Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Ληστεία, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Ληστεία, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του θύματος. Άρθρο 380 παρ.2 ΠΚ. 1. Η έφεση του Εισαγγελέα Εφετών, περιέχει την κατά τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ απαιτούμενη για την άσκηση της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον ο Εισαγγελέας στη συνταχθείσα σχετική έκθεση, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου) και τα από αυτά κατά την ακροαματική διαδικασία προκύψαντα διαφορετικά κατά την κρίση του πραγματικά περιστατικά, ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των πιο πάνω δύο αξιόποινων πράξεων, όπως και τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η ενοχή του κατηγορουμένου ως φυσικού αυτουργού της ανθρωποκτονίας και της ληστείας και εντεύθεν η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από την πλειοψηφία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που οδηγήθηκε σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και σε αθώωση του κατηγορουμένου, λόγω αμφιβολιών. Μετά από αυτά, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, το οποίο με την προσβαλλόμενη με αριθ. 43, 44, 45, 48, 49, 50/2008 απόφαση του και την προηγούμενη με αριθ. 77, 78 Α/2005 προπαρασκευαστική απόφασή του, δέχθηκε τυπικά την από 14-2-2003 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών κατά της με αριθ. 10, 11/2003 αθωωτικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμαλιάδος, απέρριψε την προβληθείσα από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου ένσταση απαραδέκτου της άνω Εισαγγελικής εφέσεως, λόγω αοριστίας του λόγου αυτής και στη συνέχεια επιλήφθηκε της κατ' ουσίαν έρευνας της υποθέσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, οι δε περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Η΄ του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, τρίτος του κυρίως δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως και τέταρτος των προσθέτων λόγων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η συνεδρίαση του Δικαστηρίου έγινε στις 19-5-2008, 20-5-2008, 21-5-2008, 22-5-2008, 3-6-2008 και 4-6-2008 και κατ' αυτές όσον και στις 4-6-2008 που έγινε η απαγγελία της αποφάσεως (βλ. φύλλα 1, 7, 11, 16, 23, 35 και 37 αποφάσεως), έγιναν στο ακροατήριο του στην αίθουσα συνεδριάσεως με παρόντες όλους τους παράγοντες της δίκης σε δημόσια συνεδρίαση και όχι κεκλεισμένων των θυρών. Επομένως ο σχετικός τρίτος ως άνω πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 3. Οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε΄ του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τον παραπάνω λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους προσθέτους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, και για παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, του Αρείου Πάγου μη ελέγχοντος σφάλματα εκτιμήσεως της ουσίας της υποθέσεως και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1395/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Σπυρίδωνα Φυτράκη και Ιωάννη Παπαναστασόπουλο, περί αναιρέσεως της 43, 44, 45, 48, 49, 50/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 20 Μαρτίου 2009 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1271/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 1 και 498 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του ένδικου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τον Εισαγγελέα των λόγων της εφέσεως, στην οποία πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν δε η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τη δέχεται τυπικά και προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, δεν υπερβαίνει την εξουσία του και δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 510 παραγρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμαλιάδος, για να δικασθεί για ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία, κατά συρροή, της ΑΑ και με τη με αριθ. 10,11/2003 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ο κατηγορούμενος, κατά πλειοψηφία, κηρύχθηκε αθώος και των δύο κατηγοριών αυτών, λόγω αμφιβολιών. Κατά της άνω αθωωτικής αποφάσεως ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών άσκησε την από 14-2-2003 έφεση, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθ. 43,44,45,48,49,50/2008 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών και την προηγούμενη με αριθ. 77, 78 Α/2005 προπαρασκευαστική απόφασή του, το εν λόγω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε τυπικά την από 14-2-2003 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών κατά της με αριθ. 10, 11/2003 αθωωτικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμαλιάδος, απέρριψε την προβληθείσα από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου ένσταση απαραδέκτου της άνω Εισαγγελικής εφέσεως, λόγω αοριστίας του λόγου αυτής και στη συνέχεια, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, κατά μεταβολή της αρχικής ως άνω κατηγορίας, για ληστεία, που είχεν ως αποτέλεσμα το θάνατο της παθούσας (άρθρο 380 παρ. 2 ΠΚ) και επέβαλε σε αυτόν ποινή καθείρξεως 16 ετών. Στην ανωτέρω έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τον αναιρετικό έλεγχο, αναφέρεται ότι ο εκκαλών Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της προδιαληφθείσας αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμαλιάδος, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο αναιρεσείων για την άνω πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της ληστείας, με το εξής περιεχόμενο:
"Ο Αντεισαγγελέας Εφετών Πατρών Ιωάννης Αγγελής του Γεωργίου, επειδή κωλύεται ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών δήλωσε, ότι σύμφωνα με το άρθρο 486 § 2 ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 2 § 19α του Ν. 2408/1996, εκκαλεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών (ΜΟΕ), την υπ' αριθ. 10, 11/7-2-03 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμαλιάδας, με την οποία κηρύχθηκε αθώος, κατά πλειοψηφία, ο κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ..., των αξιοποίνων πράξεων: α) της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και β) της ληστείας (άρθρα 299 § 1 και 380 § 1 ΠΚ), ενώ έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος και των δύο αυτών αξιοποίνων πράξεων (ανθρωποκτονίας από πρόθεση και ληστείας).
Ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο ΒΒ, ΔΔ, ΕΕ, ΣΤ, ΖΖ, ΗΗ, ΘΘ και ΚΚ, τα έγγραφα που διαβάσθηκαν στο ακροατήριο και την απολογία του κατηγ/νου στο ακροατήριο προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο κατηγ/νος Χ, 32 ετών, τα τελευταία χρόνια υποαπασχολείτο σε διαφημιστικές εργασίες διατηρώντας γραφείο - διαμέρισμα, στην οδό ..., στην ... . Κυρίως όμως συντηρούνται από εισοδήματα γυναικών μεγαλύτερης από αυτόν ηλικίας, με τις οποίες διατηρούσε ερωτικές σχέσεις. Το καλοκαίρι του έτους 2000 ο κατηγ/νος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τη ΕΕ, τη ΖΖ και το θύμα ΑΑ, 48 ετών, διαζευγμένη, μητέρα δύο παιδιών, ιδιωτική υπάλληλο, στο Φροντιστήριο "...", στην ... . Το θύμα χαρακτήριζε ιδιαίτερη κοινωνικότητα και εξωστρέφεια και ήταν αγαπητή σε όλους, συγχρόνως διατηρούσε καλές σχέσεις με τον πρώην σύζυγο της. Η ιδιαίτερη σχέση της ΑΑ με τον κατηγ/νο ήταν γνωστή μόνο στο πολύ στενό φιλικό περιβάλλον της. Το καλοκαίρι του έτους 2000 το θύμα ανήγειρε οικοδομή με δάνειο από Τράπεζα, έχοντας εισπράξει την τελευταία δόση στις αρχές του καλοκαιριού, ποσού 1.500.000 δρχ., ενώ περί τα τέλη Ιουλίου 2000 δανείσθηκε από την εξαδέλφη της ΛΛ το ποσό των 2.000.000 δρχ., με τη δικαιολογία, ότι ήθελε να καλύψει οφειλή της προς το Ι.Κ.Α. και άλλες τρέχουσες οφειλές, Όμως όπως προέκυψε το θύμα δεν είχε πραγματική ανάγκη δανεισμού από συγγενικά της πρόσωπα, γιατί δεν υπήρχε καμιά οφειλή της στο Ι.Κ.Α. Είναι φανερό, ότι τα χρήματα που δανείσθηκε τα έδωσε στον κατηγ/νο, με τον οποίο συνδεόταν ερωτικά και ο οποίος είχε οικονομικές ανάγκες. Το θύμα κάθε μεσημέρι έφευγε από το Φροντιστήριο, όπου εργαζόταν, μεταξύ των ωρών 12.00' και 13.00' και πήγαινε στην Τράπεζα Πίστεως, στα ... της ... και κατέθετε τις καθημερινές εισπράξεις του Φροντιστηρίου που κυμαινόταν από 900.000 έως και 3.000.000 δρχ. Τη συνήθεια αυτή της ΑΑ τη γνώριζε πολύ καλά ο κατηγ/νος, γιατί πολλές φορές η ΑΑ πηγαίνοντας να καταθέσει χρήματα επισκέπτονταν τον κατηγορούμενο στο διαμέρισμα - γραφείο του, στην οδό ..., το οποίο ήταν πολύ κοντά στο φροντιστήριο, οπού αυτή εργαζόταν. Την κρίσιμη ημέρα της 27-10-2000, το πρωΐ η ΑΑ βρισκόταν στο Φροντιστήριο και εργαζόταν. Το πρωί εκείνο η ΑΑ τηλεφώνησε στον κατηγ/νο στο κινητό του τηλέφωνο τρεις φορές. Την πρώτη στις 10.10', τη δεύτερη και την Τρίτη στις 12.36' (βλ. κατάσταση τηλεφωνημάτων ΟΤΕ). Η τελευταία τους συνομιλία τους έγινε ελάχιστα λεπτά προτού η ΑΑ αναχωρήσει με προορισμό την Τράπεζα Πίστεως, για να καταθέσει το ποσό των 900.000 δρχ. σε λογαριασμό του Φροντιστηρίου. Η τελευταία εκείνη συνομιλία τους ήταν χαμηλόφωνη, για να μη γίνει αντιληπτή από τους συναδέλφους της στη Γραμματεία, μεταξύ των οποίων ήταν και η ΝΝ. Πραγματικά, αμέσως μετά το τελευταίο ως άνω τηλεφώνημα, η ΑΑ χαρούμενη πήρε το ποσό των 900.000 δρχ., που της παρέδωσε για κατάθεση η ΝΝ και αναχώρησε για την Τράπεζα και θα επανερχόταν στο Φροντιστήριο για το απογευματινό της ωράριο περί ώρα 17.00'. Όμως η ΑΑ δεν έφθασε ποτέ στην Τράπεζα Πίστεως των ..., αφού μετά από την έξοδο της από το Φροντιστήριο εξαφανίσθηκε, μέχρι την 4η Φεβρουαρίου 2002, οπότε ανακαλύφθηκε ο σκελετός της, στο ... σε αδιανέμητο και ακαλλιέργητο αγρόκτημα που ανήκει στην συνιδιοκτησία της μητέρας του κατηγ/νου ΚΚ, της αδελφής της ... και του ανηψιού της ΦΦ. Το πτώμα της άτυχης ΑΑ ήταν σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης και ήταν τυλιγμένο, επιμελώς κρυμμένο σε μη εμφανές σημείο, μέσα σε θαμνώδη συστάδα σκίντων. Ο θάνατος της, όπως βεβαιώνεται στην Ιατροδικαστική έκθεση οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια (βιαιοπραγία, επίδραση θλώντος οργάνου στην κεφαλή). Είναι λοιπόν βέβαιο, ότι ο κατηγ/νος Χ συνάντησε τη ΑΑ στο διαμέρισμα - γραφείο του, στην οδό ..., στην ..., τις μεσημβρινές ώρες της 27-10-2000, από ώρα 12.50' έως 13.30', όπου την περίμενε, αφού αποδέχθηκε την πρόσκληση της, πλην όμως συνάντηση αυτή, που δεν ήταν καθόλου τυχαία για τον κατηγ/νο, απέβη μοιραία για τη ζωή της, αφού έπεσε θύμα της εγκληματικής συμπεριφοράς του. Έχοντας την πρόθεση ο κατηγ/νος να απαλλαγεί από τη ΑΑ, η οποία τον πίεζε για συνέχιση της ερωτικής σχέσης τους και επί πλέον να αφαιρέσει απ' αυτήν παρανόμως το ποσό που είχε μαζί της αποφάσισε να την σκοτώσει. Έτσι όταν η ΑΑ πήγε στο γραφείο - διαμέρισμα του - ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση την κτύπησε με γρόνθο ή με άλλο αμβλύ όργανο στην αριστερή βρεγματική χώρα, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος της. Αμέσως μετά το θάνατο της, ο κατηγ/νος αφαίρεσε απ' αυτήν το ποσό των 900.000 δρχ., που ανήκε στον ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου "..." και άγνωστο ποσό των δικών της χρημάτων, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Στη συνέχεια ο κατηγ/νος αναχώρησε από το διαμέρισμα του εσπευσμένα και περί ώρα 15.00 συναντήθηκε με το φίλο του ΣΤ, σε προκαθορισμένη συνάντηση τους. Στο μεταξύ από τις απογευματινές ώρες της 27-10-2000 άρχισε η αναζήτηση της ΑΑ από τους οικείους και συναδέλφους της. Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε στον κατηγ/νο ο γιος της ΑΑ, ΒΒ. Στο τηλεφώνημα αυτό ο κατηγ/νος απέκρυψε σκοπίμως τα τηλεφωνήματα που έγιναν ανάμεσα σ' αυτόν και το θύμα το πρωΐ της ημέρας εκείνης και συγχρόνως δήλωσε άγνοια για την εξαφάνιση της μητέρας του. Το σημείο αυτό ασφαλώς είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, γιατί ο κατηγ/νος εφόσον, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται είναι αθώος, τότε: α) δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να αποκρύψει τα τρία σημαντικά τηλεφωνήματα που είχε το πρωί της 27-10-2000 με το θύμα και β) δεν είχε δικαιολογία για την αδιαφορία που τελικά επέδειξε, για την τύχη του θύματος, με το οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση. Περαιτέρω, πρέπει ιδιαίτερα να σημειωθεί το γεγονός, ότι ο κατηγ/νος ήταν το τελευταίο πρόσωπο που μίλησε (τηλεφωνικά) η ΑΑ (εκτός βέβαια των συναδέλφων της στο Φροντιστήριο), πριν από την εξαφάνιση της. Είναι βέβαιο, ότι στις 27-10-2000 η ΑΑ θα μετέβαινε στην Τράπεζα Πίστεως, για να καταθέσει το ποσό των 900.000 δρχ. Δεν έφθασε όμως ποτέ στην Τράπεζα. Αυτό σημαίνει, ότι αυτό που συνέβη, δηλαδή η δολοφονία της, έγινε προτού αυτή φθάσει στην πιο πάνω Τράπεζα, διαφορετικά θα είχε αυτή καταθέσει τα χρήματα στην Τράπεζα, πράγμα όμως που δεν έγινε. Πρέπει ακόμη να αποκλειστεί εντελώς η περίπτωση δολοφονίας της ΑΑ από τρίτο πρόσωπο και η μεταφορά της στο παραπάνω αγρόκτημα. Ο ίδιος ο κατηγ/νος απολογούμενος στο Δικαστήριο κατέθεσε, ότι δεν είχε κανένα εχθρό. Το ίδιο και η ΑΑ, δεν είχε εχθρούς και ήταν άτομο ιδιαίτερα αγαπητό.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί και το γεγονός, ότι στις 7-11-2000, δηλαδή λίγες ημέρες μετά το θάνατο της ΑΑ ο κατηγ/νος, κατέβαλε συνολικά έξι ενοίκια συνολικού ποσού 330.000 δρχ., που όφειλε από καιρό στον σπιτονοικοκύρη του. Η ανεύρεση των χρημάτων αυτών δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς από το Δικαστήριο. Είναι λοιπόν φανερό, ότι ο κατηγ/νος σκότωσε και λήστεψε τη ΑΑ και ακολούθως στον κατάλληλο χρόνο, που αυτός επέλεξε, μετέφερε το πτώμα της στο ανωτέρω αγρόκτημα. Όπως δε κατέθεσε στο Δικαστήριο ο αστυνομικός ΔΔ το κτήμα που βρέθηκε το πτώμα της ΑΑ ήταν ακαλλιέργητο και το πτώμα ήταν σκεπασμένο με κλαριά και θα βρισκόταν δύσκολα, γιατί ήταν επιμελώς κρυμμένο και σκεπασμένο με σεντόνι.
Κατόπιν αυτού ζήτησε να γίνει δεκτή η εν λόγω έφεση του και να κηρυχθεί ένοχος από το Μ.Ο.Ε. Πατρών ο ανωτέρω κατηγορούμενος: α) ανθρωποκτονίας με πρόθεση από δράστη που βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και β) για ληστεία (άρθρα 94 § 1, 299 § 1 και 380 § 1 ΠΚ)".
Έτσι όπως έχει η έφεση του πιο πάνω Εισαγγελέα Εφετών, περιέχει την κατά τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ απαιτούμενη για την άσκησή της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον ο Εισαγγελέας στη συνταχθείσα σχετική έκθεση, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου) και τα από αυτά κατά την ακροαματική διαδικασία προκύψαντα, διαφορετικά κατά την κρίση του, πραγματικά περιστατικά, ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των πιο πάνω δύο αξιόποινων πράξεων, όπως και τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία, κατ'αντίθεση προς τους συλλογισμούς της εκκαλούμενης αποφάσεως, προκύπτει η ενοχή του κατηγορουμένου ως φυσικού αυτουργού της ανθρωποκτονίας και της ληστείας και εντεύθεν η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από την πλειοψηφία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που οδηγήθηκε σε εσφαλμένες παραδοχές και σε αθώωση του κατηγορουμένου, λόγω αμφιβολιών. Μετά από αυτά, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, το οποίο με την προσβαλλόμενη με αριθ. 43,44,45,48,49,50/2008 απόφασή του και την προηγούμενη με αριθ. 77,78 Α/2005 προπαρασκευαστική απόφασή του, δέχθηκε τυπικά την από 14-2-2003 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών κατά της με αριθ. 10,11/2003 αθωωτικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμαλιάδος, απέρριψε την προβληθείσα από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου ένσταση απαραδέκτου της άνω Εισαγγελικής εφέσεως, λόγω αοριστίας του λόγου αυτής και στη συνέχεια επιλήφθηκε της κατ' ουσίαν έρευνας της υποθέσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, οι δε περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Η' του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, τρίτος του κυρίως δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως και τέταρτος των προσθέτων λόγων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Επειδή κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος οι συνεδριάσεις κάθε Δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 329 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 παρ.1, 2 του ιδίου Κώδικα, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα. Για τον αποκλεισμό της δημοσιότητας κατά την προηγούμενη παράγραφο, το δικαστήριο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και την απαγγέλλει σε δημόσια συνεδρίαση. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 του ιδίου Κώδικα, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144. Η παράβαση των παραπάνω διατάξεων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Η έλλειψη δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενόψει και του άνω άρθρου 331 ΚΠοινΔ, πρέπει να αποδεικνύεται μόνο από τα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Γ ΚΠοινΔ, καθόσον η συνεδρίαση κατά τις δικασίμους 20-5-2008, 21-5-2008, 22-5-2008, 3-6-2008 και 4-6-2008 δεν έγινε δημόσια. Όπως όμως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η συνεδρίαση του Δικαστηρίου έγινε στις 19-5-2008, 20-5-2008, 21-5-2008, 22-5-2008, 3-6-2008 και 4-6-2008. Κατ'αυτές προκύπτει ότι δε λήφθηκε καμία απόφαση για συνεδρίαση του Δικαστηρίου κεκλεισμένων των θυρών και ότι έγινε η συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην αίθουσα συνεδριάσεως, με παρόντες όλους τους παράγοντες της δίκης, σε δημόσια συνεδρίαση και όχι κεκλεισμένων των θυρών και δημόσια στην τελευταία ως άνω συνεδρίαση έγινε η απαγγελία της αποφάσεως, (βλ. φύλλα 1, 7, 11, 16, 23, 35 και 37 αποφάσεως). Επομένως ο σχετικός τρίτος ως άνω πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ'ουσία.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 380 παρ. 1 του ΠΚ, τιμωρείται με κάθειρξη όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη. Κατά δε το άρθρο 299 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται, μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου (άρθρ. 33 παρ. 1 ν. 2172/1993), με ισόβια κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν με σκοπό τη ληστεία, κάμπτεται βιαίως η βούληση του θύματος με την άσκηση σωματικής εναντίον του βίας, που εξικνείται στον έσχατο βαθμό της με την από πρόθεση θανάτωσή του και επακολουθεί η σε άμεσο σύνδεσμο με τη θανάτωση αφαίρεση των πραγμάτων, υπάρχει αληθινή συρροή των εγκλημάτων ληστείας και ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του σύνθετου εγκλήματος της ληστείας, με το οποίο προσβάλλεται τόσο η προσωπική ελευθερία, όσο και η ατομική ιδιοκτησία, εμπεριέχοντας στην αντικειμενική υπόστασή του στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των εγκλημάτων της παράνομης βίας και της κλοπής, απαιτείται είτε άσκηση σωματικής βίας, με φυσική δύναμη και ενέργεια ή με μέσα υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα περιαγωγή του θύματος σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας προς αντίσταση, χωρίς να είναι απαραίτητη η συνείδηση του θύματος για την ασκούμενη βία, είτε απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής, δηλαδή ψυχολογική βία, που επιδιώκει την κάμψη της προσωπικής αυτενέργειας για να καταστεί δυνατή η αφαίρεση του ξένου κινητού πράγματος. Αν με την παράνομη βία εξουδετερώνεται πλήρως κάθε προβαλλόμενη ή αναφερόμενη αντίσταση του θύματος, τότε με την αφαίρεση (κλοπή) του κινητού πράγματος, συντελείται η αντικειμενική υπόσταση της κυρίως ληστείας (παρ. 1 περ. α άρθρου 380), ενώ αυθύπαρκτη αντικειμενική υπόσταση της ληστείας (ληστρική εκβίαση της παρ.1 περ. β του άρθρου 380), υφίσταται, όταν με παράνομη βία το θύμα εξαναγκάζεται στην παράδοση του κινητού πράγματος. Το έγκλημα της παράνομης βίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και επομένως, είτε ως παράνομη βία, είτε ως απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής, εφόσον συνδυάζεται με κλοπή, πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός και του αυτού εγκλήματος της ληστείας, του οποίου η παράνομη βία αποτελεί το ένα συνθετικό στοιχείο. Είναι αδιάφορο δε για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως της ληστείας, το αν εκδηλώθηκε αντίσταση του θύματος ή απλώς με το ενδεχόμενο εκδηλώσεώς της ασκήθηκε εναντίον του παράνομη βία, ούτε αν αυτή ήταν πρόσφορη, αρκεί ότι κατά την αντίληψη του δράστη, ήταν κατάλληλη για την επιτυχία της κλοπής. Με την παρ.2 του άνω άρθρου 380 ΠΚ, αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη του θύματος, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι ληστεία, που τελείται με δόλο, τιμωρείται βαρύτερα, αν από τη ληστεία επέλθει το πρόσθετο βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης του ληστευθέντος θύματος, η ευθύνη του δράστη θεμελιώνεται μόνον αν ο θάνατος ή η βαριά σωματική βλάβη μπορούν να αποδοθούν σε αμέλεια του δράστη, κατά την έννοια του άρθρου 29 ΠΚ. Συντρέχει δε η άνω περίπτωση και όταν το απειλούμενο θύμα της ληστείας , υποχωρώντας ή υπό την σωματική βία του δράστη πέφτει και θανατώνεται ή υφίσταται βαριά σωματική βλάβη, όχι όμως όταν υφίσταται απλώς ατύχημα, χωρίς έμμεση επενέργεια αμέλεια του δράστη, ως προς το άνω επελθόν αποτέλεσμα. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ ΑΠ 1/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο σε συνδυασμό με αποσπάσματα καταθέσεών τους στην προδικασία, τα οποία αναγνώσθηκαν προς υποβοήθηση της μνήμης των μαρτύρων η επισήμανση αντιφάσεων τους (αρθρ. 357 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δικ.), τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, την απολογία του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με αποσπάσματα των απολογιών του στην προδικασία που επίσης αναγνώσθηκαν προς επισήμανση αντιφάσεων του (αρθρ. 366 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ.) και τη διαδικασία γενικά αποδείχθηκαν, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο αυτό, τα εξής: Η ΑΑ (θύμα), ηλικίας 48 ετών κατά το έτος 2000 και μητέρα δύο ανήλικων τέκνων, ήταν σε διάσταση από το έτος 1987 με τον σύζυγο της ΓΓ, με τον οποίο λύθηκε ακολούθως ο γάμος της, αλλά διατηρούσαν (για ζητήματα των κοινών τέκνων τους) τηλεφωνική και μόνον επικοινωνία, επειδή εκείνος φυγοδικούσε για οικονομικά εγκλήματα (σε βάρος του Δημοσίου κυρίως) και εκκρεμούσαν σε βάρος του εντάλματα σύλληψης του. Αυτή εργαζόταν από το έτος 1994 μέχρι τις 27-10-2000 στο φροντιστήριο του ΜΜ με τον διακριτικό τίτλο "..." που λειτουργούσε στην ... και στην οδό ... αρ. ... . Στις 27 Οκτωβρίου 2000 και ώρα 13.00' η ΑΑ παρέλαβε σε ένα φάκελο από την ταμία του φροντιστηρίου ΝΝ το χρηματικό ποσό των 900.000 δραχμών για να το καταθέσει στη γειτονική (σε απόσταση 180 περίπου μέτρων) Τράπεζα Πίστεως (ήδη ΑLΡHΑ ΒΑΝΚ) όπως και ποσό 20.000 δραχμών σε κέρματα για να το μετατρέψει σε χαρτονομίσματα και αναχώρησε από το φροντιστήριο. Έκτοτε φερόταν εξαφανισμένη, μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 2002 που βρέθηκε το πτώμα της στη θέση ... του χωριού ... N. ..., σε εγκαταλειμμένο από δύο δεκαετίες τουλάχιστον, ακαλλιέργητο αγροτεμάχιο 20 στρεμμάτων, με 120 περίπου, απεριποίητα ελαιόδενδρα και πυκνή δασική βλάστηση (από θάμνους σκίντων κ.λ.π.), το οποίο ανήκε στη συγκυριότητα (κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου) της μητέρας του κατηγορουμένου και (κατά το υπόλοιπο ποσοστό) δύο άλλων συγγενών της (αδελφών ...), ήταν δε αυτό (το πτώμα) περιτυλιγμένο με ένα σεντόνι χρώματος "εμπριμέ" και ένα σάκκο συλλογής ελαιοκάρπου από πλαστικές ίνες, τοποθετημένο επάνω σε πυκνή θαμνώδη βλάστηση σκίντων (απείχε έτσι από το έδαφος άνω του μισού μέτρου) και σκεπασμένο με πολλά και πυκνά κλαδιά, που είχαν αποκοπεί και τοποθετηθεί για επικάλυψη και επιμελή απόκρυψη του πτώματος και (ενδεχομένως) παράλληλη διευκόλυνση - με την έκθεση του στις εναλλασσόμενες καιρικές συνθήκες - της ταχύτερης αποσύνθεσης του και της αποφυγής ανίχνευσης κακώσεων στα μαλακά μόρια αυτού. Το ως άνω αγρόκτημα, συνιδιοκτησίας της μητέρας του κατηγορουμένου "βρίσκεται νοτιοανατολικά του δημοτικού διαμερίσματος ..., σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το κέντρο του χωριού ... ο καρπός των ελαιοδένδρων του δεν είχε συλλέγει ... και υπήρχε δυνατότητα εισόδου από ιδιωτικό δρόμο πλάτους 5 μέτρων έως το σημείο που βρέθηκε ο ανθρώπινος σκελετός (ο οποίος) είχε εμφανές το πουλόβερ χρώματος μπλε σκούρου, κομμάτια παντελονιού τζιν χρώματος μπλε, στηθόδεσμο χρώματος λευκού, τα οστά της κοιλιακής χώρας, των κάτω άκρων και του δεξιού χεριού", ενώ μετά την αποκάλυψη του υπολοίπου πτώματος "διαπιστώθηκε ότι το κρανίο είχε λιγοστά μαλλιά χρώματος καστανόξανθου και το αριστερό χέρι έφερε ένα ωρολόγιο με μπρασελέ επίχρυσο LONGINES ασημένιο, όπως και ένα βραχιόλι τύπου χειροπέδας με επίχρυσα τα δύο άκρα" (βλ. από 4-2-2002 έκθεση αυτοψίας του Αστυνόμου Α' ...). Αφορμή για την ανακάλυψη του πτώματος αποτέλεσε το συμπτωματικό γεγονός ότι ο ήδη θανών κτηνοτρόφος ΞΞ, στις 25-1-2002, κατά τη βόσκηση των προβάτων του στο ως άνω αγρόκτημα των κληρονόμων ..., αντίκρισε στο έδαφος ένα οστό ανθρώπινου ποδιού (το οποίο προφανώς είχαν αποσπάσει σαρκοφάγα) και ανέφερε τούτο στα τέκνα του, τα οποία στη συνέχεια, αφού ερεύνησαν το χώρο, ανακάλυψαν την ύπαρξη του πτώματος και ο γυιός του ΠΠ ειδοποίησε την αστυνομία (βλ, από 27-9-2002 ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου του Ι. Καπογιαννόπουλου, και από 19-2-2002 ένορκη κατάθεση στον Ανακριτή του ΠΠ). Ο ΠΠ στην πιο πάνω ένορκη κατάθεση του στον ανακριτή αναφέρει τα εξής: "Στις 28-1-2002 κατά τις 4 η ώρα το απόγευμα με πήγε ο πατέρας μου στο κτήμα ... και εκεί μου έδειξε το σκελετό ενός ανθρώπινου ποδιού από το γόνατο και κάτω. Εγώ αμέσως έψαξα τριγύρω και με το που κοίταξα μέσα στο σκίντα είδα το σκελετό ενός ανθρώπου τυλιγμένο με κάποια ρούχα σαν σεντόνι και το κεφάλι ήταν τυλιγμένο με μαύρη σακκούλα ... . Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στην Άμεσο Δράση. Όπως φάνηκε όμως δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα παρά το ότι τους είπα με λεπτομέρεια το συγκεκριμένο σημείο. Έτσι το επόμενο βράδυ τηλεφώνησα πάλι στην άμεσο δράση και μου είπαν να τηλεφωνήσω στο Α.Τ. ... που γνωρίζουν καλύτερα την περιοχή, όπως και έκανα αλλά ενώ έψαξαν δεν βρήκαν και πάλι τίποτα, αν και τους είχα λεπτομερώς υποδείξει το συγκεκριμένο σημείο ... . Έτσι απευθύνθηκα στο ΡΡ, δημοτικό σύμβουλο, ο οποίος ανέλαβε γιατί είχα πολλές δουλειές με τα πρόβατα ... ". Η κατάσταση προχωρημένης σήψης του σώματος και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες της Αστυνομίας να το ανακαλύψει, για τις οποίες αναφέρθηκε και ο γυιός του θύματος ΒΒ (βλ. ένορκη κατάθεση του στο ακροατήριο, με την οποία αποδίδει στον πατέρα του κατηγορουμένου εσκεμμένη προσπάθεια να οδηγήσει του αστυνομικούς σε άλλο αγρόκτημα του και όχι σ' εκείνο που ήταν το πτώμα), σε συνδυασμό με τη διαπίστωση της έκθεσης αυτοψίας ότι αυτό "ήταν επιμελώς κρυμμένο" και την στηριζόμενη σε άμεση αντίληψη του ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του αστυνομικού ΔΔ, σύμφωνα με την οποία "το πτώμα είχε τοποθετηθεί εκεί και είχε σκεπασθεί από άλλα κλαδιά, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν κρυμμένο για να μην φαίνεται (και) τυχαία ξεσκεπάσθηκε ίσως από κάποιο ζώο", δικαιολογούν το στηριζόμενο σε γεγονότα συμπέρασμα του ίδιου μάρτυρα ότι "το πτώμα δεν είχε μεταφερθεί πρόσφατα εκεί, (αλλά) εκεί ήταν από καιρό". Με την υπ' αρ. πρωτ. ... έκθεση τοξικολογικής ανάλυσης του Εργ. Τοξ. Και Φαρμ. Του Παν/μίου Πατρών βεβαιώνεται ότι η εξέταση "δείγματος πολτού των σπλάχνων της ΑΑ (θύματος) απέβη αρνητική για ναρκωτικές, φαρμακευτικές και άλλες τοξικές ουσίες" (καταγράφοντας και τη δυσχέρεια των αναλύσεων λόγω της προχωρημένης σήψης του πτώματος). Στην αρ. πρωτ. ... ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής του προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών ..., που συντάχθηκε για το πτώμα της ΑΑ αναφέρονται τα εξής: "... Α. ΝΕΚΡΟΨΙΑ: Υπολείμματα πτώματος θήλεος, σε κατάσταση λίαν προκεχωρημένης αποσυνθέσεως -σήψεως, ενδεδυμένου (έφερε πλήρη ένδυση, άνευ υποδήσεως). Διαπιστώθηκαν: Εικών απογυμνώσεως οστών, προσωπικού - σπλαχνικού και εγκεφαλικού κρανίου και μακρών οστών των άκρων, εκ των μαλθακών μορίων κατά περιοχές. Εικών μεταθανάτιου αποσπάσεως της δεξιάς κνήμης και του συστοίχου ποδός εκ του λοιπού κορμού και αλλοιώσεις "μουμιοποιήσεως" (συρρίκνωσις - ξήρανσις και καστανόφαιος χροιά δέρματος και υποδορίου) συστοίχως. Αλλοιώσεις "σαπωνοποιήσεως" δέρματος και υποδορίου τριχωτού κεφαλής και ράχεως (κατά περιοχές). Σκώληκες και υπολείμματα πολλαπλών γενεών σκωλήκων. Κολεόπτερα (κάνθαροι). Αλλότρια σώματα (κλάδοι και κλαδίσκοι δένδρων). Εμφανείς οστικές κακώσεις εν ζωή γενόμενες, επισκοπικώς, ουδαμού του σώματος διεπιστώθησαν. Β. ΝΕΚΡΟΤΟΜΗ. Κεφαλή: Μετά την καθολική κατάσταση των υπολειμμάτων των μαλθακών μορίων της κεφαλής, τη διάνοιξη της κρανιακής κοιλότητας, την απαγωγή των ελαχίστων υπολειμμάτων του εγκεφάλου και την αποκόλληση της σκληρός μήνιγγος διαπιστώθησαν: Μαλθακά μόρια τριχωτού κεφαλής: Υπολείμματα δέρματος τριχωτού κεφαλής σε κατάσταση προκεχωρημένης σήψεως - "σαπωνοποιήσεως". Εικών αιμορραγικής διηθήσεως, συμβατή υποδορίων αιματωμάτων, κατά θέση συστοίχως της αριστερής βρεγματικής χώρας. Οστά "σπλαχνικού - προσωπικού κρανίου, θόλου εγκεφαλικού κρανίου (κ.λ.π. μερών) άνευ εμφανών κακώσεων Δ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ... Οι μορφολογικού χαρακτήρες και η ανατομική εντόπιση της αιμορραγικής διηθήσεως των μαλθακών μορίων του τριχωτού της κεφαλής και της αιμοσφαιρινικής ερυθράς χρώσεως του κρανίου συστοίχως (αριστερά βρεγματική χώρα) καταδεικνύουν επίδραση θλώντος (αμβλέος) οργάνου συστοίχως και συνηγορούν υπέρ της εκδοχής της ολίγον προθανατίας γενομένης βιαιοπραγίας (στοιχεία εν ζωή γενομένης κακώσεως - πλήξης κεφαλής). Σε συνδυασμό με τα αυτοψιακά δεδομένα από το χώρο ανευρέσεως της θανούσης (απόρριψης πτώματος σε αγροτική τοποθεσία) συνηγορούν υπέρ της εκδοχής της εγκληματικής ενέργειας. Ε. ΧΡΟΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: Το χρονικό διάστημα που παρήλθε από το θάνατο της ανωτέρω, με βάση της εξέλιξη των πτωματικών φαινομένων, προσδιορίσθηκε στους 15 μήνες κατά προσέγγισιν (από την ημερομηνία διενέργειας νεκροψίας - νεκροτομής). ΣΤ. ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: Ο θάνατος της ΑΑ επήλθε συνεπεία απροσδιορίστου αιτίας, εν αναμονή των εργαστηριακών εξετάσεων. Ζ. ΕΙΔΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: Απροσδιόριστος θάνατος του οποίου προηγήθηκε βιαιοπραγία (εν ζωή γενομένη επίδρασις θλώντος οργάνου στην κεφαλή)". Από το ανωτέρω περιεχόμενο της ιατροδικαστικής έκθεσης προκύπτει ότι το μοναδικό εύρημα, που αποτελεί ένδειξη εγκληματικής ενέργειας σε βάρος της ΑΑ είναι "η αιμορραγική διήθηση, συμβατή υποδορίων αιματωμάτων συστοίχως της αριστερής βρεγματικής χώρας", χωρίς όμως αυτή να προσδιορίζεται (λόγω της μειωμένης βαρύτητας της) και ως πιθανή έστω αιτία θανάτου, αφήνοντας έτσι πιθανότερη τούτου την ανοξυγοναιμία, λόγω βίαιης απόφραξης της εισόδου του αναπνευστικού συστήματος της παθούσας, εκδοχή που υιοθετήθηκε ως συμβατή με το σύνολο των ευρημάτων - μετά την αδυναμία έκδοσης συμπληρωματικού πορίσματος αναλυτικών εξετάσεων του πτώματος - από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία (ατύπως) και ακολούθως από την Αστυνομική Αρχή που διενήργησε την προανάκριση (βλ. ένορκες καταθέσεις του Αστυνομικού ΔΔ και απολογία του κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο). Μία τέτοια εκδοχή προσαρμόζεται και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζει η μεταχείριση του πτώματος, αλλά και με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αναπτύσσεται σε επόμενη θέση της παρούσας.
Το θύμα (ΑΑ) ήταν εξωστρεφής τύπος ανθρώπου, ανέπτυσσε εύκολα γνωριμίες με άλλους ανθρώπους, ακόμα και αισθηματικές, διατηρώντας σε επίπεδα εγκαρδιότητας τις συνηθισμένες από αυτές τις σχέσεις της και αποκρύπτοντας τα ερωτικά της προβλήματα, ενώ παράλληλα έδειχνε διαρκές ενδιαφέρον για την αποκατάσταση των δύο ενηλίκων τότε τέκνων της, για την αποπεράτωση της ημιτελούς κατοικίας της και για την επιμελή εκτέλεση της καθημερινής (εξαρτημένης) εργασίας της, με τις αποδοχές της οποίας αντιμετώπιζε τα βιοποριστικά της προβλήματα. Καθημερινά σχεδόν αυτή για μία εξαετία παρελάμβανε από την ταμία τις σημαντικές εισπράξεις του φροντιστηρίου με τον διακριτικό τίτλο "...", (κυμαινόμενες από 800.000 έως 4.000.000 δραχμές) και τις μετέφερε στο γειτονικό κατάστημα της Τράπεζας Πίστεως ακολουθώντας πάντοτε μία από τις δύο συντομότερες διαδρομές, είτε δια της οδού ... στην ευθύγραμμη προέκταση της από το φροντιστήριο ... προς την πλατεία ..., την οποία διασχίζοντας έφθανε στην τράπεζα, είτε δια της λεωφόρου ... από το σημείο συμβολής της με την οδό ... (πλησίον του φροντιστηρίου ...) μέχρι τη διασταύρωση της με την οδό ..., την οποία ακολουθούσε δεξιά φθάνοντας μετά από ένα οικοδομικό τετράγωνο στην πιο πάνω πλατεία, δηλαδή μεταξύ φροντιστηρίου και τράπεζας παρεμβαλλόταν ένα οικοδομικό τετράγωνο και στην προέκταση της διαγωνίου αυτού ήταν η τράπεζα, στην οποία μπορούσε να φθάσει στον ίδιο χρόνο από τη δεξιά ή αριστερή πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου. Ακολουθώντας την πρώτη διαδρομή η ΑΑ περνούσε αναγκαστικά από το περίπτερο του ΣΣ και ακολουθώντας τη δεύτερη διαδρομή περνούσε αναγκαστικά από το φαρμακείο του ΤΤ, τους οποίους όχι μόνο γνώριζε καλά η ΑΑ, αλλά και χαιρετούσε πάντοτε, διερχόμενη εμπρός από τα καταστήματα τους, γιατί ήταν άτομο ιδιαίτερα κοινωνικό, αγαπητό και ομιλητικό, που εκδήλωνε την πληθωρική διάθεση της και την ανάγκη επικοινωνίας της με τους ανθρώπους. Την ημέρα εκείνη (27-10-2000) μετά την αναχώρηση της από το φροντιστήριο "..." ώρα 13.00', η ΑΑ δεν έφθασε στην Τράπεζα Πίστεως, όπως ήταν ο προορισμός της ούτε ακολούθησε μία από τις παραπάνω συνηθισμένες διαδρομές της, καθ' όσον ουδείς από τους εκμεταλλευόμενους το περίπτερο και το φαρμακείο ΣΣ και ΤΤ αντιστοίχως την αντιλήφθηκε και δεν θα μπορούσε ούτε θα ήθελε να περάσει απαρατήρητη εκείνη, λόγω της προσωπικότητας και των συνηθειών της, αλλά θα τους χαιρετούσε με δική της πρωτοβουλία διερχόμενη από εκεί. Αυτό προκύπτει από την ένορκη κατάθεση του ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου "..." ΜΜ, ο οποίος από εύλογο ενδιαφέρον για την απώλεια των χρημάτων του (920.000 δρχ.) ρώτησε σχετικά τους ανωτέρω ιδιοκτήτες του περιπτέρου και του φαρμακείου και έλαβε κατηγορηματικά αρνητική απάντηση. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου ΣΣ στον ως άνω μάρτυρα, στην ερώτηση του αν πέρασε η ΑΑ για την Τράπεζα Πίστεως στις 27-10-2000: "Την Παρασκευή (27-10-2000) δεν πέρασε. Την προηγούμενη (26-10-2000) πέρασε την ώρα 12.35'". Η τρίτη και τελευταία δυνατότητα μετάβασης από το φροντιστήριο στην τράπεζα ήταν να ακολούθησε η ΑΑ τη διαδρομή δια της οδού ..., αλλά από την προέκταση της προς την αντίθετη με τη θέση της τράπεζας κατεύθυνση και διανύοντας μία τεθλασμένη ενός οικοδομικού τετραγώνου που περιβάλλεται από τις οδούς ... και ... να επανέλθει στη δεύτερη διαδρομή. Αυτή η τρίτη διαδρομή πρέπει να ακολουθήθηκε από τη ΑΑ (λόγω αποκλεισμού των δύο λοιπών), ως επιλογή της υπαγορευμένη από συγκεκριμένη σοβαρή αιτία και τέτοια αποτελούσε το ζωηρό ενδιαφέρον της να συναντήσει τον κατηγορούμενο, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και το διαμέρισμα - γραφείο του (από δύο συνολικά δωμάτια) βρισκόταν στο ισόγειο πολυκατοικίας της οδού ... αρ. ... (πλησίον του σημείου συμβολής της οδού ... με την οδό ...), διατηρούσε δε κρυφή αυτή τη σχέση της, λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας με τον κατηγορούμενο, που θα την καθιστούσε έκθετη για οικονομικές προς εκείνον παραχωρήσεις. Στην παρακαμπτήριο αυτή διαδρομή δεν υπήρχε κανένα άλλο πρόσωπο του συγγενικού, φιλικού ή επαγγελματικού περιβάλλοντος της παθούσας για το οποίο να εκδήλωνε αυτή επιθυμία συνάντησης του και μάλιστα πριν από την εκπλήρωση της εργασιακής της υποχρέωσης. Η ερωτική σχέση του κατηγορουμένου με την ΑΑ άρχισε με πρωτοβουλία της τελευταίας, την Άνοιξη περίπου του ίδιου έτους (2000), όταν ο κατηγορούμενος διατηρούσε παράλληλα (και εξακολούθησε να διατηρεί μέχρι το Φθινόπωρο του 2000) πολυετή ερωτική σχέση με την περίπου συνομήλικη του ΕΕ. Ο κατηγορούμενος ήταν τότε ηλικίας 32 ετών, δηλαδή ήταν μικρότερος από το θύμα κατά 16 έτη, και διατηρούσε διαφημιστικό γραφείο σε ένα δωμάτιο ενός ισόγειου διαμερίσματος δύο δωματίων, όπου διέμενε, χωρίς να κερδίζει όμως ούτε τα στοιχειώδη για την πληρωμή του ενοικίου του διαμερίσματος του. Ο κατηγορούμενος με την απολογία του στο ακροατήριο αμφισβήτησε την ορθότητα της κατά την προδικασία παραδοχής του, ως ανέργου για μία διετία περίπου προ του έτους 2000, η αμφισβήτηση του όμως είναι ελάχιστα πειστική, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι δεν υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις γενικώς και επί πλέον δεν προσκόμισε πειστικές αποδείξεις για σοβαρή επαγγελματική ενασχόληση του και απόκτηση κάποιων αξιόλογων εισοδημάτων κατά την προηγούμενη του έτους 2000 10ετία. Ο κατηγορούμενος είχε περιορισμένες γραμματικές γνώσεις (ήταν απόφοιτος δημοτικού) και ως χαρακτήρας ήταν συνήθως ήπιος και ευγενικής. Μη διαθέτοντας αυτός επαρκείς πόρους ζωής από την εργασία του ή από περιουσία του (καταγόταν από πτωχή αγροτική οικογένεια και είχε 7 αδελφούς) εκμεταλλεύθηκε το σχετικά καλό παρουσιαστικό του και το φυσιολογικό ενδιαφέρον κάποιων συνομιλήκων του γυναικών για δημιουργία με αυτόν οικογένειας (όπως η ΥΥ και η ΕΕ), αλλά και την αδυναμία ορισμένων, πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από αυτόν γυναικών για ερωτική συνάφεια με νεώτερους άνδρες έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων (όπως γνωστές είναι το θύμα και η μάρτυρας ΖΖ, με την οποία εξακολουθεί να συνδέεται ερωτικά μέχρι τώρα), ώστε να λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα του με οικονομικές προς αυτόν παροχές (σε χρήμα και είδος) από όλες αυτές τις γυναίκες, με τις οποίες συνδεόταν ερωτικά, έναντι προσφοράς ψευδών υποσχέσεων στις πρώτες και (σε όλες) του σώματος του για την ικανοποίηση του γενετήσιου ενστίκτου τούτων (και του ιδίου), μετερχόμενος και παραπλανητικά τεχνάσματα, ώστε να διατηρεί ενεργό το ενδιαφέρον τους προς τον ίδιο και να αποτρέπει ανεπιθύμητες περιπλοκές από την οικονομική και ηθική βλάβη που προξενούσε σ' αυτές με την παρασιτική διαβίωση του σε βάρος τους. Την πλέον μακροχρόνια σχέση με τον κατηγορούμενο είχε η μάρτυρας ΕΕ (γεννημένη το 1970) η οποία καταθέτει για το χαρακτήρα του τα εξής: "Τον γνώρισα τον κατηγορούμενο το 1989 (σε ηλικία 19 ετών) και είχαμε δεσμό μέχρι το Σεπτέμβριο του 2000. Είμαι νοσηλεύτρια και ο κατηγορούμενος ασχολείται με διαφημιστικά. Έμενε στο ιδιόκτητο σπίτι μου ... . Αγόραζε λίγα πράγματα ... . Το αμάξι μου (που αγόρασα το 1989) του το είχα παραχωρήσει. Στην αρχή πηγαίναμε πολύ καλά. Μετά, λίγες ημέρες πριν το έγκλημα, έμαθα ότι είχε σπίτι στην οδό ... . Όταν εγώ έφευγα για δουλειά, το πρωί τον άφηνα στο σπίτι, κάποιο διάστημα αρραβωνιάστηκε. Δεν μου είπε να χωρίσουμε και αρραβωνιάστηκε άλλη. Αυτή η κοπέλα (η ΥΥ) ήρθε στο σπίτι μου και δεν ήξερε για εμένα. Στην κοπέλα έλεγε ότι ήμουν ξαδέρφη του ... . Του έδινα χρήματα του κατηγορουμένου. Το καλοκαίρι του 2000 του έδωσα 2.000.000 δραχμές. Μπορεί να ήταν και νωρίτερα. Εγώ είχα ό,τι έπαιρνα από το μισθό μου. Είχα πάρει δάνειο στο όνομα μου. Τακτικά του έδινα 5.000 ή 10.000 δραχμές. Καθημερινή δουλειά δεν είχε, τα κοινόχρηστα, το φως και το φαΐ τα πλήρωνα εγώ. Ήταν ήρεμος άνθρωπος και δεν είχαμε τσακωμούς. Τον τελευταίο καιρό ήταν απόμακρος. Τελικά χώρισε με την αρραβωνιαστικιά του και συνεχίσαμε μαζί. Είχα βρει στο σπίτι μου τη βέρα της κοπέλας. Δεν μπορώ να πω ότι ο κατηγορούμενος είχε δουλειά. Είχε την κάρτα μου και έκανε αναλήψεις από το λογαριασμό μου. Κάθε μήνα μπορεί να έπαιρνε 50.000 ή 100.000 δραχμές. Όταν το έμαθα για τη ΥΥ το συζητήσαμε. Είμαι ήρεμος άνθρωπος και δεχόμουν τη ροή των πραγμάτων. Στις 28 Οκτωβρίου (2000) μεταξύ 10.30 και 11.30 ήρθε στο σπίτι μου να πάρει κάτι πράγματα και κάθησε 15-20 λεπτά. Το θυμάμαι γιατί πίεζε ο χρόνος της δουλειάς μου. Με ενοχλούσε, ήθελε τα πράγματα. Συνέχεια έπαιρνε τηλέφωνο και έλεγε ότι θα έρθει να πάρει τα πράγματα και πάντα το ανέβαλε. Είχε μια - δυο τηλεοράσεις και χαρτοκιβώτια με χαρτιά. Μου έκανε εντύπωση τα τηλέφωνα που μου έκανε. Ήθελε να διατηρήσουμε τη σχέση μας. Ήταν ανήσυχος και δεν σήκωνε το κινητό του. Τα πράγματα δεν τα πήρε όλα μαζί. Εγώ μετά τα έβλεπα στο διάδρομο της πολυκατοικίας δίπλα στο καλοριφέρ. Το βράδυ του Σαββάτου βγήκα με το νυν σύζυγο μου και όταν γύρισα στις 1 τα πράγματα του ήταν εκεί. Το πρωί σηκώθηκα στις 10 και από περιέργεια κοίταξα και τα πράγματα είχαν φύγει. Ποτέ δεν μου είχε φανερώσει φίλο του ... . Χώρισα γιατί με κατέστρεψε. Το σπίτι μου κινδύνεψε να βγει σε πλειστηριασμό. Είχε κάνει αναλήψεις από την κάρτα μου και δεν ήξερα τίποτα. Τις δόσεις του αυτοκινήτου μου τις έδινα στον κατηγορούμενο να τις καταβάλει. Μετά με ειδοποίησαν από την τράπεζα ότι χρωστάω τις δόσεις. Του είχα δώσει χρήματα και είπε ότι τα έπαιξε στο χρηματιστήριο. Έπαθα ζημιά γύρω στο 8.000.000 δραχμές. Δεν εργαζόταν καθόλου. Τα χρήματα του μισθού μου τα διαχειριζόταν αυτός (όχι πάντα) ... . Με είχε καταφέρει να βγάλω 3 πιστωτικές κάρτες και ήξερε τους κωδικούς και πήγαινε και έκανε αναλήψεις. Τις κάρτες τις είχε φθάσει στο τέρμα. Την παθούσα δεν την ήξερα, ούτε τον (φίλο του) ΣΤ. Για τα χρήματα που μου έφαγε δεν θέλω τίποτα" (βλ. ένορκη κατάθεση της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Η αξιοπιστία της ένορκης αυτής κατάθεσης της μάρτυρα ΕΕ δεν τίθεται σε αμφιβολία από κανένα άλλο στοιχείο της αποδεικτικής διαδικασίας, (αντίθετα σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνεται και από τις απολογίες του κατηγορουμένου) διότι: α) Η μάρτυρας, ενώ είχε τη μακροβιότερη (υπερδεκαετή) ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο από όλες τις υπόλοιπες γυναίκες, με τις οποίες αυτός συνδέθηκε ερωτικά, επέλεξε η ίδια τη διακοπή των σχέσεων τους, όταν διέγνωσε την οικονομική καταστροφή στην οποία την οδηγούσε με την παρασιτική σε βάρος της διαβίωση του, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε εναντίον του αξίωση αποζημίωσης της, β) Παρά τα δεινά που τις προξένησε ο κατηγορούμενος, τον περιγράφει ως ευγενικό και ήπιο χαρακτήρα και αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε εκτίμηση για τη σε βάρος του κατηγορία, γ) Δίνοντας με την ένορκη κατάθεση της την περιγραφή του χαρακτήρα του κατηγορουμένου ευθυγραμμίζεται κατά βάση με απόψεις των μαρτύρων υπεράσπισης και δ) Η ψυχική συντριβή της για την άδικα αναλωμένη για τον κατηγορούμενο νεότητα της απεικονίζεται στην εκδήλωση αδυναμίας της να υποβληθεί στη δοκιμασία της επανάληψης της μαρτυρίας της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Εξάλλου το ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες, που συνήπταν ερωτικές σχέσεις με τον κατηγορούμενο, του παρείχαν οικονομικά ανταλλάγματα δεν αποτελεί μόνον λογικό συμπέρασμα ανάλογης συμπεριφοράς του ακόμα και σε πλεονεκτούσες, συνομήλικες του γυναίκες, με τις οποίες επί τούτω συνήπτε ερωτικούς δεσμούς, αλλά επιβεβαιώθηκε τόσο (εμμέσως) από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα ΗΗ στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, ενώπιον του οποίου αυτή, κατά τα λοιπά, αμφισβήτησε ατεκμηρίωτα, την ορθότητα ουσιωδών σημείων των καταθέσεων της στην προδικασία και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και (αμέσως) από τις ένορκες καταθέσεις της μάρτυρα ΖΖ, η οποία κατέθεσε στην προδικασία και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι είχε δώσει (χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα ή υποχρέωση επιστροφής) στον κατηγορούμενο, εντός μηνών από τη σύναψη των ερωτικών σχέσεων τους, που ανάγεται σε μεταγενέστερο χρόνο της 27-10-2000) "για εξοπλισμό του διαφημιστικού γραφείου του", όπως είπε "ποσό 4.000.000 δραχμών" (το οποίο με την κατάθεση της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού "περιόρισε" σε 3.000.000 δραχμές). Από τη ΑΑ (θύμα) έλαβε ο κατηγορούμενος, ως αντάλλαγμα των ερωτικών προς αυτή υπηρεσιών, στις αρχές και στο μέσον του καλοκαιριού του 2000 ένα σημαντικό μέρος τουλάχιστον από τα ποσά των 1.500.000 και 2.000.000 δραχμών αντιστοίχως, (σύνολο 3.500.000 δραχμές), τα οποία είχε πάρει αυτή με ισόποσα δάνεια από την Τράπεζα Πίστεως (τελευταία δόση στεγαστικού δανείου) και από την εξαδέλφη της ΛΛ για την αποπεράτωση πρώτης κατοικίας, αλλά δεν δαπανήθηκαν στο σύνολο τους τουλάχιστον για το σκοπό αυτό (ή για την κάλυψη άλλης εμφανούς ανάγκης του θύματος) και εκφράζεται γι' αυτό η βεβαιότητα από τα τέκνα του θύματος και την ανωτέρω εξαδέλφη της (βλ. ένορκες καταθέσεις τούτων) ότι δόθηκαν στον κατηγορούμενο, στα πλαίσια της επιμελώς αποκρυβείσας από το θύμα ως άνω ερωτικής σχέσης τους, την οποία αγνοούσε μέχρι το τέλος το συγγενικό και εργασιακό περιβάλλον της και για πολύ χρόνο ακόμα και η στενή φίλη της ΗΗ. Το δυσβάστακτο για την ΑΑ χρέος των 3.500.000 δραχμών περίπου, το οποίο δεν δαπανήθηκε σε σημαντικό βαθμό για τον προβαλλόμενο από αυτή κατά προτεραιότητα σκοπό της αποπεράτωσης του σπιτιού της (καταβολή οφειλών προς το ΙΚΑ και εγκατάσταση καλοριφέρ) και τα περιορισμένα εισοδήματα της δεν της επέτρεπαν να συνεχίζει τις οικονομικές παροχές προς τον κατηγορούμενο, ο οποίος γι' αυτό άρχισε να μειώνει το προς εκείνη ερωτικό ενδιαφέρον του από το τέλος του καλοκαιριού, χωρίς όμως να πάψει να δέχεται κάποιες από τις συνεχιζόμενες με ζωηρό ενδιαφέρον προτάσεις της για ερωτική συνεύρεση τους. Κατά την παραμονή της εξαφάνισης της, 26 Οκτωβρίου 2000, ημέρα Πέμπτη το μεσημέρι και ώρα 12.40 περίπου, η ΑΑ, αφού πραγματοποίησε τη συνηθισμένη αποστολή της μεταφοράς των χρημάτων από το ταμείο του φροντιστηρίου "..." στην Τράπεζα Πίστεως, μετέβη στο γειτονικό ισόγειο διαμέρισμα - γραφείο του κατηγορουμένου για να κόψει και να κτενίσει τα μαλλιά της η κομμώτρια ..., κατόπιν προκαθορισμένης προ τριημέρου από τον κατηγορούμενο συνάντησης τούτων (και ραντεβού με την κομμώτρια). Η τελευταία με τις ένορκες καταθέσεις της περιγράφει την ολοφάνερη ερωτική σχέση του κατηγορουμένου με την ΑΑ από την άνεση των κινήσεων της τελευταίας (εισήλθε στο γραφείο από άλλο χώρο του διαμερίσματος και έδειχνε ότι "ήξερε το σπίτι"), την καλή διάθεση της ("έδειχνε χαρούμενη η κυρία") και την αμοιβαία συνεννόηση τους ("έδειχναν σαν ζευγάρι"), μην παραλείποντας να αναφέρει ότι έλαβε την αμοιβή της από την ΑΑ. Ενδεικτικό του έντονου ερωτικού ενδιαφέροντος της ΑΑ για τον κατηγορούμενο αποτελεί ο μεγάλος αριθμός τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που πραγματοποίησε αυτή (με πρωτοβουλία της) με τον κατηγορούμενο στο κινητό τηλέφωνο του με αριθμό κλήσης ... από τα τηλέφωνα του φροντιστηρίου "..." με αριθμούς ... και ... κατά το χρονικό διάστημα από 13-10-2000 έως 27-10-2000, ήτοι από μία κλήση στις 13-10 και 14-10, 3 κλήσεις στις 16-10, 4 κλήσεις στις 17-10, 7 κλήσεις στις 18-10, 6 κλήσεις στις 19-10, 5 κλήσεις στις 20-10, 3 κλήσεις στις 21-10, 4 κλήσεις στις 25-10, 3 κλήσεις στις 26-10 και 3 κλήσεις στις 27-10-2000. Από τις τρεις κλήσεις της τελευταίας ημέρας (27-10-2000) η πρώτη συντελέσθηκε από ώρα 10.10'.51'' έως 10.12'.29'', η δεύτερη από ώρα 10.58',40'' έως 11.02'.31'' και η τρίτη από ώρα 12.36'.15'' έως 12.37'.10'' (βλ. αναλυτικές καταστάσεις Ο.Τ.Ε. Α.Ε. για κλήσεις συνδρομητών ψηφιακού κέντρου ΑΧΕ 10), δηλαδή είχαν διάρκεια περίπου 2 λεπτών της ώρας η πρώτη, 4 λεπτών η δεύτερη και 55 δευτερολέπτων η τελευταία, η οποία έγινε αντιληπτή ως προς την πραγματοποίηση της (όχι όμως και ως προς το περιεχόμενο της λόγω του ότι η ΑΑ μιλούσε χαμηλόφωνα και από άλλον χώρο του φροντιστηρίου) από την μάρτυρα ΝΝ που είχε προσφάτως αφιχθεί για το "κλείσιμο του ταμείου". Αυτή στη συνέχεια προέβη σε καταμέτρηση των εισπράξεων του φροντιστηρίου εκείνης της ημέρας (900.000 δραχμές) και τις παρέδωσε στην παριστάμενη ΑΑ για να κατατεθούν στην Τράπεζα Πίστεως (μαζί με ποσό 20.000 δρχ. περίπου σε κέρματα για να μετατραπούν σε χαρτονομίσματα). Περί την ώρα 13.00 περίπου η ΑΑ, αφού τοποθέτησε, κατά τη συνήθεια της και σύμφωνα με τις υποδείξεις του εργοδότη της, για την ασφάλεια της μεταφοράς τους δύο φακέλους με τα χρήματα μέσα στην τσάντα της, αναχώρησε για την Τράπεζα Πίστεως, η οποία εκείνη την ημέρα περάτωνε τη λειτουργία της, την ώρα 13.30, σύμφωνα με την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του αρμοδίου υπαλλήλου της Τράπεζας Πίστεως ..., όπως διορθώθηκε η τελευταία. Αλλά και αν υποτεθεί ότι η Τράπεζα Πίστεως έκλεινε εκείνη την ημέρα την ώρα 13.00 (όπως κατέθεσαν οι λοιποί μάρτυρες και ο προαναφερόμενος πρωτοδίκως), επειδή ήταν Παρασκευή και ημιαργία (λόγω της αργίας της εθνικής επετείου που ήταν η επομένη 28 Οκτωβρίου), ενώ κάθε άλλη Παρασκευή το πέρας της λειτουργίας της τράπεζας ήταν η ώρα 13.30 (και τις λοιπές 4 εργάσιμες ημέρες η ώρα 14.00), τότε λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύμπτωση Παρασκευής και ημιαργίας ήταν σπάνια, είναι προφανές ότι η ΑΑ δεν γνώριζε (και αν ακόμα είχε συμβεί στο παρελθόν να είχε συμπέσει Παρασκευή και ημιαργία δεν θα το θυμόταν), ότι η Τράπεζα έκλεινε την ώρα 13.00. Γι' αυτό ξεκίνησε αυτή την ώρα για να καταθέσει στην Τράπεζα τα χρήματα που παρέλαβε και για να μη γίνει αντιληπτή από γνωστούς της δεν ακολούθησε μία από τις δύο συντομότερες διαδρομές. Αντιθέτως ακολούθησε τη μακρότερη διαδρομή δια των οδών ... (ξεκινώντας με αντίθετη προς την κατεύθυνση της Τράπεζα πορεία) και ..., χωρίς να συνεχίσει την ολοκλήρωση της αποστολής της, διότι υπελάμβανε ότι είχε στη διάθεση της επαρκή χρόνο για μια ερωτική συνάντηση της με τον κατηγορούμενο, με τον οποίο τρεις φορές την ίδια ημέρα συνομίλησε τηλεφωνικά, εκτιμώντας ότι για τον ίδιο σκοπό (όπως συμφώνησαν) την ανέμενε και εκείνος. Αυτό πρόδιδε: 1) η διάθεση της μετά το πέρας της τελευταίας τηλεφωνικής επικοινωνίας της με τον κατηγορούμενο λίγο πριν από την αναχώρηση της ("ήταν χαρούμενη" καταθέτει η αυτόπτης μάρτυρας ΝΝ) και 2) το γεγονός ότι από το σημείο εκκίνησης της και στην καμπύλη της διαδρομής δια των οδών ...-... μέχρι τη συνάντηση της τελευταίας με την οδό ..., δεν υπήρχε, όπως προαναφέρθηκε, άλλο πρόσωπο σχετιζόμενο με αυτή, για το οποίο να υφίσταται η ελάχιστη ένδειξη ότι είχε κάποιο ενδιαφέρον να το συναντήσει για οποιονδήποτε λόγο. Η συγκεκριμένη αυτή διαδρομή μπορεί βάσιμα να υποτεθεί, ότι κατά τις εκτιμήσεις της ΑΑ εξασφάλιζε τη μυστικότητα της συνάντησης της με τον κατηγορούμενο, επειδή, αν μετέβαινε στο διαμέρισμα του από τη συντομότερη οδό ..., θα γινόταν αντιληπτό από τους γνωστούς της (όπως ο φαρμακοποιός ΤΤ) ότι αντί να κατευθυνθεί μετά το πέρας της οδού αυτής δεξιά προς την τράπεζα (δια της οδού ...), εκείνη θα κατευθυνόταν αντίθετα (αριστερά προς το διαμέρισμα του κατηγορουμένου) και δεν θα ένιωθε ευτυχής να κοινολογηθεί το (ένοχο) μυστικό του ερωτικού δεσμού της με έναν κατά πολύ νεώτερο της άνδρα, ο οποίος την απομυζούσε οικονομικά, σε περίοδο που αντιμετώπιζε μεγάλες δυσχέρειες για την αποπεράτωση του σπιτιού της. Η πιθανότητα να υπήρξε θύμα οργανωμένης ληστείας η ΑΑ από άγνωστο άτομο δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο ούτε ως λογικό ενδεχόμενο, λόγω της ώρας εξόδου αυτής από το φροντιστήριο (μεσημέρι), του πολυσύχναστου των οδών που το περιβάλλουν (στο κέντρο της ...) και της μη αφαίρεσης των τιμαλφών που εκείνη φορούσε (ωρολογίου και βραχιολιού). Ο λόγος μετάβασης της ΑΑ στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου ήταν το προς αυτόν ερωτικό ενδιαφέρον της, ενώ για τον κατηγορούμενο το κίνητρο της συνάντησης ήταν αναμφίβολα οικονομικό, δηλαδή απέβλεπε αυτός να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά η ΑΑ θα μετέβαινε στο διαμέρισμα του μεταφέροντας χρήματα του φροντιστηρίου που εργαζόταν και να αποσπάσει από εκείνη αυτά τα χρήματα που ήταν αναγκαία για τη συντήρηση του, ενόψει της πολύμηνης ανεργίας του και της συμπτωματικής έλλειψης κατά την περίοδο εκείνη άλλης γυναίκας, πρόθυμης να του παράσχει τα μέσα συντήρησης του, με αντάλλαγμα την παροχή ερωτικών υπηρεσιών του (η χαλαρή σχέση του με την κατά 22 έτη μεγαλύτερη του ΖΖ, με τη μεθοδικότητα που διέκρινε την τελευταία, αναπτύχθηκε μεταγενέστερα). Ο κατηγορούμενος λόγω της πολύμηνης σχέσης του με την ΑΑ γνώριζε τη συνήθεια της να μεταφέρει χρήματα του φροντιστηρίου "..." στην Τράπεζα, και το κυμαινόμενο μέγεθος τους, όχι όμως και το ποσό των μεταφερόμενων τη συγκεκριμένη εκείνη ημέρα χρημάτων - που μπορεί να υπολόγιζε μεγαλύτερο - αφού η καταμέτρηση των έγινε μετά την τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία του με την παθούσα, η οποία επιπλέον, γνωρίζοντας τη συνήθεια του να μεθοδεύει τρόπους απόσπασης χρημάτων από τις γυναίκες με τις οποίες ανέπτυσσε ερωτικές σχέσεις, δεν θα προσφερόταν πιθανώς, με τους χρονικούς περιορισμούς που επεδίωκε και την ικανοποίηση της ερωτικής ανάγκης της, να ενθαρρύνει συζήτηση για οικονομικές αξιώσεις του κατηγορουμένου που θα έθεταν σε κίνδυνο τη θέση εργασίας της, τόσο μάλλον που θεωρούσε ότι δεν είχαν αντισταθμισθεί από τον κατηγορούμενο οι μέχρι τότε γενόμενες προς αυτόν οικονομικές παραχωρήσεις της. Ο κατηγορούμενος επίσης, έχοντας επίγνωση του δυναμικού χαρακτήρα της ΑΑ και της απαίτησης της να παρατείνουν την ερωτική σχέση τους σε αντάλλαγμα των γενόμενων προς αυτόν οικονομικών παροχών της, όπως και την αδυναμία της να του παράσχει άλλες οικονομικές ενισχύσεις, ζήτησε να του δώσει αυτή τα μεταφερόμενα χρήματα του φροντιστηρίου για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του, στις οποίες περιλαμβάνονταν και μισθώματα 6 περίπου μηνών του διαμερίσματος που διέμενε. Αντιμετωπίζοντας ο κατηγορούμενος την κατηγορηματική αντίθεση της ΑΑ να του δώσει τα χρήματα του εργοδότη της, από λόγους ευσυνειδησίας και στοιχειώδους προστασίας των εργασιακών της συμφερόντων και αποφασισμένος να επωφεληθεί από την ολιγόχρονη κατοχή του μεταφερόμενου σημαντικού ως άνω χρηματικού ποσού από την παθούσα επιχείρησε αυτογνωμόνως να αφαιρέσει με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης τα χρήματα από την τσάντα της παθούσας. Τότε εκείνη, αιφνιδιασμένη από τις ασύμφωνες, με τα δικά της συναισθήματα, διαθέσεις του κατηγορουμένου, αντιστάθηκε, προσπαθώντας να εμποδίσει με τα χέρια της την αφαίρεση των χρημάτων και ευλόγως εκδήλωσε διάθεση να επικαλεσθεί τη βοήθεια άλλων. Ο κατηγορούμενος, για να κάμψει την αντίσταση της παθούσας και ιδίως να προλάβει την εκδήλωση δυνατών κραυγών της για επίκληση βοήθειας, επέφραξε το στόμα της με την παλάμη του χεριού του και παρακολουθηματικά απέκλεισε και την δια της ρινικής οδού δυνατότητα αναπνοής της, παρατείνοντας τη διακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας της για τόσο χρόνο (πλέον των 40 δευτερολέπτων) όσον εκείνος θεωρούσε ότι ήταν αναγκαίος για να εξουδετερωθεί κάθε αντίσταση της παθούσας. Η τελευταία επιχείρησε να ελευθερώσει την αναπνοή της ασκώντας αντίρροπες δυνάμεις προς την πίεση του χεριού του κατηγορουμένου στο πρόσωπο της και στην προσπάθεια της αυτή κτύπησε στη δεξιά βρεγματική χώρα της κεφαλής της από στερεό αντικείμενο του διαμερίσματος του κατηγορουμένου. Όταν ο κατηγορούμενος έκαμψε με τον τρόπο αυτό την αντίσταση της ΑΑ, αφαίρεσε από την κατοχή της, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, το μεταφερόμενο από εκείνη χρηματικό ποσό. Τότε όμως διαπίστωσε την παρατεινόμενη ακινησία της παθούσας, όντας ανέτοιμος να διαχειρισθεί το πρόβλημα του δημιουργούσε ο θάνατος της, που είχε επέλθει και τον οποίο δεν επιδίωξε, οφειλόταν όμως σε αμέλεια του. Γιατί ο κατηγορούμενος λόγω της μόρφωσης, της κοινωνικής και επαγγελματικής εμπειρίας του και των γνώσεων του μπορούσε, αν ήταν περισσότερο προσεκτικός, να προβλέψει ότι αποφράσσοντας με την παλάμη του χεριού του την είσοδο της αναπνοής της παθούσας ήταν ενδεχόμενο, με υπέρβαση του ανεκτού από εκείνη χρόνου διακοπής της αναπνοής της, να επιφέρει το θάνατο της από ασφυξία (ανοξυγοναιμία), ωστόσο πίστευε ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επερχόταν και ότι θα μπορούσε, μετά πάροδο λίγου χρόνου να επανέλθει η αναπνοή της παθούσας. Η αμηχανία στην οποία περιήλθε ο κατηγορούμενος από το θάνατο της ΑΑ (τον οποίο δεν επιδίωξε) προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς και από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του φίλου του κατηγορουμένου ΣΤ, κατά τις διαδοχικές συναντήσεις και τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, από την ώρα 15.00 της 27-1-0-2000 μέχρι το βράδυ της μεθεπόμενης ημέρας, κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος έδινε την εντύπωση ότι κάτι σοβαρό τον απασχολούσε, το οποίο ήθελε να εκμυστηρευθεί στο φίλο του, αλλά δεν τολμούσε να το εκστομίσει και συνδεόταν προφανώς αυτό με την εξαφάνιση της ΑΑ από το μεσημέρι της ημέρας εκείνης, όπως σ' αυτό συντείνουν αλληλοδιάδοχες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου σχετικά με το θύμα, προ και μετά την εξαφάνιση του. Ο κατηγορούμενος, όταν μετά πάροδο αρκετών ωρών βεβαιώθηκε για το θάνατο της ΑΑ, προσπάθησε να αποσυνδέσει τεχνητά οποιαδήποτε ένδειξη της παρατεινόμενης μέχρι τότε σχέσης τους, άλλοτε αποποιούμενος προς τους φίλους του και τους συγγενείς της παθούσας (που ζητούσαν πληροφορίες από αυτόν για την τύχη της) ακόμη και ευαπόδεικτα γεγονότα, όπως η επίσκεψη της παθούσας στο διαμέρισμα του την παραμονή της εξαφάνισης της και οι τρεις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους κατά την ημέρα του θανάτου της, άλλοτε επιχειρώντας να πείσει τον φίλο του ΣΤ να καταθέσει ψευδώς στην Αστυνομία υπέρ αυτού ότι δεν είχε σχέσεις το τελευταίο διάστημα με την παθούσα και άλλοτε κλείνοντας οριστικά τον κύκλο των μέχρι τότε σχέσεων του και περιοριζόμενος στην ανάπτυξη του δεσμού του με την ΖΖ, με την οποία πραγματοποίησαν την επομένη και μεθεπομένη του θανάτου της ΑΑ εκδρομή στη ..., για να διευκολυνθεί η απόκρυψη από τον κατηγορούμενο του πτώματος του θύματος του και να αποφύγει οχληρές ερωτήσεις. Ο κατηγορούμενος έχοντας συνείδηση της ευθύνης του για το θάνατο της ΑΑ και της μεγάλης πιθανότητας αποκάλυψης αυτής της ευθύνης του, επέλεξε ως προσαρμοζόμενο με την περίσταση (και το χαρακτήρα του), τόπο απόκρυψης του πτώματος τον ελεγχόμενο από αυτόν χώρο ενός συνιδιόκτητου αγροκτήματος της μητέρας του, στο ..., όπου ήταν και η πατρική του οικία, που χρησιμοποιούσαν περιοδικά ως εξοχική κατοικία ο ίδιος και άλλα μέλη της οικογένειας του. Μεταφέροντας το πτώμα εκεί με το αυτοκίνητο της ΖΖ, περιτυλιγμένο με ένα σεντόνι (χρώματος εμπριμέ) που πήρε από το διαμέρισμα του και αφού προσέθεσε ένα ακόμα κάλυμμα (από το κεφάλι προς τα πόδια) από ένα σάκκο (τσουβάλι) που πήρε από την αγροικία του πατέρα του, το τοποθέτησε πάνω σε πυκνούς θάμνους και το κάλυψε με πολλά κλαδιά του περιβάλλοντος χώρου. Είναι πιθανό για χρονικό διάστημα κάποιων ημερών να είχε απόκρυβε το πτώμα του θύματος από τον κατηγορούμενο σε αποθηκευτικό χώρο της πατρικής οικίας του και ακολούθως να μεταφέρθηκε στο αγρόκτημα της ιδιοκτησίας της μητέρας του. Από το θύμα δεν αφήρεσε ο κατηγορούμενος τα τιμαλφή, γιατί αφενός μεν κάτι τέτοιο δεν εντασσόταν στις επιδιώξεις του και αφετέρου δεν θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει ή να τα διαθέσει, χωρίς τον κίνδυνο να συνδεθεί η κατοχή τους με την ταυτότητα νου δράστη της ανθρωποκτονίας. Το ότι έτσι συνέβησαν τα γεγονότα και δεν υπήρξε προσπάθεια ενοχοποίησης του κατηγορουμένου με μεταφορά του πτώματος από άλλο δράστη της ανθρωποκτονίας προκύπτει ειδικότερα από τα εξής περιστατικά: 1) Από τη θέση ανεύρεσης του πτώματος, την κατάσταση αποσύνθεσης αυτού και φθοράς των υλικών περιτυλίγματος του και το επιμελημένο τρόπο απόκρυψης του, κατά τα αναφερόμενα σε προηγούμενη θέση της παρούσας. Δεν επαληθεύεται από τα ευρήματα ούτε από τη λογική πορεία των πραγμάτων ότι άλλοι τοποθέτησαν το πτώμα μετά από δημοσιογραφική έρευνα και τηλεοπτική εκπομπή για το θέμα αυτό (στα μέσα του 2001) προκειμένου να ενοχοποιηθεί ο κατηγορούμενος διότι: α) Ο βαθμός φθοράς των υλικών επικάλυψης του πτώματος και η φυσική κατάσταση των υπολειμμάτων του πρόδιδε πολύμηνη παραμονή τους στον υπαίθριο εκείνο χώρο. β) Για να μεταφερθεί εκεί το πτώμα, μετά πολλούς μήνες από το θάνατο της ΑΑ έπρεπε αφενός μεν να το είχε ο δολοφόνος φυλαγμένο (πράγμα το οποίο ως λογική υπόθεση δεν φαίνεται να ευσταθεί, όταν μάλιστα η φύλαξη συνδυάζεται και με μεταγενέστερα γεγονότα, όπως η συναφής έρευνα δημοσιογράφου), αφετέρου δε να έχει λόγους κάποιος να μεταθέσει την ευθύνη του στον κατηγορούμενο (πράγμα το οποίο δεν επαληθεύεται) και επί πλέον να γνωρίζει τη συνιδιοκτησία της μητέρας του κατηγορουμένου στο ανωτέρω αγρόκτημα, πράγμα το οποίο συνέβαινε για περιορισμένο κύκλο ομοχωρίων της και μόνον, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τίτλοι συγκυριότητας για τον αγρό αυτό (ούτε ήταν αυτός καταχωρημένος στο Υποθηκοφυλακείο) ώστε να έχει δυνατότητα γνώσης ο οιοσδήποτε, γ) Το γεγονός ότι δεν αφαιρέθηκαν από τα χέρια της θανούσας τα τιμαλφή καταδεικνύει ότι ο δράστης ήταν γνώριμο αυτής πρόσωπο και δεν απέβλεπε σε παράνομη ιδιοποίηση των τιμαλφών της (που θα πρόδιδε άλλωστε την ταυτότητα του) αλλά μόνον των χρημάτων που εκείνη έφερε δ) Μια τέτοια λογικά ακραία εκδοχή καθίσταται ακατανόητη, με δεδομένο ότι προϋποθέτει μακρόχρονη φύλαξη του πτώματος σε ευάερο και ευήλιο μέρος (και όχι ταφή του) από άγνωστο δράστη που δεν θέλει να εξαλείψει για τον εαυτό του τα ίχνη του εγκλήματος του και επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το πτώμα ως ένα είδος παιγνίου και εκδίκησης μετά 15μηνο, χωρίς να ανακύπτει από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ή ελάχιστη ένδειξη για παρεμβολή τέτοιου προσώπου στην υπόθεση, παρεκτός του ότι αποδυναμώνεται ακόμα περισσότερο μια τέτοια πιθανότητα και από το ότι δεν συνοδεύτηκε το πτώμα με την τσάντα του θύματος, που περιείχε και τα ατομικά στοιχεία αναγνώρισης του. ε) Αντιθέτως και από μία αφηρημένη θεώρηση, η εκδοχή της τοποθέτησης του πτώματος εκεί που βρέθηκε από τον κατηγορούμενο έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες λογικής αποδοχής της (ανεξάρτητα από τον ακριβή χρόνο μεταφοράς του πτώματος), διότι αυτός μπορούσε να γνωρίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς του χώρου και να έχει τη δυνατότητα άσκησης επίβλεψης σ' αυτόν και αύξησης των προφυλακτικών μέτρων και να έχει δυνατότητα διαχείρισης του προβλήματος ανάλογα με τις εξελίξεις. 2) Από τη διαδρομή (λόγω αποκλεισμού των δύο άλλων δυνατοτήτων της) που πρέπει, κατά λογική αναγκαιότητα, να ακολούθησε η παθούσα, μετά την έξοδο της από το χώρο εργασίας της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και το ότι μέσα στην περιττή (για το σκοπό της εργασιακής αποστολής της) καμπύλη, που διήνυσε και δεν ολοκλήρωσε, εμπίπτει το ισόγειο διαμέρισμα του κατηγορουμέ-νου και μόνον, όχι δε ο επαγγελματικός χώρος ή κατοικία άλλου γνωστού σ αυτήν προσώπου, όπως τέτοιο πρέπει να ήταν "υπαίτιος θανάτου της. Γιατί η πιθανότητα ληστείας και φόνου της παθούσας στο μέσο της οδού, υπό το φως της ημέρας, στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης, χωρίς ίχνος για τέτοια εγκλήματα, δεν αντέχει σε λογική ανάλυση, όπως και η πιθανότητα απαγωγής, 3) Από το ότι ο κατηγορούμενος απέκρυψε την γενόμενη τηλεφωνική επικοινωνία του με την ΑΑ τρεις φορές κατά την ημέρα της εξαφάνισης της και την συνάντηση του με αυτήν το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας στο διαμέρισμα του (όπως και πολυπληθείς άλλες τηλεφωνικές επικοινωνίες τους την ίδια και τις προηγούμενες ημέρες) από όλους όσους απευθύνθηκαν σ' αυτόν είτε τυχαία είτε αναζητώντας πληροφορίες για την τύχη της ΑΑ, ήτοι: α) Απέκρυψε τα γεγονότα αυτά από το γυιό του θύματος ΒΒ, ο οποίος του τηλεφώνησε το ίδιο βράδυ (27-10-2000) και την επομένη το πρωί αγωνιώντας για την τύχη της μητέρας του. β) Κατέβαλε επίμονη προσπάθεια ο κατηγορούμενος μετά την 15.00' ώρα της 27-10-2000 να πείσει το φίλο του ΣΤ ότι είχε διακόψει τις σχέσεις του με την ΑΑ, και κατά την μεθεπομένη με φορτικότητα προέτρεπε αυτόν να καταθέσει ως μάρτυρας για το ίδιο (ψευδές) γεγονός στην Αστυνομία. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, όταν την 15.00' ώρα της 27-10-2000 συναντήθηκε, σε προγραμματισμένο ραντεβού, με το φίλο του ΣΤ, δεν είχε εύλογη αφορμή να του αποκρύψει τα τρία τηλεφωνήματα που δέχθηκε προ λίγων ωρών από την ΑΑ (όπως και τη συνάντηση του κατά την προηγούμενη ημέρα με αυτή) εκτός εάν το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του με την παθούσα ενθάρρυνε τις ερωτικές προσδοκίες της για να επιτύχει ο ίδιος ανομολόγητους σκοπούς και γνώριζε την τύχη της, δηλαδή θεωρούσε και ήταν (ο ίδιος) υπαίτιος για το θάνατο της, που αποκαλύφθηκε αργότερα. Γιατί το γεγονός ότι η ΑΑ τον προέτρεπε, όπως διατείνεται, με τις πολλές τηλεφωνικές επικοινωνίες τους να συνεχίσουν μία ανεπιθύμητη για τον ίδιο ερωτική σχέση, δεν αποτελούσε γι' αυτόν μομφή με οποιοδήποτε τρόπο, ώστε να θέλει να αποφύγει συσχετισμό του προσώπου του με εκείνη, ακόμη και αν υπέθετε (ή γνώριζε) ότι χωρίς δική του ανάμιξη της είχε συμβεί κάποιο κακό. Τούτο δε είχε επέλθει ήδη προ της ώρας 13.30' της 27-10-2000, που αποτελούσε το απώτερο χρονικό όριο, μέχρι το οποίο η ευσυνειδησία της παθούσας, ως εργαζομένης, θα επέτρεπε στον εαυτό της, υπό ομαλές συνθήκες, να καθυστερήσει την τραπεζική κατάθεση των εισπράξεων του φροντιστηρίου του εργοδότη της, που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει. Κατά την μεθεπομένη 29-10-2000 ο κατηγορούμενος συναντήθηκε πάλι με τον φίλο του ΣΤ στη θέση ... της ... και σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση της αυτόπτη μάρτυρα ΖΖ, ο φίλος της κατηγορούμενος προσπαθούσε να πείσει τον φίλο του ΣΤ να καταθέσει στην Αστυνομία ότι εκείνος είχε διακόψει τις σχέσεις του με την ΑΑ, ενώ ο ΣΤ έλεγε ότι θα κατέθετε ότι δεν διέκοψαν τις σχέσεις αυτοί οι δύο, δημιουργήθηκε δε από αυτή τη διαφωνία τους έντονη λογομαχία τους (βλ. ένορκη κατάθεση ΖΖ στο ακροατήριο). Βεβαίως ο μάρτυρας ΣΤ, με τις ένορκες καταθέσεις του, απέκρυψε το ανωτέρω γεγονός (που αποκάλυψε η φίλη του κατηγορουμένου) και ευθυγραμμίσθηκε ουσιαστικά με την υπόδειξη του κατηγορουμένου να καταθέσει ως μάρτυρας υπέρ της διακοπής των σχέσεων του με την ΑΑ προ της εξαφάνισης της, αφήνοντας έτσι περιθώρια βασιμότητας στη λογική υπόθεση ότι από πληροφόρηση του κατηγορουμένου γνώριζε περισσότερα για την υπόθεση αυτή. γ) Απέκρυψε τη συνεχιζόμενη μέχρι το μεσημέρι της 27-10-2000 σχέση του με την παθούσα ο κατηγορούμενος από τη "φίλη" της παθούσας και δική του γνωστή και φίλη ΗΗ, όταν το βράδυ της 27-10-2000 η τελευταία τον αναζήτησε, λέγοντας προς αυτή "Γιατί με ανακατεύεις. Έχω διακόψει από καιρό" (βλ. ένορκες καταθέσεις της μάρτυρα ΗΗ στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στην προδικασία). Εάν οι επανειλημμένες αυτές προσπάθειες του κατηγορουμένου απόκρυψης των συναντήσεων του με το θύμα είχαν κάποια ευλογοφανή αιτία ως προς το τέκνο του θύματος, όπως διατείνεται ο κατηγορούμενος (για να μην αποκαλύψει ερωτική σχέση του με την μητέρα εκείνου που επικοινωνούσε τηλεφωνικά), δεν είχαν πάντως καμμία δικαιολογία για τους δύο λοιπούς μάρτυρες, ιδιαίτερα δε για το φίλο του ΣΤ, στον οποίο μάλιστα εκδήλωνε διαρκώς την ανάγκη του να εκμυστηρευθεί το πρόβλημα που τον απασχολούσε χωρίς να τολμά να το αποκαλύψει. 4) Από την εσπευσμένη απομάκρυνση του κατηγορουμένου από την ... την επομένη της εξαφάνισης της ΑΑ, (28-10-2000) για διήμερη εκδρομή στη ..., με τη συνοδεία της ΖΖ, ενώ όλοι οι γνωστοί και φίλοι της ΑΑ αναζητούσαν πληροφορίες για την τύχη της. Για την ως άνω εκδρομή δεν έκανε μνεία ο κατηγορούμενος στο φίλο του ΣΤ, όταν το μεσημέρι της 27-10-2000 συναντήθηκαν (όπως θα έπραττε αν πραγματικά ήταν αυτή προγραμματισμένη, κατά τους ισχυρισμούς του) και επινοήθηκε από τον κατηγορούμενο για να επιτύχει τη μεταφορά και απόκρυψη του πτώματος του θύματος του, Η επίδειξη αδιαφορίας από τον κατηγορούμενο για την τύχη της ΑΑ χαρακτηρίσθηκε από το φιλικό περιβάλλον του "ασυνήθιστη και αδικαιολόγητη". Ο χωρίς υστεροβουλία φίλος του κατηγορουμένου ΣΤ, με τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του στην προδικασία αναφέρει χαρακτηριστικά: "... Στις συνεχείς παρατηρήσεις μου, πού ήσουν, πού χάθηκες, αυτός (κατηγορούμενος) απαντούσε "τί μπορώ να κάνω εγώ έχω και άλλα προβλήματα", αποφεύγοντας τη συζήτηση, Η συμπεριφορά του αυτή είναι κατ' εμέ ασυνήθιστη ... . Ήταν ο μόνος που δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει και να ρωτήσει τί έγινε ... . Αντιθέτως αποστασιοποιήθηκε από όλο το γεγονός και απομακρύνθηκε από όλους τους γνωστούς ... . Σε κανέναν μας δεν αποκάλυψε ότι εκείνη την ημέρα πριν την εξαφάνιση της είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί της 2 ή 3 φορές ... . Τη συμπεριφορά του αυτή δεν μπορώ να την εξηγήσω ... . Ήταν αδικαιολόγητη. Αν δεν έχει ο κατηγορούμενος σχέση που βρέθηκε το πτώμα στο χωράφι του, είναι πλεκτάνη ή σατανική σύμπτωση. Αλλως (αν δεν είναι πλεκτάνη ή σατανική σύμπτωση) είναι όπως λέει η κατηγορία ...". 5) Από το ότι για τον κρίσιμο χρόνο μεταξύ της ώρας 13.00' έως 13.30' της 27-10-2000, κατά τον οποίο κόπηκε το νήμα της ζωής της ΑΑ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο κατηγορούμενος δεν επικαλείται ότι δεν ήταν στο διαμέρισμα του, ούτε επικαλείται ότι στο χρόνο αυτό ή και μεταγενέστερα μέχρι την ώρα 15.00', που συναντήθηκε με το φίλο του ΣΤ, παρευρέθηκε στο διαμέρισμα - γραφείο του κάποιο άλλο πρόσωπο, δηλαδή δεν προβάλλει ο κατηγορούμενος κάποιο "άλλοθι". Επιπροσθέτως οι απολογίες του διακρίνονται από συνεχείς υπεκφυγές, καθ' όσον δεν προσδιόρισε το περιεχόμενο των τριών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του με το θύμα την ημέρα της εξαφάνισης του, το λόγο της απόκρυψης τούτων από όλους, όπως και της συνάντησης του με το θύμα στο διαμέρισμα του την προηγουμένη, την υπολογισμένη αποστασιοποίηση του και απόδραση του από την εστία των γεγονότων την επομένη, την αφοσίωση του για 8 έτη ήδη στην ερωτική σχέση του με μία γυναίκα κατά 22 έτη μεγαλύτερη του, με ταυτόχρονη εκκαθάριση όλων των σχέσεων του από το παρελθόν και τέλος την απουσία κάποιου σοβαρού επιχειρήματος για ενίσχυση του ισχυρισμού του περί "σκευωρίας", αφού ο ίδιος διατείνεται ότι δεν είχε εχθρούς, και μάλιστα τέτοιους που θα επιθυμούσαν να τον ενοχοποιήσουν για το θάνατο που εκείνοι προκάλεσαν. 6) Από την επιλογή του συγκεκριμένου σημείου απόκρυψης του πτώματος και την τυχαία αποκάλυψη του. Το πτώμα του θύματος είχε τοποθετηθεί μέσα στο συνιδιόκτητο αγρόκτημα της μητέρας του κατηγορουμένου (και δύο άλλων συγγενών της) στην αρχή μιας περιοχής με πυκνή δασική βλάστηση (και πολύ πυκνότερη στη συνέχειά της), κάτω από ένα ελαιόδενδρο, του οποίου δεν συνέλεγαν τους καρπούς οι συνιδιοκτήτες (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρα ΦΦ) και τη λεπτομέρεια αυτή μόνον οι ίδιοι και οι συγγενείς τους μπορούσαν να γνωρίζουν, ενώ κανένας από αυτούς, πλην του κατηγορουμένου, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το θύμα. Το πτώμα αποκαλύφθηκε τυχαία και δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε καταγγελία ή ειδοποίηση των αρχών ή εκείνων που έκαναν σε προηγούμενο χρόνο τη σχετική δημοσιογραφική έρευνα, όπως αντιθέτως υπαινίσσεται ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της αποδεικτικής διαδικασίας, ότι τα κλαδιά με τα οποία ήταν σκεπασμένο το πτώμα, δεν υπήρχαν στο ίδιο σημείο ανέπαφα από 15μήνου περίπου (που είχε θανατωθεί η ΑΑ), καθόσον, ειδικότερα ουδείς από τους μάρτυρες κατέθεσε ότι είχε παρατηρήσει το ίδιο σημείο μετά τις 27-10-2000 και διαπίστωσε διαφορετική εικόνα του από εκείνη του χρόνου ανεύρεσης του πτώματος (μετά 15μηνο), ούτε επίσης, έχει κατατεθεί από μάρτυρα προσέγγιση του στο σημείο εκείνο στον κρίσιμο αυτό χρόνο. Το επιχείρημα της έλλειψης δυσοσμίας στην ευρύτερη περιοχή του ως άνω αγροκτήματος και των γειτονικών κτημάτων, υπό τις ανωτέρω συνθήκες απόκρυψης του πτώματος (κάτω από πολλά και πυκνά κλαδιά) και μη προσέγγισης κάποιου γενικά στο χώρο απόκρυψης και ειδικά κατά το πρώτο εικοσαήμερο του Νοεμβρίου 2000, είναι πολύ επισφαλές και καθίσταται χωρίς σημασία, αν συνυπολογισθεί το ότι η εκτίμηση για την ύπαρξη ανθρώπινου πτώματος από τη δυσοσμία, η οποία εξαρτάται σε ένα βαθμό και από το μέτρο της λειτουργικότητας της αίσθησης της όσφρησης σε κάθε άνθρωπο και τον εθισμό του σε δυσάρεστες οσμές (όπως συμβαίνει με τους κτηνοτρόφους), είναι συνάρτηση πολλών αστάθμητων παραγόντων, όπως η φορά του πνέοντος ανέμου σε σύγκριση με τη θέση του πτώματος και του υποκειμένου του ερεθισμού (για την εκτίμηση της πηγής της δυσοσμίας) ή η άπνοια (που αποτρέπει την ευρεία διήχυση της δυσοσμίας) ο βαθμός σήψης της ζωικής μάζας και η τυχόν εφαρμογή τεχνικών μείωσης της δυσοσμίας του πτώματος από κάποιον ενδιαφερόμενο. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι ο κατηγορούμενος με την ερωμένη του ΖΖ, (η οποία είχε μεταβεί στο χωριό του για πρώτη φορά στις 26-10-2000), μετά την εξαφάνιση της ΑΑ μετέβαιναν τακτικά στην πατρική οικία του, στο χωριό ... για την περιποίηση οικιακών πτηνών που εξέτρεφαν εκεί (βλ. ένορκη κατάθεση ΖΖ στο ακροατήριο). Έτσι είχε τη δυνατότητα ο κατηγορούμενος να επιβλέπει και να βελτιώνει την επικάλυψη από κλαδιά του πτώματος του θύματος, ώστε να παραμείνει κρυμμένο μέχρι την πλήρη αποσύνθεση του. Οι δυνατότητες του αυτές δυσχεράνθηκαν (αν δεν παραιτήθηκε ο ίδιος από κάθε σχετική προσπάθεια του, για τον κίνδυνο αποκάλυψης του), όταν έγινε η τηλεοπτική - δημοσιογραφική έρευνα για τα αίτια θανάτου της ΑΑ και ο ίδιος άρχισε να διακατέχεται από την έμμονη ιδέα ότι παρακολουθείται και κατέγραψε κάθε σταθμευμένο όχημα πριν και μετά από το δικό του (βλ. σχετικά ιδιόχειρα σημειώματα του), επί πλέον δε υπέβαλε αιτήματα στον ΟΤΕ για την εξακρίβωση τυχόν παρακολούθησης του τηλεφώνου του (βλ. αρ. ... έγγραφο του ΟΤΕ προς τον κατηγορούμενο και ιδιόχειρα σημειώματα του κατηγορουμένου με αριθμούς αυτοκινήτων). 7) Από το είδος του περιτυλίγματος του πτώματος (πριν σκεπασθεί αυτό με κλαδιά δένδρων) δηλαδή ένα σεντόνι "εμπριμέ" και ένα σάκκο συλλογής ελαιοκάρπου από πλαστικές ίνες, τοποθετημένο από το κεφάλι του πτώματος προς τα πόδια. Ένα σεντόνι "εμπριμέ" όμως βρέθηκε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου, και κατασχέθηκε μαζί με ένα όμοιο μαξιλάρι (βλ. από 5-2-2002 έκθεση κατάσχεσης του Ανθ/μου ...). Η πιθανότητα να είχε χρησιμοποιηθεί από τον κατηγορούμενο το σεντόνι περιτύλιξης του πτώματος, ενόψει της ομοιότητας αυτού του σεντονιού με το μοναδικό όμοιο σεντόνι που βρέθηκε και κατασχέθηκε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου ενισχύεται από το ότι αφενός μεν τα σεντόνια πωλούνται πάντοτε κατά ζεύγη (σύμφωνα με τις συναλλακτικές συνήθειες), αφετέρου δε για την τύχη του δευτέρου, ομοίου με το κατασχεθέν στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου σεντονιού, δεν προέκυψε άλλος συγκεκριμένος προορισμός του, καθώς η διατηρούσα από τότε μέχρι τώρα ερωτικό δεσμό με τον κατηγορούμενο μάρτυρας ΖΖ, δικαιολόγησε μεν την τύχη ενός ελλείποντος δικού της σεντονιού "εμπριμέ με ροζ απόχρωση" - σε σχέση με ανευρεθέν και κατασχεθέν στην οικία της όμοιο του (βλ. από 5-2-2002 έκθεση έρευνας και κατάσχεσης)- όμως εξέφρασε άγνοια για την τύχη του δεύτερου "εμπριμέ" (χωρίς ροζ απόχρωση) σεντονιού που κατασχέθηκε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου και ήταν όμοιο με εκείνο που ήταν περιτυλιγμένο το πτώμα του θύματος. Η αδυναμία της αυτή να δικαιολογήσει την τύχη του δεύτερου σεντονιού εμπριμέ του κατηγορουμένου καθίσταται περισσότερο σημαντική και κρίσιμη για την πιθανότητα ταύτισης του σεντονιού περιτυλίγματος του πτώματος με το ελλείπον δεύτερο σεντόνι από το διαμέρισμα του κατηγορουμένου, αν ληφθεί υπόψη ότι η ως άνω μάρτυρας είναι ιδιαίτερα ευφυής, συμπαραστάθηκε εξ αρχής στον κατηγορούμενο (ενδεχομένως ίσως συμμερίσθηκε και την προσπάθεια του απόκρυψης του πτώματος) και διατηρεί από τότε μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης (για μία 8ετία) ερωτική σχέση με αυτόν, έχοντας καταφέρει να τερματίσει από την 27-10-2000 ο κατηγορούμενος κάθε εκκρεμότητα από τις προηγούμενες ερωτικές σχέσεις του, αποτελώντας γι' αυτόν έναν αφοσιωμένο σύμβουλο.
Συνοψίζοντας, αποδεικνύεται ότι η ετερογονία των σκοπών και επιθυμιών του κατηγορουμένου και την παθούσας κατά την τελευταία συνάντηση τους, ήταν συμπληρωματικοί παράγοντες για την εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, αλλά και τη συνεχόμενη μεταχείριση του πτώματος, οι οποίες προσαρμόζονται στον ήπιο, ευγενικό και αντιφατικό χαρακτήρα του κατηγορουμένου, όπως τον περιγράφουν οι μάρτυρες, διότι: α) επεχείρησε να κάμψει την αντίσταση της ΑΑ και να προλάβει την εκδήλωση κραυγών της για επίκληση βοήθειας, προκειμένου να αποσπάσει με τη βία το μεταφερόμενο από αυτή χρηματικό ποσό των 920.000 δραχμών (προοριζόμενο να κατατεθεί στην Τράπεζα Πίστεως για λογαριασμό του εργοδότη της ΜΜ), για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, με το λιγότερο οδυνηρό και πρόσφορο σ' αυτόν τρόπο, δηλαδή με απόφραξη των εισόδων του αναπνευστικού της συστήματος (στόματος - ρινός), υπολογίζοντας να της προκαλέσει παροδική αναισθησία, ώστε να επιτύχει το σκοπό του, πλην όμως από έλλειψη προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, παρέτεινε τον αποκλεισμό της αναπνοής της παθούσας περισσότερο από τον ανεκτό από αυτή χρόνο, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος της από ανοξυγοναιμία, ενώ το μικρό τραύμα στην αριστερή κροταφική χώρα προξενήθηκε κατά την αντίδραση της παθούσας στη βία του κατηγορουμένου, β) Δεν επιδίωξε να εξαλείψει τα ίχνη του εγκλήματος του με κάποιο βάναυσο ή φρικαλέο τρόπο, αλλά μεταμελούμενος ενδεχομένως ή υπολογίζοντας ως πιθανή την αποκάλυψη του, αφού ιδιοποιήθηκε το χρηματικό ποσό των 920.000 δραχμών και απαλλάχθηκε από την τσάντα της παθούσας, μετέφερε άθικτο το πτώμα, περιτυλιγμένο με ένα σεντόνι, σε οικείο γι' αυτόν χώρο, όπου μπορούσε να ασκεί εξουσία και επίβλεψη, δηλαδή σε γειτονικό προς την πατρική οικία του, μεγάλο και εγκαταλειμμένο από 10ετίες αγροτεμάχιο, συνιδιοκτησίας της μητέρας του, που είχε υποστεί σε σημαντικό βαθμό φυσική αναδάσωση, διατηρώντας και κάποια ελαιόδενδρα σε ασήμαντη καρποφορία, ήταν δε αυτό γνωστό ως ιδιοκτησία ... (όνομα του πατέρα της μητέρας του κατηγορουμένου) χωρίς τίτλους κυριότητας, καθιστώντας έτσι δυσχερή τη διασύνδεση του ιδίου με αυτό το αγρόκτημα. Επέλεξε ακολούθως να τοποθετήσει το πτώμα πλησίον ενός ελαιοδένδρου του οποίου τους καρπούς δεν συνέλεγαν οι συνιδιοκτήτες (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρα ΦΦ), γεγονός που αυτοί και οι οικογένειες τους μόνο γνώριζαν, σε σημείο που άρχιζε μια σημαντική έκταση του αγροκτήματος με πυκνή δασική βλάστηση, γ) Αφησε το πτώμα επάνω στους πυκνούς θάμνους, αφού τοποθέτησε από το κεφάλι προς τα πόδια και ένα σάκκο συλλογής ελαιοκάρπου και το σκέπασε με κλαδιά από ελαιόδενδρα, στα οποία είχε τη δυνατότητα να προσθέτει και άλλα κατά τις επόμενες ημέρες που μετέβαινε εκεί, με την (αληθινή ή προσχηματική αδιάφορο) δικαιολογία της παροχής τροφής σε εκτρεφόμενα από αυτόν οικιακά πτηνά, δ) Η μη αλλαγή θέσης (ή ταφή) του πτώματος, και η μη απόρριψη του σε τάφρους (ξεροπήγαδα) ή άλλους απόκρημνους και δύσβατους δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους ήταν επιλογή του κατηγορουμένου, συνυφασμένη με την προσωπικότητα του, ενώ από τα μέσα του 2001, που στοχοποιήθηκε ο κατηγορούμενος δημοσιογραφικά ως δράστης της ανθρωποκτονίας, τέτοια αλλαγή θα του ήταν αδιανόητη. Ήταν στη φύση του "να κρύβεται", όπως εύστοχα καταθέτει η μάρτυρας ΕΕ και αυτό προσπάθησε να πράξει από τότε που προκάλεσε το θάνατο της ΑΑ αρνούμενος τις αποδεδειγμένα υπαρκτές ερωτικές σχέσεις του μέχρι το τέλος της ζωής του θύματος, (συναντήσεις και τηλεφωνικές επικοινωνίες τους), διαδίδοντας αναληθώς ότι το θύμα τον ενοχλούσε και αυτός διέκοψε τις σχέσεις τους και δραπετεύοντας με ασυνήθιστη αδιαφορία για "εκδρομή" μέχρι την τυχαία ανακάλυψη του πτώματος, μετά την αναγκαστική χαλάρωση των μέτρων ασφαλούς απόκρυψης του λόγω της δημοσιότητας, ζώντας με τις φοβίες του για παρακολούθηση του κατά τις μετακινήσεις του και τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του. ε) Ο καταληκτικά τραγικός αυτός τρόπος εκκαθάρισης της σχέσης του με την ΑΑ αποτέλεσε χρονικό ορόσημο και για την εκκαθάριση της μακροβιότερης, παράλληλης δεύτερης (γνωστής) σχέσης του με γυναίκα, που διαρκούσε ως τότε, δηλαδή με την ΕΕ, από την οικία της οποίας παρέλαβε το επόμενο βράδυ τα ατομικά του είδη, μετά από πολλές προηγούμενες αναίτια αυτοδιαψευδόμενες ειδοποιήσεις - οχλήσεις του προς εκείνη και από τότε ανέπτυξε και διατηρεί ερωτικό δεσμό μόνον με την κατά 22 έτη μεγαλύτερη του ΖΖ. στ) Το ότι τόσο απλοϊκά φαίνεται να σχεδιάσθηκε και να εκτελέσθηκε το σοβαρό αυτό έγκλημα μέχρι τις λεπτομέρειες των προσπαθειών απόκρυψης του από τον κατηγορούμενο, δεν το καθιστά αναξιόπιστο στη λογική αποδοχή του, επειδή συνηθίζουν πολλές φορές οι άνθρωποι να αποκλείουν με ευκολία το προφανές σε ένα φαινομενικά δυσεξιχνίαστο αίνιγμα, ζ) Ο κατηγορούμενος, ο οποίος μεταχειρίσθηκε με μεγάλη ελαφρότητα τις σχέσεις του με τις γυναίκες, αποτολμώντας να συστήνει ως "εξαδέλφη" του τη γυναίκα (ΕΕ) - στο σπίτι της οποίας και με δαπάνες της κυρίως συντηρούνταν από την ενηλικίωση της, διατηρώντας μαζί της παράλληλα πολυετή ερωτικό δεσμό - προς μια άλλη γυναίκα (ΥΥ) που είχε μνηστευθεί εν αγνοία της πρώτης, χωρίς αυτή (την πρώτη) να την ενημερώνει για την ιδιότητα της δεύτερης ως μνηστής, μεταχειρίσθηκε με την ίδια ελαφρότητα και το θάνατο που προξένησε σε μία άλλη γυναίκα (ΑΑ) μεταγενέστερα, επιδιώκοντας αυτή τη φορά να εξαπατήσει το "κοινό" με ένα τέχνασμα: Απέκρυψε το πτώμα του θύματος του -με την "ευγένεια" που τον χαρακτήριζε σε αγρόκτημα δυσδιάγνωστης συνιδιοκτησίας της μητέρας του, υποθέτοντας ότι δεν θα αποκαλυπτόταν και για το αντίθετο ενδεχόμενο επιφύλαξε ως τρόπο διαφυγής την αμφιβολία που θα δημιουργούσε ακριβώς ο απλοϊκός τρόπος απόκρυψης του πτώματος, διαβάλλοντας αυτόν τον τρόπο στη λογική επεξεργασία του με το επιχείρημα της προβοκάτσιας ή σκευωρίας, η) Ο κατηγορούμενος αποτυπώνει την προσωπικότητα του τόσο με τον τρόπο και τα αίτια τέλεσης του εγκλήματος του, όσο και με τον τρόπο μεταχείρισης του πτώματος: Χρησιμοποίησε την ευγένεια του χαρακτήρα του και τα σωματικά προσόντα του, ως εργαλεία για αισθηματικές κατακτήσεις του με γυναίκες, όχι από λόγους επίδειξης γοητείας ή ανδρισμού, αλλά για οικονομική εκμετάλλευση τούτων προς επίλυση του βιοποριστικού του προβλήματος. Η ευγένεια του συνόδευε και τις μεθοδικά καταστρεπτικές πράξεις του για τη ζωή των γυναικών, με τις οποίες συνδέθηκε ερωτικά από υπολογισμό, αποτρέποντας έτσι την καταδίωξη του. Αυτό το προσόν του χρησιμοποίησε μέχρι τέλους και όταν οι χειρισμοί του στο παιχνίδι επιβολής της θέλησης του για οικονομική εκμετάλλευση στην τότε διακατεχόμενη από ερωτική επιθυμία γι' αυτόν ΑΑ ανατράπηκαν από τις λογικές αντιστάσεις της, ανασύροντας στην επιφάνεια προς στιγμή τον κρυμμένο με επιμέλεια πραγματικά σκληρό πυρήνα του χαρακτήρα του, για να επωφεληθεί οπωσδήποτε από την προσωρινή και βραχυχρόνια κατοχή του μεταφερόμενου από την παθούσα ξένου ποσού χρημάτων και ξαναβρίσκοντας το συνηθισμένο εαυτό του, όταν δεν αποδείχθηκε τόσο ευτυχής γι' αυτόν η συγκυρία. Είναι προφανές ότι είναι χωρίς έννομη επιρροή για την αξιολόγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, το αν στο νου του, κατά την άσκηση σωματικής βίας στην παθούσα, προς αφαίρεση των χρημάτων που αυτή μετέφερε, είχε περιληφθεί και η σκέψη να επιχειρήσει, μετά την ολοκλήρωση του εγκλήματος του, να μετριάσει - με την πειθώ που τον διέκρινε - τις αντιδράσεις της παθούσας ή να μεταθέσει (όπως συνήθιζε) την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας του κυρίου των χρημάτων στην παθούσα ή ακόμα και να αποφύγει, με τη συμβολή της, τις ποινικές συνέπειες της πράξης του. Κατά συνέπεια πρέπει ο κατηγορούμενος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της αρχικής κατηγορίας (για ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία) να κηρυχθεί ένοχος ληστείας, με την επιβαρυντική περίπτωση του ότι από την πράξη του επήλθε ο θάνατος της παθούσας (άρθρο 380 παρ. 1 και 2 περίπτ. α' Π.Κ.
Κατά τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου (των ενόρκων ... και ...) προέκυψαν αμφιβολίες αν ο κατηγορούμενος είναι δράστης των εγκλημάτων που του αποδίδονται (ελλείψει αυτόπτη μάρτυρα που να είδε την ΑΑ να εισέρχεται στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου στον κρίσιμο χρόνο) και πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Περαιτέρω πρέπει κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο αυτό να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του ότι επί σχετικώς μακρό χρονικό διάστημα μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε καλώς (αρθρ. 84 παρ. 2ε Π.Κ.), καθ' όσον παρά την έλλειψη ρητής δήλωσης μεταμέλειας του, η μετά την πράξη διαγωγή του κατέδειξε βούληση σεβασμού προς το θύμα (τη σορό και τη μνήμη του) και δεν έδωσε άλλα δείγματα έκνομης συμπεριφοράς για μακρό χρονικό διάστημα μιας οκταετίας, να απορριφθεί δε το αίτημα του κατηγορουμένου για την αναγνώριση α' αυτόν και του ελαφρυντικού του προηγούμενου έντιμου βίου, καθ' όσον η παρασιτική διαβίωση του σε βάρος γυναικών δεν αποδεικνύει έντιμο ατομικό και κοινωνικό βίο, παρά την έλλειψη ποινικής καταδίκης του.
Κατά τη γνώμη τριών μελών του Δικαστηρίου (των συνέδρων Βασιλικής Γρηγοροπούλου και Γεωργίας Αλεξοπούλου και της ενόρκου ...) δεν θα έπρεπε να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίσταση του αρθρ. 84 παρ. 2ε Π.Κ., διότι η μετά την πράξη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ήταν υποκριτική, τον διέκρινε αδιαφορία για το θύμα, σκληρότητα για τη μεταχείριση του πτώματος του θύματος (με υπαιτιότητα του έμεινε άταφο και έρμαιο των αρπακτικών για 15 μήνες) και γενικά δεν εγκατέλειψε την παρασιτική διαβίωση του σε βάρος ηλικιωμένων γυναικών (όπως το θύμα του) και μετά το ως άνω έγκλημά του".
Στη συνέχεια δε το άνω Δικαστήριο της ουσίας, κατά πλειοψηφία (5-2), κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο ληστείας, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος της παθούσας γυναίκας και αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε' ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως δεκαέξι (16) ετών.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για τα οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 παρ. δ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 29 και 380 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, σχετικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, β) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, από τα οποία προκύπτει και κατέληξε η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, με βεβαιότητα, ότι δράστης του άνω εγκλήματος είναι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και όχι άγνωστοι τρίτοι, στο πλαίσιο της ηθικής αποδείξεως και χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές σκέψεις, γ) αναφέρονται οι συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε με δόλο η αναφερόμενη ληστεία για απόσπαση ποσού 920.000 δραχμών από το θύμα και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες επήλθε περαιτέρω, από αμέλεια του κατηγορουμένου, από τις συγκεκριμένες ενέργειες αυτού και δη διότι για να κάμψει την αντίσταση και να προλάβει την εκδήλωση κραυγών της για επίκληση βοήθειας, και προκειμένου να αποσπάσει με τη βία το μεταφερόμενο από αυτή ως άνω σοβαρό χρηματικό ποσό, για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, απέφραξε το στόμα και τη ρίνα αυτής, υπολογίζοντας να της προκαλέσει παροδική αναισθησία, ώστε να επιτύχει το σκοπό του, πλην, από έλλειψη προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, παρέτεινε τον αποκλεισμό της αναπνοής της παθούσας περισσότερο από τον ανεκτό χρόνο με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος αυτής, με πιθανότερη εκδοχή, την ανοξυγοναιμία από την άνω απόφραξη, αναλύοντας πλήρως το περιεχόμενο και τα ευρήματα της αναγνωσθείσας με αριθ. ... εκθέσεως ιατροδικαστικής νεκροψίας- νεκροτομής, η οποία έγινε μετά 17 μήνες περίπου σε "υπολείμματα πτώματος σε προκεχωρημένη σήψη" και αναφέρει ως αιτία θανάτου απροσδιόριστη, προηγηθείσας βιαιοπραγίας, με επίδραση θλώντος οργάνου στην κεφαλή, χωρίς καμία αντίφαση στο αιτιολογικό και στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου. Ήτοι εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είναι ο δράστης του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο και καταδικάστηκε.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠοινΔ σχετικοί, πρώτος και δεύτερος, λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και πρώτος και δεύτερος των προσθέτων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τον παραπάνω λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους προσθέτους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και για παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-7-2008 αίτηση του Χ και τους από 20-3-2009 Προσθέτους Λόγους αυτής, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 43, 44, 45, 48, 49, 50/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ