Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1040 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ηθική αυτουργία, Πολιτική αγωγή, Ψευδής βεβαίωση, Χρηματική ικανοποίηση, Επεκτατικό αποτέλεσμα, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αναιρέσεων. Ψευδής βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση συμβολαιογράφου (ψευδής κατά περιεχόμενο δημόσια διαθήκη και ειδικό πληρεξούσιο). Ηθική αυτουργία στο έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως της συμβολαιογράφου. Απάτη κατ' εξακολούθηση (ανάληψη χρημάτων με πληρεξούσιο που δε εξέφραζε τη βούληση του δικαιούχου). Χρήση πλαστού (του προαναφερόμενου πληρεξουσίου). Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ με τον ισχυρισμό ότι η βεβαίωση του Συμβολαιογράφου, κατά την σύνταξη δημοσίας διαθήκης, ότι ο διαθέτης έχει την ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, αποτελεί υποκειμενική κρίση του Συμβολαιογράφου και όχι "περιστατικό" το οποίον απαιτεί η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΠΚ. Αβασιμότητα του ισχυρισμού. Ψευδής βεβαίωση διαπράττεται και από τον συμβολαιογράφο, που παραλείπει εκ προθέσεως την καταχώρηση στο έγγραφο περιστατικού που υποπίπτει στην αντίληψη του και μπορεί κατά τους ορισμούς του νόμου να επηρεάσει το κύρος της βεβαιούμενης απ' αυτόν δηλώσεως. Λόγοι ακυρότητας για κακή παράσταση πολιτικής αγωγής. Ενώ οι πολιτικώς ενάγουσες παραστάθηκαν πρωτοδίκως μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας, το εφετείο επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ. Αναιρείται εν μέρει η απόφαση μόνο κατά την περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στις πολιτικώς ενάγουσες διάταξή της, της οποίας πρέπει να διαταχθεί η απάλειψη. Δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως. Επεκτατικό αποτέλεσμα και ως προ της άλλη αναιρεσείουσα. Αγωγή κακοδικίας κατά συμβολαιογράφου. Εξάμηνη αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση αγωγής. Ηθική αυτουργία. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδούς βεβαίωσης (ψευδής κατά περιεχόμενο δημόσια διαθήκη και πληρεξούσιο) και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 46 παρ. 1α και 242 παρ. 1 του ΠΚ και για την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως ως προς την καταδίκη της για απάτη και για έλλειψη νομίμου βάσεως. Τότε μόνο τιμωρείται ο αυτουργός της ψευδούς βεβαιώσεως για την αυτοτελή αξιόποινη πράξη της χρήσεως, όταν η ψευδής βεβαίωση ή νόθευση και υπεξαγωγή δεν μπορεί να τιμωρηθεί. Επίσης δεν μπορεί να είναι ενεργητικό υποκείμενο του ιδίου εγκλήματος ούτε και ο ηθικός αυτουργός, αφού και στην περίπτωση αυτή η χρήση από αυτόν του συγκεκριμένου εγγράφου αποτελεί ενέργεια πραγματώσεως του σκοπού του ως ηθικού αυτουργού. Το Δικαστήριο, μη δεχόμενο την προαναφερόμενη φαινόμενη συρροή εγκλημάτων, έσφαλε σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 46 παρ. 1α, 94 και 242 παρ.παρ.1 και 4 του ΠΚ. Αναιρεί μόνο ως προς τη διάταξή της, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για τη χρήση του πλαστού ειδικού πληρεξουσίου.




Αριθμός 1040/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων 1) Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Κουτσούκο και
2) Χ2, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Τζανόγλου, για αναίρεση της με αριθμό 2.397/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Με συγκατηγορουμένους τους:
1) Χ3 2) Χ4 και 3) Χ5.
Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ψ1 ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της Ψ2 και 2) Ψ3 που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Γαβαλά.

Το Πενταμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Δεκεμβρίου 2008, δύο (2) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 217/2009.

Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξη της, με την οποία κηρύχθηκε ένοχη η πρώτη αναιρεσείουσα για τη χρήση του πλαστού ειδικού πληρεξουσίου και να κηρυχθεί αθώα για την πράξη αυτή, β) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξη της περί επιδικάσεως στις πολιτικώς ενάγουσες χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από το τελεσθέν από τη δεύτερη αναιρεσείουσα αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, να διαταχθεί η απάλειψη της διατάξεως αυτής, να επεκταθεί το ως άνω αναιρετικό αποτέλεσμα και στην πρώτη αναιρεσείουσα και γ) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η από 16/12/2008 (με αρ.πρωτ. 10691/18-12-08) αίτηση (δήλωση) της Χ1 και 2) η από 16/12/2008 (με αρ.πρωτ. 10689/18-12-08) αίτηση (δήλωση) της Χ2 με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της 2397/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.

ΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ. 1 και 3 του Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α'και 263 του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ του ΠΚ και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σ' αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες όπως είναι εκείνα που αφορούν τη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Ψευδές είναι το περιστατικό όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ειδικότερα όταν βεβαιώνεται περιστατικό που δεν είναι αληθές ή δεν αναφέρεται περιστατικό αληθές, που έπρεπε όμως να αναφερθεί, όπως είναι και εκείνο που ενώ κατά τον χρόνο της συντάξεως της δημόσιας διαθήκης, ο διαθέτης πάσχει πνευματικώς κατά τρόπον έκδηλο και δεν έχει συνείδηση των πράξεών του, ή δεν έχει τη χρήση του λογικού, ώστε είναι ανίκανος να προβεί στην έκφραση και διατύπωση της τελευταίας βουλήσεως του, κατά το άρθρο 1719 παρ. 4 του ΑΚ, βεβαιούται στη σχετική συμβολαιογραφική πράξη ψευδώς ότι ο διαθέτης έχει σώες τις φρένες και ελεύθερη τη βούλησή του. Ψευδής, επίσης, βεβαίωση διαπράττεται και από τον συμβολαιογράφο που παραλείπει εκ προθέσεως την καταχώρηση στο συντασσόμενο από τον ίδιο δημόσιο έγγραφο περιστατικού που υποπίπτει στην αντίληψη του και μπορεί κατά τους ορισμούς του νόμου να επηρεάσει το κύρος της υπ' αυτού βεβαιούμενης δηλώσεως και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή του να βεβαιώνει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόμενη της παραγωγής αυτών από την πράξη και συγχρόνως στην εκ προοιμίου αποδοχή αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία σαν παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Ειδικότερα δε η παράσταση ψευδών γεγονότων συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.λ.π., β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για την βεβαιότητα αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα.
ΙΙI. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε τις εφέσεις των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, τα εξής πραγματικά περιστατικά: " Η Π1, η οποία ήτο άγαμη, δεν είχε τέκνα, ήτο ηλικίας 80 ετών και κάτοικος ..., την 13-7-2001 ευρισκομένη σε φιλική της οικίας στην ... υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και αριστερή ημιπληγία. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο ... και την 17-7-2001 με φροντίδα της συγγενούς της και πρώτης κατηγορουμένης η οποία αφίχθη στην ... από το ..., όπου κατοικούσε, διεκομίσθη με ασθενοφόρο στο ... Γενικό Νοσοκομείο ..., όπου και παρέμεινε νοσηλευομένη μέχρι την 12ην Νοεμβρίου 2001, ότε επήλθεν ο θάνατός της. Κατά την εισαγωγή της στο νοσοκομείο ..., οι σχετικές εξετάσεις έδειξαν ότι η Π1 είχε υποστεί ημιπληγίαν (ΑΡ), κάθεξη γενική στόματος (AP), ασυμμετρία (ΑΡ) στο κλείσιμο των βλεφάρων, αδυναμία εξόδου της γλώσσης από το στόμα, Babinski (ΑΡ). Κατά διαστήματα εμφάνιζε αυτόματο άνοιγμα οφθαλμών, εκτελούσε εντολές και είχε δυσαρθρία, ενώ επί πλέον έπασχε και από χρόνια κολπική μαρμαρυγή, στεφανιαία νόσο, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, γλαύκωμα κ.λ.π. Κατά το διάστημα της παραμονής της στο νοσοκομείο, πλην ελαχίστων ημερών, ενοσηλεύθη στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας διαφόρων κλινικών του νοσοκομείου. Ειδικότερα, την 24-7-2001 εμφάνισε δύσπνοια, δεκατική πυρετική κίνηση και πτώση επιπέδου συνείδησης και εισήχθη για μίαν ακόμη φορά στην Μ.Ε.Θ., ενώ την 30-7-2001 υπεβλήθη σε τραχειοστομίαν. Την 6-9-2001 εξήλθε από την καρδιολογική Μ.Ε.Θ., πλην όμως το απόγευμα της ιδίας ημέρας παρουσίασε επεισόδιο ταχυκαρδίας, δυσαρθρίας, προκάρδιου άλγους, σφίξεων με σημεία καρδιακής κάμψεως, απνοϊκό επεισόδιο και για τον λόγον αυτόν επανεισήχθη στην Μ.Ε.Θ. Καθ' όλην την διάρκεια της νοσηλείας της σπανίως επικοινωνούσε με το περιβάλλον και κατά τον εξετασθέντα μάρτυρα και ιατρόν του νοσοκομείου ... "... είχε κάποιες αναλαμπές. Με τρεμάμενα γράμματα έγραφε μισή ή μία λέξη...". Όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες, κατά τον μήνα Ιούλιον όταν άρχισαν να την επισκέπτονται στο νοσοκομείο, η ασθενής τους αντελαμβάνετο, ενώ αργότερα δεν τους αντελαμβάνετο, δεν μιλούσε, είχε απλανές βλέμμα, δεν είχε αίσθηση της αιδούς, συνέχεια γδυνόταν (καταθέσεις ... και ιερέως Ι1), ο δε ..., υιός και μάρτυς υπερασπίσεως του τρίτου κατηγορουμένου Χ3, κατέθεσε μεταξύ των άλλων, ότι "Μου είχε πει ο πατέρας μου, ότι πήγαινε στο νοσοκομείο και ότι ήταν χάλια η θανούσα (Π1) και ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει". Η ανωτέρω ασθενής, η οποία είχε σεβαστή περιουσία, με την από ...ιδιόγραφη διαθήκη της, την οποίαν είχε καταθέσει στην Συμβολαιογράφο Χαλκίδος Σταυρούλαν Σκιά, είχε εγκαταστήσει κληρονόμους της α) την Ψ2, ήδη πολιτικώς ενάγουσαν, β) την πρώτην κατηγορουμένην Χ1 και γ) την Ψ3, σε εκάστην των οποίων κατέλειπε από ένα διαμέρισμα. Η πρώτη κατηγορουμένη, βλέποντας την πολύ άσχημη κατάσταση της υγείας της Π1 και αντιλαμβανομένη ότι επλησίαζε ο θάνατος αυτής και αγνοούσα επί πλέον την ύπαρξη της ανωτέρω διαθήκης, απεφάσισε να σφετερισθεί την περιουσίαν της και προς τούτο, επειδή ως ανεφέρθη ήτο κάτοικος ... και δεν είχε γνωριμίες στην ..., απευθύνθηκε στον τρίτον κατηγορούμενον, ο οποίος ήτο γνωστός της ασθενούς και του εζήτησε να της συστήσει συμβολαιογράφον, προκειμένου να συνταγεί, όπως του είπε, δημοσία διαθήκη της ασθενούς. Πράγματι, αυτός της εσύστησε την δευτέραν κατηγορουμένην, συμβολαιογράφον Χ2 την οποίαν εγνώριζε επειδή στο παρελθόν είχε συντάξει συμβολαιογραφικές πράξεις του υιού του. Έτσι, η πρώτη κατηγορουμένη απευθύνθηκε στην δευτέραν κατηγορουμένην, η οποία απεδέχθη την πρόσκλησή της και την 7ην Σεπτεμβρίου 2001, συνοδευομένη από τους γνωστούς της τέταρτον και πέμπτον κατηγορουμένους, Χ4 και Χ5, μετέβη στο ... Γενικό Νοσοκομείο ..., όπου επεσκέφθη την Π1 , η οποία, κατά τα ανωτέρω, είχε εισαχθεί από την προηγουμένην ημέραν στην Μ.Ε.Θ. σε άσχημη κατάσταση. Η επιδείνωση των ασθενειών της και οι επιπλοκές τις οποίες παρουσίαζε, είχαν επηρεάσει θεμελιωδώς την ομαλή λειτουργία του οργανισμού και των διανοητικών λειτουργιών της και δεν επέτρεπαν στην ασθενή να έχει επαφή και να επικοινωνεί με το περιβάλλον. Και ενώ η δευτέρα κατηγορουμένη συμβολαιογράφος, όπως και οι παριστάμενοι ως μάρτυρες τέταρτος και πέμπτος κατηγορούμενοι, αντελήφθησαν την εν λόγω άσχημη κατάσταση της ασθενούς και επί πλέον αντελήφθησαν ότι αυτή είχε υποβληθεί και σε τραχειοστομίαν, συνεπεία της οποίας δεν ηδύνατο να ομιλεί, εν τούτοις, ύστερα από την πειθώ, την φορτικότητα, τις προτροπές και τις παραινέσεις της επίσης ευρισκομένης κατά τον χρόνον εκείνον στο νοσοκομείο πρώτης κατηγορουμένης, η συμβολαιογράφος εδέχθη και συνέταξε την υπ' αριθ. ...δημοσίαν διαθήκην, με την οποίαν, χωρίς να αναφέρεται ότι συνετάγη στην Μ.Ε.Θ., εβεβαίωσε εκ προθέσεως ψευδώς και προκειμένου η πρώτη κατηγορουμένη να σφετερισθεί την περιουσίαν της Π1 προς βλάβην των αναφερθεισών συγκληρονόμων, ότι η μη δυναμένη κατά τα ανωτέρω να ομιλεί ασθενής εζήτησε να συνταγεί δημοσία διαθήκη της και επί πλέον φέρεται να εδήλωσε και τα εξής: "Καθιστώ γενική κληρονόμο μου την ανηψιά μου Χ1, το γένος ..., κόρη της αδελφής μου ... (δηλαδή την πρώτην κατηγορουμένην), στην οποία αφήνω όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου, που θα βρεθεί μετά το θάνατό μου γιατί μου έχει συμπαρασταθεί και μου συμπαραστέκεται σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής μου ηθικά και οικονομικά". Ακολούθως, όπως κατέθεσε η ιδία η δευτέρα κατηγορουμένη κατά την απολογίαν της, η πρώτη κατηγορουμένη κράτησε το χέρι της "διαθέτιδος" και το κατηύθυνε ώστε να τεθεί η υπογραφή της στην συνταγείσα διαθήκη, ενώ ως παραστάντες μάρτυρες κατά την σύνταξη της διαθήκης υπέγραψαν και οι τέταρτος και πέμπτος κατηγορούμενοι. Όσον αφορά τον τρίτον κατηγορούμενον, Χ3, είχε συνεννοηθεί και αυτός με την κατηγορουμένην συμβολαιογράφον να προσέλθει στο νοσοκομείο, προκειμένου να παραστεί και να συμπράξει και αυτός ως μάρτυς κατά την σύνταξη της διαθήκης. Κατόπιν όμως τηλεφωνικής των επικοινωνίας, συνεφωνήθη μεταξύ των, λόγω οικογενειακού προβλήματος του τρίτου κατηγορουμένου, αυτός να μη μεταβεί στο νοσοκομείο, επέτρεψε δε ο ίδιος στην συμβολαιογράφο να θέσει την υπογραφή του στην διαθήκη, πράγμα το οποίον και έγινε και μάλιστα καίτοι ο τρίτος κατηγορούμενος, ως φίλος και τακτικός επισκέπτης της Π1 στο νοσοκομείο, εγνώριζε, ότι "ήταν χάλια η θανούσα (Π1) και ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει". Τα ανωτέρω, πλέον όλων των άλλων αναφερθέντων αποδεικτικών μέσων, προκύπτουν από τις ίδιες τις απολογίες των τρίτου και δευτέρας κατηγορουμένων, η οποία μάλιστα είπε, ότι "... Ήξερα ότι δεν ήταν νομότυπη η διαθήκη...", επιβεβαιώνονται δε και από τον μάρτυρα - ιερέα Ι1 ο οποίος κατέθεσε μεταξύ των άλλων, ότι "Μου είπε μετά ο Χ3 ότι ούτε παρέστη ούτε υπέγραψε...". Έτσι, οι 3ος, 4ος και 5ος κατηγορούμενοι παρέσχον άμεση συνδρομή στην δευτέραν κατηγορουμένην κατά την διάρκειαν και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως, δηλαδή στην σύνταξη της δημοσίας διαθήκης με το αναφερθέν ψευδές περιεχόμενο. Περαιτέρω απεδείχθη, ότι κατά τον ανωτέρω χρόνον, η πρώτη κατηγορουμένη, προκειμένου να σφετερισθεί και τα χρήματα της ιδίας ασθενούς, τα οποία ήσαν κατατεθειμένα στην Αγροτική Τράπεζα και σε κοινόν λογαριασμόν της ασθενούς και της Ψ2, με πειθώ και φορτικότητα έπεισε την δευτέραν κατηγορουμένην συμβολαιογράφον, να συντάξει το υπ' αριθ. ... ειδικό πληρεξούσιο, με το οποίον εκ προθέσεως και με σκοπόν και πάλι να προσπορισθεί η πρώτη κατηγορουμένη παράνομο περιουσιακό όφελος, εβεβαίωσε ψευδώς η συμβολαιογράφος, ότι δήθεν η ανωτέρω ασθενής, η οποία δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον και δεν ηδύνατο να ομιλεί, παρέσχε την εντολήν και πληρεξουσιότητα στην πρώτην κατηγορουμένην, μεταξύ άλλων, να προβαίνει ως αντιπρόσωπός της στην διενέργεια τραπεζικών συναλλαγών. Ακολούθως, η πρώτη κατηγορουμένη έκανε χρήση 2 φορές του ειδικού πληρεξουσίου, το οποίον προσεκόμισε ισάριθμες φορές σε υποκατάστημα της Αγροτικής Τραπέζης και αφού παρέστησε στους υπαλλήλους της εκ προθέσεως ψευδώς ότι δήθεν είχε την αναφερομένην στο έγγραφο ως άνω ειδικήν εντολήν και πληρεξουσιότητα, τους έπεισε να συναλλαγούν μαζί της και να της παραδώσουν λόγω αναλήψεως από τον αναφερθέντα λογαριασμόν το συνολικό ποσόν των 699.541 δρχ., το οποίον και ιδιοποιήθη παρανόμως, με αποτέλεσμα να προκληθεί ισόποση βλάβη στην ως άνω συνδικαιούχο του λογαριασμού.
...". Για τις πράξεις τους δε αυτές, οι κατηγορούμενες αναιρεσείουσες κηρύχθηκαν ένοχες, με ελαφρυντικά, η πρώτη για απάτη, ηθική αυτουργία στις κατ' εξακολούθηση ψευδείς βεβαιώσεις που τέλεσε η δεύτερη, με την ιδιότητα της συμβολαιογράφου και για χρήση πλαστού εγγράφου, και η δεύτερη για κατ'εξακολούθηση ψευδείς βεβαιώσεις, πράξεις οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούται, όπως αναφέρεται στην απόφαση, από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, 46 παρ.1 περ. α και β, 49 παρ.1, 84 παρ.2α και ε , 94παρ.1, 98 παρ.1, 242 παρ.1 και 4 , 386 παρ.1 περ. β-α του ΠΚ. Με περαιτέρω αιτιολογίες, για τις οποίες δεν προσβάλλεται η απόφαση με λόγους αναίρεσης, η Χ1 κηρύχθηκε αθώα της αποδιδόμενης σε αυτήν πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε απάτη επί Δικαστηρίου και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση (που αφορά την σύνταξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, πράξη για την οποία κηρύχθηκε αθώα, ως αυτουργός της πράξεως αυτής και η αναιρεσείουσα Χ2). Για τις πράξεις τους δε αυτές, για τις οποίες κρίθηκαν ένοχες, η πρώτη μεν αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 28 μηνών, η δε δεύτερη σε ποινή φυλάκισης 17 μηνών, ποινές που το Δικαστήριο μετάτρεψε, ως προς την πρώτη, σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως και ανέστειλε την εκτέλεση για τρία χρόνια ως προς την δεύτερη.
IΙΙ. Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στη προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς μεν την κατηγορουμένη Χ2 για την πράξη της κατ' εξακολούθηση ψευδούς βεβαιώσεως με την ιδιότητα της συμβολαιογράφου, ως προς δε την κατηγορουμένη Χ1, ως προς την πράξη της απάτης και της ηθικής αυτουργίας στην κατ' εξακολούθηση ψευδή βεβαίωση που τέλεσε η Χ2 αφού, ως προς τις πράξεις αυτές, εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων αυτών πράξεων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, όπως αβασίμως οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες με τους προβαλλόμενους στις αιτήσεις τους λόγους αναιρέσεις, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες που θα αναφερθούν στη συνέχεια.
ΙV. Η αναιρεσείουσα Χ2 προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως: α) την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω της παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής και β) την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 242 § 1 του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, με τον δεύτερο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλει ότι η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένως εφάρμοσε και ερμήνευσε ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 Ποινικού Κώδικα, διότι, όπως αναφέρει στην αίτησή της, "η βεβαίωσις του Συμβολαιογράφου, κατά την σύνταξιν δημοσίας διαθήκης, ως εν προκειμένω, ότι ο διαθέτης έχει την ικανότητα προς σύνταξιν διαθήκης, αποτελεί υποκειμενικήν κρίσιν του Συμβολαιογράφου, καθ' ης δεν αποκλείεται ανταπόδειξις, αλλά όχι "περιστατικόν" το οποίον απαιτεί η συγκεκριμένη διάταξις του Νόμου" και συνεπώς, όπως υποστηρίζει, δεν συγκροτείται η αντικειμενική υπόσταση της διατάξεως του άρθρου 242 § 1 Π.Κ. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 § 1 του ΠΚ, την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, καθόσον "περιστατικό" κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, και εκείνο κατά το οποίο, ενώ κατά τον χρόνο της συντάξεως της δημόσιας διαθήκης, ο διαθέτης πάσχει πνευματικώς κατά τρόπο έκδηλο και δεν έχει συνείδηση των πράξεων του, ή δεν έχει τη χρήση του λογικού, ώστε είναι ανίκανος να προβεί στην έκφραση και διατύπωση της τελευταίας βουλήσεως του, κατά το άρθρο 1719 § 4 του ΑΚ, βεβαιούται στη σχετική συμβολαιογραφική πράξη ψευδώς ότι ο διαθέτης έχει σώας τας φρένας και ελεύθερη τη βούληση του. Επίσης ψευδής βεβαίωση διαπράττεται και από τον συμβολαιογράφο, που παραλείπει εκ προθέσεως την καταχώρηση στο έγγραφο περιστατικού που υποπίπτει στην αντίληψη του και μπορεί κατά τους ορισμούς του νόμου να επηρεάσει το κύρος της βεβαιούμενης απ' αυτόν δηλώσεως, όπως, κατά τις παραδοχές της απόφασης, συνέβη στην εξεταζόμενη υπόθεση. Επομένως ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης της αναιρεσείουσας Χ2 πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. V. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης της αυτής αναιρεσείουσας Χ2 προβάλλεται η αιτίαση ότι επήλθε στην προκειμένη περίπτωση απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, από το γεγονός ότι, αν και το πλημμέλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, το οποίο της αποδίδεται, έλαβε χώρα κατά την υπ' αυτής εκτέλεση των δημοσίων και υπηρεσιακών καθηκόντων της ως συμβολαιογράφου, παρά ταύτα οι δύο παθούσες από αυτό (δηλαδή η Ψ2, νομίμως εκπροσωπούμενη από την ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου της μητέρα της Ψ1 και Ψ3) στην κατ' αυτής ποινική δίκη, δεν περιορίστηκαν στο να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγουσες προς υποστήριξη της αποδιδόμενης σ' αυτήν κατηγορίας και μόνο, όπως είχε επιτραπεί η παράστασή τους και πρωτοδίκως, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του ΚΠΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 3 § 1 του Ν. 2145/1993, αλλά παρέστησαν ενώπιον του κατ' έφεση δικάσαντος Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ως πολιτικώς ενάγουσες και ζήτησε η καθεμία εξ αυτών την επιδίκαση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού (44 ευρώ), ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, ποσό το οποίο και επιδικάσθηκε σ' αυτές με την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά το άρθρο 73 §§ 1, 4 και 5 του Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, αγωγή κακοδικίας κατά συμβολαιογράφου (όπως και δικηγόρου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή) υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τις τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προθεσμία, εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αγωγή κακοδικίας κατά συμβολαιογράφου (και των άλλων σ' αυτές αναφερομένων προσώπων) είναι εξάμηνη και δεν αρχίζει άνευ ετέρου από το χρόνο τέλεσης των πράξεων αυτών, όπως αναφέρεται στο προαναφερόμενο άρθρο, αλλ' απαιτείται και γνώση από τον παθόντα της ζημιογόνου γι'αυτόν αξιόποινης πράξεως. Αντικείμενο της αγωγής αυτής μπορεί να είναι και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932), η οποία δεν αποκλείεται να επιδιωχθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 66, 68 και 82 του ΚΠΔ και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και δη με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής κατά την ποινική διαδικασία. Η επιδίωξη όμως αυτή πρέπει να γίνει εντός της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την γνώση εκ μέρους του παθόντος της επικαλούμενης πράξης ή παράλειψης. Διαφορετικά επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος του ζημιωθέντος, ο οποίος έκτοτε δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς και δεν μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων για αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά του υπαιτίου της πράξεως, εκ της οποίας η ζημία ή ηθική βλάβη . Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποία εκδόθηκε η επί της αυτής ποινικής υποθέσεως πρωτόδικη 8940/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά την έναρξη της δίκης εμφανίστηκαν οι φερόμενες ως παθούσες Ψ2, νομίμως εκπροσωπούμενη από την ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου της μητέρα της Ψ1 και Ψ3 και δήλωσαν ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγουσες "για την ηθική βλάβη που τους προκάλεσε η κρινόμενη πράξη" και ζήτησαν να υποχρεωθούν οι κατηγορούμενες να καταβάλουν στην καθεμία εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 44 ευρώ, με επιφύλαξη. Οι δικηγόροι όλων των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και των δύο ήδη αναιρεσειουσών, ζήτησαν την αποβολή της πολιτικής αγωγής και για το λόγο ότι παρήλθε η προβλεπόμενη, από τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ.1,4 και 5 του Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, εξάμηνη αποκλειστική προθεσμία για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως από την τέλεση της αξιόποινης πράξεως (ψευδούς βεβαιώσεως) που φέρεται ότι τέλεσε η κατηγορουμένη συμβολαιογράφος. Το Τριμελές Εφετείο με την πρωτόδικη 8940/06 απόφασή του, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρ. 73 §§ 1, 4 και 5 του Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, κατά τον αυτόν ως άνω τρόπο, δέχθηκε την ένσταση των κατηγορουμένων, ως προς το ότι οι πολιτικώς ενάγουσες δεν δύνανται να ζητήσουν την επιδίκαση χρηματική ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, πλην όμως δέχθηκε ότι αυτές, δύνανται, κατά τις διατάξεις του άρ. 84 παρ.2 και 63 του ΚΠΔ, να παραστούν μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας, όπως και παραστάθηκαν, χωρίς να υποχρεωθούν οι ήδη αναιρεσείουσες να τους καταβάλουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για χρηματική ικανοποίηση. Ακολούθως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την έναρξη της ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασίας, εμφανίστηκαν οι αυτές φερόμενες ως παθούσες Ψ2, νομίμως εκπροσωπούμενη από την ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου της μητέρα της Ψ1 και Ψ3 και δήλωσαν ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγουσες για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, εκτός των άλλων, από την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ2 πράξη ψευδούς βεβαιώσεως, ζήτησαν δε να υποχρεωθεί η τελευταία (όπως και η συγκατηγορουμένη της) να καταβάλει στην καθεμία εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 44 ευρώ, με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από το αδίκημα αυτό, χωρίς να προβληθούν από τις ήδη αναιρεσείουσες κατηγορούμενες ή τους συνηγόρους των αντιρρήσεις κατά της παραστάσεως αυτών. Μετά δε την κήρυξη της ενοχής της ως άνω αναιρεσείουσας για την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως και την επιβολή σ'αυτήν της προσήκουσας ποινής, επιδικάσθηκε στις ως άνω πολιτικώς ενάγουσες το αιτηθέν ως άνω χρηματικό ποσό, ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από το αδίκημα αυτό. Με το να επιδικάσει, κατόπιν τούτου, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, στις ως άνω πολιτικώς ενάγουσες το χρηματικό ποσό των 44 ευρώ, με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε σ'αυτές από αδίκημα της ψευδούς βεβαιώσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ2 κατέστησε χείρονα τη θέση της τελευταίας και υπερέβη την εξουσία του, χωρίς συγχρόνως να υπάρχει κακή παράσταση της πολιτικής αγωγής και χωρίς να δημιουργείται εξ αυτού απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως προβάλει η αναιρεσείουσα Χ2 με τον πρώτο από το βάθρο 510 παρ.1 περ. Α του ΚΠΔ, πρώτο λόγο αναιρέσεως, αφού το Δικαστήριο αυτό, ως δευτεροβάθμιο, στο οποίο μεταβιβάστηκε η υπόθεση, έκρινε πέραν των ορίων εκείνων, που με την έφεση της αναιρεσείουσας είχε προσβληθεί η απόφαση το πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Κατέστη έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετέα, ως προς το σκέλος αυτό, για τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως της υπερβάσεως εξουσίας. Η παραδοχή, όμως, του σχετικού λόγου αναιρέσεως δεν επάγεται την αναίρεση της αποφάσεως στο σύνολο της, αφού οι πολιτικώς ενάγουσες νομίμως μετέσχον στην δίκη μέχρι την κήρυξη της ενοχής της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και προς υποστήριξη αυτής (ενοχής), αλλά μόνο ως προς την διάταξη της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στην πολιτική αγωγή. Πρέπει, επομένως, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς την αναιρεσείουσα Χ2 ήτοι μόνο κατά την περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στις πολιτικώς ενάγουσες διάταξή της, της οποίας πρέπει να διαταχθεί η απάλειψη, δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως προς νέα συζήτηση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Το αναιρετικό δε αυτό αποτέλεσμα πρέπει να επεκταθεί, σύμφωνα με το άρθρο 469 του ΚΠΔ, και στην καταδικασθείσα για ηθική αυτουργία στην τελεσθείσα από την αναιρεσείουσα πράξη ψευδούς βεβαιώσεως, καθώς και για απάτη, συγκατηγορουμένη της Χ1.
VI. Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα Χ1 προσβάλλει την 2397/08 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών: α) για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επί του σκέλους της αποφάσεως, που αφορά την καταδίκη της για την ηθική αυτουργία στην τελεσθείσα από την συγκατηγορουμένη της Χ2 με τη σύνταξη της .... ψευδούς κατά περιεχόμενο δημόσιας διαθήκης, ψευδή βεβαίωση καθώς και με τη σύνταξη του ... ψευδούς κατά περιεχόμενο ειδικού πληρεξουσίου, με τις αιτιάσεις ότι δεν αναφέρονται σ' αυτήν τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε για να πείσει την συμβολαιογράφο συγκατηγορούμενή της να συντάξει την αναφερόμενη στην απόφαση δημόσια διαθήκη, όπως και το φερόμενο ψευδές κατά περιεχόμενο ειδικό πληρεξούσιο, αλλά ούτε τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία κατέληξε στην παραδοχή ότι προκάλεσε με τα συγκεκριμένα μέσα και τον συγκεκριμένο τρόπο στην συμβολαιογράφο να τελέσει την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση ψευδούς βεβαίωσης ούτε τέλος αναφέρει οτιδήποτε για τον βαθμό επίδρασης που είχε στο πρόσωπο της συμβολαιογράφου που συνέταξε τις ψευδείς κατά περιεχόμενο συμβολαιογραφικές πράξεις και β) Για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης των άρθρων 242 και 46 § 1α Π.Κ., αφού εξέλαβε την υποκειμενική κρίση της συμβ/φου για την δικαιοπρακτική ικανότητα της διαθέτιδας ως "περιστατικό" παραβιάζοντας εκ πλαγίου την παρά πάνω διάταξη στερώντας έτσι την απόφαση νόμιμης βάσης, ενώ, ως προς το πληρεξούσιο "δεν βεβαιώνεται (και μάλιστα ψευδώς) ότι η εντολέας είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην συνειδησιακή της κατάσταση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος για ψευδή βεβαίωση και κατ' επέκταση για ηθική αυτουργία σε ανύπαρκτη αξιόποινη συμπεριφορά αφού δεν βεβαιώθηκε το αντίθετο από την συμβ/φο". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση με τις αλληλοσυμπληρούμενες στο σκεπτικό και διατακτικό παραδοχές της ότι η συγκατηγορουμένη της "ύστερα από την πειθώ, την φορτικότητα, τις προτροπές και τις παραινέσεις της επίσης ευρισκόμενης κατά τον χρόνον εκείνον στο νοσοκομείο πρώτης κατηγορουμένης, η συμβολαιογράφος εδέχθη και συνέταξε την υπ' αριθ. ... δημοσίαν διαθήκην...." καθώς και ότι "με πειθώ και φορτικότητα έπεισε την δευτέραν κατηγορουμένην, συμβολαιογράφον, να συντάξει το υπ'αριθ. ... ειδικό πληρεξούσιο",και, τέλος, ότι " με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη την οποία αυτός διέπραξε, και ειδικότερα, προκειμένου αφενός μεν να καταστεί γενική και μοναδική κληρονόμος της κινητής και ακίνητης περιουσίας της Π1, αφ'ετέρου δε να διαχειρίζεται ελευθέρως τα χρήματα τα οποία είχε κατατεθειμένα στον υπ'αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην Αγροτική Τράπεζα η τελευταία, με πειθώ και φορτικότητα, συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, έναντι άγνωστου χρηματικού ποσού, έπεισε την συγκατηγορουμένη της, συμβολαιογράφο Αθηνών, Χ2, η οποία δεν είχε ακόμη αποφασίσει, να προβεί στην σύνταξη των αναφερομένων παρακάτω υπό το στοιχείο Γα' & Γβ' της παρούσας απόφασης δημοσίων εγγράφων και έτσι να τελέσει εξακολουθητικά την άδικη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως", προσδιορίζεται με επάρκεια στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τόσο ο τρόπος, όσο και τα μέσα που χρησιμοποίησε η αναιρεσείουσα ηθικός αυτουργός για να προκαλέσει στη συγκατηγορουμένη της αυτουργό της ψευδούς βεβαιώσεως την απόφαση για την τέλεση της, αναφέρονται δε και τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία κατέληξε στη σχετική παραδοχή. Για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής δεν ήταν αναγκαία η έκθεση και των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει η αναιρεσείουσα στην αίτησή της. Εξάλλου, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Χ1, σύμφωνα με τον οποίο η βεβαίωση του συμβολαιογράφου, κατά τη σύνταξη διαθήκης, ότι ο διαθέτης έχει την ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, αποτελεί, κατ' αυτήν, υποκειμενική κρίση του ιδίου συμβολαιογράφου, και όχι "περιστατικό" κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, για τους αυτούς λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω κατά την εξέταση του με το ίδιο περιεχόμενο λόγου αναίρεσης της αναιρεσείουσας Χ2. Κατά τις σαφείς, άλλωστε, παραδοχές της απόφασης, στην προκειμένη περίπτωση η αποβιώσασα ήδη Π1, κατά το χρόνο που βεβαιώνεται ότι δήλωσε όσα αναφέρονται στη διαθήκη και στο πληρεξούσιο που συνέταξε η κατηγορουμένη συμβολαιογράφος, δεν είχε απλώς και μόνο έλλειψη συνειδήσεως των πραττομένων, δηλαδή, όχι μόνο δεν γνώριζε σε ποιες δηλώσεις βουλήσεως προέβαινε, αλλά, συνεπεία των περιγραφόμενων στην απόφαση παθήσεως, η συμβολαιογράφος "δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της με οποιανδήποτε τρόπο και ιδίως προφορικά αφού είχε υποστεί τραχειοτομή", αυτό δε, προφανώς, δεν συνιστά "υποκειμενική κρίση", αλλά αντικειμενικό γεγονός. Περαιτέρω, είναι αβάσιμος και ο ισχυρισμός της ίδιας αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τον οποίο δεν βεβαιώνεται στο φερόμενο ως ψευδές πληρεξούσιο ότι η εντολέας είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην συνειδησιακή της κατάσταση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος για ψευδή βεβαίωση και κατ' επέκταση για ηθική αυτουργία σ' αυτήν. Οι προβαλλόμενες με τον πιο πάνω ισχυρισμό πιο πάνω αιτιάσεις της πρώτης αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, προεχόντως διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Η συγκατηγορούμενη της αναιρεσείουσας αυτουργός της πράξεως , δεν κρίθηκε ένοχη "διότι βεβαίωσε ψευδώς ότι η εντολέας είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα", αλλά διότι, όπως αναφέρεται στο διατακτικό της απόφασης (σελ.53), αλλά και στο σκεπτικό, βεβαίωσε με πρόθεση ψευδώς "ότι η Π1 ζήτησε τη σύνταξη ειδικού πληρεξουσίου...προβαίνοντας στη σύνταξη του υπ' αριθμ... ειδικού πληρεξουσίου με το οποίο χορήγησε στην Χ1 την εντολή και πληρεξουσιότητα μεταξύ άλλων να προβαίνει, ως αντιπρόσωπός της, στη διενέργεια τραπεζικών συναλλαγών", περισταστικό το οποίο ήταν ψευδές, καθόσον, όπως γίνεται δεκτό στην απόφαση, αυτή "δεν είχε συνείδηση των πραττομένων ούτε μπορούσε να επί-κοινωνήσει μαζί της με οποιανδήποτε τρόπο και ιδίως προφορικά αφού είχε υποστεί τραχειοτομή". Διαπράττεται δε ψευδής βεβαίωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, και από τον συμβολαιογράφο που παραλείπει εκ προθέσεως την καταχώρηση στο συντασσόμενο από τον ίδιο δημόσιο έγγραφο περιστατικού που υποπίπτει στην αντίληψη του και μπορεί κατά τους ορισμούς του νόμου να επηρεάσει το κύρος της υπ' αυτού βεβαιούμενης δηλώσεως. Κατά τα λοιπά οι διαλαμβανόμενες στους αυτούς λόγους αναίρεσης αιτιάσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες κατά τις οποίες η συμβολαιογράφος που σύνταξε την δημόσια διαθήκη και το ειδικό πληρεξούσιο της ήταν άγνωστη και την συνάντησε για πρώτη φορά στο Νοσοκομείο, και ότι η δημόσια διαθήκη όσο και το ειδικό πληρεξούσιο συντάχθηκαν και δακτυλογραφήθηκαν στο γραφείο της συμβολαιογράφου πριν καν συναντηθούν και πριν καν επισκεφθεί στο Νοσοκομείο την ασθενούσα θεία της (και επομένως δεν ήταν αυτή η ηθική αυτουργός του αδικήματος που διέπραξε), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
VII. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αυτή αναιρεσείουσα Χ1 προσβάλλει την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών "για εσφαλμένη εφαρμογή (λόγω της εκ πλαγίου παραβίασης) της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. (άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ.), όσο και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού δεν αναφέρει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς καθώς και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία κατέληξε στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το επίδικο ειδικό πληρεξούσιο υπήρχε τάχα αναγεγραμμένη η βεβαίωση ότι η εντολέας της είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Με αυτά που δέχθηκε στην προκειμένη περίπτωση το δίκασαν κατ' έφεση Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, ως προς την καταδίκη της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Χ1 για την απάτη σε βάρος της Ψ2, όπως αυτά έχουν εκτεθεί πιο πάνω, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να καταστήσει συγχρόνως ανέφικτο τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 98 και 386 § 1 του ΠΚ, τις οποίες εφήρμοσε στην προκειμένη περίπτωση, ώστε να μην έχει η απόφαση αυτή νόμιμη βάση. Ουδεμία δε περαιτέρω αιτιολογία της αποφάσεως ήταν αναγκαία ούτε παράθεσης των αποδεικτικά μέσων από τα οποία κατέληξε το Δικαστήριο στην παραδοχή "ότι το επίδικο ειδικό πληρεξούσιο υπήρχε τάχα αναγεγραμμένη η βεβαίωση ότι η εντολέας μου είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα", αφού το Δικαστήριο δεν στήριξε την καταδικαστική για την εν λόγω αναιρεσείουσα απόφασή του για την πράξη της απάτης στην παραδοχή αυτή, όπως αυτό σαφώς προκύπτει από τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές του σκεπτικού και διατακτικού της απόφασης. Εξάλλου, είναι αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί της ως άνω αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, σύμφωνα με τους οποίους από την πράξη της εξακολουθητικής απάτης δεν υπέστη περιουσιακή βλάβη η ατομική περιουσία της Ψ2 αλλά της Π1 από τις καταθέσεις της οποίας προερχόταν το συνολικό ποσό που ανέλαβε, καθόσον, ο προαναφερόμενος κοινός τραπεζικός λογαριασμός ανήκε τόσο στην Π1 όσο και στην ανηψιά της Ψ2 και διεπόταν από τις διατάξεις του Ν. 5638/1932, με αποτέλεσμα να μπορεί η Ψ2 να χρησιμοποιήσει τα χρήματα του λογαριασμού και χωρίς τη σύμπραξη της άλλης δικαιούχου. Είναι δε χωρίς έννομη σημασία οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ότι και οι δύο εκ μέρους της αναλήψεις "έλαβαν χώρα στις 22/10/2001 και 12/11/2001, δηλ. ενώ ζούσε η εντολέας της και συνδικαιούχος του παραπάνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού", δεδομένου ότι κατά τις παραδοχές της απόφασης, αυτές οι αναλήψεις έγιναν χωρίς αληθή εντολή της δικαιούχου Π1 και το γεγονός ότι και αυτή υπήρξε ζημιωθείσα , δεν αναιρεί και την ζημία της συνδικαιούχου Ψ2. VIII. Με τον πέμπτο (με στοιχείο Ε) λόγο αναίρεσης της ίδιας αναιρεσείουσας Χ1 προβάλλεται η αιτίαση ότι το δίκασαν κατ' έφεση Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 § 1 του ΠΚ, αφού εντελώς αντιφατικά με την απόφαση αυτή, αφενός μεν την κήρυξε ένοχη για την ηθική αυτουργία στην τελεσθείσα από τη συγκατηγορουμένη της Χ2 ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, που αφορούσε τη σύνταξη της ... ψευδούς κατά περιεχόμενο δημόσιας διαθήκης και του ...ψευδούς κατά περιεχόμενο ειδικού πληρεξουσίου, αφετέρου δε την κήρυξε αθώα για την ηθική αυτουργία στην τελεσθείσα από τη συγκατηγορουμένη της Χ2 ψευδή βεβαίωση, που αφορούσε τη σύνταξη της υπ'αριθ. ...πράξη αποδοχής κληρονομιάς, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η αποβιώσασα στις 12-11-2001 Π1 την εγκατέστησε με βάση την προαναφερόμενη δημόσια διαθήκη ως μοναδική κληρονόμο της. Η αιτίαση, όμως, αυτή είναι αβάσιμη και εντεύθεν απορριπτέα, καθόσον η αθώωση της αναιρεσείουσας Χ1 για ηθική αυτουργία στην ψευδή βεβαίωση που αφορούσε τη σύνταξη της ...πράξεως αποδοχής κληρονομιάς απαγγέλθηκε με την αιτιολογία ότι ήταν αυτή αληθής, δηλαδή ότι πράγματι η Χ1 εδήλωσε στη συμβολαιογράφο Χ2 ότι αποδέχεται την αναφερόμενη στην πλαστή διαθήκη κληρονομιά. Ουδεμία δε αντίφαση και σύγχυση δημιουργείται για ποιές πράξεις ψευδούς βεβαίωσης της συμβολαιογράφου κρίθηκε ένοχη ηθικής αυτουργίας η εν λόγω αναιρεσείουσα, από το γεγονός ότι, όπως αναφέρει στην αίτησή της, το αναφερόμενο στην απαλλακτική διάταξη "δημόσιο έγγραφο που αναφέρεται στο στοιχείο (Δ) της απόφασης είναι η υπ' αριθμ.... πράξη αποδοχής κληρονομιάς η οποία καταρτίσθηκε από την συμβ/φο στις 26/2/2002..." και τα αναφερόμενα στην καταδικαστική διάταξη "δημόσια έγγραφα που αναφέρονται στα στοιχεία (Γα κ' Γβ) της απόφασης είναι η υπ' αριθμ. ... δημόσια διαθήκη και το υπ' αριθμ. ...ειδικό διαχειριστικό πληρεξούσιο τα οποία καταρτίσθηκαν όπως αναφέρθηκε στις 7/9/2001 και όχι στις 26/2/2002 όπως αναφέρει η βαλλόμενη". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, της κρινόμενης αιτήσεως με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και εκ τούτου απορριπτέος.
ΙΧ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 242 του ΠΚ προκύπτει ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της χρήσεως ψευδούς βεβαιώσεως δύναται να είναι τρίτος, εκτός του αυτουργού της ψευδούς βεβαιώσεως ή της νοθεύσεως ή υπεξαγωγής, ο οποίος (αυτουργός), κάνοντας χρήση, διαπράττει μη τιμωρητή υστέρα πράξη. Τότε μόνο τιμωρείται ο αυτουργός της ψευδούς βεβαιώσεως για την αυτοτελή αξιόποινη πράξη της χρήσεως, όταν η ψευδής βεβαίωση ή νόθευση και υπεξαγωγή παρεγράφη ή για κάποιο άλλον λόγο δεν μπορεί να τιμωρηθεί για την ψευδή βεβαίωση ο αυτουργός. Επίσης δεν μπορεί να είναι ενεργητικό υποκείμενο του ιδίου εγκλήματος ούτε και ο ηθικός αυτουργός, στον οποίο αποδίδεται η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στη σύνταξη ή έκδοση του πλαστού ή ψευδούς κατά το περιεχόμενο δημοσίου εγγράφου, αφού και στην περίπτωση αυτή η χρήση από αυτόν του συγκεκριμένου εγγράφου αποτελεί ενέργεια πραγματώσεως του σκοπού του ως ηθικού αυτουργού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, η αναιρεσείουσα Χ1 προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι, εφ όσον κρίθηκε ένοχη ηθικής αυτουργίας στο έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης που ετέλεσε η συγκατηγορούμενη της συμβ/φος συντάσσοντας το ... ειδικό πληρεξούσιο, ο χαρακτηρισμός της ως τρίτου προσώπου που έκανε χρήση του περιέχοντος ψευδή βεβαίωση, ειδικού πληρεξουσίου και η εντεύθεν καταδίκη της από το Δικαστήριο την ουσίας υπήρξε μη νόμιμη και οφείλετο σε κακή εφαρμογή του άρθρου 216 παρ. 3 ΠΚ. διότι ο ηθικός αυτουργός ως μετέχων στην διάπραξη του αδικήματος μαζί με τον φυσικό αυτουργό αποκλείεται να είναι τρίτος διότι διαφορετικά θα ετίθετο σε χείρονα θέση ο ηθικός από τον φυσικό αυτουργό της πράξης της πλαστογραφίας. Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε το Δικαστήριο με την εξής αιτιολογία "Επειδή, προκειμένου περί του αδικήματος της πλαστογραφίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο του Π.Κ. "Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα", το άρθρο 216 § 1 Π.Κ. ορίζει, ότι "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση", ενώ προκειμένου για την ψευδή βεβαίωση, το άρθρο 242 Π.Κ., το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο "Εγκλήματα σχετικά με την Υπηρεσία", ορίζει στις παραγράφους 1 και 4, ότι, § 1 "Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους" και § 4 "Με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί". Επομένως, ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης, με τον οποίον ισχυρίζεται, ότι στην περίπτωση της ψευδούς βεβαιώσεως (άρθρο 242 Π.Κ.) ισχύει ό,τι και στην περίπτωση της πλαστογραφίας (άρθρο 216 § 1 Π.Κ.) και ότι ως εκ τούτου ο ηθικός αυτουργός της ψευδούς βεβαιώσεως δεν τιμωρείται και για την χρήση της ψευδούς βεβαιώσεως με ιδιαίτερη ποινή όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της πλαστογραφίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος". Με το να κρίνει κατά τον πιο πάνω τρόπο το κατ'έφεση δίκασαν Δικαστήριο, μη δεχόμενο την προαναφερόμενη φαινόμενη συρροή εγκλημάτων ,έσφαλε σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 46 § 1α, 94 και 242 §§ 1 και 4 του ΠΚ και κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη διάταξη αυτή, κατά τον βάσιμο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ. τέταρτο( με στοιχείο Δ) λόγο αναιρέσεως.
Χ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι βάσιμος μόνο ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Χ1 και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη διάταξή της, με την οποία η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 κηρύχθηκε ένοχη για τη χρήση του πλαστού ειδικού πληρεξουσίου, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα στις 22-10-2001 και 12-11-2001 (και συνακόλουθα και ως προς την επιβληθείσα και προσμετρηθείσα σε αυτήν ποινή) και να κηρυχθεί η ίδια (αναιρεσείουσα) αθώα για την ως άνω πράξη της χρήσεως ψευδούς βεβαιώσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 § 1 του ΚΠΔ, απορριπτόμενης κατά τα λοιπά της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 16/12/2006 (αρ. πρωτ. 10691/18-12-2008) και την από 16/12/2008 (αρ. πρωτ.10689/18-12-2008) αιτήσεις (δηλώσεις) 1) της Χ1 και 2) της Χ2 αντίστοιχα, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της 2.397/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Δέχεται εν μέρει την από 16/12/2006 (αρ. πρωτ. 10691/18-12-08) αίτηση - δήλωση της Χ1.
Αναιρεί την εν μέρει την 2.397/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ως προς τη διάταξή της, με την οποία η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 κηρύχθηκε ένοχη για τη χρήση του πλαστού ειδικού πληρεξουσίου, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα στις 22-10-2001 και 12-11-2001 (και συνακόλουθα και ως προς την επιβληθείσα και προσμετρηθείσα σε αυτήν ποινή).
Κηρύσει αθώα την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα Χ1, του ότι την 22-10-2001 και την 12-11-2001, εν γνώσει της χρησιμοποίησε έγγραφο, που ήταν πλαστό (κατά περιεχόμενο κατά την έννοια της παρ.1 του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα) και ειδικότερα, εν γνώσει της έκανε χρήση του ψευδούς κατά το περιεχόμενο υπ'αριθ. ... ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Χ2 και το οποίο προσκόμισε ενώπιον των υπαλλήλων της Αγροτικής Τράπεζας, στις 22-10-2001 και 12-11-2001, στην οποία διατηρούσε η δικαιούχος Π1 τον υπ'αριθ. ....τραπεζικό λογαριασμό, προκειμένου να κάνει ανάληψη του συνολικού ποσού των 699.541 δραχμών.
Δέχεται εν μέρει την από 16/12/2008 (αρ. πρωτ.10689/18-12-2008) αίτηση - δήλωση της Χ2.
Αναιρεί την εν μέρει την 2.397/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, μόνο ως προς τη διάταξή της περί επιδικάσεως στις πολιτικώς ενάγουσες Ψ2, νομίμως εκπροσωπούμενη από την ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου της μητέρα της Ψ1 και Ψ3 χρηματικής ικανοποιήσεως εκ σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ στην καθεμία, λόγω ηθικής βλάβης, που φέρονται ότι υπέστησαν από το τελεσθέν από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ2 αδίκημα της ψευδούς βεβαιώσεως.
Διατάσει την απάλειψη της διατάξεως αυτής.
Επεκτείνει το πιο πάνω αναιρετικό αποτέλεσμα της αναιρέσεως της Χ2 και στην καταδικασθείσα για ηθική αυτουργία στην τελεσθείσα από την ίδια πράξη ψευδούς βεβαιώσεως, καθώς και για απάτη, συγκατηγορουμένη της Χ1
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή