Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2401 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση και απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες και για εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων των άρθρων 363 και 367 ΠΚ. Η διάταξη του άρθρου 367 § 1, κατά την οποία δεν αποτελούν άδικη πράξη, μεταξύ άλλων, οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη - προστασία δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, δε εφαρμόζεται όταν οι κρίσεις και οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ο φερόμενος ως ψευδής ισχυρισμός ότι η εγκαλούσα δεν συμμετείχε στις δαπάνες διαβίωσης της οικογένειας, που διατυπώθηκε σε αγωγή διαζυγίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνος με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, με την έννοια ότι μπορεί να εκληφθεί ότι υπονοεί ότι η εγκαλούσα δεν συνεισέφερε όλα όσα έπρεπε και ότι εκείνη είναι υποχρεωμένη να αποδείξει τι συνεισέφερε. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2401/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καραγκούνη, περί αναιρέσεως της 70/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 696/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και, αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 ΠΚ, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού (κατά την οποία δεν αποτελούν άδικη πράξη, μεταξύ άλλων και οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη - προστασία - δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντος), δεν εφαρμόζεται όταν οι κρίσεις και εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από το ως άνω άρθρο 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 70/2009 απόφασή του, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Συνταγματάρχη συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος της συζύγου του ..., η οποία συνίστατο σε όσα αυτός, εν γνώσει του, ψευδή ισχυρίσθηκε γι' αυτήν στο κείμενο αγωγής διαζυγίου που είχε ασκήσει εναντίον της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 4 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Αντισυνταγματάρχης (ΜΧ) και υπηρετούσε Γραφείο ΜΑΒΑ, στην ..., την 2-4-2003, άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή διαζυγίου σε βάρος της συζύγου του Ανθυπασπιστού (ΠΒ) ... στο κείμενο της οποίας περιέλαβε το ακόλουθο γεγονός, όπως αυτό κατεγράφη στο ανωτέρω κείμενο: "Από το 1996 η εναγομένη, αν και ελάμβανε ικανοποιητικό μισθό, δεν συμμετείχε στις δαπάνες διαβίωσης της οικογένειάς μας, ούτε ενημέρωνε για τα χρήματα που εισέπραττε και μου απέκρυπτε το φύλλο μισθοδοσίας". Ο ως άνω ισχυρισμός περιήλθε σε γνώση τρίτων προσώπων (δικαστών, δικαστικών υπαλλήλων και λοιπών παραγόντων της διαδικασίας) ήταν σε θέση να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εν διαστάσει συζύγου του ... Στην απολογητική του εξέταση, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι στην από 02-04-2003 αγωγή διαζυγίου του ανέφερε εξ ολοκλήρου αληθή γεγονότα και σε καμία περίπτωση δεν είχε πρόθεση να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσης πρώην συζύγου του. Ο σκοπός του ήταν να τονίσει το παράπονό του σχετικά με την μη απόδοση λογαριασμού των οικονομικών θεμάτων από τη πρώην σύζυγό του με παράλληλη επιβάρυνσή του στις οικογενειακές δαπάνες διαβίωσης, ως μια από τις κυριότερες αιτίες της ασυμφωνίας των χαρακτήρων τους, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, και της διαρκώς αυξανομένης έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ του ζευγαριού. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αμφισβητούνται τόσο από την ίδια την εγκαλούσα, ..., και από τον πατέρα αυτής, ... όσο και από την μία εκ των θυγατέρων τους, ..., η επ' ακροατηρίω κατάθεση της οποίας συνέτεινε στην πλήρη συμμετοχή της εγκαλούσης μητέρας της στις δαπάνες διαβίωσης και συντήρησης της οικογένειάς της, με την καταβολή από την πλευρά της, καθ' όλη τη διάρκεια του εγγάμου τους βίου, του μισθού της ως στελέχους του Ελληνικού Στρατού. Από τα στοιχεία της δικογραφίας είναι εμφανής η πρόθεση του κατηγορουμένου να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό για την πρώην σύζυγό του σαν μέσο δικαιολόγησης και υποστήριξης του αιτήματος της αγωγής του για διάλυση της έγγαμης συμβίωσής του, χωρίς όμως να υπολογίσει το κόστος που ο συγκεκριμένος μειωτικός χαρακτηρισμός θα είχε για την τιμή της εγκαλούσης και μητέρας των τριών παιδιών του. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί της υπερασπίσεως δεν κρίνονται πειστικοί παρά αποδεικτικά αναληθείς και για έτερο λόγο, ο οποίος συνίσταται στο ότι ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος κατέθεσε, γνώριζε το ύψος των αποδοχών της συζύγου του λόγω του κοινού τους επαγγέλματος (ως Στρατιωτικοί), καθόσον υπέβαλαν κοινή ετήσια δήλωση εισοδήματος στην οποία επισυναπτόταν κάθε φορά η σχετική βεβαίωση αποδοχών της υπηρεσίας της. Ως εκ τούτου καταρρίπτεται ο ισχυρισμός για την μη απόδοση λογαριασμού και την απόκρυψη από την εγκαλούσα του φύλλου μισθοδοσίας της και διαφαίνεται το ψευδές των γεγονότων που αυτός ισχυρίστηκε. Κατά συνέπεια, από το σύνολο των προεκτεθέντων στοιχειοθετείται, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη των μελών του Δικαστηρίου, το στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της συκοφαντικής δυσφημήσεως και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αυτοτελής ισχυρισμός της υπερασπίσεως για εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ και να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξεως".
Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362, 363 και 367 ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για το οποίο πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση το δυσφημιστικό για την εγκαλούσα γεγονός που περιλαμβάνεται στην από 2.4.2003 αγωγή διαζυγίου που άσκησε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι δηλαδή από το 1996 η εναγομένη, αν και λάμβανε ικανοποιητικό μισθό, δεν συμμετείχε στις δαπάνες διαβίωσης της οικογένειας ούτε ενημέρωνε για τα χρήματα που εισέπραττε και του απέκρυπτε το φύλλο μισθοδοσίας, ότι αυτό ήταν ψευδές και ότι το γεγονός αυτό μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Παρατίθενται, ακόμη, τόσο τα αληθή περιστατικά, ήτοι ότι η εγκαλούσα συμμετείχε πλήρως στις δαπάνες διαβίωσης και συντήρησης της οικογενείας της με την καταβολή, από την πλευρά της, καθ' όλη τη διάρκεια του εγγάμου βίου τους, του μισθού της, όσο και τα πραγματικά περιστατικά (υποβολή κοινής δήλωσης κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος περί της αναληθείας του ισχυρισμού του. Η αιτιολογία εκτείνεται και στην απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξεώς του λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, παρά το ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ δεν εφαρμόζεται όταν οι κρίσεις και εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, και, επομένως, ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν νόμιμος. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση επί πλέον στοιχείων, όπως ποια ήταν η συμμετοχή της εγκαλούσας στις οικογενειακές ανάγκες, αφού, άλλωστε, όπως αναφέρθηκε, το Δικαστήριο δέχεται ότι η εγκαλούσα συμμετείχε με ολόκληρο το μισθό της. Η δε παραδοχή, στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων δεν υπολόγισε το κόστος που ο συγκεκριμένος μειωτικός χαρακτηρισμός θα είχε για την τιμή της εγκαλούσας, δεν δημιουργεί καμιά αντίφαση, αλλά τέθηκε για να δικαιολογήσει πληρέστερα το δόλο του αναιρεσείοντος. Ούτε γεννά αντίφαση το ότι σε άλλο σημείο του σκεπτικού αναφέρεται ότι αυτό που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος ήταν χαρακτηρισμός, αφού, από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως και την αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, συνάγεται ότι τα ψευδώς ισχυριζόμενα χαρακτηρίζονται ως "γεγονότα". Ακόμη και ανεξαρτήτως του ότι, όπως αναφέρθηκε, η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ δεν εφαρμόζεται όταν οι δυσμενείς εκφράσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν, δηλαδή, είναι ψευδείς εν γνώσει του υπαιτίου, ο εν λόγω ισχυρισμός, έστω και αν διατυπώνεται στα πλαίσια αστικής δίκης (διαζυγίου), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνος με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, με την έννοια, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ότι μπορεί να εκληφθεί ως πρόσαψη άλλης πιθανώς απλούστερης πράξεως, ότι, δηλαδή, η εναγομένη σύζυγός του δεν συνεισφέρει όλα όσα πρέπει και ότι είναι υποχρεωμένη εκείνη να αποδείξει τι συνεισφέρει. Επομένως, οι μοναδικοί πρώτος και δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Δ' ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για εκ πλαγίου παράβαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 361, 362, 363 και 367 ΠΚ και για ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες και ειδικότερα, κατ` εκτίμηση των εμπεριεχομένων στο δικόγραφο της αιτήσεως, α) γιατί το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, κατά πλάγια παράβαση των παραπάνω διατάξεων, ότι η επίκληση της παραλείψεως της εγκαλούσας να συνεισφέρει στις οικογενειακές δαπάνες ήταν δυνατόν να θίξει την τιμή της, χωρίς να κρίνει αν ήταν πρόσφορη να τη θίξει, β) γιατί, σε κάποιο σημείο του σκεπτικού, δέχθηκε ότι αυτό που απέδωσε ο αναιρεσείων στην εγκαλούσα ήταν χαρακτηρισμός και όχι γεγονός, με αποτέλεσμα να γεννάται αντίφαση, γ) γιατί δεν αποφάνθηκε ότι ο αναιρεσείων ήταν πεπεισμένος, χωρίς να έχει αμφιβολίες, ότι τα όσα ανέφερε ήταν πρόσφορα, και όχι απλώς επικίνδυνο, να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, δ) ότι έπρεπε να αποφανθεί ότι ο αυτοτελής και σύμφωνος με τα διδάγματα της κοινής πείρας (ενόψει του ότι διατυπώθηκε στα πλαίσια δίκης διαζυγίου) ισχυρισμός του περί δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, υπό τις συνθήκες που προβλήθηκε, ενόψει της έντασης και αντιπαράθεσης, αποσκοπούσε και ήταν εύλογο να προβληθεί για να οδηγήσει στη διερεύνηση της συμμετοχής ή μη της συζύγου του στις οικογενειακές δαπάνες, ε) γιατί το δεύτερο σκέλος του γενομένου δεκτού ως συκοφαντικού ισχυρισμού, ότι, δηλαδή, η εγκαλούσα απέκρυπτε από τον αναιρεσείοντα τα φύλλα μισθοδοσίας της, δεν συγκροτεί γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της και στ) γιατί, ενώ δέχεται ότι αυτά που ανέφερε ο αναιρεσείων είναι ψευδή, δεν αποφαίνεται ποια είναι τα αληθή, ήτοι ποια ήταν η συμμετοχή της εγκαλούσας στις οικογενειακές δαπάνες και με ποιο ποσό, είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 21 Απριλίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 3348/2009) αίτηση του ... για αναίρεση της υπ` αριθ. 70/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή