Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Παραγραφή υφ' όρο.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο του νομίμου εκπροσώπου εργολάβου ομόρρυθμης εταιρίας, ο οποίος δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα προστασίας από την πτώση από ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα, με αποτέλεσμα να πέσει εργαζόμενος και να τραυματισθεί. Στοιχεία εγκλήματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από κανόνα δικαίου και από τα καθήκοντα του δράστη ως εργοδότη. Η υπόθεση, ως προς την παράβαση του π.δ. 305/1996, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, έπρεπε να τεθεί στο αρχείο λόγω παραγραφής υφ’ όρο, κατ' άρθρο 8 παρ. 4 ν. 4198/2013. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου και για την πράξη αυτή υπερέβη την εξουσία του. Αναίρεση, ως προς τις διατάξεις που αφορούν την πράξη αυτή, και παραπομπή στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Απάλειψη της ποινής που επιβλήθηκε για την πράξη αυτή και της επαυξήσεως της ποινής της σωματικής βλάβης. Απόρριψη της αιτήσεως κατά τα λοιπά.
Αριθμός 634/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Χ. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 5567/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 937/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει στην αιτιολογία της αποφάσεως να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως και, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5567/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε βάρος του Τ. Ε. και παραβάσεως του π.δ. 305/1996 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για την πρώτη πράξη και τεσσάρων (4) μηνών για τη δεύτερη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι στην Άσσηρο Θεσσαλονίκης, την 24.1.2008, από αμέλειά του προξένησε σωματική βλάβη στον Τ. Ε. του Χ., κάτοικο ... κατά τον εξής τρόπο: Ενώ ήταν εργοδότης και ειδικότερα ομόρρυθμος εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στα ... εταιρίας με την επωνυμία "Π… Α. Μ. & ΣΙΑ ΟΕ", η οποία είχε αναλάβει υπεργολαβικά από την τεχνική εταιρία με την επωνυμία "ALPINE MAYREDER BAU GmbH" με το από 31.7.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό υπεργολαβίας, την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής ξυλοτύπων μετά της έγχυσης, διάστρωσης και δόνησης του σκυροδέματος των τεχνικών Κ/Δ, Α/Δ ΓΕΦΥΡΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ, συνδεόμενος με σχέση εργασίας με τον παραπάνω παθόντα, εργαζόμενο στην εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο εταιρία, με τη ειδικότητα του εργάτη - οικοδόμου και υποχρεωμένος λόγω του επαγγέλματός του αυτού να καταβάλλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει και έτσι δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε. Συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο και με την παραπάνω ιδιότητά του δεν φρόντισε ώστε η ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα, που συνέδεε το έδαφος με την επάνω πλευρά του ξυλοτύπου της γέφυρας και βρισκόταν σε ύψος μεγαλύτερο των 0,75 εκατοστών του μέτρου από το δάπεδο και δη σε ύψος 2 μέτρων και 20 εκατοστών από το έδαφος, να έχει, προς προστασία κατά της πτώσης ανθρώπων ασφαλές στηθαίο, ύψους τουλάχιστον ενός μέτρου μετά χειρολισθήρος (κουπαστής) σανίδος μεσοδιαστήματος και θωρακίου (σοβατεπί) επιπλέον, δεν μερίμνησε ώστε να προλαμβάνεται η πτώση από ύψος μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που να διαθέτει τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή άλλο ισοδύναμο μέσο. Αντίθετα, η ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα, που συνέδεε το έδαφος με τη επάνω πλευρά του ξυλοτύπου της γέφυρας, στην οποία βρισκόταν ο παθών Τ. Ε. δίνοντας ξυλεία στον Τ. Σ. έφερε κουπαστή μόνον από τη μια πλευρά της. Έτσι από τις παραπάνω παραλείψεις του κατηγορουμένου, τη στιγμή που ο παθών έδινε στον Τ. Σ. την ξυλεία που ο τελευταίος χρησιμοποιούσε έχασε την ισορροπία του και χωρίς να προλάβει να συγκρατηθεί έπεσε στο έδαφος από την πεζογέφυρα που βρισκόταν από ύψος δύο μέτρων περίπου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να υποστεί κάταγμα σπονδυλικής στήλης. Επίσης, με την προαναφερθείσα ιδιότητά του με πρόθεση δεν φρόντισε ώστε να προλαμβάνεται η πτώση από τη ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα που συνέδεε το έδαφος με την επάνω πλευρά του ξυλοτύπου της γέφυρας και βρισκόταν σε ύψος μεγαλύτερο των 0,75 εκατοστών του μέτρου από το δάπεδο και δη σε ύψος 2 μέτρων και 20 εκατοστών από το έδαφος μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που να διαθέτει τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή άλλο ισοδύναμο μέσο, καθώς η πεζογέφυρα αυτή, στην οποία βρισκόταν ο παθών, Τ. Ε., δίνοντας ξυλεία στον Τ. Σ., έφερε κουπαστή μόνο από τη μια πλευρά της. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, όσον αφορά τη σωματική βλάβη από αμέλεια, στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 314 παρ. 1 εδ. α και 28 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Επαρκώς προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, επισημαίνεται δε η ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρίας. β) Αιτιολογείται και ότι η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας πήγαζε τόσο από τα καθήκοντά του ως εργοδότη, όσο και από κανόνα δικαίου και δη από τη διάταξη του άρθρου 12 Παράρτημα IV Μέρος Β Τμήμα
ΙΙ, Παρ. 5.1 του π.δ. 305/1996, κατά την οποία η πτώση έπρεπε να προλαμβάνεται μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που να διαθέτει τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο ή άλλο ισοδύναμο μέσο, ενώ η πεζογέφυρα, στην οποία βρισκόταν ο παθών, έφερε κουπαστή μόνο από τη μια πλευρά της. γ) Εκτίθεται και ότι ο αναιρεσείων, λόγω της ως άνω ιδιότητάς του, δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει και, έτσι, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε, δεν ήταν δε αναγκαία, επί του ζητήματος αυτού, περαιτέρω αιτιολογία. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις, που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 4 του ν. 4198/11-10-2013 "πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις", 2 και 14 του ΠΚ και 568 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (11.10.2013), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 (του άνω άρθρου) αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292, 309, 334 παρ. 3, 372, 382 και 390 του ΠΚ, καθώς και αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις του ν. 2168/1993, του άρθρου 6 του ν. 456/1976, της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του άρθρου 41 ΣΤ' του ν. 2725/1999. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ. 3 του ΠΚ καθιερωθείσα αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν συνεπιμετρηθεί στη συνολική ποινή, αναφέρονται στις επί μέρους ποινές, έστω και αν έχουν συνεπιμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν, ενώ η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της πρωτόδικης 4089/30.1.2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στον αναιρεσείοντα είχε επιβληθεί, για την παράβαση του π.δ. 305/1996, ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, λοιπόν, έπρεπε, αφού η ως άνω απόφαση μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4198/2013 δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, η ποινή δεν είχε εκτιθεί και η περίπτωση δεν υπαγόταν σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προαναφέρθηκαν, να παραπέμψει την υπόθεση, ως προς την εν λόγω πράξη, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, για να τεθεί αυτή στο αρχείο. Αφού δε δεν έπραξε τούτο, αλλά προχώρησε στην καταδίκη του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και για την πράξη αυτή, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, όπως βάσιμα προβάλει αυτός με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, τέταρτο λόγο αναιρέσεως.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την καταδικαστική για την παράβαση του π.δ. 305/1996 διάταξή της, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη αυτή και τον καθορισμό συνολικής ποινής, δεδομένου δε ότι η υπόθεση, όσον αφορά την εν λόγω πράξη, πρέπει να τεθεί στο αρχείο, αντί να παραπεμφθεί αυτή για νέα συζήτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο, κατ` αρθρ. 519 του ΚΠοινΔ, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να παραπεμφθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο) Θεσσαλονίκης, για τις δικές του ενέργειες, να απαλειφθούν οι διατάξεις που αφορούν στην ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την πράξη αυτή και την από αυτήν προελθούσα συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών με την επαύξηση της ποινής φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών που επιβλήθηκε για το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά δύο (2) μήνες, ώστε να διατηρηθεί μόνο η ποινή φυλακίσεως των οκτώ (8) μηνών για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, για την οποία δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 5567/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και δη ως προς τις διατάξεις της που αφορούν α. την καταδίκη του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την πράξη της παραβάσεως του π.δ. 305/1996, β. την επιβολή ποινής για την πράξη αυτή και γ. τον καθορισμό συνολικής ποινής. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, ως προς την ως άνω πράξη, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες.
ΑΠΑΛΕΙΦΕΙ τις διατάξεις για την επιβολή ποινής φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών για την ανωτέρω πράξη (της παραβάσεως του π.δ. 305/1996), καθώς και για την επαύξηση της συντρέχουσας ποινής των οκτώ (8) μηνών για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά δύο (2) μήνες, διατηρουμένης της ποινής φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών (η οποία έχει ανασταλεί) που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για την τελευταία πράξη.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 18 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6108/2014) αίτηση (δήλωση) του Κ. Χ. Σ. του Ι., για αναίρεση της 5567/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ