Θέμα
Αποδοχές συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας.
Περίληψη:
Αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις. Δεν θεωρούνται επιχειρήσεις επιχορηγούμενες από το Κράτος. Οι αποζημιώσεις, που δικαιούνται οι εργαζόμενοι σ' αυτές, κατά την απόλυση ή την αποχώρησή τους λόγω συνταξιοδότησης, δεν υπόκεινται στον ποσοτικό περιορισμό του άρθρου 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967. Αναιρεί.
Αριθμός 2114/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 8η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Α. Α. του Κ., ανηλίκου, όπως αντιπροσωπεύεται νομίμως από την ασκούσα τη γονική μέριμνα μητέρα του Μ. Π., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιορδάνη Προυσανίδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Αγροτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΝΩΝ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στα ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Χατζηχαρίση, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-12-2009 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αποβιώσαντος Κ. Α., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 43/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1965/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικώς ενάγοντος, με την από 30-11-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 "Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή ΝΠΔΔ ή Τράπεζαι ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρεία Υδάτων κλπ) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμεναι υπό του Κράτους, η υπό του ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνη εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου". Το εν λόγω όριο της αποζημιώσεως αυξήθηκε μεταγενεστέρως και, με το άρθρο 21 παρ.13 του ν. 3144/2003, προσδιορίσθηκε τελικώς στο ποσό των 15.000 ευρώ. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 618/1970 "Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του α.ν. 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια ισχύουν δια πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντας, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων κοινής ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ' οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ' αυτών συνδεομένους, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή εθίμου". Με τις διατάξεις αυτές και για λόγους γενικότερου συμφέροντος, ο νομοθέτης απέβλεψε στον περιορισμό των ως άνω αποζημιώσεων και στην εντεύθεν οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ως άνω Τραπεζών, Οργανισμών ή Επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, δεδομένου του ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν, τελικώς, όλους τους πολίτες είτε αμέσως, ως φορολογούμενους είτε εμμέσως, ως καταναλωτές των υπηρεσιών που παρέχονται από τέτοιες επιχειρήσεις (ΟλΑΠ 33, 34/1997). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές τείνουν σε προστασία όχι μόνο του εκάστοτε εργοδότη, αλλά όλων των πολιτών και αποτελούν, κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ.3 του ν. 1876/1990, "διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια". Γι' αυτό, υπερισχύουν των κανονιστικών όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ), οι οποίοι καθορίζουν με ευνοϊκότερο τρόπο το ύψος της ως άνω αποζημιώσεως για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων και οι οποίοι κατά τούτο τυγχάνουν ανίσχυροι (ΟλΑΠ 20/2006, ΑΠ 194/2008).
2.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35 και 36 του ν. 2810/2000 για τις "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις" (ΑΣΟ), προβλεπόταν (μέχρι την κατάργηση των εν λόγω διατάξεων με το άρθρο 20 του ν. 4015/2011), η χορήγηση φορολογικών απαλλαγών, ατελειών ή άλλου είδους κινήτρων, προς ενθάρρυνση της συνεταιριστικής, οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, ως τέτοια κίνητρα, ενδεικτικώς, αναφέρονταν η απαλλαγή των ΑΣΟ από το τέλος χαρτοσήμου κατά τη σύνταξη ή τροποποίηση των καταστατικών τους και κατά τη σύναψη με το Δημόσιο ή άλλα ΝΠΔΔ συμβάσεων για αγροτικά προϊόντα ή εφόδια και υπηρεσίες, οι διάφορες φοροαπαλλαγές κατά τη συγχώνευση των ΑΣΟ μεταξύ τους ή κατά τη μετεξέλιξή τους σε συνεταιριστικές εταιρίες, η φορολογική εξομοίωση των ΑΣΟ με το Δημόσια κατά την αγορά ακινήτων ή κινητών μέσων αγροτικής παραγωγής, η φοροαπαλλαγή κατά την είσπραξη των εισφορών των μελών τους, η ατέλεια κατά τις χορηγήσεις δανείων προς τα μέλη τους, η είσπραξη προμήθειας από ασφαλιστικές συμβάσεις που καταρτίζονται ή ανανεώνονται με τη μεσολάβησή τους, η δυνατότητα ένταξης των ΑΣΟ σε αναπτυξιακούς νόμους κλπ. Όλες αυτές οι διευκολύνσεις, όμως, δεν είχαν την έννοια της χρηματοδότησης από το δημόσιο προϋπολογισμό, όπως αυτή υπονοήθηκε ως προϋπόθεση για τον περιορισμό της αποζημίωσης του ν. 2112/1920. Η κρίση αυτή δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι από τις ως άνω διατάξεις του ν. 2810/2000 προβλεπόταν χρηματοδότηση της "Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών" (ΠΑΣΕΓΕΣ) εκ μέρους του "Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΕΛΓΑ), διότι η χρηματοδότηση αυτή είχε ως αποδέκτη μόνο την ΠΑΣΕΓΕΣ και όχι τις ΑΣΟ γενικώς. Και ακόμη, ετέρα χρηματοδότηση της ΠΑΣΕΓΕΣ από τον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Γεωργίας, με αναφορά στις ΑΣΟ, είχε ως αποκλειστικό σκοπό την αντιμετώπιση των δαπανών συνεταιριστικής εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης ή επιμόρφωσης των αιρετών στελεχών ή υπαλλήλων των ΑΣΟ και δεν αποτελούσε ενίσχυση του δικού τους προϋπολογισμού. Ως εκ τούτου επί των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων δεν έχουν εφαρμογή οι ως άνω διατάξεις του α.ν. 173/1967 και του ν.δ. 618/1970 ως προς την επιβολή ανωτάτου ορίου αποζημιώσεως για την περίπτωση της απόλυσης ή της αποχώρησης μισθωτών από την εργασία τους (ΑΠ 360/2007, άλλως οι ποινικές ΑΠ 265/2010 και 2021/2006 σε Συμβούλιο, ειδικά, όμως, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ).
3.
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.6 της από 25-7-2008 κλαδικής ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του εν γένει προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων, σε περίπτωση συνταξιοδοτήσεως μισθωτού λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας σε ποσοστό 50% και άνω, χορηγείται το σύνολο (το 100%) της αποζημιώσεως του ν. 2112/1920.
4.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος υπήρξε υπάλληλος στην υπηρεσία του αναιρεσίβλητου αγροτικού συνεταιρισμού, ότι την 15-6-2009 αποχώρησε από την υπηρεσία και συνταξιοδοτήθηκε, πρόωρα, διότι, όπως είχε πιστοποιηθεί αρμοδίως, είχε υποστεί αναπηρία σε ποσοστό 80% και ότι, ως εκ τούτου, ο αναιρεσίβλητος είχε υποχρέωση να του καταβάλει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του άρθρου 29 παρ.6 της από 25-7-2008 κλαδικής ΣΣΕ, το ύψος της οποίας, όμως, δεν μπορούσε να υπερβεί το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 και 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 618/1970. Κατόπιν αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση που δεν είχε εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις, επιδίκασε στον αναιρεσείοντα, που είχε υποκατασταθεί στη θέση του εν τω μεταξύ αποβιώσαντος αρχικού ενάγοντος (πατέρα του), το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν, διότι, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε, η αποζημίωση που έπρεπε να λάβει ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος δεν υπέκειτο στον περιορισμό των άρθρων 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 και 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 618/1970, αφού, αληθώς, οι Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις δεν συγκαταλέγονται στις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται από το Κράτος. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
5.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2)..
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 1965/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσουν στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ