Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1880 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση, Αναβολής αίτημα, Νομίμου βάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση και ψευδής ανώμοτη κατάθεση. Έννοια όρων. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται για όλες τις αποφάσεις ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες. Απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις. Αιτιολογημένη. Λόγος αναιρέσεως η έλλειψη άνω αιτιολογίας και ως προς ενοχή. Έλλειψη νόμιμης βάσης αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1880/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 3201/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Τριμίντζιο.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 39/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το άρ, 216 παρ. 1 του Π Κ συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σε βαθμό πλημ/τος πλαστογραφίας, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικά μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλο, ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική του υπόσταση, και σκοποί του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άνω άρ. 216 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, που όταν γίνεται από τον ίδιο τον πλαστογράφο αποτελεί συντιμωρητή υστέρα πράξη, και θεωρείται απλή επιβαρυντική περίπτωση, απαιτείται αντικειμενικά μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με οποιοδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τον προορισμό του ή τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό, υποκειμενικά δε δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο, περαιτέρω δε και σκοπό5 του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο, ασχέτω5 αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 225 παρ.1 περ. α' του ΠΚ, ορίζεται ότι: Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. 'Ετσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για "κρείσονες αποδείξεις" κατά το άρθρο 352 παρ. 3 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης 3201/2007 κυρίας αποφάσεως του και θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται με την τελευταία (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠοινΔ), απέρριψε αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης κατ'άρθρο 352 παρ.3 ΚΠοινΔ για νέες αποδείξεις, υποβληθέν από το συνήγορό του και συγκεκριμένα "αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου να ολοκληρωθεί η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του ΑΑ και να κληθούν να καταθέσουν και οι άλλοι πραγματογνώμονες ΒΒ και ΓΓ". Το άνω Δικαστήριο, αφού επιφυλάχθηκε στην αρχή να απαντήσει, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Επειδή δεν συντρέχει λόγος αναβολής της συζήτησης της κρινόμενης απόφασης προκειμένου να κλητευθούν και να εξετασθούν στο ακροατήριο ο διορισθείς με την υπ' αριθμ. 18975|2005 απόφαση του Γ' Τριμελούς Πλημ. Θεσσαλονίκης πραγματογνώμων, ΒΒ καθώς και η ενεργήσασα για λογαριασμό του κατηγορουμένου γραφολογική γνωμάτευση ΓΓ, που είχε διορισθεί τεχνική σύμβουλος, γιατί μετά την ανάγνωση των εγγράφων γνωματεύσεων τους, δεν κρίνεται απαραίτητη και η προφορική εξέτασή τους από το παρόν δικαστήριο καθόσον όλα τα συμπέρασμά τους αναφέρονται σαφώς στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις, αλλά και επειδή δεν συντρέχει λόγος να χορηγηθεί αναβολή προκειμένου να συντάξει νέα έκθεση γραφολογικής διερευνήσεως και γνωμοδοτήσεως ο ΑΑ, δικαστικός Γραφολόγος,την συνδρομή του οποίου ζήτησε ο κατηγορούμενος, καθόσον ήδη υπάρχουν οι προαναφερόμενες γνωμοδοτήσεις και εκτός αυτού γιατί αν ο κατηγορούμενος επιθυμούσε να προσκομίσει και νέα επί πλέον γνωμοδότηση θα μπορούσε έγκαιρα να προβεί στις σχετικές ενέργειες ώστε να προσκομίσει αυτή την γνωμοδότηση και να μην αναμένει να διορίσει αυτόν λίγο πριν από τη συγκεκριμένη δίκη, πρέπει το αίτημα για αναβολή της υπόθεσης για τους συγκεκριμένους λόγους, που υποβλήθηκε από τον πληρεξούσιο του κατηγορουμένου, να απορριφθεί". Στη συνέχεια το Δικαστήριο, αφού απέρριψε το παραπάνω αίτημα αναβολής, προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασής του. Η προαναφερόμενη αιτιολογία είναι η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρονται σ'αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις σκέψεις, με βάση τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική περί της αιτήσεως αναβολής κρίση του. Κατά συνέπεια, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με το τρίτο σκέλος του αυτού λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και ο ΚΠΔ και έτσι πρέπει να αναιρεθεί εξ ολοκλήρου κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ και ως προς την περί ενοχής διάταξή της. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3201/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Ο κατηγορούμενος κάτοικος ... διατηρούσε κοινωνικές σχέσεις με την εγκαλούσα. Στα πλαίσια της αμοιβαίας εκτίμησης και εμπιστοσύνης που είχαν εκείνη του δάνεισε σταδιακά κατά το χρονικό διάστημα από 20-7-94 μέχρι και 1-6-95 συνολικά ποσό ανερχόμενο σε 3900000 δρχ. Επίσης κατέβαλε για λογαριασμό του σε τρίτους ποσό ανερχόμενο σε 451.562 δρχ, Έναντι αυτού του οφειλόμενου ποσού ο κατηγορούμενος της κατέβαλε ποσό 421.562 δρχ και απέμεινε υπόλοιπο ανερχόμενο σε 3930000 δρχ. Επειδή όμως δεν της κατέβαλε το ποσό αυτό παρά τις υπενθυμίσεις εκείνης για την εν λόγω υποχρέωσή του, στις οποίες προέβαινε με όσο το δυνατόν ευγενέστερο τρόπο, η εγκαλούσα άσκησε εναντίον του αγωγή με αίτημα την καταβολή του ποσού. Ο κατηγορούμενος στα πλαίσια της εκδικαζόμενης εν λόγω αγωγής στη ... την 21-12-01 προέβη σε κατάρτιση πέντε αποδείξεων με αρ. 29/20-6-94, 82/7-3-95, 80/10-2-95, 84/10-5-95 και 83/2-4-95 ποσών 900.000, 700.000, 500.000, 1.100.000, 700.000 δρχ επί των οποίων ανεγράφετο ότι η εγκαλούσα είχε λάβει κατά τις ως ανωτέρω ημεροχρονολογίες τα προαναφερθέντα ποσά ως δάνειο, στο τέλος δε των αποδείξεων έθεσε την υπογραφή της, καθώς και μία σφραγίδα με τα στοιχεία "Ψ, Διακοσμήτρια, ..., ...". Περαιτέρω έχοντας εις χείρας του δύο προσωπικές προς αυτόν ιδιόγραφες επιστολές της εγκαλούσας προέβη στη νόθευσή τους, θέτοντας σ' αυτές τις χρονολογίες 17-5-94 και 10-4-94. Στις ανωτέρω πράξεις του ο κατηγορούμενος προέβη με σκοπό να εμφανίσει ότι ο ίδιος είχε προβεί σε δανειοδότηση της εγκαλούσας με τα προπεριγραφέντα χρηματικά ποσά και ότι ο ίδιος είχε την ιδιότητα του δανειστού και όχι του οφειλέτου της. Με την δε προσθήκη των ημερομηνιών στις ιδιωτικές επιστολές της επεχείρησε να αποσυνδέσει τις επιστολές αυτές και το περιεχόμενο παραπόνων που δι' αυτών εξέφραζε η εγκαλούσα προς το πρόσωπό του για την μη επιστροφή των δανεισθέντων σ' αυτόν χρημάτων, από το κρίσιμο χρονικό σημείο της προς αυτόν και εκ μέρους της δανειοδότησής του. Τα ως άνω δε έγγραφα ακολούθως χρησιμοποίησε καταθέτοντάς τα ενώπιον του Μον/λούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης δια των προτάσεων του. Επίσης την 8-1-02 εξεταζόμενος ως διάδικος χωρίς όρκο ενώπιον αρχής αρμοδίως να ενεργεί τέτοια εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα Ειδικότερα εξεταζόμενος ανωμοτί ενώπιον του Μον/λούς Πρωτοδικείου κατά την εκδίκασή της σε βάρος κατά τα προπεριγραφέντα αγωγής της νυν εγκαλούσης, μεταξύ άλλων θέλοντας να αποδείξει ότι δεν όφειλε τίποτε σ'αυτήν κατέθεσε και τα εξής:" Όλα τα χρήματα της τα έδινα εγώ όταν κατέβαινα εδώ ή τα έστελνα και έχω και τα παραστατικά. Η ενάγουσα είχε οικονομικό πρόβλημα και της έδινα εγώ μετρητά και αυτή μου τα επέστρεφε και έχω και τις αντίστοιχες αποδείξεις." Τα ως ανωτέρω όμως κατατεθέντα εκ μέρους του κατηγορουμένου ήταν εν γνώσει του ψευδή. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αδικημάτων της πλαστογραφίας με χρήση εξακολούθηση και ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης". Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων για τις άνω πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης κηρύχθηκε ένοχος και ειδικότερα του ότι "στη ... την 21-12-01 και την 8-1-02 τέλεσε τις παρακάτω ποινικώς κολάσιμες πράξεις. Συγκεκριμένα 1] την 21-12-01 με περισσότερες πράξεις οι οποίες αποτελούν εξακολουθητική τέλεση του αυτού εγκλήματος κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ακολούθως δε έκανε χρήση των εγγράφων αυτών. Ειδικότερα στα πλαίσια εκδικαζομένης μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας [Ψ] αστικής διαφοράς, η οποία προέκυψε κατόπιν ασκηθείσας σε βάρος του και ενώπιον του Μον/λούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης αγωγής εκ μέρους της νυν εγκαλούσης δια της οποίας του εζητείτο η προς αυτή επιστροφή χρηματικού ποσού ύψους 3.930.000 δρχ το οποίο του είχε καταβληθεί από την εγκαλούσα τμηματικώς ως δάνειο, ο κατηγορούμενος προέβη σε κατάρτιση πέντε αποδείξεων με αρ. 29/20-6-94, 82/7-3-95, 80/10-2-95, 84/10-5-95 και 83/2-4-95 ποσών 900.000, 700.000, 500.000,1.100.000, 700.000 δρχ επί των οποίων ανεγράφετο ότι η εγκαλούσα είχε λάβει κατά τις ως ανωτέρω ημεροχρονολογίες τα προαναφερθέντα ποσά ως δάνειο, στο τέλος δε των αποδείξεων ο κατηγορούμενος έθεσε την υπογραφή της εγκαλούσης, καθώς και μία σφραγίδα με τα στοιχεία "Ψ, Διακοσμήτρια, ..., ...". Περαιτέρω ο κατηγορούμενος έχοντας εις χείρας του δύο προσωπικές προς αυτόν ιδιόγραφες επιστολές της εγκαλούσας προέβη στη νόθευσή τους, θέτοντας σ' αυτές τις χρονολογίες 17-5-94 και 10-4-94. Στις ανωτέρω πράξεις του ο κατηγορούμενος προέβη με σκοπό να εμφανίσει ότι ο ίδιος είχε προβεί σε δανειοδότηση της εγκαλούσας με τα προπερίγραφέντα χρηματικά ποσά και ότι ο ίδιος είχε την ιδιότητα του δανειστού και όχι του οφειλέτου της εγκαλούσας. Με την δε προσθήκη των ημερομηνιών στις ιδιωτικές επιστολές της εγκαλούσας επεχείρησε να αποσυνδέσει τις επιστολές αυτές και το περιεχόμενο παραπόνων που δι' αυτών εξέφραζε η εγκαλούσα προς το πρόσωπό του για την μη επιστροφή των δανεισθέντων σ'αυτόν χρημάτων, από το κρίσιμο χρονικό σημείο της προς αυτόν και εκ μέρους της εγκαλούσης δανειοδότησης. Τα ως άνω δε έγγραφα ακολούθως χρησιμοποίησε καταθέτοντας τα ενώπιον του Μον/λούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης δια των προτάσεών του. 2] Την 8-102 εξεταζόμενος ως διάδικος χωρίς όρκο ενώπιον αρχής αρμοδίως να ενεργεί τέτοια εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα Ειδικότερα εξεταζόμενος ανωμοτί ενώπιον του Μον/λούς Πρωτοδικείου κατά την εκδίκαση της σε βάρος κατά τα προπεριγραφέντα αγωγής της νυν εγκαλούσης, μεταξύ άλλων θέλοντας να αποδείξει ότι δεν όφειλε τίποτε σ'αυτήν κατέθεσε και τα εξής: "Όλα τα χρήματα της τα έδινα εγώ όταν κατέβαινα εδώ ή τα έστελνα και έχω και τα παραστατικά. Η ενάγουσα είχε οικονομικό πρόβλημα και της έδινα εγώ μετρητά και αυτή μου τα επέστρεφε και έχω και τις αντίστοιχες αποδείξεις". Τα ως ανωτέρω όμως κατατεθέντα εκ μέρους του κατηγορουμένου ήταν εν γνώσει του ψευδή. Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας επέβαλε στον κατηγορούμενο συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ. 1α, 98, 216 παρ, 1α και 225 παρ. 1 ΠΚ τις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ΔΔ και ΕΕ, καθώς και την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, Ψ. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: Με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν λήφθηκαν υπόψη οι από'10/4 και 10/5/94 χειρόγραφες επιστολές, με αριθμούς 3 και 4 στα αναγνωστέα έγγραφα, καθώς επίσης το δικάσαν Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο νοθεύσεως των άνω επιστολών εντελώς αναιτιολόγητα χωρίς να αναφέρει στο σκεπτικό του πότε αυτός προέβη στη νόθευση, καθόσον, κατά τα άνω εκτιθέμενα, έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, ενώ αναφέρεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο χρόνος καταρτίσεως των πλαστών εγγράφων. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και ο αυτεπαγγέλτως κατ'άρθρο 511 του αυτού Κώδικα, εφόσον παρίσταται ο αναιρεσείων και παραδεκτά προβάλλει τον άνω λόγω, εξεταζόμενος λόγος κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1), καθώς, και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (ΚΠολΔ 176).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6 Δεκεμβρίου 2007 (υπ'αριθμ. πρωτ. 67/6-12-2007) αίτησή του Χ για αναίρεση της με αριθμό 3.201/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας από πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή