Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Αποζημίωση, Καταγγελία σχέσης εργασίας.
Περίληψη:
Αναγνώριση ακυρότητας καταγγελίας σε βάρος καθαριστριών, λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημιώσεως. Εφαρμογή διατάξεων διαιτητικών αποφάσεων για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (ΟΙΥΕ - Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος). Σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας δεν είναι δυνατό να συναχθεί από μεταγενέστερη άσκηση αγωγής για συμπλήρωση της αποζημίωσης. Αναιρετικοί λόγοι 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ αβάσιμοι. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 2108/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Απόστολο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 23η Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΧΩΡΩΝ" (πρώην ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΙ ΑΕΕ) με διακριτικό τίτλο "ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στον Πειραιά και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Χαράλαμπου Ζησιμάτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Λ. (L.) Β. (V.) του Χ. (H.), 2) Ί. (I.) Δ. (D.) του Μ. (B.), κατοίκων ..., 3) Α. Κ. του Ε., κατοίκου ..., 4) Μ. (M.) Λ. (L.) του Μ. (M.), κατοίκου ... και 5) Σ. Σ. του Α., κατοίκου ..., εκ των οποίων παραστάθηκαν οι 1η, 3η, 4η, 5η δια και η 2η μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Γρετσίστα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την 22-12-2010. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 4668/2011 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1061/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-1-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 8-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου ως προς το δεύτερο και τρίτο λόγο αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες, συνιστάμενες στο ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να προβεί στον υπολογισμό της αποζημίωσης, που έπρεπε να καταβληθεί στις ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες λόγω απολύσεως και κατόπιν αυτού να κρίνει εάν αυτή ήταν η προσήκουσα και εάν, κατ' επέκταση, η απόλυση μιας εκάστης είχε συντελεσθεί εγκύρως α) εφάρμοσε εσφαλμένα αφ' ενός τη ΔΑ 11/2008, η ισχύς της οποίας είχε λήξει ήδη από 1-8-2008 μετά την πάροδο εξαμήνου από την καταγγελία της (1-2-2008) εκ μέρους του συνδικαλιστικού φορέα των εργαζομένων και αφ' ετέρου την ΔΑ 51/2010, η οποία είχε εκδοθεί (πράξη καταθέσεως 27/23-11-2010) μετά τις προσβαλλόμενες απολύσεις, που είχαν συντελεσθεί εντός των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2010, χωρίς να έχει κηρυχθεί, αρμοδίως, υποχρεωτική και β) δέχθηκε με αντιφατική αιτιολογία ότι οι ενάγουσες, αν και εργάζονταν μόνο επί 6 ώρες και 40 λεπτά ημερησίως, παρείχαν την εργασία τους με πλήρη απασχόληση και δικαιούνταν πλήρεις αποδοχές.
2. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο, επί των ζητημάτων αυτών, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες είχαν προσληφθεί από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, που διατηρεί οργανωμένη επιχείρηση, στην οποία απασχολεί περί τους 2000 εργαζόμενους και με την οποία αναλαμβάνει, εργολαβικά, τον καθαρισμό δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, προκειμένου να εργασθούν ως καθαρίστριες με πλήρη απασχόληση. Ότι, κατά την πρόσληψη μιας εκάστης, η εναγομένη είχε ενημερωθεί από αυτήν για την προϋπηρεσία και την οικογενειακή της κατάσταση. Ότι, σύμφωνα με την ατομική σύμβαση εργασίας εκάστης ενάγουσας, αυτή είχε την υποχρέωση να απασχολείται με κυλιόμενο ωράριο, επί 6 ώρες και 40 λεπτά για έξι ημέρες την εβδομάδα (ήτοι, 40 ώρες εβδομαδιαίως). Ότι, σύμφωνα με τις ίδιες συμβάσεις, για τους όρους αμοιβής και εργασίας έπρεπε να έχουν εφαρμογή οι συλλογικές ρυθμίσεις που εκάστοτε ίσχυαν για τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (μεταξύ των οποίων και οι καθαρίστριες, που απασχολούνται σε συνεργεία καθαρισμού). Ότι κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2010, μέσα στο οποίο έλαβε χώρα η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών, επί των αποδοχών τους είχε εφαρμογή η ΔΑ 11/2008, η οποία είχε κηρυχθεί υποχρεωτική από 6-6-2008 (ΥΑ 51871/2440 ΦΕΚ Β' 1448/23-7-2008), σε συνδυασμό με τη ΔΑ 51/2010 (πράξη καταθέσεως 27/23-11-2010). Ότι, τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των εν λόγω διαιτητικών αποφάσεων, η αποζημίωση, την οποία η εναγομένη κατέβαλε στην καθεμιά από τις ενάγουσες κατά την απόλυσή της, ήταν μικρότερη από την προσήκουσα (στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται οι λεπτομερείς υπολογισμοί και γίνονται οι αναγκαίες συγκρίσεις). Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι απολύσεις ήσαν άκυρες, λόγω μη καταβολής πλήρους της κατά νόμον αποζημιώσεως. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς εφάρμοσε τις προσήκουσες διατάξεις και διέλαβε ως προς το ζήτημα που εξετάζεται επαρκή αιτιολογία. Ειδικότερα, είναι μεν αληθές ότι η ισχύς της ΔΑ 11/2008, είχε λήξει ήδη από 1-8-2008 μετά την πάροδο εξαμήνου από την καταγγελία της (1-2-2008) εκ μέρους της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ), αλλά στις διατάξεις αυτής παρέπεμπε ρητώς η ΔΑ 51/2010, η οποία είχε εφαρμογή εν προκειμένω, διότι οι μεν ενάγουσες ήσαν μέλη συνδικαλιστικής οργάνωσης που μετείχε στην ΟΙΥΕ, η δε εναγομένη, ανεξάρτητα προς το αν ήταν μέλος αντίστοιχης οργάνωσης που εκπροσωπούσε τους εργοδότες, είχε δεσμευθεί συμβατικά να εφαρμόζει τις συλλογικές ρυθμίσεις για τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, όπως δέχθηκε ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας. Και ναι μεν η ΔΑ 51/2010 είχε εκδοθεί μετά τις απολύσεις των εναγουσών, με ρητό όρο αυτής, όμως, είχε αναδρομική εφαρμογή από την 1-1-2010. Τέλος, ως προς τον ημερήσιο χρόνο εργασίας, δεν ανατρέπεται η παραδοχή ότι οι ενάγουσες είχαν προσληφθεί για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με πλήρη απασχόληση, ήτοι με εργασία 40 ωρών την εβδομάδα για την οποία οφείλονται πλήρεις οι νόμιμες αποδοχές, από την ετέρα παραδοχή ότι η εργασία αυτή είχε συμφωνηθεί να παρέχεται με κυλιόμενο πρόγραμμα επί έξι ημέρες την εβδομάδα, το οποίο έδινε ημερήσια απασχόληση (40/6=) 6 ώρες και 40 λεπτά. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, καθ' ο μέρος δεν πλήττει απαραδέκτως τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΚΠολΔ 561 παρ.1), είναι αβάσιμος.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 5 παρ.3 εδ. α' του ν. 3198/1955, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 669 ΑΚ, θεωρείται έγκυρη εφ' όσον καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση (πέραν της τηρήσεως του εγγράφου τύπου και της προηγουμένης καταχωρήσεως της απασχόλησης στα μισθολόγια, που τηρούνται για το ΙΚΑ ή της ασφάλισης του απολυόμενου, κατά το ν. 2556/1997). Η μη καταβολή πλήρους της κατά νόμον αποζημιώσεως παρέχει στον εργαζόμενο το δικαίωμα είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει μισθούς υπερημερίας είτε να ζητήσει την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημίωσης, παραιτούμενος από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας της καταγγελίας. Η παραίτηση μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, συναγόμενη, συμπερασματικά, από συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του δικαιούχου, που υποδηλώνουν χωρίς αμφιβολία τη βούλησή του να αποδεχθεί τις συνέπειες της καταγγελίας. Τέτοια βούληση συνάγεται και από την άσκηση του δικαιώματος για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης. Προκειμένου, όμως, να συναχθεί σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας της καταγγελίας, η άσκηση του δικαιώματος για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης πρέπει να έχει προηγηθεί.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το δικαστήριο της ουσίας με ανεπαρκή αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμο τον καταλυτικό ισχυρισμό της εναγομένης περί του ότι οι ενάγουσες, πλην της δεύτερης από αυτές, είχαν παραιτηθεί, σιωπηρώς, από το δικαίωμα να προβάλουν ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της καθεμιάς, με την παράλληλη άσκηση άλλων αγωγών, δια των οποίων, μεταξύ άλλων αξιώσεων, διεκδικούν και τη συμπλήρωση της καταβληθείσας αποζημίωσης απολύσεως, η οποία προϋποθέτει αποδοχή της γενομένης καταγγελίας ως ισχυρής. Κατά την ουσιαστική έρευνα του ισχυρισμού αυτού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο δέχθηκε ότι από την άσκηση των άλλων αγωγών, στις οποίες οι ενάγουσες, κατά περίπτωση, ομοδικούν με άλλους εργαζόμενους και προβάλλουν πλείονες αξιώσεις, δεν μπορεί να συναχθεί σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημιώσεως, διότι αυτό, με την ένδικη αγωγή, είχε ασκηθεί σε χρόνο (23-12-2010) προηγούμενο από το χρόνο (30-12-2010) άσκησης της αξίωσης για συμπλήρωση της αποζημιώσεως. Η αιτιολογία αυτή, αν και συνοπτική, είναι πλήρης, διότι από το περιεχόμενό της διαφαίνεται εναργώς ότι το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι, εφ' όσον δεν είχε επακολουθήσει ρητή παραίτηση από το ασκηθέν δικαίωμα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, δεν ήταν δυνατό να συναχθεί σιωπηρή παραίτηση από αυτό με την άσκηση και μόνο της αξίωσης για συμπλήρωση της αποζημίωσης, εφ' όσον ήταν ενδεχόμενο είτε να ματαιωθεί η συζήτηση των νέων αγωγών είτε, κατ' αυτή, να παραιτηθούν οι ενάγουσες από το αίτημα συμπλήρωσης της αποζημίωσης. Επομένως, ο εξεταζόμενος τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως είναι αβάσιμος.
5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, διότι η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε από το δεύτερο και τρίτο λόγο του δικογράφου, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση. Η αναιρεσείουσα, που ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-1-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 1061/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Νοεμβρίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21η Νοεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ