Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση. Ισχυρισμός ότι παραλήφθηκαν με την προσβαλλομένη αυτοτελείς ισχυρισμοί. Επικουρικά ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος εξυβρίσεως. Επίσης, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, δεν εξέτασε τους μάρτυρες υπερασπίσεως που προτάθηκαν. Παράπονα για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1936/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσερτσίδη, περί αναιρέσεως της 3556/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 384/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3.556/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσ/νίκης δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ* είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 17-4-02 έως 10-7-02 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές. Ειδικότερα καλούσε τηλεφωνικά την εταιρία με την επωνυμία "MEGA INTERNATIONAL GREECE ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "..." η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών της τηλέφωνα με τον κωδικό "..." του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟΤΕ) (ήτοι την τηλεοπτική και ραδιοφωνική μετάδοση "ροζ" αγγελιών γνωριμίας) κι έδινε σε αυτήν -μεταξύ άλλων- και τον αριθμό τηλεφωνικής κλήσης "..." που ανήκε στην εγκαλούσα Ζ και ήταν απόρρητος, συνοδευόμενο με το μήνυμα "πάρτε με στο συγκεκριμένο τηλέφωνο και ό,τι θέλετε από μένα", ισχυριζόμενη έτσι ενώπιον των υπαλλήλων της ανωτέρω εταιρίας και αορίστου αριθμού ανθρώπων που έβλεπαν και άκουγαν το μήνυμα αυτό ότι η κάτοχος αυτού του τηλεφωνικού αριθμού υποσχόταν "τρυφερές ερωτικά στιγμές" σε όποιον την καλούσε τηλεφωνικά, ενώ γνώριζε ότι το ανωτέρω γεγονός -το οποίο περιήλθε σε γνώση των προαναφερομένων τρίτων- ήταν ψευδές και πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της.
Συνεπώς η κατηγορουμένη τέλεσε την άνω πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και γι' αυτό, αφού απορριφθεί ως αβάσιμος ο επικουρικός ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το αδίκημα φέρει το χαρακτήρα της εξύβρισης και ότι συνεπώς κατ' άρθρο 31 του Ν.3346/17-6-2005 έχει παραγραφεί το αδίκημα και πρέπει να παύσει υφόρον η ποινική δίωξη, πρέπει να κηρυχθεί η κατηγορουμένη ένοχος αυτής".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κήρυξε ένοχο της αξιόποινης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα, του ότι: "Στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 17-4-U2 έως 10-7-02 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές. Ειδικότερα καλούσε τηλεφωνικά την εταιρία με την επωνυμία "MEGA INTERNATIONAL GREECE ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "..." η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών της τηλέφωνα με τον κωδικό "..." του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟΤΕ) (ήτοι την τηλεοπτική και ραδιοφωνική μετάδοση "ροζ" αγγελιών γνωριμίας) κι έδινε σε αυτήν -μεταξύ άλλων- και τον αριθμό τηλεφωνικής κλήσης "..." που ανήκε στην εγκαλούσα Ζ και ήταν απόρρητος, συνοδευόμενο με το μήνυμα "πάρτε με στο συγκεκριμένο τηλέφωνο και ό,τι θέλετε από μένα", ισχυριζόμενη έτσι ενώπιον των υπαλλήλων της ανωτέρω εταιρίας και αορίστου αριθμού ανθρώπων ότι η κάτοχος αυτού του τηλεφωνικού αριθμού υποσχόταν "τρυφερές ερωτικά στιγμές" σε όποιον την καλούσε τηλεφωνικά, ενώ γνώριζε ότι το ανωτέρω γεγονός -το οποίο περιήλθε σε γνώση των προαναφερομένων τρίτων- ήταν ψευδές και πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της". Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο επέβαλε στην κατηγορουμένη ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μια τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, το οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 98και 363 σε συνδ. με 362 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 3.556/2007 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα - η κατ/νη εκπροσωπήθηκε-), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Ζ, ..., ... και ..., καθώς και αυτές των μαρτύρων υπερασπίσεως, ... και ..., οι οποίες, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά εξετάσθηκαν ενόρκως στο ίδιο ακροατήριο.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα με τον επικαλούμενο από αυτή στην αίτησή της, ως πρώτο λόγο αναιρέσεως, αποτελούν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, η παραστάσα ενώπιον του κατ' έφεση δικάσαντος Δικαστηρίου δια του εκπροσωπήσαντος αυτήν πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημητρίου Τσερτίδη, αναιρεσείουσα, ισχυρίστηκε, κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Επί της εκδικαζομένης κατά την σημερινή δικάσιμο υπόθεσής μου, ήτοι εφέσεώς μου κατά της υπ' αριθ. 16020/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης, μετά από μήνυση - έγκληση της Ζ εναντίον μου, για παράβαση των άρθρ. 362 και 363 Π.Κ. (συκοφαντική δυσφήμηση) αφού εξ αρχής αρνηθώ την κατηγορία, όλως επικουρικώς προβάλλω τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι δεν στοιχειοθετείται η σε βάρος μου κατηγορία, αφού δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος που κατηγορούμαι, καθ'ότι ούτε "γεγονός" υπάρχει ούτε η μηνύτρια κατονομάζεται. Κατά συνέπεια, το μόνο, ίσως αδίκημα το οποίο τυχόν διεπράχθη είναι αυτό της εξυβρίσεως, του άρθρου 361 Π.Κ., και θα πρέπει ως εκ τούτου να μεταβληθεί η κατηγορία, κατ'επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου, απ'αυτή τη συκοφαντική δυσφήμιση σε αυτή της εξύβρισης". Όπως προκύπτει από τις εκτιθέμενες στην αρχή διατάξεις, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού,
πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό τής κατηγορίας. Όμως, ο άνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης, ανεξάρτητα αν είναι αυτοτελής ή όχι, οπότε σε αποφατική περίπτωση, ως αρνητικός της κατηγορίας το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα αιτιολογημένα, άγει σε επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και ερευνάται από το Δικαστήριο, επικουρικά μόνο σε περίπτωση απαλλαγής του κατηγορουμένου από την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας αιτιολογημένα δέχθηκε ότι η πράξη της κατηγορουμένης να ισχυρισθεί και να διαδώσει ενώπιον τρίτων, με δόλο, γεγονότα για την παθούσα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτής, τα οποία ήταν ψευδή, στοιχειοθετούν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, για το οποίο αυτή καταδικάστηκε. Έτσι, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει αν διαπράχθηκε εξύβριση σε βάρος της παθούσας. Κατόπιν αυτών, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη για παράβαση της διατάξεως του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Τέλος, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο της αιτήσεώς της, ισχυρίζεται, κατά λέξη, ότι: "η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να αναιρεσιβληθεί και για το λόγο ότι επ' ακροατηρίου γνωστοποίησα τρεις μάρτυρες υπεράσπισης, ήτοι τις: ..., ... και ..., πλην όμως, χωρίς καμία αιτιολογία, το Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο), όπως προκύπτει και από την ίδια την προσβαλλόμενη, άνευ συγκεκριμένου λόγου, δέχθηκε προς εξέταση μόνο τις δύο πρώτες, αποκλείοντας αναιτιολόγητα την τρίτη εξ αυτών (...). Κατά συνέπεια, για το λόγο αυτό, η υπ' αριθμόν 3556/07 απόφαση του Τριμ. Εφετείου Θεσ/νίκης πρέπει να αναιρεσιβληθεί". Όμως, από τα πρακτικά της άνω αποφάσεως, τα οποία για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, παραδεκτά επισκοπούνται από το Δικαστήριο αυτό, προκύπτει ότι στο ακροατήριό του εξετάσθηκαν οι προταθέντες από τον εκπροσωπήσαντα αυτή συνήγορό της οι προαναφερόμενοι δύο (2) μάρτυρες υπερασπίσεως και, δεν προκύπτει, ότι η αναιρεσείουσα δια του συνηγόρου της προέτεινε προς εξέταση περισσότερους μάρτυρες υπερασπίσεως από τις άνω εξετασθείσες. Επομένως, και ο λόγος αυτός της αιτήσεώς της, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7 Φεβρουαρίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. 11/2008) αίτηση της Χ, για αναίρεση της με αριθμό 3.556/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ