Θέμα
Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Εντολέας-Εντολοδόχος. Επί υπεξαιρέσεως χρημάτων, η απόκτηση κατοχής δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στον δράστη, αλλά και με την κατάθεση από αυτόν σε κοινό λογαριασμό με τον εντολέα κατά παράβαση της εντολής του τελευταίου, οπότε εκδηλώνεται η βούληση του για την παράνομη ιδιοποίηση τους, αφού καθίσταται συνδικαιούχος του λογαριασμού και μπορεί να προβεί στην ανάληψη αυτών χωρίς την συγκατάθεση των λοιπών συνδικαιούχων αυτού. Με την ανάληψη δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της υπεξαίρεσης διότι κυρία πλέον έχει καταστεί η τράπεζα. Λόγοι αναίρεσης: α) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, β) Έλλειψη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης. Επιβάλλει δικαστικά έξοδα και επιδικάζει τη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας.
ΑΡΙΘΜΟΣ 858/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύoντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Τακτικού Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Νικολάου Ζαΐρη), Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Γεωργίου Αδαμόπουλου), Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέλιο Τουρβάτσιο, περί αναιρέσεως της 1701/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Σ. Π. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Θεοφύλακτο.
Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 147/13.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 και 2 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό, ολικά ή εν μέρει, ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου, και για την κακουργηματική μορφή του αδικήματος το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας να το έχουν εμπιστευθεί δε στον δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, υποκειμενικώς δε δόλια προαίρεση, δηλούμενη με οποιαδήποτε ενέργεια του δράστη, που υποδηλώνει εξωτερίκευση της βουλήσεως του να ενσωματώσει το πράγμα στην ατομική του περιουσία χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Αν πρόκειται για χρήματα, που επίσης μπορεί να είναι υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στον δράστη, αλλά και με την κατάθεση τους σε κοινό λογαριασμό, σε τράπεζα του δράστη και του παθόντος χωρίς συναίνεση του τελευταίου, με την οποία γίνεται αυτός (δράστης) συνδικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεως τους, χωρίς τη σύμπραξη των συνδικαιούχων, των κατατειθεμένων σ' αυτόν χρημάτων, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΝΔ 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 5638/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 ΝΔ 951/1971, είτε σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου από τον οποίο θα αναλαμβάνονταν τα κατατεθειμένα από τον δράστη χρήματα, με βάση την μεταξύ τους έννομη σχέση .Στην περίπτωση αυτή ο εντολοδόχος δεν αποκτά κυριότητα επί των χρημάτων αυτών, γι' αυτό σε περίπτωση μη ανάλωσης και παράνομης ιδιοποίησης αυτών (καταβαλλομένων χρημάτων), ο εντολοδόχος διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης.
Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξ άλλου είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία, παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την υπ' αρ. 1701/2012 απόφαση του δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει και ειδικότερα: από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τη συζήτηση γενικά της υποθέσεως αποδείχθηκαν -κατά πιστή μεταφορά-: "Ο κατηγορούμενος, στη Λάρισα, στις 11-11-2005 ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στη κατοχή του, η αξία των οποίων είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συγκεκριμένα ενώ έλαβε από την εγκαλούσα, Σ. Π. του Ι. το χρηματικό ποσό των 35.000 Ε. με την εντολή να το καταθέσει για λογαριασμό της στην Αγροτική Τράπεζα, ωστόσο αυτός ο κατηγορούμενος παραβαίνοντας τη σχετική εντολή, κατέθεσε το παραπάνω χρηματικό ποσό σε κοινό λογαριασμό με δικαιούχους τον ίδιο και την εγκαλούσα, εν αγνοία της τελευταίας στη συνέχεια δε, προέβη σε ανάληψη από την παραπάνω τράπεζα ολόκληρου του ποσού, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το οποίο κατακράτησε για δικό του λογαριασμό, χωρίς να το αποδώσει στην εγκαλούσα, αλλά το χρησιμοποίησε για την κάλυψη των δικών του αναγκών και το ενσωμάτωσε έτσι στην ιδιοκτησία του, παρανόμως, ήτοι χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας στην κυριότητα της οποίας ήταν τα χρήματα και χωρίς άλλο νόμιμο προς τούτο δικαίωμα". Ακολούθως κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "Στη Λάρισα, στις 11-11-2005 ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα ολικά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του, η αξία των οποίων είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συγκεκριμένα ενώ έλαβε από την εγκαλούσα Σ. Π. του Ι. το χρηματικό ποσό των 35.000 Ε. με την εντολή να το καταθέσει για λογαριασμό της στην Αγροτική Τράπεζα, ωστόσο αυτός ο κατηγορούμενος παραβαίνοντας τη σχετική εντολή, κατέθεσε το παραπάνω χρηματικό ποσό σε κοινό λογαριασμό με δικαιούχους τον ίδιο και την εγκαλούσα, εν αγνοία της τελευταίας, στη συνέχεια δε, προέβη σε ανάληψη από την παραπάνω τράπεζα, εν αγνοία της ολόκληρου του ποσού, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το οποίο κατακράτησε για δικό του λογαριασμό, χωρίς να το αποδώσει στην εγκαλούσα αλλά το χρησιμοποίησε αυθαίρετα για την κάλυψη των δικών του αναγκών και το ενσωμάτωσε έτσι στην ιδιοκτησία του, παρανόμως, ήτοι χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας στην κυριότητα της οποίας ήταν τα χρήματα και χωρίς άλλο νόμιμο προς τούτο δικαίωμα". Ήτοι, τον κήρυξε ένοχο της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (375 παρ. 1β' ΠΚ) και του επέβαλλε την ποινή των 12 μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία, και επιδίκασε στην παρασταθείσα πολιτικώς ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία που τελέσθηκε σε βάρος της το ποσό των 10 Ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με αυτά που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της oυσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε αυτά στην άνω διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1β' του ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν την παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται ο τρόπος τελέσεως του εγκλήματος τούτου και συγκεκριμένα, με την παραδοχή ότι η πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των 35.000 €, το οποίο παρέδωσε κατά τον διαλαμβανόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση χρόνο και τόπο στον κατηγορούμενο, το κατέβαλε ως εντολέας με την συγκεκριμένη εντολή να το καταθέσει στον ατομικό λογαριασμό της στην Αγροτική Τράπεζα, η βούληση δε του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου να ιδιοποιηθεί αυτό ενσωματώνοντας το στην περιουσία του και κατά συνέπεια και η δολία προαίρεση του, εκδηλώθηκε όταν αυτός κατέθεσε αυτό το χρηματικό ποσό, κυριότητας μέχρι τότε της πολιτικώς ενάγουσας, σε κοινό λογαριασμό με την πολιτικώς ενάγουσα, παραβαίνοντας την εντολή της, οπότε κατέστη συνδικαιούχος αυτού με δικαίωμα αναλήψεως του χωρίς τη συναίνεση της όπως και έπραξεν. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) ότι το δικαστήριο της ουσίας έσφαλλε ως προς την εφαρμογή του νόμου (375 παρ. 1β' ΠΚ), διότι με την ανάληψη των χρημάτων από το κοινό λογαριασμό δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος αφού κυρία πλέον των χρημάτων είναι η τράπεζα στην οποία κατατέθηκαν τα χρήματα αυτά, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εν λόγω αδίκημα συντελέσθηκε τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική του υπόσταση, με την κατάθεση του εν λόγω ποσού σε κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα, κατά παράβαση της σχετικής εντολής της εντολέως από τον εντολοδόχο να κατατεθεί σε ατομικό αυτής τραπεζικό λογαριασμό και όχι με την ανάληψη των χρημάτων από τον αναιρεσείοντα από τον κοινό λογαριασμό, χρόνο κατά τον οποίο βεβαίως κυρία των χρημάτων είχε καταστεί η τράπεζα και δεν θα στοιχειοθετείτο με την πράξη αυτή της αναλήψεως η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως (Ολ.ΑΠ 1093/1991). β) ότι κατ' εντολή της πολιτικώς ενάγουσας κατέθεσε τα χρήματα αυτά σε κοινό λογαριασμό, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι συνιστά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της άνω διατάξεως του ΠΚ, λόγοι της αναίρεσης είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν. Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρ. 176 και 183 του Κ.Πολ.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 2/22-1-2013 αίτηση του Σ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της 1701/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ και στη πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας, που την ορίζει στα πεντακόσια (500) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ