν τα αντικείμενα της κλοπής και τότε το πρώτον αντιλήφθηκε την απώλεια, αυθημερόν δε (7-4-2004) υπέβαλε αρμοδίως έγκληση κατ' αγνώστων. Με τις παραδοχές αυτές, για τις μερικότερες πράξεις κλοπής οι οποίες έλαβαν χώρα μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου της αναιρεσείουσας και του εγκαλούντος, εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 117 και 118 του Π.Κ υπεβλήθη η έγκληση του παθόντος.
Συνεπώς οι λόγοι αναιρέσεως α) για απόλυτη ακυρότητα εκ του λόγου ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη χωρίς έγκληση του παθόντος για τις μερικότερες πράξεις κλοπής- υφαίρεσης που έλαβαν χώρα πριν την λύση του γάμου και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ του λόγου ότι παραπέμπεται για κακουργηματική κλοπή και όχι για υφαίρεση είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εφόσον για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως το Συμβούλιο Εφετών δέχεται ότι η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το χρηματικό όριο των 73.000 ευρώ, η παραδοχή του βουλεύματος ότι η συνολική αξία αυτών ανέρχεται σε 250.000 ευρώ, δεν είναι αντιφατική κατά τούτο και η σχετική αιτίαση της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμη. Τέλος με πλήρη και ειδική αιτιολογία το συμβούλιο απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για εξάλειψη του αξιοποίνου κατά το άρθρο 379 Π.Κ, όσα δε περί του αντιθέτου με τον τελευταίο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ υποστηρίζει η αναιρεσείουσα είναι αβάσιμα. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες αιτήσεις αναιρέσεως και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 125/23-6-2008 αίτηση της Χ1 και την από 126/24-6-2008 αίτηση του Χ2 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 826/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ