Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Πότε αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και πως έγινε η υπαγωγή τους στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Πρέπει να αιτιολογείται η απορριπτική διάταξη παρεμπίπτοντος αιτήματος. Μπορεί να γίνει παραπομπή στην εισαγγελική πρόταση που ενσωματώνεται στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, εφόσον αυτή είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 2261/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 194/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγoντες τους 1) Ψ1, κάτοικο ... και 2) Ψ2, κάτοικο ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13 Μαρτίου 2009 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 480/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 267/5.8.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 13-3-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 194/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, κατά του υπ'αριθμ. 1954/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτοί παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθούν δι'απόπειρα απάτης και άμεση συνέργεια σ'αυτή εις βαθμό κακουργήματος, αντιστοίχως. Προβάλλουν δε, ως λόγο αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Επειδή, έλλειψη της από τα άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρ. 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ. Ολ. ΑΠ 1/2005, εις ΠΧ/ΝΕ'/781). Η ως άνω απαιτουμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω η εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του συμβουλίου. Όταν, όμως, ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει μεν την δυνατότητα, για να στηρίξη τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπη συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα, αλλά δεν συγχωρείται το συμβούλιο εφετών να μη διαλαμβάνη τίποτε για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε, απλώς αναφερόμενο εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ'αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Με τον τρόπο τούτο εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται αυτό της προβλεπομένης από τον νόμο δευτέρου βαθμού κρίσεως, η οποία έχει ανάγκη δικής της αιτιολογίας για την αντιμετώπιση των αιτιάσεων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, με αποτέλεσμα, στην περίπτωση αυτή, το βούλευμα του συμβουλίου εφετών να στερήται της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (βλ. ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 807/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με εξ ολοκλήρου αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα εξής: Την 4/3/2002 και 5/3/2003 αγοράσθηκαν και παρελήφθησαν από το επί της ... κατάστημα της αλυσίδας "ΓΕΡΜΑΝΟΣ" ιδιοκτησίας του Ψ1 δύο συσκευές φορητών τηλεφώνων, μάρκας ..., συνολικής αξίας 1.393,00 € και έξι συσκευές φορητών τηλεφώνων, μάρκας ..., συνολικής αξίας 1.345,00 €. Για τις αγορές αυτές δεν κατεβλήθησαν τα οφειλόμενα χρηματικά ποσά αλλά το τίμημα χρεώθηκε στον πελάτη και νυν β' κατηγορούμενο και συμφωνήθηκε να εξοφληθεί με καταναλωτικά δάνεια, τα οποία συνήφθησαν μετά από την υποβολή των υπ' αριθμ. ... αιτήσεων χορήγησης αντιστοίχων καταναλωτικών δανείων, διάρκειας είκοσι τεσσάρων (24) μηνών που χορήγησε η συνεργαζόμενη, με το προαναφερόμενο κατάστημα του Ψ1, Τράπεζα, με την επωνυμία "Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.". Περί των αιτήσεων αυτών ο β' κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι υπεβλήθησαν εν αγνοία του και μετά από καταχρηστική συμπλήρωση των στοιχείων ταυτότητας του και της υπογραφής του και αποδίδει την πλαστογραφία τόσο στην λογίστρια όσο και στον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Επί τη βάσει αυτής του της θέσεως ο β' κατηγορούμενος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική Διαδικασία) σε βάρος του Ψ1 και της Β την από 14-1-2004 αγωγή (με γενικό αριθμό κατάθεσης ... και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 911/9-2-2004) με αίτημα την καταδίκη του Ψ1 στην καταβολή ποσού 80.000,00 ευρώ, σ'αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης και εξήτασε σαν μάρτυρα τον πατέρα του , ο οποίος βεβαίωσε τις θέσεις του χωρίς να έχει προσωπική αντίληψη των γεγονότων. Την 2/6/2005, κατά την ορισθείσα επ' ακροατηρίω συζήτηση της αρχικά καταψηφιστικής αγωγής του νυν κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) το αίτημα της αγωγής μετεβλήθη σε αναγνωριστικό. Εν τω μεταξύ ο Χ1 6-5-2003 είχε δηλώσει άρνηση του χρέους του στο Τραπεζικό Διαμεσολαβητή και την 2-8-203 είχε μεταβεί στο Α/Τα Καματερού και εξέφρασε παράπονα σε βάρος της Β, σχετικά με τη προκειμένη υπόθεση και η τελευταία αποδέχθηκε ότι του οφείλει 3.000 ευρώ. Η αποδοχή αυτή εκ μέρους της Β δεν αποδεικνύει την πλαστογράφηση της υπογραφής του κατηγορουμένου αλλά απλώς ότι μεταξύ τους είχε υπάρξει κάποια συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας θα πρέπει να ερευνηθεί δια ζώσης στο ακροατήριο. Επίσης ο Χ1 είχε υποβάλλει τις κάτωθι εγκλήσεις: α) με την από 15/11/2003, έγκληση του, που έλαβε ... και ... κατήγγειλε τον εν προκειμένω εγκαλούντα Ψ1 και την Βως συναυτουργούς της εις βάρος του πλαστογραφίας και απάτης σχετικές με την κατά την θέση του παράνομη χρήση των υπογραφών του προς δανειοληψίαν και β) με την από 15/6/2005 έγκληση του, που έλαβε ... και ΕΓ 16-06/51 κατήγγειλε τους Ψ1 και Ψ2, υπάλληλο του πρώτου, ισχυριζόμενος, ότι στην ... την 2/6/2005 ο Ψ2, ενεργώντας, μετά από αξιόποινη προτροπή του Ψ1 κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι ο Χ1 επεσκέφθη ο ίδιος την 4/3/2003 και 5/3/2003 το κατάστημα του Ψ1 και προέβη ο ίδιος προσωπικά στις υπογραφές των εγγράφων που απετέλεσαν την βάση της δανειοδότησης του . Επί των καταγγελθέντων με την πρώτη ως άνω έγκληση μετά την άσκηση ποινικής δίωξης οι κατηγορίες, που απαγγέλθηκαν σε βάρος των Ψ1 και Β, για απάτης από κοινού και κατά συρροή και πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού και κατά συρροή ήδη οδήγησαν σε απαλλαγή με το αμετάκλητο υπ' αριθμ. 166/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που ήδη κατέστη αμετάκλητο (οράτε το υπ'αρ. πρωτ. 2918/19-7-2006 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου). Το εν λόγω βούλευμα δέχτηκε ότι η Β, την 4/3/2003 και 5/3/2003, επισκέφθηκε το επί της ... κατάστημα της αλυσίδας "ΓΕΡΜΑΝΟΣ", ιδιοκτησίας Ψ1 συνοδευόμενη, από τον κατηγορούμενο Χ1, ο οποίος και επέδειξε τη ταυτότητα του και υπέγραψε τα φερόμενα ως πλαστά έγγραφα. Ο μάρτυς Ψ2, υπάλληλος του καταστήματος ,του οποίου η αξιοπιστία δεν κλονίσθηκε από άλλα στοιχεία, αναγνώρισε κατά τη διάρκεια της προδικασίας στο πρόσωπο του Χ1. τον πελάτη που εξυπηρέτησε την 4/3/2003 και 5/3/2003. Επίσης επί της από 15/6/2005, δεύτερης έγκλησης του Χ1 (με ΑΒΜ: Δ-2005/2579 και ΕΓ 16-06/51) εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ΕΓ 1606/51/1Δ/3-1-2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η προαναφερόμενη έγκληση και επί της οποίας δεν προέκυψε άσκηση προσφυγής. Ο κατηγορούμενος Χ1 αρνείται την κατηγορία και κυρίως προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας του δεν είχε δόλο τέλεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο. Ωστόσο ο δόλος θα πρέπει να εκτιμηθεί δια ζώσης στο ακροατήριο δοθέντος μάλιστα ότι ο κατηγορούμενος αυτός κατέθεσε επί θεμάτων που δεν γνώριζε από προσωπική αντίληψη. Οι θέσεις της υπεράσπισης δεν στηρίζονται σε σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία που να μπορούν να ανατρέψουν την εις βάρος της κατηγορίας δημιουργηθείσα εικόνα από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων . Επομένως η κατηγορία είναι απόλυτα θεμελιωμένη και πρέπει να εξετασθεί δια ζώσης στο ακροατήριο. Σύμφωνα με όσα εξετέθησαν το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθώς εξετίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να επικυρωθεί απορριπτόμενης της υπό κρίσιν εφέσεως. Επειδή όλα τα ανωτέρω ενισχύονται και από τις ορθές και αιτιολογημένες σκέψεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Σχετικά με το αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια γραφολογικής εξέτασης, που υπεβλήθη εμμέσως πλην σαφώς στην έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, διότι από την απλή επισκόπηση υπ'αρ. 2060371834 αίτησης που φέρει την μονογραφή του Χ1 συγκρινόμενη με την γνησία υπογραφή του, που ετέθη στην από 12-11-1999 σύμβαση εργασίας του με την εταιρεία με την επωνυμία ... δεν μπορούν να συσχετισθούν ως εντελώς ετερόκλητες αφού η μία είναι μονογραφή δυσανάγνωστη ενώ η άλλη δεν αποτελεί καν υπογραφή αλλά απλώς αναγράφει το επώνυμο του κατηγορουμένου χωρίς όνομα. Εξ άλλου εις το άνω μέρος της τελευταίας αυτής ατελούς υπογραφής υπάρχει μικρή μονογραφή ομοιάζουσα με εκείνην της επίμαχης αιτήσεως η φύσις και ο λόγος ύπαρξης της οποίας μένει να διερευνηθεί από το δικαστήριο. Επίσης η υπογραφή του κατηγορουμένου στο από 6-5-2003 έγγραφο του προς τον Τραπεζικό Διαμεσολαβητή είναι καταφανώς εντελώς διάφορη όλων των υπολοίπων.
Συνεπώς ακόμη και από τα έγγραφα που ο ίδιος προσκομίζει φαίνεται ότι ο κατηγορούμενος υπέγραφε με περισσότερους του ενός τρόπους και συνεπώς η διάγνωση της γνησιότητας της υπογραφής του είναι σχεδόν αδύνατη. Άλλωστε εάν το δικαστήριο που θα επιληφθεί της υπόθεσης έχει αμφιβολίες μπορεί πάντοτε να διατάξει εκείνο γραφολογική εξέταση.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών απέρριψε κατ'ουσίαν τις εφέσεις των αναιρεσειόντων και επεκύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Όμως, με τις ως άνω παραδοχές, εκτός του ότι το εν λόγω Συμβούλιο ουδεμία δική του σκέψη εκθέτει επί της υποθέσεως, η εισαγγελική πρόταση, στην οποία αυτό αναφέρεται εξ ολοκλήρου, ουδέν πραγματικό περιστατικό που προέκυψε από την ανάκριση, εν σχέσει προς τις αξιόποινες πράξεις της αποπείρας απάτης και της αμέσου συνεργείας σ'αυτή, διά τις οποίες παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, διαλαμβάνει, αλλά και δεν διατυπώνει με σαφήνεια σκέψη περί της υπάρξεως επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή αυτών στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 1138/1991, εις ΠΧ/ΜΒ'/124). Αναφερομένη δε στο πρωτόδικο βούλευμα, αρκείται μόνο στην αναφορά: "Επειδή όλα τα ανωτέρω ενισχύονται και από τις ορθές και αιτιολογημένες σκέψεις του προσβαλλομένου βουλεύματος".
Αλλ' υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στερείται της απαιτουμένης υπό του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, επομένως, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Όμως, η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης απόκειται στην απόλυτη κρίση του συμβουλίου και δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο, η δε αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος πραγματογνωμοσύνης δεν ιδρύει αναιρετικό λόγο (βλ. ΑΠ 874/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/414). Επίσης, καθό μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ. .
Για τους λόγους αυτούς
- Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 194/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 24 Απριλίου 2009. Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες υπ' αριθμ. 41 και 40/13 Μαρτίου 2009 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2αντιστοίχως, στρεφόμενες κατά του αυτού υπ' αριθμ. 194/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που απέρριψε τις εφέσεις τους κατά του παραπεμπτικού δι' αμφοτέρους βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών υπ' αριθμ. 1954/2008 έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω τις μεταξύ των συναφείας. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ή έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ιδίου ως αμέσως ανωτέρου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ησκήθη κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν οι άνω ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψεν εξ ενός εκάστου αυτών ή η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση αυτών. Η επιβαλλομένη υπό των άνω διατάξεων αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του εισαγγελέως εφετών, αφού η τελευταία αυτή αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι στην εισαγγελική πρόταση εκτίθενται σαφώς και ορισμένως τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν στην παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήτο άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών, περαιτέρω δε η εισαγγελική πρόταση μπορεί να αναφέρεται και εις τις αιτιολογίες του πρωτοδίκου βουλεύματος σε συνδυασμό με το διατακτικό του. Όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την δυνατότητα, για να στηρίζει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα. Δεν συγχωρείται όμως, το συμβούλιο εφετών να μη διαλαμβάνει τίποτε για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε (ούτε να αναφέρεται εξ ολοκλήρου στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη από εισαγγελική πρόταση). Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 194/2009 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του υπ' αριθμ. 1954/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκύρωσε το τελευταίο, με το οποίο παραπέμπονται ούτοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθούν ο Χ1 για "απόπειρα απάτης από την οποία το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη επιδιωχθείσα ζημία επρόκειτο να υπερβούν συνολικώς το ποσό των 73.000 Ευρώ και δη έχοντας αποφασίσει με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το ποσό των 73.000 Ευρώ να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και επιφέροντας ισόποση ζημία στην ξένη περιουσία, επιχείρησε πράξη που συνιστά τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του ανωτέρω αποφασισθέντος κακουργήματος" και ο Χ2 για "άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξης της απόπειρας απάτης, από την οποία το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη επιδιωχθείσα ζημία υπερέβαινε συνολικώς το ποσό των 73.000 Ευρώ, την οποία ούτος τέλεσε". Ταύτα έπραξε χωρίς ουδεμία δική του σκέψη, αλλά με καθολική αναφορά στην πρόταση του εισαγγελέως εφετών Αθηνών, η οποία ενσωματώνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και η οποία έχει ως εξής: "Από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων και πολιτικώς ενάγοντα, την απολογία των κατηγορουμένων και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα λαμβανόμενα τα στοιχεία αυτά υπόψη μεμονωμένα και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των εξετασθέντων προσώπων και της ακρίβειας των εγγράφων προέκυψαν τα ακολούθα πραγματικά περιστατικά: Την 4/3/2003 και 5/3/2003 αγοράσθηκαν και παρελήφθησαν από το επί της οδού ... κατάστημα της αλυσίδας "ΓΕΡΜΑΝΟΣ" ιδιοκτησίας ταυ Ψ1 δύο συσκευές φορητών τηλεφώνων, μάρκας ..." συνολικής αξίας 1.393,00 € και έξι συσκευές φορητών τηλεφώνων, μάρκας .... τύπου "6610" και "7210", συνολικής αξίας 1.345, 00 €. Για τις αγορές αυτές δεν κατεβλήθησαν τα οφειλόμενα χρηματικά ποσά αλλά το τίμημα χρεώθηκε στον πελάτη και νυν β' κατηγορούμενο και συμφωνήθηκε να εξοφληθεί με καταναλωτικά δάνεια, τα οποία συνήφθησαν μετά από την υποβολή των υπ' αριθμ. ...αιτήσεων χορήγησης αντιστοίχων καταναλωτικών δανείων, διαρκείας είκοσι τεσσάρων (24) μηνών που χορήγησε η συνεργαζόμενη, με το προαναφερόμενο κατάστημα του Ψ1, Τράπεζα, με την επωνυμία "Τράπεζα EFG ΕURΟΒΑΝΚ ΕRGASIAS Α.Ε.". Περί των αιτήσεων αυτών ο β' κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι υπεβλήθησαν εν αγνοία του και μετά από καταχρηστική συμπλήρωση των στοιχείων ταυτότητάς του και της υπογραφής του και, αποδίδει την πλαστογραφία τόσο στην λογίστρια όσο και στον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Επί τη βάσει αυτής του της θέσεως ο β' κατηγορούμενος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική Διαδικασία) σε βάρος του Ψ1 και της Β την από 14-1-2004 αγωγή (με γενικό αριθμό κατάθεσης 18609/9-2-2004 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 911/9-2-2004) με αίτημα την καταδίκη του Ψ1 στην καταβολή ποσού 80.000,00 ευρώ, σ'αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης και εξήτασε σαν μάρτυρα τον πατέρα του , ο οποίος βεβαίωσε τις θέσεις του χωρίς να έχει προσωπική αντίληψη των γεγονότων. Την 2/6/2005, κατά την ορισθείσα επ' ακροατηρίω συζήτηση της αρχικά καταψηφιστικής αγωγής του νυν κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) το αίτημα της αγωγής μετεβλήθη σε αναγνωριστικό.
Εν τω μεταξύ ο Χ1 την 6-5-2003 είχε δηλώσει άρνηση του χρέους του στο Τραπεζικό Διαμεσολαβητή και την 2-8-2003 είχε μεταβεί στο Α/Τα Καματερού και εξέφρασε παράπονα σε βάρος της Β, σχετικά με τη προκειμένη υπόθεση και η τελευταία αποδέχθηκε ότι του οφείλει 3.000.- ευρώ. Η αποδοχή αυτή εκ μέρους της Β δεν αποδεικνύει την πλαστογράφηση της υπογραφής του κατηγορουμένου αλλά απλώς ότι μεταξύ τους είχε υπάρξει κάποια συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας θα πρέπει να ερευνηθεί δια ζώσης στο ακροατήριο. Επίσης ο Χ1 είχε υποβάλλει τις κάτωθι εγκλήσεις: α) με την από 15/11/2003, έγκληση του, που έλαβε Α... κατήγγειλε τον εν προκειμένω εγκαλούντα Ψ1 και την Β ως συναυτουργούς της εις βάρος του πλαστογραφίας και απάτης σχετικές με την κατά την θέση του παράνομη χρήση των υπογραφών του προς δανειοληψίαν και β) με την από 15/6/2005 έγκλησή του, που έλαβε ... κατήγγειλε τους Ψ1 και Ψ2, υπάλληλο του πρώτου, ισχυριζόμενος, ότι στην ... την 2/6/2005 ο Ψ2, ενεργώντας, μετά από αξιόποινη προτροπή του Ψ1 κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι ο Χ1 επεσκέφθη ο ίδιος την 4/3/2003 και 5/3/2003 το κατάστημα του Ψ1και προέβη ο ίδιος προσωπικά στις υπογραφές των εγγράφων που απετέλεσαν την βάση της δανειοδότησής του. Επί των καταγγελθέντων με την πρώτη ως άνω έγκληση μετά την άσκηση ποινικής δίωξης οι κατηγορίες, που απαγγέλθηκαν σε βάρος των Ψ1 και Β, για απάτη από κοινού και κατά συρροή και πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού και κατά συρροή ήδη οδήγησαν σε απαλλαγή με το αμετάκλητο υπ' αριθμ. 166/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που ήδη κατέστη αμετάκλητο (οράτε το υπ'αρ. πρωτ. 2918/19-7-2006 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου). Το εν λόγω βούλευμα δέχτηκε ότι η Β, την 4/3/2003 και 5/3/2003, επισκέφθηκε το επί της ... κατάστημα της αλυσίδας "ΓΕΡΜΑΝΟΣ", ιδιοκτησίας Ψ1 συνοδευόμενη, από τον κατηγορούμενο Χ1, ο οποίος και επέδειξε τη ταυτότητά του και υπέγραψε τα φερόμενα ως πλαστά έγγραφα. Ο μάρτυς Ψ2, υπάλληλος του καταστήματος, του οποίου η αξιοπιστία δεν κλονίσθηκε από άλλα στοιχεία, αναγνώρισε κατά τη διάρκεια της προδικασίας στο πρόσωπο του Χ1τον πελάτη που εξυπηρέτησε την 4/3/2003 και 5/3/2003. Επίσης επί της από 15/6/2005, δεύτερης έγκλησης του Χ1 ... εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ΕΓ 1606/51/1Δ/3-1-2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η προαναφερόμενη έγκληση και επί της οποίας δεν προέκυψε άσκηση προσφυγής.
Ο κατηγορούμενος Χ1 αρνείται την κατηγορία και κυρίως προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας του δεν είχε δόλο τέλεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο. Ωστόσο ο δόλος θα πρέπει να εκτιμηθεί δια ζώσης στο ακροατήριο δοθέντος μάλιστα ότι ο κατηγορούμενος αυτός κατέθεσε επί θεμάτων που δεν γνώριζε από προσωπική αντίληψη. Οι θέσεις της υπεράσπισης δεν στηρίζονται σε σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία που να
μπορούν να ανατρέψουν την εις βάρος της κατηγορίας δημιουργηθείσα εικόνα από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων . Επομένως η κατηγορία είναι απόλυτα θεμελιωμένη και
πρέπει να εξετασθεί δια ζώσης στο ακροατήριο. Σύμφωνα με όσα εξετέθησαν το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθώς εξετίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να επικυρωθεί απορριπτόμενης της υπό κρίσιν εφέσεως. Επειδή όλα τα ανωτέρω ενισχύονται και από τις ορθές και αιτιολογημένες σκέψεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Σχετικά με το αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια γραφολογικής εξέτασης, που υπεβλήθη εμμέσως πλην σαφώς στην έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, διότι από την απλή επισκόπηση υπ'αρ. ...αίτησης που φέρει την μονογραφή του Χ1 συγκρινόμενη με την γνησία υπογραφή του, που ετέθη στην από 12-11-1999 σύμβαση εργασίας του με την εταιρεία με την επωνυμία "..." δεν μπορούν να συσχετισθούν ως εντελώς ετερόκλητες αφού η μία είναι μονογραφή δυσανάγνωστη ενώ η άλλη δεν αποτελεί κάν υπογραφή αλλά απλώς αναγράφει το επώνυμο του κατηγορουμένου χωρίς όνομα. Εξ άλλου εις το άνω μέρος της τελευταίας αυτής ατελούς υπογραφής υπάρχει μικρή μονογραφή ομοιάζουσα με εκείνην της επίμαχης αιτήσεως η φύσις και ο λόγος ύπαρξης της οποίας μένει να διερευνηθεί από το δικαστήριο. Επίσης η υπογραφή του κατηγορουμένου στο από 6-5-2003 έγγραφό του προς τον Τραπεζικό Διαμεσολαβητή είναι καταφανώς εντελώς διάφορη όλων των υπολοίπων.
Συνεπώς ακόμη και από τα έγγραφα που ο ίδιος προσκομίζει φαίνεται άτι ο κατηγορούμενος υπέγραφε με περισσότερους του ενός τρόπους και συνεπώς η διάγνωση της γνησιότητας της υπογραφής του είναι σχεδόν αδύνατη. Άλλωστε εάν το δικαστήριο πού θα επιληφθεί της υπόθεσης έχει αμφιβολίες μπορεί πάντοτε να διατάξει εκείνο γραφολογική εξέταση". Ούτω το προσβαλλόμενο βούλευμα ουδόλως έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά τ' άνω, αφού δεν περιέχει ούτε αναφορά πραγματικών γεγονότων που προέκυψαν από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της ανακρίσεως ούτε υπαγωγή των πραγματικών αυτών γεγονότων στις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ.1, 46 παρ.1β, 386 παρ.1 και 3 Π.Κ., ούτε διατυπώνει με ακρίβεια και σαφήνεια σκέψη για την παραδοχή της υπάρξεως επαρκών ενδείξεων προς στήριξη της κατά των κατηγορουμένων κατηγορίας και της παραπομπής αυτών στο ακροατήριο. Ειδικότερα μάλιστα δεν αναφέρει τα στοιχεία του δόλου του κατηγορουμένου Χ2 για την άμεσο συνέργεια στην απόπειρα απάτης, αλλ' εκθέτει ότι "ο δόλος θα κριθεί δια ζώσης στο ακροατήριο", δεν αναφέρει ποία τα "μη σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία στηρίζονται οι θέσεις της υπερασπίσεως" ώστε "να μη μπορούν να ανατρέψουν την εις βάρος των κατηγορία, η οποία είναι απόλυτα θεμελιωμένη", ενώ το ότι αναφέρει ότι "όλα τα ανωτέρω ενισχύονται και από τις ορθές και αιτιολογημένες σκέψεις του προσβαλλόμενου" (ήτοι πρωτοδίκου) "βουλεύματος", δεν αποτελεί συμπληρωματική παραπομπή σ' αυτό. Τέλος η απορριπτική σκέψη του αιτήματος διενεργείας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ιδία εκ του ότι "η διάγνωση της γνησιότητας της υπογραφής του αιτούντος είναι σχεδόν αδύνατη και εάν το δικαστήριο που θα επιληφθεί της υποθέσεως έχει αμφιβολίες μπορεί να διατάξει εκείνο γραφολογική εξέταση" δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αφού και για την απόρριψη, ενός τοιούτου παρεμπίπτοντος αιτήματος απαιτείται και η οία για την παραπομπή επαρκής και πλήρης αιτιολογία.
Συνεπώς ο σχετικός μόνος λόγος αμφοτέρων των αναιρέσεων περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο βούλευμα κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, εκ των ανωτέρω ελλείψεων, είναι βάσιμος και πρέπει, δεκτού γενομένου, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο άνω συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστάς εκτός εκείνων οι οποίοι απεφάνθησαν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1, 519 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 194/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστάς.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ