Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2014 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Εφέσεως απαράδεκτο, Ανωτέρα βία.




Περίληψη:
Αγνώστου διαμονής επίδοση. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αιτιολογημένη απόρριψη του περί ανωτέρας βίας ισχυρισμού του αναιρεσείοντα που πρόβαλε με την έφεσή του. Δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα η μη ταυτόχρονη επίδοση της πρωτόδικης απόφασης σε επίσημη μετάφραση στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος. Δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα η αναφορά εγγράφου μόνο ιστορικά, όπως είναι η έκθεση επίδοσης της κλήσης προς εμφάνιση του κατηγορουμένου στο πρωτόδικο δικαστήριο, αφού κρίσιμο για το εμπρόθεσμο της άσκησης έφεσης εν προκειμένω είναι το αποδεικτικό επίδοσης της εκκαλουμένης, το οποίο και αναφέρεται ως αναγνωστέο.




Αριθμός 2014/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Χατζηγιαννάκη και Πλάτωνα Νιάδη, για αναίρεση της 1498/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 3 Ιουνίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 709/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Κατά τις διατάξεις του άρθρον 156 ΚΠοινΔ αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει ή επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του, ή, αν δε υπάρχει σύζυγος, σε ένα από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αίματος ή αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στο τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται προς το δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό, ή προς τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας ή προς τον ιερέα της ενορίας της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη της επίδοσης, οι οποίοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να φροντίσουν για την τοιχοκόλληση του εγγράφου, που τους επιδόθηκε, σε ένα από τα δημοσιότερα σημεία κα να στείλουν βεβαίωση για την τοιχοκόλληση στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών γνωστή στο πλαίσιο του δικαιϊκού συστήματος των επιδόσεων είναι η κατοικία ή η διαμονή η οποία είναι γνωστή στην αρχή η οποία εξέδωσε το επιδοτέο έγγραφο ή στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση του. Έτσι η τελευταία γνωστή στην Εισαγγελία που παραγγέλλει την επίδοση της καταδικαστικής απόφασης διαμονή του αποδέκτη της επίδοσης είναι εκείνη η οποία έχει γνωστοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο στην Εισαγγελία. Έτσι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 §§ 1 και 2 του ΚΠΔ, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 § 1 του ίδιου Κώδικα, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργήσει και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση ή ακόμα και στην κατά το άρθρο 37 § 2 ΚΠΔ έγγραφη ανακοίνωση προς τον αρμόδιο εισαγγελέα από δημοσίους υπαλλήλους περί τελέσεως αξιοποίνων πράξεων που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (476 παρ. ι και 2 ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών -κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη 1498/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε κατά πλειοψηφία ότι από τα κατά το είδος του επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 11-4-2000 ο εκκαλών κατέθεσε αυτοπροσώπως αίτηση στο Νομάρχη Κιλκίς προκειμένου να λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Την αίτηση αυτή συνόδευαν ως δικαιολογητικά μεταξύ άλλων φωτοαντίγραφο μόνο της σελίδας του υπ' αριθ. ... Νο ... Ρωσικού εσωτερικού διαβατηρίου του που περιέχονταν τα στοιχεία του ονοματεπωνύμου του, χωρίς αναφορά της διευθύνσεως κατοικίας, με θεώρηση του Ελληνικού Προξενείου και όχι ολόκληρο το διαβατήριο, το No ... πιστοποιητικό γέννησης που φερόταν να έχει εκδοθεί από το Ληξιαρχείο της περιοχής ... της περιφέρεια ... και η ... άδεια παραμονής του στην Ελλάδα που του είχε χορηγηθεί από το AT ... . Με βάση την αίτηση αυτή εκδόθηκε η ... απόφαση του Νομάρχη Κιλκίς με την οποία του χορηγήθηκε η Ελληνική ιθαγένεια. Ακολούθως μεταξύ άλλων ενεργειών του υπέβαλε στις 9.5.2000 προς το ΤΑ ... αίτηση την οποία υπογράφει ο ίδιος και έχει σ' αυτή θέσει το δακτυλικό αποτύπωμα του δεξιού δείκτη δακτύλου του και την από 9.5.2000 υπεύθυνη δήλωση προς τη Νομαρχία Κιλκίς στην οποία δηλώνει υπεύθυνα ότι είναι μόνιμος κάτοικος ... στην οδό ... και ότι δεν έχει καταθέσει σε άλλη Νομαρχία της Ελλάδος δικαιολογητικά για την έκδοση ελληνικού διαβατηρίου. Όλα τα ανωτέρω έγγραφα και η αίτηση είναι συντεταγμένα στην Ελληνική γλώσσα, γεγονός από το οποίο αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών έχει γνώση σε ικανοποιητικό βαθμό της ελληνικής γλώσσας και δηλώνεται σ' αυτά ως διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος η επί της ως άνω οδού ... στο ... και μόνον. Στη συνέχεια με αφορμή το υπ' αριθ. Α.Π. Φ. ... από 25.1.2005 έγγραφο του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο ..., με την ... απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ανακλήθηκε η ως άνω ... απόφαση του Νομάρχη Κιλκίς με την οποία είχε χορηγηθεί στον εκκαλούντα η Ελληνική ιθαγένεια. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε μεταξύ άλλων στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κιλκίς, επέχουσα θέση μηνύσεως, και στον εκκαλούντα, που φέρεται ως κάτοικος στην οδό ... στο ... . Με βάση την απόφαση αυτή του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, κοινοποιούμενη στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κιλκίς επέχει θέση μηνύσεως ασκήθηκε από τον τελευταίο κατά του εκκαλούντος ποινική δίωξη για χρήση πλαστών εγγράφων και υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και προσδιορίσθηκε δικάσιμος ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς η 7.6.2005. Ο εκκαλών αναζητήθηκε στην ως άνω δηλωθείσα διεύθυνση επί της οδού ... στο ..., πλην δεν ανευρέθη και, όπως προκύπτει από την αναγνωσθείσα από 9.3.2005 βεβαίωση του ανθυπαστυνόμου ..., ήταν άγνωστος στην εν λόγω διεύθυνση και άγνωστη η διαμονή του. Έτσι όπως προκύπτει από το από 5.4.2005 αποδεικτικό του αστυφύλακα ... ο εκκαλών κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής για να εμφανισθεί ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου στην προαναφερθείσα δικάσιμο για να δικαστεί για τα παραπάνω εγκλήματα. Ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε στο δικαστήριο και εκδόθηκε ερήμην του η προσβαλλομένη με την κρινομένη έφεση 685/2005 απόφαση του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Η εν λόγω εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα ως αγνώστου διαμονής, όπως προκύπτει από το από 31.8.2005 αποδεικτικό επιδόσεως του ίδιου ως άνω αστυφύλακα στις 31.8.2005 και η έφεση ασκήθηκε στις 1.3.2006, δηλαδή μετά εξάμηνο από της επιδόσεως. Οι ως άνω επιδόσεις είναι έγκυρες, διότι ο εκκαλών ήταν πράγματι άγνωστης διαμονής στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κιλκίς που παρήγγειλε τις επιδόσεις, αφού αυτός, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα βεβαίωση του αστυνομικού οργάνου δεν διέμενε στη μοναδική διεύθυνση του που ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κιλκίς, δηλαδή την οδό ... στο ..., και ήταν άγνωστης διαμονής. Η διεύθυνση επί της οδού ... στο ..., ήταν η μόνη που αναφερόταν στην επέχουσα θέση μηνύσεως προαναφερομένη απόφαση του γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, αφού ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε στην προανάκριση που προηγήθηκε της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, δεν αποδείχθηκε δε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι ήταν γνωστός κατά το χρόνο επιδόσεως τόσο της κλήσεως για την εμφάνιση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσο και της εκκαλουμένης αποφάσεως, ο τόπος διαμονής του εκκαλούντος και ειδικότερα ο επικαλούμενος από αυτόν τόπος διαμονής του επί της οδού ... στη ... στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κιλκίς. Πέραν του ότι στην προαναφερόμενη, επέχουσα θέση μηνύσεως απόφαση δεν αναφέρεται άλλη διεύθυνση, σε κανένα από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, που υποβλήθηκαν από τον ίδιο στις αρμόδιες ελληνικές αρχές για την αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας και την έκδοση σχετικών εγγράφων (άδειας παραμονής, διαβατηρίου, δελτίου ταυτότητας κ.λ.π.) δεν αναφέρεται επίσης άλλη διεύθυνση εκτός από αυτή της οδού ... στο ... . Για πρώτη φορά με την έφεση αναφέρεται η διεύθυνση στη ... και επίσης για πρώτη φορά στην παρούσα δικάσιμο προσκομίζονται δικαιολογητικά (φωτοαντίγραφο της σχετικής σελίδας του διαβατηρίου με τη διεύθυνση κατοικίας, άλλης από εκείνη που είχε επισυναφθεί ως δικαιολογητικό στην αίτηση για τη χορήγηση της Ελληνικής ιθαγένειας, λογαριασμοί κοινοχρήστων κ.λ.π. προσκομισθέντα από τους πληρεξουσίους του) για να αποδειχθεί ότι κατά το χρόνο των ως άνω επιδόσεων ο εκκαλών ήταν κάτοικος επί της εν λόγω διευθύνσεως. Η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως είναι νόμιμη καίτοι δεν επιδόθηκε μεταφρασμένο στη Ρωσική γλώσσα αντίγραφο αυτής αλλά αντίγραφο συντεταγμένο στην ελληνική γλώσσα, αφού όπως προαναφέρθηκε ο κατηγορούμενος έχει γνώση της ελληνικής γλώσσας σε ικανοποιητικό βαθμό ώστε να αντιλαμβάνεται πλήρως το περιεχόμενο εγγράφων συντεταγμένων στην ελληνική. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών είχε λάβει γνώση ότι σε βάρος του εκκρεμεί ποινική δίωξη τουλάχιστον από την επίδοση της εκκαλουμένης την 31.8.2005 και πάντως οπωσδήποτε από της 6.12.2005. Συγκεκριμένα ο μάρτυρα που με επιμέλειά του εξετάσθηκε στο ακροατήριο και είναι, όπως ο ίδιος κατέθεσε νομικός, γνώστης δηλαδή των σχετικών κανόνων, καταθέτει ότι ο εκκαλών από τριετίας γνωρίζει την σε βάρος του ποινική δίωξη. Χαρακτηριστικά κατέθεσε "Τα τελευταία τρία (3) χρόνια, το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, δηλαδή η καταδικαστική απόφασή σε βάρος του, ήταν το μόνο που απασχολούσε τον κατηγορούμενο". Η πειστικότητα της καταθέσεως του μάρτυρα ως προς το σημείο αυτό δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα ενισχύεται και από τα εξής ακόμη περιστατικά. Έχοντας λάβει γνώση ο εκκαλών ότι κατηγορείται για χρήση πλαστού πιστοποιητικού γέννησης από μέρους του, ζήτησε και έλαβε στις 6.12.2005 νέο No ... πιστοποιητικό από το ληξιαρχείο της περιοχής ..., το οποίο προσκόμισε στο δικαστήριο και αναγνώσθηκε. Στις 5.1.2006 έδωσε εντολή στους γραφολόγους ... και ... να εξετάσουν την αίτηση με βάση την οποία του χορηγήθηκε η Ελληνική ιθαγένεια και να γνωμοδοτήσουν περί της γνησιότητας της υπογραφής σ' αυτή, ισχυριζόμενος ότι είναι πλαστή. Από τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών είχε λάβει γνώση ότι σε βάρος του υπάρχει σε εξέλιξη ποινική διαδικασία από τον Αύγουστο του 2005 και πάντως από της 6.12.2005. Στην απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας με την οποία ανακαλείται η απόφαση του Νομάρχη Κιλκίς που του χορήγησε την Ελληνική ιθαγένεια αναφέρεται ότι αυτή κοινοποιείται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κιλκίς και της απόφασης αυτής και του περιεχομένου της έλαβε γνώση ο εκκαλών τουλάχιστον στις 6.12.2005 που ζήτησε το προαναφερόμενο αντίγραφο No ... της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως του. Δηλαδή σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο εκκαλών έλαβε γνώση ότι εκκρεμεί σε βάρος του ποινική διαδικασία όχι από της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως αλλά από της 6.12.2005 ή έστω της 5.1.2006, έκτοτε έπαυσε να συντρέχει γεγονός ανώτερης βίας και μέχρι της ασκήσεως της εφέσεως την 1.3.2006 παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος τόσο της δεκαήμερης προθεσμίας ασκήσεως της που ισχύει για τους κατοίκους ημεδαπής όσο και η προθεσμία των 30 ημερών που ισχύει για τους κατοίκους αλλοδαπής και τους αγνώστου διαμονής και ως εκ τούτου πρέπει η έφεση ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, να διαταχθεί η εκτέλεση της εκκαλουμένης αποφάσεως και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επί πλέον ενισχυτικό της παραπάνω κρίσεως στοιχείο και περί της μη πειστικότητας των υποστηριζόμενων υπό του εκκαλούντος είναι το γεγονός ότι ο τελευταίος στην έφεσή του ισχυρίζεται ότι δεν βρέθηκε στην Ελλάδα και ότι άλλοι υπέβαλαν για λογαριασμό του την αίτηση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ όπως προαναφέρθηκε, τουλάχιστον την αναγνωσθείσα υπεύθυνη δήλωση του για την έκδοση διαβατηρίου και την αίτηση που υπέβαλε για την έκδοση ταυτότητας υπέγραψε ο ίδιος στην τελευταία δε έθεσε και το δακτυλικό του αποτύπωμα και τη γνησιότητα των εν λόγω υπογραφών δεν την αμφισβητεί. Την παρουσία του άλλωστε στην Ελλάδα και την υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών επιβεβαιώνει και ο εξετασθείς μάρτυρας στην ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεσή του, όπου αναφέρει ότι ο εκκαλών ο ίδιος προσωπικά κατέθεσε την αίτηση στο Νομάρχη Κιλκίς για χορήγηση της ιθαγένειας. Τα κατατιθέμενα περαιτέρω από τον μάρτυρα ότι κάποιος άγνωστος άλλαξε στη συνέχεια την αίτηση και τα δικαιολογητικά που τη συνόδευαν για να εκβιάσει τον εκκαλούντα δεν κρίνονται πειστικά. Με αυτά του δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση το μεν με πληρότητα και χωρίς αντίφαση διέλαβε στην απόφασή της την απαιτούμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη αιτιολογία για την απόρριψη του στην έφεση του κατηγορουμένου λόγω ανωτέρας βίας, το δε δεν υπερέβη την εξουσία του απορρίπτοντας την έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, ούτε παραβίασε τα δικαιώματα του για μια δίκαιη δίκη που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα από τις παραδοχές της α)ότι μοναδική διεύθυνση του κατηγορουμένου που ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημ/κών Κιλκίς, "η μόνη που αναφερόταν στην επέχουσα θέση μηνύσεως προαναφερομένη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της περιφέρειας" ήταν επί της οδού ... στο ..., β)ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο τόπος διαμονής του εκκαλούντος και ειδικότερα ο επικαλούμενος από τον εκκαλούντα ήταν επί της οδού ... στη ... στην Εισαγγελία Πλημ/κών Κιλκίς, γ) ότι σε κανένα από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, που υποβλήθηκαν από τον ίδιο στις αρμόδιες ελληνικές αρχές για την αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας και την έκδοση σχετικών εγγράφων (άδειας παραμονής, διαβατηρίου, δελτίου ταυτότητας κ.λ.π.) δεν αναφέρεται επίσης άλλη διεύθυνση εκτός από αυτή της οδού ... στο ..., και δ) ότι για πρώτη φορά με την έφεση αναφέρεται η διεύθυνση στη Μόσχα και επίσης για πρώτη φορά στην παρούσα δικάσιμο προσκομίζονται δικαιολογητικά (φωτοαντίγραφο της σχετικής σελίδας του διαβατηρίου με τη διεύθυνση κατοικίας, άλλης από εκείνη που είχε επισυναφθεί ως δικαιολογητικό στην αίτηση για τη χορήγηση της Ελληνικής ιθαγένειας, λογαριασμοί κοινοχρήστων κ.λ.π. προσκομισθέντα από τους πληρεξουσίους του) για να αποδειχθεί ότι κατά το χρόνο των ως άνω επιδόσεων ο εκκαλών ήταν κάτοικος επί της εν λόγω διευθύνσεων, προκύπτει ότι η πλειοψηφία του Εφετείου αιτιολόγησε με πληρότητα το έγκυρο των επιδόσεων προς αυτόν ως αγνώστου διαμονής κατ' άρθρο 156 του ΚΠΔ αλλά και την αδυναμία της Εισαγγελικής αρχής του Κιλκίς που διέταξε τις ως άνω επιδόσεις να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες προκειμένου να πληροφορηθεί την κατοικία του αναιρεσιβλήτου στην ... .
Συνεπώς είναι αβάσιμοι οι κατ' εκτίμηση περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 § Δ' και Η' του ΚΠΔ 1ος, και 3ος λόγος του κυρίου δικογράφου και 1ος , 2ος , 3ος και 4ος λόγοι του δικογράφου των προσθέτων με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι η πλειοψηφία του Εφετείου δεν αιτιολογεί το νόμιμο των επιδόσεων στον αναιρεσείοντα ως άγνωστου διαμονής, ότι το Εφετείο υπερέβη την εξουσία του με το να κηρύξει απαράδεκτη της ασκηθείσα έφεσή του ως εκπρόθεσμη, ότι παραβίασε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, με το να χωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης απόντος του κατηγορουμένου χωρίς α) να είναι νόμιμη η κλήτευσή του ως αγνώστου διαμονής β)χωρίς να δεχθεί ότι είχε καταβληθεί από την εισαγγελική αρχή κάθε προσπάθεια ανεύρεσής του για να του επιδοθεί η κλήση και γ)δεχόμενο ότι έπρεπε να φέρει το βάρος της απόδειξης ο αναιρεσείων ότι η εισαγγελική αρχή διέπραξε δικονομικό σφάλμα με την επίδοση της κλήσης και της απόφασης σε βάρος του ως αγνώστου διαμονής. Περαιτέρω η πλειοψηφία του Εφετείου στήριξε την απορριπτική κρίση της επί του περί ανωτέρας βίας ισχυρισμού του αναιρεσείοντα, τον οποίο είχε επικαλεσθεί στην έφεσή του, δεχόμενη ότι ο τελευταίος είχε λάβει γνώση του ότι είχε ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τουλάχιστον δύο περίπου μήνες πριν από την άσκηση της έφεσής του, στην κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριό του και από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος προταθέντος μάρτυρα ΑΑ, ο οποίος κατέθεσε "Τα τελευταία τρία χρόνια, το πρόβλημα που δημιουργήθηκε δηλαδή, η καταδικαστική απόφαση σε βάρος του (αναιρεσείοντος), ήταν το μόνο που τον απασχολούσε", προσδιορίζοντας έτσι την γνώση του σε χρόνο που απείχε κατά ένα τουλάχιστον έτος από την ημερομηνία άσκησης της έφεσης. Η προς ενίσχυση της στην κατάθεση του ως άνω μάρτυρα στηριζόμενη κρίση της πλειοψηφίας περί του χρόνου γνώσεως από τον αναιρεσείοντα της σε βάρος του ασκηθείσας ποινικής δίωξης, την οποία τοποθετεί στις 6/12/2005 σε κάθε δε περίπτωση στις 5/1/2006, στηριζόμενη στα εκδοθέντα στις ημερομηνίες αυτές και αναγνωσθέντα στο ακροατήριό του Εφετείου έγγραφα, δεν είναι αυθαίρετη και στερούμενη ειδικής αιτιολογίας εκ του ότι δεν αποκλείει με ειδική αιτιολογία το εύλογο ενδεχόμενο να έχει ζητηθεί από τον αναιρεσείοντα η έκδοσή τους πριν λάβει γνώση της κατ' αυτού ποινικής δίωξης για πλαστογραφία των πιστοποιητικών της ιθαγένειας εγγράφων, αλλά για την αντιμετώπιση της διοικητικής διαδικασίας για την ανάκληση της απόφασης απόδοσης στο πρόσωπό του της Ελληνικής ιθαγένειας. Και τούτο διότι αντίθετα η παραπάνω κρίση της πλειοψηφίας συμπορεύεται και δεν αντικρούεται από την παραδοχή ότι με την ... απόφαση του Γενικού Γραμματέα της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ανακλήθηκε η ως άνω ... απόφαση του Νομάρχη Κιλκίς, ήτοι σε προγενέστερο χρόνο των ως άνω ενεργειών του, εν όψει μάλιστα του ότι ούτε ο εξετασθείς ανωτέρω μάρτυς, κατέθεσε ούτε από κάποιο από τα προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα έγγραφα προκύπτει ότι μετά την ανάκληση της ως άνω απόφασης του Νομάρχη ο αναιρεσείων επεχείρησε να του χορηγηθεί η Ελληνική Ιθαγένεια, οπότε και θα δικαιολογούντο οι εκ μέρους του μετά την ανάκληση ως άνω ενέργειες. Παρά ταύτα το Εφετείο, αν και δεν υποχρεούτο προς τούτο διέλαβε ειδική αιτιολογία προκειμένου να αντικρούσει τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα ότι από τα προσκομισθέντα από αυτόν έγγραφα προέκυπτε ότι κατά τον χρόνο της επίδοσης σ' αυτόν της εκκαλουμένης απόφασης η κατοικία του ήταν αυτή στη ... .
Συνεπώς είναι αβάσιμος και ο από το άρθρο 510 § 9 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ 5ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας όσον αφορά τον περιλαμβανόμενο στο δικόγραφο της έφεσής του λόγο αιτιολόγησης του εκπροθέσμου της ασκήσεως αυτής ότι αυτός οφείλετο σε ανωτέρα βία εκ του λόγου ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος αγνοούσε την σε βάρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη. Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ 3ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων με τον οποίο πλήττεται η απόφαση του Εφετείου για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ως άνω διατάξεων περί επιδόσεως, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τόπος κατοικίας κατά την σαφή έννοια αυτών είναι μεταξύ άλλων μόνο ο τόπος που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση και όχι ο τόπος που αναφέρεται στην έγγραφη αναγγελία αξιόποινης πράξης στην εισαγγελέα που διέταξε την επίδοση.
ΙΙ.- Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με την επίδοση σ' αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, που περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Κατά δε το άρθρο 6 παρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 4-11-1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 και έχει, κατ' άρθρο 28 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί στην πιο σύντομη προθεσμία λεπτομερώς στη γλώσσα την οποία εννοεί, την φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας και να τύχει δωρεάν παραστάσεως διερμηνέα αν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που εισάγεται σε δίκη σε ξένη χώρα και αγνοεί τη γλώσσα που ομιλείται στη χώρα αυτή, προκύπτει ότι μόνο επί κλητηρίου θεσπίσματος ή παραπεμπτικού βουλεύματος απαιτείται με ποινή ακυρότητας (άρθρο 171 παρ. 1δ' ΚΠΔ) μαζί με αυτά να επιδίδεται και επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που εννοεί ο κατηγορούμενος, δεδομένου ότι μόνον τα παραπάνω έγγραφα περιέχουν την κατηγορία. Η συνεπίδοση μετάφρασης αυτών δεν είναι απαραίτητη όταν ο κατηγορούμενος έλαβε έγκαιρα γνώση της εναντίον του κατηγορίας στη γλώσσα που εννοεί και προετοίμασε την υπεράσπισή του. Συνακόλουθα επί άλλων εγγράφων της ποινικής διαδικασίας δεν απαιτείται η επίδοση αυτών να συνοδεύεται από επίσημη μετάφρασή τους σε γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος προς τον οποίο αυτά επιδίδονται και ως εκ τούτου δεν καθίσταται άκυρη η επίδοση του εγγράφου όταν δεν επιδίδεται ταυτόχρονα επίσημη μετάφραση τούτου. Στη προκειμένη περίπτωση με τον 2ο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας και παράβασης του άρθρου 6 § 3 της ΕΣΔΑ με την ειδικότερη αιτίαση ότι τόσον η κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής να εμφανισθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Κιλκίς κατά τη δικάσιμο της 7-6-2005, όσο και η επίδοση της ερήμην του εκδοθείσας εκκαλουμένης απόφασης δεν έγιναν και σε αντίγραφο μεταφρασμένο στη Ρωσική γλώσσα, την οποία και μόνο γνώριζε, αλλά μόνο στην Ελληνική που αγνοούσε. Σύμφωνα όμως με τα στην προηγουμένη σκέψη εκτεθέντα ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι α)όσον αφορά την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, το Εφετείο δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού όπως προκύπτει από την από 1-3-2006 έκθεση έφεσης ενώπιον της Γραμματέα Πλημ/κών Κιλκίς ..., επιτρεπτά σκοπούμενη για τον έλεγχο της βασιμότητας λόγου αναιρέσεως η για τον παραπάνω λόγο ακυρότητα αυτού δεν περιελαμβάνετο μεταξύ των λόγων της έφεσης, β) όσον αφορά την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης διότι δεν δημιουργεί ακυρότητα η μη ταυτόχρονη επίδοση της σε επίσημη μετάφραση στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος. Σε κάθε πάντως περίπτωση το εφετείο δεν υπερέβη την εξουσία του αφού δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων κατά τους χρόνους των παραπάνω επιδόσεων κατανοούσε την Ελληνική γλώσσα. Επομένως ο περί του αντιθέτου ως άνω 2ος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγο αναίρεσης αποτελεί και η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171). Κατά δε το άρθρο 171 παρ. 1 απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν δ)την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 333, 364, και 369 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφων δημιουργεί τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του αυτού κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν το έγγραφο λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του στον κατηγορούμενο, γιατί έτσι, δεν παρέχεται δυνατότητα να εκθέσει της παρατηρήσεις του για τα αποδεικτικά αυτά μέσα όπως έχει δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρ. 358 του ιδίου κώδικα και όχι όταν τούτο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη αμέσως από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. Περαιτέρω στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε ούτε ν' αναφέρεται αυτό στη θέση των πρακτικών, όπου απαριθμούνται τα αναγνωσθέντα έγγραφα αλλά αρκεί να μνημονεύεται σε άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα.
Συνεπώς ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται σε περίπτωση που το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του έγγραφο, το οποίο αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, όταν στα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης γίνεται ρητή μνεία ότι αυτή αναγνώσθηκε, αφού παρέχεται με τον τρόπο αυτό η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το έγγραφο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ναι μεν στο αιτιολογικό αυτής αναφέρεται ότι με το από 5-4-2005 αποδεικτικό επίδοσης του αστυφύλακα ... ο εκκαλών κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής για να εμφανισθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Κιλκίς κατά τη δικάσιμο της 7-6-2005 για να δικασθεί για τα αποδιδόμενα σ' αυτόν εγκλήματα, όπως δε προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά το ως άνω αποδεικτικό επίδοσης δεν αναφέρεται στο οικείο μέρος των πρακτικών, όμως καμμία ακυρότητα δεν δημιουργείται εκ του λόγου τούτου και τούτο καθόσον, το έγγραφο αυτό αναφέρεται απλώς ιστορικά και δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης για το εμπρόθεσμο της ασκηθείσας έφεσης, για την διαπίστωση του οποίου και ερευνάται και επισκοπείται αποκλειστικά και μόνο το αποδεικτικό επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης και όχι το αποδεικτικό επίδοσης της κλήσεως προς εμφάνιση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ανεξάρτητα του ότι το έγγραφο αυτό αναφέρεται στα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία, όπως από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ περί του αντιθέτου 6ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4/4/2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ... ως και τους από 3/6/2008 προσθέτους λόγους, για αναίρεση της 1498/2008 απόφασης του Β' Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή