Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1461 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απόπειρα, Κλοπή.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για από-πειρα κλοπής από συνήθεια. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.




Αριθμός 1461/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Στασινόπουλο, περί αναιρέσεως της 4132/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1434/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α του ΠΚ "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικό ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται η αφαίρεση με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου ξένου εξ ολοκλήρου ή μερικώς κινητού πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του. Από δε τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ. συνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται πράξη η οποία επιχειρείται με δόλο τέλεσης ορισμένους εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, σαν τέτοια δε πρέπει να θεωρηθεί κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία, αν δεν ήθελε από οποιοδήποτε λόγο ανακοπεί, οδηγεί, αναμφισβήτητα, στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας ώστε κατά κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος επιχείρησε να εκτελέσει πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό". κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου "όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παραμένει ατιμώρητος". Στην τελευταία αυτή περίπτωση η απροσφορότητα της απόπειρας είναι προφανής για τον οποιοδήποτε κανονικώς σκεπτόμενο άνθρωπο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τέλεση της πράξεως της απρόσφορης απόπειρας από ευήθεια με συνακόλουθη συνέπεια την έλλειψη ικανότητας προς καταλογισμό, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 4132/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, στις ...εισήλθε στον Ιερό ναό του Αγίου ... και κρατώντας ένα φακό τύπου στυλό και ένα σύρμα προσπάθησε να αφαιρέσει χρήματα από ξύλινο κουτί - ταμείο υπέρ Φιλοπτώχων. Ειδικότερα, όπως προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, συνταξιούχος της ΕΤΕ από το έτος 1989, λόγω ψυχικών διαταραχών και δη καταθλιπτικών, φοβικών και υποχονδριακών συμπτωμάτων με χρόνια παρανοειδή στοιχεία, εμφανιζόταν τακτικά στον ως άνω ναό και παρέμεινε εκεί σβήνοντας τα κεριά μετά από άδεια του νεωκόρου .... Τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα 15.00 ο τελευταίος τον αντελήφθη από τον γυναικωνίτη, όπου βρισκόταν απασχολούμενος, να προσπαθεί με το φακό και το σύρμα που είχε στα χέρια του, να αφαιρέσει χρήματα από το προαναφερόμενο ταμείο, χωρίς όμως να είναι τούτο δυνατόν, αφού η εγκοπή για τη ρίψη των χρημάτων είναι πάρα πολύ στενή, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επίτευξη του σκοπού του. Ο μάρτυρας νεωκόρος έκανε θόρυβο για να τον αποτρέψει, χωρίς όμως να του απευθύνει το λόγο, οπότε ο κατηγορούμενος, αφού δεν τον αντελήφθη, συνέχισε τις ως άνω απόπειρές του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παρακολουθώντας τον ο μάρτυρας να συνεχίζει την προσπάθειά του, έκανε εκ νέου θόρυβο, οπότε ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε το ναό. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι από ευήθεια προέβη στην ανωτέρω πράξη και επομένως πρέπει να μη τιμωρηθεί δεν κρίνεται βάσιμος, αφού από όλη την ενώπιον του Δικαστηρίου παρουσία, συμπεριφορά και απολογία του δεν προέκυψε τούτο. Συνακόλουθα, με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος απρόσφορος απόπειρας αφού τα μέσα που χρησιμοποίησε για την απόπειρα της κλοπής δεν ήσαν ικανά να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα". Με βάση τις ως άνω παραδοχές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο απρόσφορης απόπειρας κλοπής και του επέβαλε την ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μια τριετία.
Με βάση όμως τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ευηθείας του και εντεύθεν περί ατιμωρησίας του (για έλλειψη της ικανότητας προς καταλογισμό) κατά την απρόσφορη απόπειρα κλοπής χρημάτων από το ξύλινο κυτίο του Ιερού ναού του Αγίου ... που βρίσκεται στην οδό .... Πλέον συγκεκριμένα το ως άνω Δικαστήριο αναφέρει μόνο στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι "από όλη την ενώπιον του Δικαστηρίου παρουσία, συμπεριφορά και απολογία του δεν προέκυψε τούτο" δηλονότι ότι ενήργησε με ευήθεια, χωρίς να προσδιορίζει ποία ήταν η παρουσία και η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος ενώπιόν του από την οποία πείστηκε ότι αυτός δεν ενήργησε με ευήθεια όταν επιχείρησε την ανωτέρω απρόσφορη απόπειρά του, ούτε ότι από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν σ'αυτό [(ιατρικές βεβαιώσεις) γνωματεύσεις Υγειονομικής Επιτροπής Αθηνών, Πανεπιστημίου Αθηνών, Νευρολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και προσωρινό απολυτήριο Στρατού που αφορά τον αναιρεσείοντα], και αναγνώστηκαν δεν προέκυπτε η ευήθειά του, έχοντας κατά το χρόνο της τέλεσης της ως άνω πράξης ηλικία 52 ετών. Πρέπει να επισημανθεί ότι η ανωτέρω ανεπάρκεια και ασάφεια της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν συμπληρώνεται από το τυπικό διατακτικό της. Είναι, επομένως, βάσιμος ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ και πρέπει, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο το οποίο είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4132/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή