Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1400 / 2010    (Α Ποιν. Διακ., ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Πλήρης και σαφής αιτιολογία του άμεσου δόλου. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1400/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Ιουλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Στασινόπουλο, περί αναιρέσεως της 2183/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νικάκη.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Απριλίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 5310/10.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παραπάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης καθίσταται εκείνος που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτή. Έτσι για τη θεμελίωση αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόστασή του και άμεσος δόλος που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέτει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη αυτού του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς αναληθή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται, όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται διάδοση ή ισχυρισμός από τον υπαίτιο, ενώπιον άλλου, για τρίτον γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τρίτου αυτού, το γεγονός να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να είχε γνώση της αναλήθειάς του. Ως γεγονός, κατά την έννοια του νόμου, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά ή έκφραση γνώμης ή κρίσης ή χαρακτηρισμού που σχετίζεται με γεγονός, αναφέρεται στο παρόν ή στο παρελθόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική ή την ευπρέπεια. Τέλος, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά η ύπαρξη της προαναφερόμενης μορφής του δόλου, που αφορά και τις τρεις μνημονευθείσες αξιόποινες πράξεις, απαιτεί την αναφορά στο σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης ειδικής και αναλυτικής αιτιολογίας, συντελούμενης με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, που δικαιολογούν την διαληφθείσα γνώση. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 8205/2008 απόφασής του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την 2321/1999 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του ΑΑ κατά της ανώνυμης εταιρείας "ΛΕΥΚΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", με έδρα την ..., αναγνωρίσθηκε ο αιτών νομέας ενός μεταχειρισμένου ανυψωτικού μηχανήματος (κλαρκ), μάρκας NISSAN με τα αναφερόμενα στοιχεία και διατάχθηκε η απόδοση του μηχανήματος σ' αυτόν. Ο ΑΑ, υστέρα από έρευνα που πραγματοποίησε, πληροφορήθηκε ότι το ως άνω μηχάνημα βρισκόταν στη μάνδρα οικοδομικών υλικών του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Χ, που αυτός διατηρούσε στο ... . Στη συνέχεια ανέθεσε στον εγκαλούντα δικαστικό επιμελητή ... Ψ, να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση της πιο πάνω δικαστικής απόφασης με αφαίρεση του μηχανήματος στα χέρια του κατηγορουμένου ως τρίτου κατέχοντος το μηχάνημα για λογαριασμό και στο όνομα της ως άνω εταιρείας. Για το σκοπό αυτό ο εγκαλών δικαστικός επιμελητής στις 19-7-2002 μετέβη στην ως άνω μάνδρα συνοδευόμενος και από τον επισπεύδοντα και συνέταξε την υπ' αριθμ. .../19-7-2002 έκθεσή του αφαίρεσης κινητού μηχανήματος, ενώ παρέλαβε ως μάρτυρα για την εκτέλεση την ήδη μάρτυρα κατηγορίας ΒΒ. Εκεί ο κατηγορούμενος ενώπιον όλων δήλωσε ότι το μηχάνημα ανήκε στην κυριότητά του, και ότι αυτό το είχε αγοράσει ως καλόπιστος τρίτος, χωρίς να γνωρίζει την αντιδικία μεταξύ της ως άνω πωλήτριας εταιρείας και του παρισταμένου επισπεύδοντος και ότι διέθετε νόμιμο τιμολόγιο για την αγορά του. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένταση μεταξύ του επισπεύδοντος και του κατηγορουμένου, προς τον οποίο ο επισπεύδων είπε ότι το τιμολόγιο που επικαλείται είναι πλαστό και το έχει και ο ίδιος και τα όσα επικαλείται ότι αγόρασε το μηχάνημα ως καλόπιστος τρίτος δεν ευσταθούν. Κατόπιν αυτού ο εγκαλών δικαστικός επιμελητής ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιδείξει το τιμολόγιο με το οποίο, όπως ισχυρίζεται, είχε αγοράσει το μηχάνημα. Προς τούτο όλοι οι παρευρισκόμενοι ανέμεναν τον κατηγορούμενο επί δύο περίπου ώρες μέχρι 11:50 ώρα, στο οποίο διάστημα αυτός αναζήτησε το τιμολόγιο με το λογιστή του, χωρίς όμως να ανεύρει αυτό για να το επιδείξει στον εγκαλούντα δικαστικό επιμελητή. Μάλιστα στο ίδιο διάστημα ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε την αρωγή πληρεξουσίου δικηγόρου του, ο οποίος τον συμβούλεψε και ζήτησε να τεθεί παραπομπή στην έκθεση αναγκαστικής αφαίρεσης του μηχανήματος που είχε συντάξει ο εγκαλών, πράγμα που δεν αρνήθηκε ο τελευταίος και έτσι σε παραπομπή ανέγραψε ότι ο καθού η εκτέλεση- κατηγορούμενος δήλωσε ότι "το μηχάνημα το έχει αγορασμένο με το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο από την οφειλέτιδα καθής η εκτέλεση ως άνω ανώνυμη εταιρεία και έτσι έχει νόμιμα στην κυριότητά του και η αφαίρεση του μηχανήματος είναι παράνομη διότι ανήκει στη δική του κυριότητα". Έτσι στη δήλωση αυτή που έθεσαν σε παραπομπή άφησαν κενά τα στοιχεία του τιμολογίου, μέχρι να ανεύρει αυτό ο κατηγορούμενος και να το επιδείξει στον εγκαλούντα δικαστικό επιμελητή. Επειδή όμως μετά δίωρη αναζήτηση αυτός δεν άνευρε τέτοιο τιμολόγιο προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ο εγκαλών δήλωσε προς τον καθού η εκτέλεση κατηγορούμενο ότι δεν μπορούσε να αναμείνει αυτόν άλλο χρόνο, γι' αυτό στην ως άνω σε παραπομπή δήλωση, στο κενό που είχε αφήσει για την καταχώρηση των στοιχείων του τιμολογίου, ανέγραψε με συνεπτυγμένα γράμματα "το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο που δεν μου έδειξε μέχρι το πέρας της εκτέλεσης" και παρακάτω προς το τέλος της παραπομπής εκεί που αναγραφόταν, η αφαίρεση του μηχανήματος είναι παράνομη, συμπλήρωσε ανάμεσα στις γραμμές τις λέξεις "κατ' αυτόν", και έτσι πλέον ανεγράφη η φράση "η αφαίρεση του μηχανήματος κατ' αυτόν είναι παράνομη". Κατόπιν αυτού όλοι οι παρόντες και συμπράττοντες στην αναγκαστική εκτέλεση υπέγραψαν την 1430/2002 έκθεση αφαίρεσης κινητού μηχανήματος, δηλαδή και ο καθού η εκτέλεση κατηγορούμενος σε όλα τα σημεία της ακόμη και στην ως άνω παραπομπή και παρέλαβε αντίγραφό της. Στη συνέχεια ο εγκαλών δικαστικός επιμελητής παρέλαβε το αφαιρεθέν μηχάνημα και αποχώρησε από την επιχείρηση του κατηγορουμένου, ενώ ο τελευταίος επιφυλάχθηκε να προσβάλει το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, πράγμα το οποίο εν συνεχεία έπραξε. Ενώ όμως ήταν έτσι τα πράγματα ο κατηγορούμενος - καθού η εκτέλεση με την από 6-8-2002 (αριθμ. Α2002/6-8-2002) έγκλησή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αγρινίου και το Α2003/413 υπόμνημά του στη συνέχεια καταμήνυσε τον εγκαλούντα δικαστικό επιμελητή για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος, πλαστογραφίας και συκοφαντικής δυσφήμησης Συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε ότι ο εγκαλών δικαστικός επιμελητής κατά παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος του, όντας υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α Π.Κ., με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος στον ως άνω επισπεύδοντα ΑΑ, προέβη σε παράνομη αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του και αφαίρεση του ως άνω μηχανήματος, καίτοι γνώριζε ότι κύριος του μηχανήματος αυτού ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αφού είχε αγοράσει το κινητό μηχάνημα ως καλόπιστος τρίτος με νόμιμο τιμολόγιο και ενώ τον είχε παρακαλέσει να περιμένει για λίγο μέχρι να ανεύρει το τιμολόγιο και να του επιδείξει αυτό, ο εγκαλών δεν ανέμεινε, αλλά ψευδώς ισχυρίσθηκε και συκοφάντησε ενώπιον τρίτων αυτόν ότι το τιμολόγιο είναι πλαστό που έλαβε σε συμπαιγνία με την ως άνω πωλήτρια εταιρεία για να εμποδίσει την αναγκαστική εκτέλεση και κατόπιν προχώρησε σε αναγκαστική εκτέλεση και αφαίρεσε το μηχάνημα καίτοι τελικά αυτός άνευρε το τιμολόγιο και του το επέδειξε όταν ο δικαστικός επιμελητής του επέδωσε την έκθεση αφαιρέσεως. Επίσης ο κατηγορούμενος- καθού η εκτέλεση καταμήνυσε τον εγκαλούντα δικαστικό επιμελητή ότι αυτός εκ των υστέρων νόθευσε την έκθεση αναγκαστικής αφαίρεσης του μηχανήματος και ενώ αυτός την είχε υπογράψει, εκ των υστέρων και χωρίς τη θέληση του ιδίου ο δικαστικός επιμελητής έθεσε στα ενδιάμεσα κενά της παραπομπής τις λέξεις "τιμολογίου ..., που δεν μου επέδειξε μέχρι το πέρας της εκτέλεσης", "η αφαίρεση κατ' αυτόν είναι παράνομη", προκειμένου να παραπλανήσει με τη χρήση της έκθεσης αυτής αφαίρεσης μηχανήματος ότι η αναγκαστική εκτέλεση ήταν νόμιμη. Τα ως άνω όμως που ο κατηγορούμενος-καθού η εκτέλεση καταμήνυσε τον εγκαλούντα δικαστικό επιμελητή ήσαν ψευδή, των οποίων την αναλήθεια γνώριζε, αφού τα αληθή είναι τα ως άνω που έλαβαν χώρα ενώπιόν του και ο δικαστικός επιμελητής όταν πληροφορήθηκε το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να έχει αγοράσει το προς αφαίρεση μηχάνημα ανέμενε αυτόν επί δύο ολόκληρες ώρες, προκειμένου να ανεύρει το τιμολόγιο και ουδέποτε ο ίδιος εξέφρασε γνώμη περί πλαστότητας του τιμολογίου που εκδόθηκε σε συμπαιγνία κατηγορουμένου και της ως άνω φερόμενης ως πωλήτριας εταιρείας. Στη δε ολοκλήρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης προέβη αφού η ανεύρεση του τιμολογίου κατέστη αδύνατη, γι' αυτό ενώπιον των παρευρισκομένων ανέγραψε στα ενδιάμεσα της παραπομπής ότι το τιμολόγιο αγοράς που επικαλείτο ο κατηγορούμενος δεν του επιδείχθηκε μέχρι το πέρας της εκτέλεσης και ότι η αφαίρεση του μηχανήματος είναι παράνομη "κατ' αυτόν" δηλαδή κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που επιφυλάχθηκε να προσβάλει την αναγκαστική εκτέλεση. Τα ως άνω που ανέγραψε ο δικαστικός επιμελητής στα κενά της παραπομπής ήσαν τα αληθή που πράγματι συνέβησαν, γι' αυτό και στη συνέχεια η έκθεση αφαιρέσεως του μηχανήματος υπογράφηκε από όλους τους συμπράττοντες και τον κατηγορούμενο καθού η εκτέλεση. Σημειωτέον ο εγκαλών επιμελητής, κατά του οποίου με βάση την ως άνω έγκληση του κατηγορουμένου-καθού η εκτέλεση ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος, πλαστογραφίας και συκοφαντικής δυσφήμησης, αθωώθηκε με την 1857/2006, ήδη αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, ενώ η δίκη, κατά την οποία ο καθού η αναγκαστική εκτέλεση προσέβαλε το κύρος της εκτελέσεως και αφαιρέσεως του μηχανήματος, τελικά απέβη υπέρ του επισπεύδοντος- πελάτη του εγκαλούντος δικαστικού επιμελητή, ενώ ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τελικά παραδέχεται ότι ο εγκαλών έκανε τη δουλειά του και σε καμιά περίπτωση δεν είχε δόλο να τον βλάψει, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην υποβολή της έγκλησής του προέβη κατόπιν υποδείξεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Κατόπιν αυτού όμως ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα της ψευδούς καταμηνύσεως με την υποβολή της ως άνω ψευδούς μήνυσης του, της ψευδορκίας μάρτυρα με το να βεβαιώνει ενόρκως το περιεχόμενό της ως άνω εγκλήσεώς του κατά την κατάθεση της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αγρινίου, ενώ γνώριζε ότι ήταν ψευδής και της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού ισχυρίσθηκε ενώπιον του ως άνω Εισαγγελέα Αγρινίου και των υπαλλήλων της Εισαγγελίας τα ως άνω ψευδή γεγονότα για τον εγκαλούντα εν γνώσει της αναληθείας τους, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Πατρών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε οι αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 224 παρ. 2 και 363 σε συνδυασμό με το άρθρο 362 του ΠΚ, τις οποίες, ορθώς, εφάρμοσε. Οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, τις οποίες προβάλλει με το μοναδικό λόγο αναίρεσης ότι α) στην πληττόμενη απόφαση δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα από τα οποία να προκύπτει η γνώση του για το ψευδές των περιστατικών για τα οποία καταδικάστηκε και β) δεν περιέχεται καμία αιτιολογία αναφορικά με τον προβληθέντα ισχυρισμό του ότι στην υποβολή της έγκλησης κατά του δικαστικού επιμελητή ΑΑ προέβη κατόπιν συμβουλών του πληρεξουσίου δικηγόρου του είναι αβάσιμες. Τούτο διότι, αναφορικά με την πρώτη αιτίαση, επαρκώς αιτιολογείται η γνώση του κατηγορουμένου για την αναλήθεια των ψευδών περιστατικών, η οποία ενυπάρχει στο πρόσωπό του, ενόψει του ότι, όπως βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, συνέβησαν ενώπιόν του και, συνεπώς, είχε ιδία αντίληψη και αναφορικά με τη δεύτερη αιτίαση δεν απαιτείτο για τη νομική πληρότητα της απόφασης σχετική αιτιολογία για τη μη λήψη υπόψη του πιο πάνω ισχυρισμού, δεδομένου ότι και αληθής υποτιθέμενος δεν απαλλάσσει τον κατηγορούμενο της ευθύνης του, αφού εν γνώσει της αναλήθειας κατέθεσε, ισχυρίστηκε και διέδωσε τα ως άνω ψευδή περιστατικά σε βάρος του εγκαλούντος. Επομένως είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ. ΚΠοινΔ. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-4-2010 αίτηση του Χ για αναίρεση της 2183/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή