Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2096 / 2007    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία.




Περίληψη:
Στοιχεία ψευδούς καταμήνυσης και ψευδορκίας μάρτυρα. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ψευδή κατα-μήνυση και ψευδορκία μάρτυρα





ΑΡΙΘΜΟΣ 2096/2007


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλής Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Παπανικολάου, περί αναιρέσεως της 1-2/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 710/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 του Π.Κ. όπως είχε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 1 παρ. 6 του νόμου 3327/2005, "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι` αυτόν ενώπιον αρχής ότι ετέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι` αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να εγνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτού, είναι δε αδιάφορο αν αυτός απηλλάγη ή όχι κατ` ουσίαν αλλά ένεκα λόγων οι οποίοι αίρουν το αξιόποινο ή αποκλείουν την ποινή δεδομένου ότι δε κωλύεται το δικαστήριο που δικάζει την κατηγορία της ψευδούς καταμηνύσεως να ερευνήσει το κατ` ουσίαν ανυπόστατο της καταμηνυθείσης πράξεως.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 του Π.Κ. όπως είχε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 1 παρ. 1 του ίδιου ως άνω ν. 3327/05 με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, πρέπει να είναι ψέματα τα όσα γεγονότα κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας, προς τούτο, αρχής, ενώ ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρος, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η κατ' άρθρο 221δ' ΚΠΔ απαγόρευση της όρκισης, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, του πολιτικώς ενάγοντος, δεν είναι ταγμένη με ποινή ακυρότητας και λαμβάνεται υπόψη προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης η ένορκη κατάθεσή του, οπότε, τοιουτοτρόπως, δυσχεραίνεται ή εμποδίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Τέλος, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ΄Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης .
Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1-2/2006 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο κατηγορούμενος είναι δημοτικός υπάλληλος στο Δήμο Άργους, ενώ ο μηνυτής ήδη συνταξιούχος αστυνομικός. Ο κατηγορούμενος για λόγους που δεν προέκυψαν, δεν έτρεφε καλά αισθήματα για τον μηνυτή. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι ο κατ/νος δεν τον συμπαθούσε γιατί δεν κατεμήνυε άτομα που του υπεδείκνυε. Όπως απεδείχθη, ο κατηγορούμενος έχει υποβάλλει και άλλες μηνύσεις κατά του μηνυτή, για καμία δε δεν έχει τιμωρηθεί. Ο κατ/νος υπέβαλε στις 20-11-1998 έγκληση προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών Ναυπλίου, με την οποία κατεμήνυσε τον νυν μηνυτή ότι στις 19-10-1998 και περί ώρα 14.00 στην διασταύρωση των δημοτικών οδών ...... και ......... στο ......., οδηγώντας ΙΧΕ αυτοκίνητό του αποπειράθηκε να του προξενήσει επικίνδυνη σωματική βλάβη, και δη τον καταδίωξε ενώ επέβαινε σε μοτ/το, με αποτέλεσμα να επιπέσει επί παρακειμένης οικοδομής. Η έγκληση αυτή, της οποίας ο εκεί μηνυτής και νυν κατηγορούμενος επιβεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο και ενώπιον της Πταισματοδίκου Άργους αποτελεί ανακοίνωση (αγγελία) κατά την έννοια του νόμου. (Α.Π. 574/1988 ΠΧΡ. ΛΗ 715). Η υπηρεσία στην οποία υποβλήθηκε η έγκληση αυτή είναι αρχή και μάλιστα αρμοδία για να επιληφθεί του περιεχομένου της (ΑΠ 744/1988 ΠΧΡ.ΛΗ 863,Μπουρόπουλος Ερμ.ΠΚ β 294). Όπως είναι πρόδηλο τα ως άνω αναφερόμενα συνιστούν αξιόποινη πράξη, (απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης) που φέρεται ότι διεπράχθη από τον κατηγορούμενο (ΑΠ 609/1986 , 56/1987 ΠΧΡ. ΛΣΤ 699 ΚΑΙ ΛΖ 310) Τα περιστατικά αυτά είναι αντικειμενικώς ψευδή, (ΑΠ 1625/1990,863/1998,ΠΧΡ. ΜΑ 699 και ΛΖ 33), αφού το αληθες είναι ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα και την αναφερομένη ημέρα και ώρα ο μηνυτής ευρισκόταν στην οικία του. Ο κατηγορούμενος εγνώριζε την αναλήθεια των καταμηνυθέντων (Τούσης ΠΚ στο άρθρο 229 σελίς 610,ΑΠ 393/1987,1513/1988 ΠΧΡ. ΛΖ 439 και ΛΘ 368). Εντούτοις στην υποβολή της εν λόγω ψυδούς εγκλήσεως προέβη εν γνώσει της αναληθείας της, με σκοπό να επιτύχει την ποινική δίωξη του εγκαλούντος, τον οποίο μισούσε. (ΑΠ 1625/1990 863/1988 ΠΧΡ. ΜΑ 699 και ΛΘ 33 ) Πρέπει να σημειωθεί ότι με αφορμή την εν λόγω ψευδή έγκληση ασκήθηκε από τον ενταύθα Εισαγγελέα Πλημ/κών ποινική δίωξη για απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αλλά με την υπ'αριθμ. 1777/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Ναυπλίου κηρύχτηκε αθώος. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, προς απόδειξη τόσο της αναλήθειας των καταμηνυθέντων, όσο και της υπερχειλούς δολίας προαιρέσεως του κατ/νου ότι ο τελευταίος, προκειμένου να καταδείξει την "αλήθεια" των ψευδώς καταμηνυθέντων και να επιτύχει την καταδίκη του νυν μηνυτού, επρότεινε ως δήθεν αυτόπτη μάρτυρα την Γ1, από την οποία αξίωσε να καταθέσει ότι τάχα έλαβε χώρα η καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη, τάζοντας της ότι θα ενεργήσει για να προσληφθεί ο γιός της (βλ. κατάθεση της ιδίας της μάρτυρα στο ακροατήριο). Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατ/νος όπως και πρωτοδίκως για αμφότερες τις αξιόποινες πράξεις που του αποδόθηκαν". Με τις παραδοχές του αυτές, το προδιαληφθέν Δικαστήριο διέλαβε, στην πληττόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρος, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1 και 224 παρ. 1 και 2 ΠΚ, που εφάρμοσε και τις οποίες, έτσι, ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, παραβίασε, δεδομένου ότι πλήρως αιτιολογείται ο άμεσος δόλος, που απαιτείται προς στοιχειοθέτηση των παραπάνω εγκλημάτων, διότι και στο σκεπτικό και στο διατακτικό δεν παρατίθεται απλώς η φράση "εν γνώσει", αλλά αναφέρονται όλα τα περιστατικά, που επιβεβαιώνουν την γνώση του αναιρεσείοντος και δη "ότι ο κατηγορούμενος, προκειμένου να καταδείξει την "αλήθεια" των ψευδώς καταμηνυθέντων και να επιτύχει την καταδίκη του νυν μηνυτού, επρότεινε ως δήθεν αυτόπτη μάρτυρα την Γ1, από την οποία αξίωσε να καταθέσει ότι τάχα έλαβε χώρα η καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη, τάζοντάς της ότι θα ενεργήσει για να προσληφθεί ο γυιός της".
Συνεπώς, πρέπει, ως αβάσιμοι, ν' απορριφθούν οι περί του αντιθέτου και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Δ' και Ε' ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναίρεσης. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Απορρίπτει την με αριθμό 4/31-3-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 1-2/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Και
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2007.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή