Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1498 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση από εντολοδόχο ιερομόναχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας της Ι.Μ. Πάτμου, ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Η προσβολή των πρακτικών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για πλαστότητα και ο συναφής δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και 6 ΕΣΔΑ, με το να περιληφθεί στα πρακτικά και να συνεκτιμηθεί κατάθεση μάρτυρος κατηγορίας που δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο, δίχως όμως, όπως είχε υποχρέωση, ο αναιρεσείων να προσδιορίζει τον πλαστογράφο και να επικαλείται ταυτόχρονα και τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη της πλαστότητας αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.




Αριθμός 1498/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. κατά κόσμο Ε. Μ. του Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γαλάνη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 105/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγουσα την "Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Ευαγγελιστού Πάτμου", νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 25 Σεπτεμβρίου 2013 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 550/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του ν. 2721/1999, ορίζεται "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους...". Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 375, πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 η υπεξαίρεση προσελάμβανε κακουργηματικό χαρακτήρα, αφού οριζόταν ότι "αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", ενώ κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, ορίστηκε ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντα ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση".
Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 375, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του ν. 1721/1999 "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.".
Μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 με την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 2408/1996 απαλείφεται η γενική ρήτρα της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και η ενδεικτική απαρίθμηση γίνεται αποκλειστική ενώ προστίθεται ως δεύτερη προϋπόθεση η ιδιαιτέρως μεγάλη αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης. Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη και εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2408/1996 και επομένως, για τις μη περιλαμβανόμενες στην ενδεικτική απαρίθμηση της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ πράξεις, για να διατηρηθεί ο κακουργηματικός χαρακτήρας τους θα πρέπει το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και να το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο με μια από τις ιδιότητες που αναφέρονται περιοριστικά στη νέα διάταξη και η πράξη να ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Επομένως αν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαίρεσης θεμελιώνεται στην ιδιότητα του υπαιτίου ως εντολοδόχου, που δεν ήταν μεταξύ των ενδεικτικά αναφερομένων στην προηγούμενη ρύθμιση, για να διατηρηθεί ο χαρακτήρας αυτός θα πρέπει να συντρέχει και το στοιχείο της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από τον υπαίτιο, σε αντίθεση με τη νέα ρύθμιση του νόμου 2408/1996 που αρκείται μόνο στην ιδιότητα του εντολοδόχου. Το στοιχείο αυτό δεν απαιτείται για το διαχειριστή ξένης περιουσίας αφού υπήρχε από το νόμο και επομένως για να διατηρηθεί ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης στην περίπτωση που τελέσθηκε πριν από τη δημοσίευση του ν. 2408/1996, από διαχειριστή ξένης περιουσίας, αρκεί μόνο ότι το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Σημειώνεται ότι διαχείριση ξένης περιουσίας υπάρχει όταν ο διαχειριστής ενεργεί διαχείριση δηλαδή όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση χωρίς και να αποκλείεται να προέρχεται αυτή ως αποτέλεσμα δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης. Υπό την έννοια αυτή αν η πράξη φέρεται ότι τελέσθηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από τη συμπλήρωσή του με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999 και εφαρμόζεται ως επιεικέστερη διάταξη σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε πριν από τη δημοσίευση του ν. 2408/1996, πέραν του ότι απαιτείται ο προσδιορισμός κατά χρόνο, ποσό και περιστατικά όλων των μερικότερων πράξεων που συνιστά το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, ισχύουν αναλόγως ως προς αυτές όσα εκτίθενται πιο πάνω και επομένως για τη διατήρηση του κακουργηματικού χαρακτήρα των επί μέρους πράξεων υπεξαίρεσης θα πρέπει σε κάθε περίπτωση το αντικείμενο κάθε μιάς από αυτές να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας.
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται αντικειμενικά μεν με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικά δε με τη γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστ. Κωδ. και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγραφος 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής, αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος, αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999). Στην περίπτωση όμως που όλες ή οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο καθεμιάς μερικότερης πράξης, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98, η οποία προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και στα εγκλήματα κακουργηματικής υπεξαίρεσης που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερη από τις προηγούμενες ρυθμίσεις, εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σε αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό που υπεξαιρέθηκε, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 719, 721, 914 και 375 ΠΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του. Γι' αυτό, σε περίπτωση μη αποδόσεως στον εντολέα και παράνομης ιδιοποιήσεως όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το έγκλημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 του ΠΚ. Αν δε ο εντολοδόχος σε εκτέλεση της εντολής απέκτησε κινητό πράγμα σύμφωνα με τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα, μόνο σ' αυτή την περίπτωση γίνεται κύριος αυτού και έχει απλώς ενοχική υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον εντολέα, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 1034 ΑΚ. Αν, όμως, αυτός (εντολοδόχος) απέκτησε το κινητό πράγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της άμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα, τότε δεν γίνεται κύριος αυτού, μη αποδίδων δε τούτο στον εντολέα, διαπράττει υπεξαίρεση.(ΑΠ -Πολ. 1025/2009, 1894/2008, ΑΠ-Ποιν. 574, 991/2010). Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου νομίμου και ορισμένου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, δηλαδή, δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, ή είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό, στους δε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς απαντά εμμέσως με το αιτιολογικό περί ενοχής. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 105/2011 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου, την ανάγνωση όλων των εγγράφων, όπως αναλυτικά περιγράφονται στα πρακτικά της παρούσας, την υπ' αρ. 233/2-8-2005 πραγματογνωμοσύνη από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχτηκαν τα εξής: "Η Ιερά| Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστή" σύμφωνα με το άρθρο 1 του Καταστατικού Οργανισμού της. όπως αυτός ίσχυε από του έτους 1970 έως τον Ιανουάριο του έτους 2000, αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως άλλωστε αποφάνθηκε και με την αριθμό 142/1979 γνωμοδότηση του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Η Ιερά Μονή, ως εκ της φύσεως αυτής ως θρησκευτικού ιδρύματος, που εντάσσεται στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, ασκώντας κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, που αποτελεί και έναν από τους σκοπούς αυτής, όπως αναφέρεται στον παραπάνω Οργανισμό της, και προς ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων κατοίκων της Πάτμου και των περί αυτήν νήσων και νησίδων, για να μην εγκαταλείψουν αυτές, με συνέπεια την ερήμωση τους, συνήθιζε από παλαιότατων ετών (ήδη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας), να παραχωρεί σε ακτήμονες και ενδεείς πολίτες των παραπάνω νήσων οικοπεδικές εκτάσεις, παραχωρήσεις οι οποίες γίνονταν ατύπως, τουλάχιστον μέχρι το έτος 1830, οπότε άρχισαν να συντάσσονται και συμβολαιογραφικές πράξεις για αυτές από τους εκάστοτε Αρχιερατικούς Επιτρόπους, Ιερείς και Δημάρχους, οι οποίοι εκτελούσαν κατά καιρούς καθήκοντα συμβολαιογράφου και καλύπτουν την χρονική περίοδο, μέχρι την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, δηλαδή μέχρι το έτος 1947, οπότε με την εφαρμογή και στα Δωδεκάνησα, με τον Α.Ν.510/1947, της ισχύουσας στην Ελλάδα Δικαστικής Νομοθεσίας, η σύνταξη και η φύλαξη των συμβολαίων περιήλθε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των συμβολαιογράφων και των συμβολαιογραφούντων Ειρηνοδικών. Οι παραχωρήσεις αυτές από τη Μονή εκτάσεων στη νήσο Πάτμο και τις γύρωθεν αυτής νήσους γίνονταν είτε με δωρεά, είτε με πώληση με μικρό τίμημα και με μεγάλες ευκολίες πληρωμής, χωρίς προκαθορισμένο απώτατο χρονικό σημείο εξόφλησης του τιμήματος, είτε εφάπαξ, είτε σε δόσεις, σε διάστημα που κάποιες φορές να ξεπερνούσε ακόμη και την εικοσαετία. Με το πέρασμα όμως των χρόνων οι πωλήσεις ακινήτων της Μονής πολλαπλασιάστηκαν, με συνέπεια να αλλοιωθεί ο σκοπός που τις επέβαλε, καθώς διευρύνθηκε ο κύκλος των υποψηφίων αγοραστών και σε πρόσωπα στα οποία καμία κοινωνική ανάγκη ή λόγος φιλανθρωπίας δεν συνέτρεχε, αφού συχνά επρόκειτο για εύπορα και ευκατάστατα άτομα που δεν κατοικούσαν καν στο νησί της Πάτμου ή τα γύρωθεν αυτής νησιά. Έτσι, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στην εποπτεία του οποίου υπάγεται η Ιερά Μονή, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι πωλήσεις των ακινήτων της Μονής, έθεσε ως προϋπόθεση για την οποιονδήποτε λόγο εκποίηση μοναστηριακών ή ενοριακών ακινήτων, είτε εντός είτε εκτός της Εξαρχίας, τη συναίνεση του Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά και την προηγούμενη ειδοποίηση και ενημέρωσή του. Παρά ταύτα, οι πωλήσεις ακινήτων της Μονής συνεχίσθηκαν με ανεξέλεγκτο ρυθμό, σε ευτελείς συχνά τιμές, είτε διότι σε πολλές περιπτώσεις είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που είχε ληφθεί η απόφαση της Αδελφότητας, (αποκλειστικά αρμόδιας σύμφωνα με τον Οργανισμό για την εκποίηση ακινήτων της Μονής), μέχρι την σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, είτε, όπως είχε αρχίσει να συμβαίνει κυρίως από το έτος 1986 και εντεύθεν, λόγω φιλικών ή συγγενικών δεσμών των ενδιαφερομένων αγοραστών κυρίως με μοναχούς που μετείχαν στη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας της Μονής. Οι εκποιήσεις των ακινήτων της Μονής, παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις του Πατριαρχείου για τον περιορισμό τους, έλαβαν τέτοια έκταση ώστε στην κοινωνία της Πάτμου γινόταν πλέον λόγος για απογύμνωση της Μονής από την ακίνητη περιουσία της. Εκτός όμως από το φαινόμενο του ανεξέλεγκτου ρυθμού των πωλήσεων ακινήτων της Μονής που είχαν λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να δημιουργήσει έντονο προβληματισμό στην κοινωνία της Πάτμου αλλά και στους εκάστοτε εκπροσώπους των Δημοτικών της Αρχών, η πρακτική που εφαρμόστηκε επί σειρά ετών και ιδίως κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1986 έως 1997, παρεξέκλινε των κανόνων του Οργανισμού της Μονής και της τυπικής διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθείται, στην οποία βέβαια περιλαμβάνεται πρωτίστως η προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για κάθε πώληση. Σύμφωνα με τη τυπική αυτή διαδικασία, απαιτείτο: α) υποβολή από τον υποψήφιο αγοραστή έγγραφης αίτησης προς τον Ηγούμενο, β) εισήγηση αυτού στην Αδελφότητα για την πώληση ή μη του συγκεκριμένου ακινήτου ανάλογα με τις ανάγκες του συγκεκριμένου υποψηφίου αγοραστή και γ) έκδοση της απόφασης της Αδελφότητας με πρόταση του Ηγουμένου όπου ορίζεται και η τιμή ανάλογα με την περιοχή. Στη συνέχεια ειδοποίηση του αγοραστή και οριοθέτηση του ακινήτου από την οριζόμενη από την Αδελφότητα Επιτροπή, συγκροτούμενη εκ τριών μοναχών που επισκέπτονται το ακίνητο, το επιδεικνύουν στον αγοραστή με την παρουσία μηχανικού, που εκπονεί το σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα και, ακολούθως υποχρέωση του αγοραστή να προβεί στην αποπληρωμή του τιμήματος, το οποίο μπορεί να καταβάλει είτε εφ' άπαξ είτε σε δόσεις. Για κάθε δε καταβολή (είτε ολόκληρου του τιμήματος είτε δόσης), ο ταμίας έχει υποχρέωση έκδοσης σχετικής απόδειξης από το διπλότυπο αποδείξεων της Μονής, καταχωρώντας στη συνέχεια την αντίστοιχη καταβολή με βάση τα στελέχη από το διπλότυπο αποδείξεων στο Καθημερινό Βιβλίο Ταμείου που τηρείται από αυτόν και στο οποίο καταχωρούνται όλες οι δαπάνες και τα έσοδα της κάθε ημέρας. Όλες οι καταχωρήσεις εσόδων και δαπανών μεταφέρονται από το Καθημερινό Βιβλίο Ταμείου στο Καθολικό Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής, που συντάσσεται σύμφωνα με τις εγγραφές που έχουν λάβει χώρα στο πρώτο. Εξάλλου, οι καταβολές που αφορούν την είσπραξη τιμήματος από την πώληση ακινήτων της Μονής πρέπει να γίνονται αποκλειστικά στον ταμία της, σε μετρητά ή με την έκδοση τραπεζικών επιταγών, ή σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό τηρούμενο στο όνομα του εκάστοτε Ηγουμένου και ταμία, καθώς η τήρηση τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα της Μονής δεν αποφέρει τοκοφορία. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος, που έπρεπε να ακολουθείται για την είσπραξη των ποσών, που καταβάλλονταν για την αποπληρωμή των τιμημάτων από τις πωλήσεις ακινήτων της Μονής με την έκδοση σχετικής απόδειξης στο όνομα του πληρώσαντος από το διπλότυπο αποδείξεών της και περαιτέρω καταχώρησης, (από το στέλεχος) της αντίστοιχης εισπράξεως στο Καθημερινός Βιβλίο Ταμείου στη συνέχεια δε μεταφορά της στο Καθολικό Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων που συντασσόταν με βάση τις εγγραφές που είχαν λάβει χώρα στο πρώτο. Τυπικά δε, έπρεπε να αποπληρωθεί το τίμημα και μετά την εξόφλησή του, την οποία διαπίστωνε ο ταμίας, ενημερώνοντας σχετικά τον Ηγούμενο, να εκδοθεί η πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου με την οποία, (πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου) να εξουσιοδοτείται ο Ηγούμενος για την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίας. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση πριν την υπογραφή του συμβολαίου ήταν η σύνταξη της πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου στην οποία, εκτός από την χορήγηση εξουσιοδότησης στον Ηγούμενο για την υπογραφή του συμβολαίου, επισημαινόταν και η ολοσχερής εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος. Στην πράξη αυτή ήταν τυπικά αναγκαίο να αναφέρεται η αντίστοιχη απόφαση της Αδελφότητας, δεδομένου ότι έπρεπε να διαπιστώνεται η σύμπτωση της ταυτότητας του αναφερομένου στην πράξη ακινήτου με εκείνο που περιγραφόταν στην απόφαση της Αδελφότητας.
Περαιτέρω από τα παραπάνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε Α) ότι ο ήδη αποβιώσας Ι., κατά κόσμον Κ. Κ., διετέλεσε στην Ιερά Μονή, κατά το από 10-4-1986 έως 14-8-1997 διάστημα, Ηγούμενος και Πατριαρχικός Έξαρχος Πάτμου και από την 7-1-1990 Επίσκοπος Τράλλεων. Από 16-8-1997 έως 23-1-2000 Ηγούμενος διετέλεσε ο Αρχιμανδρίτης Α. Κ. και από 24-1-2000 ο Αρχιμανδρίτης Α. Ν.. Ο εκκαλών-κατηγορούμενος Γ., κατά κόσμον Ε. Μ., ιερομόναχος, διετέλεσε, καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 1990 έως και το έτος 1998, με απόφαση της Αδελφότητας, ο αρμόδιος για την οριοθέτηση ακινήτων της Μονής, ενώ ο Κ. κατά κόσμον Ε. Π. διετέλεσε στην Ιερά Μονή από 1-12-1993 μέχρι 31-1-2000 ταμίας. Καθήκοντα ταμία από το Μάιο 1987 μέχρι 30-11-1993 ασκούσε ο προηγούμενος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Π. Ν.. Πρέπει να σημειωθεί ότι, από τότε που ανέλαβε Ταμίας ο Κ. κατά κόσμον Ε. Π., επειδή εστερείτο παντελώς ταμειακών γνώσεων, ουσιαστικά καθήκοντα ταμία, κατά το παραπάνω διάστημα της θητείας του, ασκούσε ο εργαζόμενος στην Ιερά Μονή από το 1980 λαϊκός Δ. Γ., ο οποίος είχε προσληφθεί στην Ιερά Μονή μετά τη συνταξιοδότησή του από το Δήμο Πάτμου. Β) Κατά τη διάρκεια της θητείας των παραπάνω η πρακτική εκποίηση των ακινήτων της Μονής παρεξέκλινε εντελώς από την ως άνω εκτεθείσα οριζόμενη στον καταστατικό Οργανισμό της Μονής διαδικασία. Συγκεκριμένα, οι αποκλίσεις και οι παραβάσεις του Καταστατικού Οργανισμού της και κάθε τυπικής διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθείται, συνοψίζονται στις παρακάτω διαπιστώσεις: 1) Παράλειψη προηγούμενης ενημέρωσης και συναίνεσης του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για κάθε πώληση. 2) Σε κάποιες περιπτώσεις δεν οριζόταν με την απόφαση :ης Αδελφότητας, που ήταν το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο της Μονής για την εκποίηση των ακινήτων της, ούτε το τίμημα του ακινήτου, αλλά ούτε και το προς πώληση ακίνητο, ο καθορισμός των οποίων γινόταν για πρώτη φορά με την πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου, ενώ πολλές φορές η πώληση γινόταν απευθείας με την έκδοση πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου, χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση απόφασης της. 3) Πράξεις του Ηγουμενοσυμβουλίου, συντάσσονταν και καταχωρούνταν στο Γενικό Βιβλίο Πράξεων του οργάνου αυτού, χωρίς προηγούμενη σύγκληση και συνεδρία του, καθώς ο θεσμός και η λειτουργία του είχε ατονήσει τα τελευταία 30 χρόνια, επειδή με όλα τα τρέχοντα ζητήματα ασχολείτο η Αδελφότητα, της οποίας ο αριθμός των μελών δεν διέφερε κατά πολύ από αυτόν του Ηγουμενοσυμβουλίου, συγκροτούμενη από 3 ή 5 περισσότερα πρόσωπα από αυτά που μετείχαν και στο Ηγουμενοσυμβούλιο. Τα εκάστοτε μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου, δεν συνέρχονταν σε συνεδρίαση, αλλά περιορίζονταν μόνο στο να υπογράφουν τις πράξεις που καταχωρούνταν στο προαναφερόμενο Βιβλίο Πράξεων του οργάνου αυτού, ενώ στα δακτυλογραφημένα αντίγραφα (αποσπάσματα) των παραπάνω πράξεων προσκομίζονταν στο συμβολαιογράφο για τη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου δεν υπέγραφαν καθόλου, αλλά τούτα υπογράφονταν μόνο από τον Ηγούμενο. 4) Τη λειτουργία και το θεσμό της Επιτροπής Διαχειρίσεως-Οριοθετήσεως, που, κατά το τυπικό της Μονής, ήταν η μόνη αρμόδια για την οριοθέτηση των ακινήτων της Μονής που επρόκειτο να εκποιηθούν, είχε υποκαταστήσει τα τελευταία περίπου 10 χρόνια ο κατηγορούμενος Ηγουμενοσύμβουλος Γ., κατά κόσμον Ε. Μ., στον οποίο όμως ουσιαστικά, εκτός από το έργο της οριοθέτησης των ακινήτων, είχε ανατεθεί όλη η διαδικασία της πωλήσεως ακινήτων της Μονής. Ο ως άνω μοναχός ήταν αυτός που ουσιαστικά ασχολείτο και διεκπεραίωνε τις υποθέσεις για την πώληση των ακινήτων της Μονής κυρίως στη νήσο Πάτμο, αλλά και στις γύρωθεν αυτής νήσους (Μαράθι, Αρκιούς, Λέρο, Λειψούς κλπ), προβαίνοντας απευθείας σε συμφωνίες με τους υποψηφίους αγοραστές, τόσο για την επιλογή του προς πώληση ακινήτου, όσο και για το ύψος του τιμήματος, χωρίς τις περισσότερες φορές οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να απευθύνονται, όπως τυπικά επιβαλλόταν, προς τον Ηγούμενο, ο οποίος αρκείτο στις υποδείξεις του Γ. Μ. για να εισηγηθεί στην Αδελφότητα την πώληση ακινήτου της Μονής σε συγκεκριμένο αγοραστή. 5) Περαιτέρω, στην περίπτωση που είχε προσδιοριστεί με απόφαση της Αδελφότητας το πρόσωπο του αιτησαμένου αγοραστή, αλλά στη συνέχεα η μεταβίβαση του ακινήτου και η σύνταξη συμβολαίου δεν γινόταν σ' αυτόν τον "αρχικό" αγοραστή που είχε λάβει την έγκριση αγοράς από την Αδελφότητα, αλλά σε τρίτο πρόσωπο υπέρ του οποίου παραιτείτο ο "αρχικός" αγοραστής, τούτο γινόταν χωρίς νέα απόφαση της Αδελφότητας, που ήταν αποκλειστικά αρμόδια για την εκποίηση ακινήτων της. Μονής, αναγραφόταν δε στη σχετική πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου αλλά και στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ως αντισυμβαλλόμενος αγοραστή το τρίτο πρόσωπο, υφισταμένης έτσι διαφοροποιήσεως μεταξύ της απόφασης της Αδελφότητας αφενός και πράξεως Ηγουμενοσυμβουλίου και συμβολαίου αφετέρου, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, κατά παράβαση της τυπικής διαδικασίας, αφού, σύμφωνα με αυτήν, η πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου έπρεπε να συνάδει της αντίστοιχης απόφασης της Αδελφότητας. Η αλλαγή δε αυτή ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, γινόταν κατόπιν σχετικού αιτήματος του ιδιώτη που είχε λάβει έγκριση αγοράς, ("αρχικού αγοραστή"), κυρίως όταν αυτός είτε είχε συμφωνήσει την πώληση του ακινήτου σε τρίτο με τίμημα ανώτερο από αυτό που είχε καταβάλει στη Μονή ή άλλοτε, επειδή επιθυμούσε το σχετικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας να συνταχθεί στο όνομα συγγενικού του προσώπου. 6) Δεν ενημερωνόταν το Βιβλίο Κτηματολογίου της Μονής για τις επελθούσες λόγω πωλήσεων μεταβολές της ακίνητης περιουσίας της Μονής. 7) Κατ' απόκλιση του τυπικού της Μονής για την ανάθεση των καθηκόντων Ταμία αποκλειστικά σε μοναχό, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείτο τα τελευταία χρόνια, σε περίπτωση αδυναμίας του ορισθέντος ως Ταμία μοναχού να επιτελέσει τα καθήκοντα του, λόγω των περιορισμένων ταμειακών του γνώσεων, συνεπικουρείτο από κάποιον λαϊκό που είχε την αρμοδιότητα να εισπράττει χρήματα και να χορηγεί αποδείξεις ως ταμίας. Έτσι ο λαϊκός Δ. Γ., που περί το έτος 1981 είχε οριστεί ως Γραμματέας της Μονής, ορίσθηκε στη συνέχεια (περί το έτος 1990) ως βοηθός Ταμία, σ' αυτόν δε ανατέθηκε και η άσκηση καθηκόντων λογιστή με κύριο έργο και αρμοδιότητα την καταχώρηση στα Καθολικά Εσόδων και Εξόδων των εισπράξεων και πληρωμών, με βάση τις καταχωρήσεις που γίνονταν στο Καθημερινό Βιβλίο Ταμείου που τηρείται από τον Ταμία της Μονής. Και τέλος, 8) όσον αφορά την είσπραξη των εσόδων της Μονής που προέρχονταν από καταβολές τιμημάτων από την πώληση ακινήτων της Μονής, αυτή γινόταν την τελευταία δεκαπενταετία περίπου, όχι μόνο από τον Ταμία ή τον ορισθέντα βοηθό του, αλλά και από μοναχούς που μετείχαν στη διοίκηση της Μονής, κυρίως δε από τον κατηγορούμενο μοναχό Γ., κατά κόσμον Ε. Μ.. Στον μοναχό αυτόν, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από το έτος 1985 περίπου, ήταν ο μόνος που ασχολείτο με τις πωλήσεις των ακινήτων της Μονής, η οποία τον περιέβαλε με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, εμφανιζόμενος μάλιστα ως εκπρόσωπος της Μονής γι' αυτές, καταβαλλόταν και το τίμημα από τους αγοραστές, τακτική που έγινε αποδεκτή από το Ηγουμενοσυμβούλιο και τα μέλη της αδελφότητας, με την αυτονόητη περαιτέρω υποχρέωση να αποδίδει τα ποσά που για λογαριασμό της εισέπραττε, στον Ταμία της, αφού, σύμφωνα με το τυπικό της, η είσπραξη όλων των ποσών από οποιαδήποτε αιτία έπρεπε να γίνεται από τον Ταμία (ή τουλάχιστον τον βοηθό του). Ο ίδιος δε κατηγορούμενος χορηγούσε, όποτε οι αγοραστές ζητούσαν, αποδείξεις για τις καταβολές στις οποίες αυτοί προέβαιναν, πλην όμως τις αποδείξεις αυτές συχνά δεν εξέδιδε από το διπλότυπο μπλοκ αποδείξεων της Μονής, αλλά την είσπραξη κάποιου ποσού βεβαίωνε ιε απλό χαρτί που έφερε τη σφραγίδα του ή τη σφραγίδα του Ιερού Καθίσματος της Κουμάνας, για το οποίο είχε οριστεί από τη Μονή ως υπεύθυνος για τα έργα αναστήλωσης του και διαμόρφωσης του γύρωθεν αυτού χώρου, άλλοτε πάλι εξέδιδε τις αποδείξεις αυτές από το διπλότυπο αποδείξεων του Ιερού Καθίσματος της Κουμάνας. Γ) Επί ηγουμενίας του Καθηγούμενου της Ιεράς Μονής, Α. Κ., ο οποίος εξελέγη στις αρχαιρεσίες της 16-8-1997 και ο οποίος διαδέχθηκε τον θανόντα Επίσκοπο Τράλλεων, Ι. Κ., δημιουργήθηκαν το Μάρτιο του 1999 τριβές και διαφωνίες, μεταξύ αυτού και των άλλων μοναχών, ειδικά σε θέματα διοίκησης και λειτουργίας της Ιεράς Μονής που ξεκίνησαν κυρίως από την αντίρρηση του νέου τότε Ηγουμένου να προκαταβάλλονται στους μοναχούς τα διακονήματα, όπως τούτο συνηθιζόταν μέχρι τότε. Οι διαφωνίες αυτές οξύνθηκαν και εξελίχθηκαν σε σοβαρές αντιθέσεις, σε σημείο, να μην είναι δυνατή καμία συμφωνία, του Ηγουμένου Α. με την υπόλοιπη Αδελφότητα της Μονής, μέλη της οποίας δεν δέχονταν πλέον αυτόν ως Ηγούμενο και ζητούσαν την παραίτηση του. Η κατάσταση αυτή οδήγησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στην αποστολή Πατριαρχικής Εξαρχίας στην Ιερά Μονή προκειμένου να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Πράγματι, με την παρέμβαση της Πατριαρχικής Εξαρχίας επετεύχθη προσωρινά ύφεση της όξυνσης που είχε δημιουργηθεί, πλην όμως, μετά το Πάσχα του έτους 1999, επήλθε σοβαρή κρίση στη Μονή που επεκτάθηκε και στους κόλπους των λαϊκών, με την συμμετοχή και του Δήμου Πάτμου, με τη δημιουργία ομάδων μεταξύ των πολιτών, που υποστήριζαν την μία ή την άλλη πλευρά με συνέπεια να μεταβεί εκ νέου στις 7-5-1999, με εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχη, Πατριαρχική Εξαρχία, στην οποία ο Πατριαρχικός Έξαρχος Πάτμου, Α. ανέφερε ότι ο λόγος για τον οποίο πολλοί από τους μοναχούς της Αδελφότητας ζητούσαν επίμονα την απομάκρυνση του ήταν η από μέρους του συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών, αφότου ανέλαβε την ηγουμενία της Μονής, σε βάρος κάποιων μοναχών. Ο ίδιος κατήγγειλε σοβαρές παρατυπίες και οικονομικές ατασθαλίες κυρίως σε σχέση με την πώληση ακινήτων της Μονής που είχαν λάβει χώρα κατά την τελευταία δεκαπενταετία και είχαν ως αποτέλεσμα να επέλθει σημαντική ζημία στην περιουσία της, επιρρίπτοντας ευθύνες και κατονομάζοντας ως κύριο εμπλεκόμενο στις υποθέσεις αυτές, τον κατηγορούμενο Ηγουμενοσύμβουλο Γ., κατά κόσμον Ε. Μ., τον οποίο θεωρούσε ως πρωταίτιο και υποκινητή της ανώμαλης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στη Μονή, προκειμένου να συγκαλυφθούν, δια της απομακρύνσεως αυτού (δηλ. του Ηγούμενου Α.), οι παράνομες ενέργειες του ως άνω μοναχού. Μετά την επιστροφή της Εξαρχίας στο Φανάρι συνήλθε την 11η Μαΐου 1999 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και, με τη με αριθμό πρωτ. 485/1999 απόφασή της, αποφασίσθηκε η καθαίρεση του κατηγορουμένου Γ.κατά κόσμον Ε. Μ., από του βαθμού της Ιεροσύνης και από κάθε ιερατικό αξίωμα και ενέργεια καθώς και η απομάκρυνσή του από το Ιερό Κάθισμα της Παναγίας της Κουμάνας.
Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον άνω κατηγορούμενο πράξεις από τα παρατιθέμενα στην αρχή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: α) Επί συνόλου 377 συνολικά συμβολαιογραφικών μεταβιβάσεων των ακινήτων της Μονής που κατεγράφησαν κατά το από το έτος 1986 μέχρι το έτος 1999 διάστημα, οι 369 πραγματοποιήθηκαν κατά το από το 1986 έως 1997 διάστημα της Ηγουμενίας του θανόντος Ι. Κ., από τις οποίες οι 337 αφορούν το διάστημα (1990-1998), της δραστηριότητας του εν προκειμένω κατηγορουμένου. Ο τελευταίος, κατά το διάστημα αυτό, συμμετείχε στο Ηγουμενοσυμβούλιο δραστηριοποιούμενος ως εντολοδόχος της Μονής, έχοντας την προς τούτο συναίνεση και την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη των μελών που συμμετείχαν στα κυρίαρχα όργανα της Μονής (Αδελφότητα και Ηγουμενοσυμβούλιο). β) Πάτμιος στην καταγωγή, (ήταν ένα από τα δεκαέξι τέκνα πολυμελούς οικογένειας), γνώριζε ότι η Μονή είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία. Κατά τη διάρκεια του μοναστικού του βίου αντιλήφθηκε ότι δεν ετηρείτο ουδεμία διαδικασία για την εκποίηση των ακινήτων της Μονής. Διαβλέποντας δε την ταχύτατη τουριστική ανέλιξη της Πάτμου, η οποία από την αρχή της Ηγουμενίας του Ι., άρχισε να είναι εμφανώς αλματώδης και ότι ακολουθούσε η αξιοποίηση και των άλλων νησιών, ιδιοκτησίας της Μονής, διέγνωσε ότι η ακίνητη περιουσία της, θα ελάμβανε πλέον ανυπολόγιστα μεγάλη αξία, λόγω της αυξημένης ζήτησης ακινήτων, τα οποία πλέον εθεωρούντο από τους υποψήφιους αγοραστές ως καλή επένδυση, γ) Στη μετεξέλιξη του, κυρίως από το 1990 και μετά, ως εντολοδόχου της Μονής στον τομέα των πωλήσεων των ακινήτων της, συνέβαλε κυρίως η επί έτη δραστηριότητα του ως οριοθέτη αυτής, διότι του έδωσε τη δυνατότητα να έρχεται σε απευθείας επαφή με τους αγοραστές και να διαπραγματεύεται μαζί τους. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Ι., ως Ηγούμενου της Ιεράς Μονής, που διήρκεσε από τις 10-4-1986 έως τις 14-8-1997 όλες οι ενέργειες για τη διαδικασία πώλησης ακινήτων της Μονής είχαν ανατεθεί από αυτόν στον κατηγορούμενο. Αυτός ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την πώληση των ακινήτων της Μονής, και σ' αυτόν απευθύνονταν οι υποψήφιοι αγοραστές για την εξεύρεση ακινήτου, το τίμημα και για όλες γενικά τις διατυπώσεις που έπρεπε να ακολουθήσουν προκειμένου να αποκτήσουν ακίνητο από τη Μονή. Αυτόν υπεδείκνυε ως αποκλειστικά υπεύθυνο για τις πωλήσεις και ο Ηγούμενος Ι. κατά κόσμον Κ. Κ., όταν κάποιοι από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές απευθύνονταν στον τελευταίο ,,-α την αγορά ακινήτου της Μονής. Αλλά και στους κόλπους των μοναχών της Μονής, οι πωλήσεις, οι παραχωρήσεις και γενικά η διευθέτηση της ακίνητης περιουσίας της είχε θεωρηθεί ότι αποτελεί αποκλειστική υπόθεση του Ηγούμενου Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. και του υπ' αυτού ορισθέντος ως αρμοδίου και υπευθύνου, κατηγορουμένου Γ., κατά κόσμον Ε. Μ. δ) Κατά τα έτη της δραστηριότητας του ως εντολοδόχου της Μονής και καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλαν τα όργανα της Μονής, ο εκκαλών κατηγορούμενος υπεξαίρεσε το τίμημα που εισέπραττε από τις πωλήσεις των ακινήτων της Μονής, των οποίων την πώληση ο ίδιος ως εντολοδόχος αυτής είχε διαπραγματευτεί με τους υποψήφιους αγοραστές. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, κατά τα όσα θα εκτεθούν εξειδικευμένα και λεπτομερώς παρακάτω για κάθε μία εξακολουθητική υπεξαίρεση, το τίμημα από τις πωλήσεις των ακινήτων της Μονής καθ' υπόδειξιν του κατηγορουμένου δεν κατατίθετο στο Ταμείο της Μονής αλλά, είτε καταβαλλόταν απευθείας στον ίδιο, είτε γινόταν κατάθεση σε λογαριασμούς που ο ίδιος ατομικά, ή με άλλον συνδικαιούχο, διατηρούσε στην Τράπεζα, ή ακόμη, και σε λογαριασμούς των προσώπων που εκείνος υποδείκνυε στους αγοραστές, ε) Σε ενίσχυση των παραπάνω εκτεθέντων παρατίθεται το ύψος των καταθέσεων στους λογαριασμούς που ο εκκαλών κατηγορούμενος ατομικά, ή με άλλους συνδικαιούχους διατηρούσε τη χρονική περίοδο της παραπάνω δραστηριότητας του, ως εντολοδόχου της Μονής. 1) Στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με συνδικαιούχους τον κατηγορούμενο και τον λαϊκό Ν. Μ., που έχει ανοιχθεί στις 5-11-1991, έχει κατατεθεί κατά το έτος 1991 το ποσό των 5.775.1995 δραχμών, το έτος 1992 το ποσό των 84.496.201 δραχμών, το έτος 1993 το ποσό των 53.655.247 δραχμών, το έτος 1994 το ποσό των 78.762.577 δραχμών, το έτος 1995 το ποσό των 87.720.662 δραχμών, το έτος 1996 το ποσό των 81.777.086 δραχμών, το έτος 1997 το ποσό των 32.742.485 δραχμών, το έτος 1998 το ποσό των 33.561.738 δραχμών και το έτος 1999 (μέχρι την ημέρα της δέσμευσης του και άρσης του απορρήτου με την 65/1999 διάταξη του Ανακριτή Κω) το ποσό των 12.686.341 δραχμών, δηλαδή συνολικά από το έτος 1991 έως το 1999 το ποσό των 471.137.532 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμα" του με την δέσμευση και την άρση του απορρήτου, όταν πλέον είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και διενεργείτο κυρία ανάκριση για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις σε βάρος της περιουσίας της Μονής, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανερχόταν μόλις στο ποσό των 854.922 δραχμών, 2) στον υπ' αριθμ.... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με συνδικαιούχους τον κατηγορούμενο και τον λαϊκό Ν. Μ., που έχει ανοιχθεί στις 18-9-1991, έχει κατατεθεί κατά το έτος 1991 το ποσό των 5.000.000 δραχμών, το έτος 1992 το ποσό των 37.715.000 δραχμών, το έτος 1993 το ποσό των 12.388.635 δραχμών, το έτος 1994 το ποσό των 18.000.000 δραχμών, το έτος 1995 το ποσό των 22.027.000 δραχμών, το έτος 1996 το ποσό των 29.307.000 δραχμών, το έτος 1997 το ποσό των 6.275.000 δραχμών, το έτος 1998 το ποσό των 925.000 δραχμών, δηλαδή συνολικά από το έτος 1991 έως το 1998 το ποσό των 131.637.635 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμα" του με τη δέσμευση και την άρση του απορρήτου του, όταν πλέον είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και διενεργείτο κυρία ανάκριση για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις σε βάρος της περιουσίας της Μονής, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανήρχετο μόλις στο ποσό των 233.199 δραχμών, 3) στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με συνδικαιούχους τον κατηγορούμενο και την λαϊκή Θ. Ε., που έχει ανοιχθεί στις 5-11-1994 έχει κατατεθεί κατά το έτος 1994 το ποσό του 1.500.000 δραχμών και το έτος 1995 το ποσό των 100.000. δραχμών, δηλαδή συνολικά κατά έτος 1994 και το έτος 1995 το ποσό του 1.600.000 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμα" του με τη δέσμευση με την άρση του απορρήτου του, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανήρχετο μόλις στο ποσό των 21.141 δραχμών, 4) στον υπ' αριθμ. ... ατομικό τραπεζικό λογαριασμό της (πρώην) Εμπορικής Τράπεζας που έχει ανοιχθεί στις 26-3-1998, έχει κατατεθεί κατά το έτος 1998 το ποσό του 1.885.000 δραχμών και κατά το έτος 1999 το ποσό των 720.000 δραχμών δηλαδή συνολικά κατά έτος 1998 και το έτος 1999 το ποσό των 2.605.000 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμά" του με την άρση του απορρήτου, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανήρχετο μόλις στο ποσό των 223 δραχμών, στ) Παρατηρείται επίσης ότι τα ποσά που οι αγοραστές κατέθεταν ήσαν κατά πολύ υψηλότερα των αναγραφόμενων στα συμβόλαια τιμημάτων, ενώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο λογαριασμός στον οποίο θα έπρεπε να κατατίθεται το τίμημα των πωλήσεων αυτών που είναι ο με αρ.... κοινός λογαριασμός στην ΕΤΕ των Ι. Κ. (Ηγουμένου) και του Κ. Π. (Ταμία), που ανοίχθηκε την 17-1-1994 (δηλαδή με την ανάληψη του Ταμείου από τον τελευταίο) παρουσιάζει μόνο μία και μοναδική κατάθεση ποσού 55.340.000 δραχμών που έγινε την ημέρα του ανοίγματος του λογαριασμού (στις 7-1-1994) αφορά το ποσόν που μεταφέρθηκε από τον με αρ. ... κοινό λογαριασμό του Ι. Κ. στην ίδια Τράπεζα με τον, κατά το αμέσως προηγούμενο, μέχρι το 1993, χρονικό διάστημα διατελέσαντα Ταμία μοναχό Π. Ν. Ωστόσο στο σημείο αυτό είναι χρήσιμη, ως παράθεση σημαντικού για την υπόθεση αυτή στοιχείου, μία σύγκριση και με τους λογαριασμούς του Ν. Μ. με τον οποίο ο κατηγορούμενος διατηρούσε στενές σχέσεις δεδομένου ότι, όπως παραπάνω εκτέθηκε, προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στη μικρή κοινωνία της Πάτμου, το γεγονός ότι ο προαναφερόμενος μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα [1990-1999], στο οποίο εμπίπτει όλο το διάστημα της δραστηριότητας του εκκαλούντος, (ο οποίος στον τομέα των εκποιήσεων δραστηριοποιείτο και πριν το έτος 1993), ως εντολοδόχου της Μονής, δημιούργησε αξιόλογη περιουσία, εμφανιζόμενος ως κύριος μεγάλης ακίνητης περιουσίας στο νησί, αν και κατά την έλευση του στην Πάτμο περί το έτος 1990 δεν είχε καμία περιουσία. Κατά το διάστημα αυτό, οι καταθέσεις στους με. αριθμούς ... και ... λογαριασμούς που εκείνος διατηρούσε στην ΕΤΕ παρουσιάζουν σύνολο ο πρώτος 911.158.439 δρχ. και ο δεύτερος 1.009.035.000 δρχ. Η σύνδεση δε των λογαριασμών του Ν. Μ. με την υπόθεση αυτή είναι στενή, αφού μερικοί αγοραστές των ακινήτων της Μονής, εκτός από τις καταθέσεις που έκαναν στους κοινούς λογαριασμούς που αυτός διατηρούσε με τον κατηγορούμενο, κατέθεταν και στους παραπάνω ατομικούς λογαριασμούς του ποσά που προέρχονται από αγοραπωλησίες της Μονής, ζ) Τέλος, το γεγονός ότι ο κατήγορου μένος ενεργούσε δυνάμει εντολής, ως εντολοδόχος της Μονής, πέραν των όσων εκτέθηκαν παραπάνω σχετικά με το ότι οι συναλλαγές που αφορούσαν τις μεταβιβάσεις ακινήτων της Μονής κατά το από 1990 έως 1998 διάστημα γινόταν αποκλειστικά μέσω αυτού, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η Μονή πάντα εκπλήρωνε τις, μέσω αυτού ως εντολοδόχου της, αναληφθείσες από τις συμβάσεις αυτές υποχρεώσεις της, σε εκτέλεση των οποίων προχωρούσε στις συμβολαιογραφικές μεταβιβάσεις των ακινήτων που αφορούσαν, εκπροσωπούμενη κάθε φορά κατά την υπογραφή των συμβολαίων από πρόσωπα που είχε προς τούτο εξουσιοδοτήσει με πράξεις του Ηγουμενοσυμβουλίου της. Στην αντίθετη περίπτωση, (αν δηλαδή ο εκκαλών δεν ενεργούσε ως εντολοδόχος της), δεν θα προέβαινε στην μεταβίβαση όλων των ακινήτων την πώληση των οποίων εκείνος διαπραγματεύτηκε.
Ειδικότερα, για κάθε μία από τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο κακουργηματικές υπεξαιρέσεις, που τελέστηκαν από τον Ιούνιο του 1994 ως και το έτος 1998, οι οποίες δεν έχουν υποπέσει στην παραγραφή, δοθέντος ότι το 118/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και η κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε σ' αυτόν στις 22-9-2008 (άρθρα 111 και 113 του ΠΚ), αποδείχθηκαν τα παρακάτω:
1) Στην …στις 7-7-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/7-7-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα 4.010.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Ι. Μονής αγοραστή Γ. Μ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.010 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Συγκεκριμένα το άνω συμβόλαιο συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της κατηγορουμένου-εκκαλούντος, συνήψε με τον Γ. Μ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/5-4-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο Προηγούμενος Π. Ν.. Ο αγοραστής Γ. Μ., έχει καταθέσει στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της ΕΤΕ με δικαιούχους τους Γ. Μ. και Ν. Μ. τα ακόλουθα ποσά: στις 14-4-1995 το ποσό των 300.000 δραχμών, στις 5-6-1995 το ποσό των 4.700.000 δραχμών, στις 7-7-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 4-8-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 7-9-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών και στις 5-10-1995 το ποσό των 150.000, ήτοι συνολικά έχει καταθέσει στον ως άνω κοινό λογαριασμό Μ.-Μ. το ποσό των 5.600.000 δραχμών. Επίσης ο ίδιος ως άνω αγοραστής έχει καταθέσει στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της ΕΤΕ με δικαιούχους τους Γ. Μ.-Ν. Μ. τα ακόλουθα ποσά: το ποσό των 150.000 δραχμών στις 3-11-1995, το ποσό των 150.000 δραχμών στις 6-2-1996, το ποσό των 175.000 δραχμών στις 10-6-1996, το ποσό των 150.000 δραχμών στις 9-7-1996 και το ποσό των 150.000 δραχμών στις 8-8-1996, ήτοι συνολικά έχει καταθέσει στον ως άνω κοινό λογαριασμό Μ.-Μ., το ποσό των 775.000 δραχμών. Οι παραπάνω καταθέσεις, είναι χρονικά εγγύτατες της σύνταξης του υπ' αριθμ. …/1995 συμβολαίου και όλες (πλην μίας μόνο) έχουν γίνει στο Κατάστημα της ΕΤΕ στην Γλυφάδα. Ο τελευταίος δηλαδή κατέθεσε στους ως άνω κοινούς λογαριασμούς που είχε ο εκκαλών με τον κοσμικό Ν. Μ. συνολικά 9.875.000 δραχμές, οι οποίες, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη (αρ. εμ. πρ.233/2-8-2005, δεν εισέρρευσαν, στο Ταμείο της Μονής. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το τίμημα που συμφώνησε ο εκκαλών κατηγορούμενος για την πώληση του ακινήτου, είναι υψηλότερο από το αναγραφόμενο. Ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε στη Μονή ούτε το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, για το οποίο και απαγγέλθηκε κατηγορία και το οποίο ιδιοποιήθηκε, όπως προαναφέρθηκε. 2) Στην …το διάστημα από 9-6 έως 18-10-1994 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …14-12-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.019.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ε. Ζ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.019 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Από τα αντίγραφα των παραστατικών των με αρ.... και /... κοινών λογαριασμών Γ. Μ.-Ν. Μ. στην ΕΤΕ προκύπτει ότι ο Ε. Ζ. έχει προβεί στο όνομα των δικαιούχων των ως άνω λογαριασμών σε καταθέσεις συνολικού ποσού 32.570.000 δραχμών και ειδικότερα: Στον υπ' αριθμ λογαριασμό έχει καταθέσει στις 16-12-1993 το ποσό των 6.500 στις 9-6-1994 το ποσό των 3.000.000 δραχμών, στις 5-10-1994 το ποσό των 15.500.000 και το ποσόν των 375.000 δραχμών, στις 18-10-1994 το ποσό των 3.500.000 δραχμών, στις 28-6-1995 το ποσό των 200.000 δραχμών, στις 3-11-1995 το ποσό των 800.000 δραχμών και στις 10-11-1995 το ποσό των 500.000 δραχμών, ενώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό ο Ε. Ζ. έχει καταθέσει στις 12-1-1995 το ποσό των 500.000 δραχμών και στις 10-11-1995 το ποσό του 1.750.000 δραχμών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, ο Ε. Ζ. αγοραστής ο ίδιος εννέα (9) ακινήτων της Μονής, από το έτος 1990 έως το 1993, αλλά και ενεργώντας ως πληρεξούσιος άλλων αγοραστών ακινήτων της Μονής, έχει καταθέσει το παραπάνω ποσό των 15.500.000 δραχμών από το κατάστημα Πανεπιστημίου της ΕΤΕ στις 5-10-1994 (οι λοιπές από τις παραπάνω καταθέσεις, έχουν γίνει από το Κατάστημα της ΕΤΕ στην Πάτμο). Ωστόσο, από τη διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη αποδείχθηκε ότι το μόνο ποσό που έχει καταβληθεί στο ταμείο της Μονής είναι το ποσό των 3.186.000 δραχμών. Το ποσό όμως αυτό, ως εκ του χρόνου καταθέσεως του δεν αφορά το τίμημα του άνω συμβολαίου. Αποδεικνύεται επομένως, ότι ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε ούτε το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο ποσό των 2.019.000 δραχμών που αποτελεί το υπεξαιρεθέν τίμημα για το οποίο απαγγέλθηκε κατηγορία και το οποίο με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
3) Στην …στις 4-4-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 1.100.000 δραχμών, που αποτελεί μέρος από το αναγραφόμενο στο με αρ. …/16-12-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.100.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοοόχοο εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Δ. Δ. και Ε. Δ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.100 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση " …" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων, από την πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε προκύπτει ότι στο ταμείο της Μονής έχει καταβληθεί το ποσό των 3.000.000δραχμών και οφείλεται το ποσό των 1.100.000 δραχμών. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
4) Στην …στις 13-9-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …20-5-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.424.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Δ. Δ. και Ε. Δ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.010 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση " …" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Σημειώνεται ότι, όπως κατέθεσε ο αγοραστής Δ. Δ. που εξετάστηκε μάρτυρας στο ακροατήριο, έχει αγοράσει από τη Μονή 4 ακίνητα για τα οποία έχει καταβάλλει 14.000.000 δραχμές τόσο στον ατομικό λογαριασμό του κατηγορουμένου όσο και στον κοινό με τον Μ. Ν. Ωστόσο, όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων και αποδεικνύεται από την πραγματογνωμοσύνη, για τα δύο ακίνητα που αναφέρονται στα παραπάνω συμβόλαια ( …/16-12-1993 και …/20-5-1994) έχουν καταβληθεί στο ταμείο της Μονής ως τίμημα μόνο το ποσό των 3.000.000 δραχμών που αναφέρεται στο πρώτο συμβόλαιο, ενώ για το δεύτερο συμβόλαιο δεν αποδεικνύεται καμία καταβολή στο ταμείο της Μονής.
5) Το υπ' αρ. …/21-7-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αμαλίας Πουλιέζου συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με τον Κ. Α., για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 530τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 1.487.500 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. … /9-5-1994 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ίδιο επιβεβαίωσε και ο πραγματογνώμων εξεταζόμενος στο ακροατήριο. Περαιτέρω, καμιά παρατήρηση (π.χ. περί δωρεάν παραχώρησης ή ανταλλαγής), που να αφορά την πώληση του ακινήτου, που αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό, δεν καταγράφεται από τους πραγματογνώμονες, ούτε και υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος από τον συγκεκριμένο αγοραστή ή, άλλο γεγονός που να καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής των καταβολών στις οποίες αυτός προέβη για την απόκτηση του ακινήτου αυτού.
Συνεπώς, το Δικαστήριο πείθεται ότι ο κατηγορούμενος, καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε η Μονή, ιδιοποιήθηκε και αυτό το τίμημα, αφού αυτός ήταν που είχε πραγματοποιήσει την πώληση και είχε εισπράξει το τίμημα. Το δε τίμημα με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ως εκ τούτου κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ.
6) Το …/8-6-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Μ. Μ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4035 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου ]Πάτμου αντί τιμήματος 4.035.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής, πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/9-5-1994 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Από τον πίνακα της άνω πραγματογνωμοσύνης προκύπτει, ότι έχει εισαχθεί στο ταμείο της Μονής το ποσό των 591.100 δραχμών, όπως άλλωστε κατέθεσε κι ο πραγματογνώμων.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το υπόλοιπο μη εισαχθέν στο ταμείο της Μονής ποσό των 3.443.900 δραχμών, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
7) Το …/17-6-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Ι. Μ. του Ε. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4059 τ.μ,. που βρίσκεται στη θέση "Αλυκές" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 4.059.000 δραχμών. Την Ι. Μονή, κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/17-5-1994 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Η συγκεκριμένη συσχετίζεται με την αμέσως επόμενη που αφορά τον ίδιο αγοραστή.
8) Το …/15-11-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση-Μαυρωνά συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε και πάλι με τον Ι. Μ. του Ε. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 2783,39 τ.μ που βρίσκεται στη θέση " …" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 1.450.000 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/5-11-1994 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από τα αντίγραφα των παραστατικών του υπ' αριθμ. ... κοινού λογαριασμού της ΕΤΕ Γ. Μ.-Ν. Μ., προέκυψε ότι μέχρι τις 3-7-1995 κατατέθηκαν από τον ως άνω αγοραστή 4.150.000 δραχμές. Επίσης στο υπ'αριθμ. … /1994 συμβόλαιο υπάρχει , προσαρτημένο ιδιόχειρο σημείωμα του Γ. Μ., όπου αναφέρεται ότι η πώληση έγινε βάσει της υπ' αριθμόν 12/6-6-1990 απόφασης της Αδελφότητας και περαιτέρω ότι έχει εκδοθεί η υπ' αριθμόν 238/24-8-1991 εξοφλητική απόδειξη από τη Μονή. Όμως, αφ' ενός δεν υπάρχει τέτοια απόφαση της Αδελφότητας για πώληση του περιγραφομένου στο ως άνω συμβόλαιο ακινήτου προς τον Ι. Μ., αφ' ετέρου δε η είσπραξη του παραπάνω ποσού δεν έχει καταχωρηθεί στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής, διότι διαφορετικά θα καταχωρείτο από τους πραγματογνώμονες στον πίνακα της πραγματογνωμοσύνης στη θέση των καταβολών. Εξάλλου όσον αφορά στο υπ' αριθμ. …/1994 συμβόλαιο, η ύπαρξη κάποιων αποδείξεων που προσαρτώνται σ' αυτό με αόριστη αναφορά ακινήτου, εάν πράγματι αφορούν καταβολές, στις οποίες προέβη ο παραπάνω αγοραστής στην συγκεκριμένη αγοραπωλησία, καταδεικνύουν ότι κατεβλήθη το τίμημα στον εκκαλούντα, πλην όμως εκείνος, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, δεν το απέδωσε στην εντολέα του αφού, όπως διαπιστώθηκε, τούτο δεν εισέρρευσε ποτέ στο Ταμείο της Μονής. Τα ποσά αυτά των τιμημάτων των άνω συμβολαίων, ήτοι το ποσό των 4.059.000 δραχμών και 1.450.000 δραχμών αντιστοίχως, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής τους και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 9) Το …/2-11-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με την Α. Ο. για την σ' αυτήν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4.020 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 4.000.000 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/3-10-1994 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισρεύσει στο Ταμείο της Μονής. Το ίδιο κατέθεσε και ο πραγματογνώμων. Περαιτέρω, καμιά παρατήρηση (π.χ. περί δωρεάν παραχώρησης ή ανταλλαγής) που να αφορά την πώληση του αναφερομένου στο παραπάνω συμβόλαιο ακινήτου, δεν καταγράφεται από τους πραγματογνώμονες, ούτε και υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία από τα οποία να προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος από τον συγκεκριμένο αγοραστή ή γεγονός που να καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής των καταβολών, στις οποίες αυτός προέβη για την απόκτηση του ακινήτου αυτού. Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι από τον υπ' αριθμόν ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό Γ. Μ.-Ν. Μ., προκύπτει ότι ο σύζυγος της ως άνω αγοράστριας, Δ. Ο., προέβη σε κατάθεση σε ημερομηνία χρονικώς εγγύτατη της σύνταξης του παραπάνω συμβολαίου, δηλαδή στις 8-11-1994 ποσού 10.045.000 δραχμών. Απ' αυτό συνάγεται ότι το ακίνητο επωλήθη με τίμημα μεγαλύτερο του αναγραφομένου και ότι ο κατηγορούμενος, κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενσωμάτωσε στην περιουσία του τουλάχί7τον το αναγραφόμενο στο άνω συμβόλαιο ποσό (όπως είναι η κατηγορία) στις 8-11-1994, εκδηλώνοντας τότε τη βούληση του για την ιδιοποίηση του. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
10) Στην …στις 7-7-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/7-7-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.500.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Α. Β., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.003 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
11) Στην …στις 11-4-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/11-4-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Π. Γ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.100 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 1%Κ. Ειδικότερα το …/11-4-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου. Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντο, κατηγορουμένου συνήψε με τον Π. Γ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της Συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. 52/2-2-1995 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο Προηγούμενος Π. Ν.. Σχετικά με την πώληση αυτή, από τα αντίγραφα των παραστατικών των υπ' αριθμ. ... και ... κοινών λογαριασμών στην ΕΤΕ, αποδείχθηκε ηι ο παραπάνω αγοραστής έχει προβεί σε ονομαστικές καταθέσεις στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ του Γ. Μ.-Ν. Μ., συνολικού ύψους 1.345.000 δραχμών, καταθέτοντας στις 27-4-1995 το ποσό του 1.000.000 δραχμών, στις 3-7-1995 το ποσό των 45.000 δραχμών, στις 2-8-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών και στις 2-10-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, ενώ στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της Ε.Τ.Ε. Γ. Μ.-Ν. Μ. έχει προβεί σε ονομαστικές καταθέσεις συνολικού ύψους 900.000 δραχμών, καταθέτοντας στις 30-10-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 4-12-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 6-6-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 2-7-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 4-9-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών και στις 4-10-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών. Όλες οι παραπάνω καταθέσεις έχουν γίνει από τα καταστήματα της ΕΤΕ Αργυρούπολης, Νέας Ελβετίας και Σερβίων, απ' όπου έχουν γίνει και άλλες καταθέσεις στους ίδιους παραπάνω λογαριασμούς συνολικού ύψους 5.050.000 δραχμών. Ειδικότερα στο κατάστημα της ΕΤΕ στην Αργυρούπολη έχει κατατεθεί άνευ ονόματος στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό Μ.-Μ. στις 10-3-1995 το ποσό των 500.000 δραχμών και στον υπ'αριθμ.... κοινό λογαριασμό Μ.-Μ. το ποσό των 4.000.000 στις 1-2-1995. Στο κατάστημα της ΕΤΕ Σερβίων υπάρχουν άνευ ονόματος καταθέσεις στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό Μ.-Μ. στις 11-1-1996, 5-3-1996, 29-4-1996, 2-8-1996, 5-11-1996 ποσού 150.000 δραχμών η καθεμία από τις τέσσερις πρώτες και 100.000 δραχμών η τελευταία. Οι καταθέσεις αυτές λόγω της περιοδικότητας τους και της χρονικής συνάφειας που παρουσιάζουν με αυτές που, από τα ίδια καταστήματα της ΕΤΕ έχουν γίνει από τον ως άνω Π. Γ., και δημιουργούν στο Δικαστήριο τη βεβαιότητα ότι προέρχονται από τον ίδιο καταθέτη και για την ίδια αιτία, δηλαδή για την πληρωμή του τιμήματος του ως άνω πωληθέντος ακινήτου της Μονής, αφού, εκτός από την παραπάνω αγοραπωλησία, δεν προέκυψε άλλη συναλλαγή του ως άνω εκκαλούντος που δικαιολογεί την εισροή των χρηματικών ποσών αυτών στους παραπάνω λογαριασμούς από τα καταστήματα της ΕΤΕ στις περιοχές αυτές. Το σύνολο του ποσού που έχει κατατεθεί στους λογαριασμούς αυτούς ανέρχεται στο ποσόν των 7.295,000δραχμών. Απ' αυτό συνάγεται ότι, το ακίνητο έχει πωληθεί με τίμημα μεγαλύτερο του αναγραφομένου. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, όχι μόνο το άνω τίμημα αλλά ούτε και το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 4.000.000 δραχμών, το οποίο αφορά την κατηγορία, αποδόθηκε στη Μονή, αλλά ο κατηγορούμενος, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με την οποία τον περιέβαλαν τα όργανα της Μονής, το ιδιοποιήθηκε.
12) Στην …στις 4-8-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/4-8-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 3.610.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Γ. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 5.197 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Σημειώνεται ότι ο άνω αγοραστής έχει καταβάλει στον κοινό λογαριασμό του κατηγορουμένου με το Ν. Μ. με αριθμό ... της ΕΤΕ το ποσό των 3.700.000 δραχμών, για εξόφληση του τιμήματος. Ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε το ποσό αυτό του τιμήματος που το είχε εισπράξει ως εντολοδόχος της Μονής, αλλά ούτε και το αναγραφόμενο ποσό στο συμβόλαιο, το οποίο το ιδιοποιήθηκε και το οποίο, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
13) Στην …στις 16-8-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 2.176.000 δραχμών, που αποτελεί μέρος από αναγραφόμενο στο με αρ. …/16-8-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 6.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Δ. Μ. και Α. Μ. - Κ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 6.002 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων, από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι στις 11-8-1995 κατεβλήθη στο ταμείο της Μονής το ποσό των 3.824.000 δραχμών, ενώ φαίνεται να μην έχει καταβληθεί το υπόλοιπο ποσόν των 2.176.000 δραχμών, χωρίς να αιτιολογείται από τον κατηγορούμενο για ποιο λόγο δεν κατέθεσε στο ταμείο της Μονής και το υπόλοιπο του καταβληθέντος σ' αυτόν τιμήματος. Περαιτέρω, καμιά παρατήρηση, (π.χ. περί δωρεάν παραχώρησης ή ανταλλαγής), που να αφορά την πώληση του παραπάνω ακινήτου δεν καταγράφεται από τους πραγματογνώμονες, ούτε και υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του υπολοίπου τιμήματος από τον συγκεκριμένο αγοραστή ή γεγονός που να καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής των καταβολών στις οποίες αυτοί προέβησαν για την απόκτηση του ακινήτου αυτού. Το υπεξαιρεθέν ποσό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
14) Στην …στις,8-11-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενα στο με αρ. …/8-11-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ι. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.010,78 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα, το .../8-11-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση-Μαυρωνά συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Ι. Κ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, αντί τιμήματος 2.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/20-10-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο Προηγούμενος Π. Ν.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο ταμείο της Μονής. Η σχετική επί του ως άνω συμβολαίου, χειρόγραφη σημείωση, όπου αναφέρεται ότι το τίμημα για το παραπάνω συμβόλαιο δεν καταβλήθηκε από τον παραπάνω αγοραστή γιατί έλαβε αυτό από την Ιερά Μονή ως ανταλλαγή, για ανάλογη έκταση της κυριότητας, που είχε απωλέσει αυτός, από αγοραπωλησία της Ιεράς Μονής, με το με αριθμό …/1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, κατά την οποία προφανώς από παραδρομή συμπεριλήφθηκε σ' αυτό και έτσι πωλήθηκε η παραπάνω έκταση του Ι. Κ., δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιο στοιχείο, αφού: α) η σημείωση αυτή, που δεν φέρει ημερομηνία, δεν υπάρχει σε όλα τα αντίγραφα του εν λόγω συμβολαίου, β) σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει απόφαση της Αδελφότητας για την υποτιθέμενη δωρεάν παραχώρηση του ακινήτου που περιγράφεται στο παραπάνω συμβόλαιο στον αγοραστή, Ι. Κ., ούτε υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο που σε συνδυασμό με την ως άνω σημείωση επί του συμβολαίου να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε τέτοιου είδους λόγος, (δηλ. δωρεάν παραχώρηση), για να μην καταβληθεί το τίμημα. 15) Το …/5-12-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της, εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Β. Α. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4.120 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "... ..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου, αντί συμφωνημένου τιμήματος 5.523.000 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησα δυνάμει της με αρ. …/ 6-11-1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων και προκύπτει και από τον πίνακα που συνοδεύει την 233/2005 πραγματογνωμοσύνη, μέρος μόνο του τιμήματος ύψους 2.500.000 δρχ. φαίνεται να έχει καταβληθεί στο Ταμείο της Ι.Μονής από τον ίδιο τον Β. Α. στις 16-11-1996. Το υπόλοιπο ποσό ύψους 3.023.000 δρχ., που εισέπραξε ο κατηγορούμενος δεν το κατέθεσε στο Ταμείο της Μονής και το ιδιοποιήθηκε, κατά τα κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, το οποίο με βάση τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και την αγοραστική αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το συμβόλαιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ως εκ τούτου κρίνεται ότι η παράνομη ιδιοποίηση του αποτελεί υπεξαίρεση αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό της έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ.
16) Στην …στις 14-12-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα 1.100.000 δραχμές που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ. …/14-12-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.500.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Σ. Π., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 1.023,17 τ. μ. που βρίσκεται στη θέση "..." περιοχής "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, αλλά και από την κατάθεση του πραγματογνώμονα στο ακροατήριο αποδείχθηκε ότι έχει καταβληθεί στο Ταμείο της Μονής μόνο το ποσόν των 400.000 δραχμών. Επομένως, ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το επί πλέον ποσό του τιμήματος των 1.100.000 δραχμών, το ΟΕΟ'ΙΟ εισέπραξε. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
17) Στην …στις 14-3-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ …/14-3-1996 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.00.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοράστρια Ε. Λ., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.014 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ειδικότερα, το άνω συμβόλαιο συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με την Ε. Λ. για την σ' αυτήν μεταβίβαση άνω ακινήτου της. Την Ι.Μονή, κατά τη σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης, εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/23-1-1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Στον πίνακα της με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνης το παραπάνω τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής καταχωρείται από τους πραγματογνώμονες ως μη καταβληθέν στο ταμείο της Ιεράς Μονής. Το ίδιο κατέθεσε και ο πραγματογνώμων. Περαιτέρω, καμία παρατήρηση που να αφορά στην πώληση του ακινήτου για την οποία συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο από όπου να συνάγεται η συνδρομή κάποιου ιδιαίτερου λόγου που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος, γεγονός που καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων των καταβολών στις οποίες προέβη η παραπάνω αγοράστρια για την πληρωμή του τιμήματος του ακινήτου που απέκτησε δυνάμει του παραπάνω συμβολαίου. Επομένως, ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το εισπραχθέν από αυτόν ποσό, το οποίο με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
18) Στην .., στις 18-4-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/18-4-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.188.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ν. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.007,62 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
19) Στην .., στις 3-5-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/3-5-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.000.000 δραχμών που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ν. Π., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητάς της, έκτασης 552 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
20) Στην Πάτμο, στις 9-7-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/9-7-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από την αντισυμβαλλόμενη της εντολέως Μονής αγοράστρια Ε. - Μ. Π., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.004 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα, το …/9-7-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με την Ε. - Μ. Π. για την σ' αυτήν μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, αντί τιμήματος 1.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/29-4-1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ίδιο κατέθεσε και ο πραγματογνώμων. Σχετικά με το ακίνητο αυτό, επί της υπ'αριθμ. .. /1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου, δυνάμει της οποίας συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο, υπάρχει χειρόγραφη σημείωση του κατηγορουμένου από την οποία υπονοείται ότι "αρχική" αγοράστρια του συγκεκριμένου ακινήτου ήταν η Ε. Π. - Κ., μητέρα της ως άνω αγοράστριας. Ωστόσο δεν υπάρχει απόφαση της Αδελφότητας που να αφορά συμφωνία αγοραπωλησίας του ακινήτου από την τελευταία. Ακόμη όμως και εάν ήθελε υποτεθεί ότι αυτή είναι αρχική αγοράστρια στον πίνακα της πραγματογνωμοσύνης στη θέση των καταβολών δεν καταχωρούνται καταβολές της από το έτος 1990 και εντεύθεν, (ελεγχόμενο από τους πραγματογνώμονες διάστημα), ούτε υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο από το οποίο να προκύπτουν όχι μόνο καταβολές, αλλά και εξόφληση του ακινήτου από αυτήν ούτε αποδεικνύεται, η συνδρομή κάποιου ιδιαίτερου λόγου, που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος από την αγοράστρια, Ε.-Μ. Π.
Συνεπώς το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, το οποίο με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ως εκ τούτου κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ.
21) Στην .., την 29-11-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 2.810.000 δραχμών που αποτελεί μέρος αναγραφόμενου στο με αρ. …/29-11-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνας Βασιλείου τιμήματος, ύψους 4.00.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Γ. και Λ. Κ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 12.944,15 τ. μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ο αγοραστής Λ. Κ. εξεταζόμενος ενώπιον του ακροατηρίου με σαφήνεια και πειστικότητα κατέθεσε ότι με υπόδειξη του κατηγορουμένου κατέθεσε ολόκληρο το ποσό του τιμήματος σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας που του έδωσε εκείνος, ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το τίμημα καταβλήθηκε από τον αγοραστή. Ωστόσο, όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων, αλλά προκύπτει και από τον συνημμένο στην 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα, το τίμημα δεν καταβλήθηκε στο ταμείο της Μονής και επομένως το ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
22) Στην .., στις 31-1-1997 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα 2.000.000 δραχμές που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ …/31-1-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Δ. Β., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.042 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ο εν λόγω αγοραστής κατέθεσε με σαφήνεια και πειστικότητα ότι αυτός και η μητέρα του κατέβαλαν στον ίδιο τον κατηγορούμενο ολόκληρο το ποσό των 4.000.000 δραχμών και εκείνος τους χορηγούσε αποδείξεις. Ωστόσο στο ταμείο της Μονής έχει καταβληθεί μόνο το ποσό των 2.000.000 δραχμών, ενώ υπόλοιπο ποσό των 2.000.000 δραχμών, δεν το απέδωσε ο κατηγορούμενος και το ιδιοποιήθηκε, κατά κατάχρηση εμπιστοσύνης. Το ποσό αυτό με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
23) Στην …, στις 17-12-1997 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα 2.825.000 δραχμές που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ. …/17-12-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συνολικού τιμήματος, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Π. Γ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.005 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση " ..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου, καθώς, όπως διευκρίνισε ο πραγματογνώμων έχει εισαχθεί στο ταμείο της Μονής το ποσό των 1.175.000 δραχμών, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 2.825.000 δραχμών δεν το απέδωσε ο κατηγορούμενος. Το παραπάνω ποσό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
24) Στην …στις 7-2-1997 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 2.986.500 δραχμών που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ. …/7-2-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 3.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από την αντισυμβαλλόμενη της εντολέως Μονής αγοράστρια Ο. Γ., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.419,28 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "... " της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
25) Στην …στις 5-3-1998 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ …/5-3-1998 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχοι) εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ι. Α., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.010 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
26) Περαιτέρω ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με την εκκαλούμενη και για την πράξη της υπεξαίρεσης, του ότι δηλαδή, στην Πάτμο στις 6-5-1993 και κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. … /6-5-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Λέρου Φροσύνης Τζανουδάκη τίμημα, ύψους 2.100.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Α. Κ., Σ. Μ., Σ. Π. και Κ. Μ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.100 Τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." (άνωθεν Δ.Ε.Η.) της ν::σου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Η πράξη όμως αυτή ήταν παραγεγραμμένη, καθόσον, όταν επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, στις 22-9-2008, το 118/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και η κλήση προς συζήτηση είχε συμπληρωθεί ήδη η δεκαπενταετία από την τέλεση της (πράξης), χωρίς να έχει επέλθει αναστολή (άρθρα 111 και 113 του ΠΚ). Επομένως για την πράξη αυτή πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω της επελθούσας παραγραφής (άρθρο 370 περ. β του ΚΠΔ).
27) Στην …στις 14-12-1993 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 1.956.000 δραχμών που αποτελεί μέρος από το αναγραφόμενο στο με αρ. …/14-12-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.012.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Κ. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.012,29 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Όπως προκύπτει από τον συνημμένο πίνακα στην …/2005 πραγματογνωμοσύνη από το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα έχει εισαχθεί στο ταμείο της στη Μονής το ποσό των 2.055.700 δραχμών, ο δε κατηγορούμενος δεν απέδωσε το ποσό των 1.956.000 δραχμών. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
28) Στην …στις αρχές του έτους 1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/5-12-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Χ. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 530 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ειδικότερα το …/5-12-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος κατηγορουμένου συνήψε με τον Χ. Κ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου, αντί τιμήματος 4.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/20-11-1994 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της ο Εκκλησιάρχης Κ. κατά κόσμον Ε. Π.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
29) Στην …στις 12-5-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/12-5-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Γ. και Χ. Μ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.008 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Η καταβολή του τιμήματος από τον αγοραστή στον κατηγορούμενο ως εντολοδόχο της Μονής αποδεικνύεται από την κατάθεση του ποσού αυτού στον υπ' αρ. ... κοινό λογαριασμό της ΕΤΕ του κατηγορουμένου και του Ν. Μ.. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
30) Στην Πάτμο, στις 19-10-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/19-10-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.023.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Α. Σ. -Π. και Χ. Σ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.022,90 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." περιοχή "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα το …/19-10-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος, συνήψε με τους Α. Σ. - Π. και Χ., Σ. για την σ' αυτούς μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, έκτασης . 4.022,90 τ.μ., αντί αναγραφομένου στο συμβόλαιο τιμήματος 4.023.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/15-5-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στον πίνακα καταβολών της παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνης, προκύπτει ότι το παρακάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο αγοραστής κατέθεσε σε προσωπικό λογαριασμό του Γ. Μ. 4.000.000 δρχ. και στους υπ' αριθμ. ... και ... κοινούς λογαριασμούς της ΕΤΕ Γ. Μ.-Ν. Μ. κατέθεσε 12 επιταγές ποσού 337.000 δρχ. η μία και 333.000 δρχ. κάθε μία από τις υπόλοιπες, πράγμα που καθιστά βέβαιο ότι το τίμημα ήταν μεγαλύτερο του αναγραφέντος. Παρά ταύτα ουδένα ποσό έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης έχει υπεξαιρέσει τουλάχιστον το ποσό του αναγραφομένου τιμήματος, για το οποίο έχει απαγγελθεί κατηγορία. ' 31) Στην ..., στις 18-1-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/18-1-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από την αντισυμβαλλόμενη της εντολέως Μονής αγοράστρια Ε. Κ. -Μ., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.005 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα, το …/18-1-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος κατηγορουμένου, συνήψε με την Ε. Κ. - Μ. για την σ' αυτήν μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, αντί αναγραφομένου στο συμβόλαιο τιμήματος του 1.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/27-2-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Από το βιβλίο Ταμείου της Μονής, του οποΐοο τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στον πίνακα καταβολών της παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνης προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Στον με αριθμό ... λογαριασμό της ΕΤΕ Πάτμου του Γ. Μ.-Μ., φαίνεται ότι έχει καταβληθεί ^άπό τον Σ. Κ. το ποσό των 500.000 δραχμών. Όμως ούτε το ποσό αυτό έχει αποδοθεί στη Μονή.
32) Στην .., στις 23-9-1996, και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/23-9-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.400.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Π. Α., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 3.000 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ο εν λόγω αγοραστής κατέθεσε με σαφήνεια και πειστικότητα, ενώπιον του ακροατηρίου ότι, όταν αγόρασε το ακίνητο ο κατηγορούμενος του έδωσε ένα τραπεζικό λογαριασμό για να του καταθέσει το τίμημα. Ο λογαριασμός αυτός δεν ήταν άλλος από τον κοινό λογαριασμό με αριθμό …λογαριασμό της Ε.Τ.Ε. Πάτμου του Γ. Μ.-Μ., στον οποίο υπάρχουν πράγματι καταθέσεις από μέρους του αγοραστή ύψους 2.000.000 δραχμών, που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του. Επομένως αποδεικνύεται με βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε το ποσό των 2.400.000 δραχμών που είχε εισπράξει ως εντολοδόχος της Μονής. Το ποσό αυτό με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ.
33) Σχετικά με το …/30-12-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση αποδείχθηκε ότι η Ιερά Μονή Πάτμου εκπροσωπούμενη από τον Καθηγούμενο Α. κατά κόσμον Ι. Κ. δυνάμει της με αριθμό …/25-10-1997 σε συνδυασμό με τη με αριθμό όμοια …/29-2-1996 πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου της, πώλησε και μεταβίβασε προς τους Σ. συζ. Γ. Μ. και Γ. Μ. ένα ακίνητο της, κείμενο στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου, έκτασης 4.005 τ.μ., αντί συμφωνημένου τιμήματος 4.000.000 δραχμών. Ο πραγματογνώμων κατέθεσε στο ακροατήριο ότι από τον συνημμένο στην υπ' αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα φαίνεται ότι στο ταμείο της Μονής έχουν εισαχθεί περισσότερα χρήματα και υφίσταται μία καταβολή ποσού 8.059.000 δραχμές στο όνομα Γ. Μ.. Ανεξάρτητα από το ότι το πλέον πιθανό είναι ότι η καταβολή του ποσού αυτού αφορά τιμήματα άλλων προγενεστέρων συμβολαίων, με τα οποία ο Γ. Μ. είχε αγοράσει άλλα ακίνητα από τη Μονή, όμως, εφόσον δεν είναι δυνατό να διευκρινιστεί αυτό με βεβαιότητα, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο τις ελάχιστες αμφιβολίες του να τις ερμηνεύσει υπέρ του κατηγορουμένου και να τον κηρύξει αθώο για την πράξη αυτή.
Παραπέρα, ο κατηγορούμενος προκειμένου να ιδιοποιηθεί τα χρηματικά ποσά που εισέπραττε από τις πωλήσεις, καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία, λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του, τον περιέβαλε η εντολέας του, χρησιμοποίησε την μεθόδευση των ατύπων πωλήσεων. Πρόκειται για πωλήσεις ακινήτων της Μονής με προφορική συμφωνία σε αγοραστέ οι οποίοι στη συνέχεια εμφανίζονταν ως ένα εκ των συμβαλλομένων μερών σε συμβόλαια γονικών παροχών ή δωρεών, όπου βέβαια η Μονή δεν ήταν συμβαλλόμενη, και με τον τρόπο αυτό αποκτούσαν μεταγραπτέο τίτλο κυριότητας. Στα συμβόλαια αυτά δηλωνόταν ότι, ο παρέχων γονέας είχε δήθεν αποκτήσει ΤΓ προς μεταβίβαση ακίνητο με τη συμπλήρωση στο πρόσωπο του νομίμου χρόνου της χρησικτησίας, χρησιδεσπόζοντας το ακίνητο από τότε που ο δικαιοπάροχος του (συνήθως αναφερόταν κάποιο συγγενικό πρόσωπο του παρέχοντος), του είχε δήθεν μεταβιβάσει στο παρελθόν ατύπως (με δωρεά ή πώληση) το ακίνητο. Έτσι, αφού δεν εμφανιζόταν η Μονή ως πωλήτρια στα συμβόλαια αυτά, δεν δημιουργείτο εμφανής υποχρέωση εισδοχής του τιμήματος στο ταμείο της με συνέπεια η ιδιοποίηση αυτού να είναι πιο ευχερής. Ο τρόπος αυτός της μεταβίβασης, και μάλιστα παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων, τους υπεδείχθη από τον εκκαλούντα και την συμβολαιογράφο Πάτμου ως ο πλέον ενδεδειγμένος για την κτήση τίτλου κυριότητας στα ακίνητα που τους πώλησε η Μονή. Οι περιπτώσεις αυτές στις οποίες ακολουθήθηκε η παραπάνω μεθόδευση είναι οι ακόλουθες:
1) Μεταξύ του κατηγορουμένου, ενεργούντος ως εντολοδόχου της Ιεράς Μονής, λόγω της ιδιότητας του ως αρμοδίου επί των πωλήσεων ακινήτων της Μονής και του Α. Γ., συμφωνήθηκε προφορικά τις αρχές Απριλίου του έτους 1995 η πώληση προς τον τελευταίο ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2010 τ.μ., κείμενου στη θέση "..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 3.000.000 δραχμών, το οποίο δεν καταβλήθηκε από τον αγοραστή στο Ταμείο της Μονής, αλλά προσωπικά στον Γ. Μ.. Για την πώληση αυτή αν και είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ …/1995 πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου, δεν συνετάγη συμβόλαιο αγοραπωλησίας με συμβαλλομένους την Ιερά Μονή ως πωλήτρια και τον Α. Γ. ως αγοραστή, αλλά το υπ' αριθμ. …/17-6-1997 συμβόλαιο γονικής παροχής από τη συμβολαιογράφο Πάτμου Αντωνία Καρδάση, στο οποίο δηλώνεται ότι η Χ. Γ., μητέρα του Α. Γ., είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό από τον πατέρα της Α. Μ. το έτος 1979 το οποίο έκτοτε κατείχε και νεμόταν με διάνοια κυρίου. Ο ως άνω εντολοδόχος της Μονής εκκαλών κατηγορούμενος υπέδειξε αρχικά στον παραπάνω αγοραστή να προβεί σε καταθέσεις για την πληρωμή του τιμήματος στον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με δικαιούχο τον ίδιο (δηλ. τον Γ. Μ.), ενώ στη συνέχεια υπέδειξε στον παραπάνω αγοραστή να καταβάλει το ποσό που απέμεινε για την αποπληρωμή του τιμήματος στον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην ΕΤΕ Πάτμου πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και συγκεκριμένα στον Θ. Π. με τον οποίο διατηρούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις. Πράγματι στους ως άνω λογαριασμούς κατατέθηκα τμηματικά ολόκληρο το συμφωνηθέν ποσό του τιμήματος. Το τίμημα αυτό ουδέποτε αποδόθηκε στη Μονή, αλλά ο κατηγορούμενο-, καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε, το ιδιοποιήθηκε. Με το παραπεμπτικό 118/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου κρίθηκαν παραγεγραμμένα τα υπεξαιρεθέντα τμηματικά ποσά, μέχρι του ποσού των 2.000.000 δραχμών και απαγγέλθηκε κατηγορία για το ποσό των 1.000.000 δραχμών, το οποίο δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που τούτο κατετέθη στο λογαριασμό του είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την ιδιοποίηση του ποσού αυτού.
2) Μεταξύ του ως άνω εκκαλούντος, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και του Θ. Ν., συμφωνήθηκε προφορικά η προς τον τελευταίο πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2010 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος 1.500.000 δραχμών. Το ποσό αυτό κατέβαλε προσωπικά ο αγοραστής Θ. Ν. στον ως άνω εκκαλούντα Γ. Μ. Μ. με τον οποίο αποκλειστικά έγιναν όλες οι συνεννοήσεις την 1-4-1996 στον κοινό λογαριασμό με τον Μ. Ν. με αριθμό ... στο υποκατάστημα της Πάτμου της ΕΤΕ. Για την πώληση αυτή, καταρτίστηκε στη συνέχεια το υπ' αριθμ. …/8-10-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση, σύμφωνα με το οποίο η Ο. Ν., μητέρα του αντισυμβαλλομένου της Μονής αγοραστή μεταβιβάζει λόγω γονικής παροχής στον γιό της Θ. Ν. το ως άνω ανήκον στη Μονή ακίνητο, δηλώνοντας ότι η ίδια έγινε κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Συγκεκριμένα στο συμβόλαιο, κατά δήλωση της, αναφέρεται ότι νέμεται τούτο συνέχεια, ανενόχλητα και αδιάλειπτα από το έτος 1970 που η νομή του περιήλθε σ' αυτήν λόγω άτυπης δωρεάς του πατέρα της Θ. Κ.. Ωστόσο, ο ως άνω εκκαλών, οποίος ήδη κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αυτού (8-10-1996) είχε εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό της Μονής το τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής δεν απέδωσε τούτο στην εντολέα του όπως όφειλε, αλλά κατά καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία εκείνη, λόγω της παραπάνω ιδιότητας του, τον περιέβαλλε, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
3) Μεταξύ του ως άνω εκκαλούντος, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και του Ε. Γ. συμφωνήθηκε προφορικά η προς τον τελευταίο πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2.009 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "... ..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 6.000.000 δραχμών. Το ποσό αυτό κατέβαλε προσωπικά ο αγοραστής Ε. Γ. στον Γ. Μ. με τον οποίο αποκλειστικά έγιναν όλες οι συνεννοήσεις Για την πώληση αυτή, συνετάγη στη συνέχεια το υπ' αριθμ. …/13-9-1996 συμβόλαιο από τη συμβολαιογράφο Πάτμου Αντωνία Καρδάση, στο οποίο δηλώνεται ότι το ακίνητο απέκτησε ο Ε. Γ. με άτυπη αγορά από τον πατέρα του Β. το έτος 1968 και έκτοτε κατέχει και νέμεται αυτό διάνοια κυρίου. Ωστόσο, ο ως άνω εκκαλών, ο οποίος ήδη κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αυτού (13-9-1996) είχε εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό της Μονής το τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής δεν απέδωσε τούτο στην εντολέα του, όπως όφειλε, αλλά κατά καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία εκείνη, λόγω της παραπάνω ιδιότητας του τον περιέβαλλε, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
4) Μεταξύ του ως άνω εκκαλούντος, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και του Τ. Χ. συμφωνήθηκε προφορικά η προς τον τελευταίο πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2.080 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 8.000.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλε προσωπικά ο αγοραστής Τ. Χ. στον κατηγορούμενο Γ. Μ. με τον οποίο είχε συνεννοηθεί αποκλειστικά για την αγορά του ακινήτου. Η κατάθεση του μάρτυρα Γ. Α. στο ακροατήριο είναι σαφής πειστική και λεπτομερής, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η μεταβίβαση του ακινήτου. Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο αγοραστής Τ. Χ. δεν είχε καμία σχέση με την Πάτμο, είναι μεγάλος τουριστικός πράκτορας στη Ρόδο, και έχοντας πληροφορηθεί για τις πολυάριθμες πωλήσεις οικοπέδων που γινόταν στην Πάτμο, το καλοκαίρι του 1996, μετέβη με τον μάρτυρα στο νησί, όπου διαπραγματεύτηκε με τον κατηγορούμενο, επισκέφτηκαν και είδαν το ακίνητο, συμφωνήθηκε η πώληση και ο αγοραστής κατέβαλε το τίμημα με την έκδοση επιταγών ύψους 8.000.000 δραχμών, οι οποίες, πληρώθηκαν. Όμως για την πώληση αυτή, συνετάγη στη συνέχεια το υπ' αριθμ. …/6-9-1996 συμβόλαιο από τη συμβολαιογράφο Πάτμου Αντωνία Καρδάση, στο οποίο βεβαιώνεται ότι το ακίνητο απέκτησε ο Τ. Χ. με άτυπη αγορά από τον πατέρα του Ε. το έτος 1970 και έκτοτε κατέχει και νέμεται αυτό διάνοια κυρίου. Ωστόσο, ο ως άνω εκκαλών, ο οποίος ήδη, κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αυτού (6-9-1996), είχε εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό της Μονής το τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής, δεν απέδωσε τούτο στην εντολέα του, όπως όφειλε, αλλά κατά καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία εκείνη, λόγω της παραπάνω ιδιότητας του τον περιέβαλλε, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
5) Μεταξύ του άνω κατηγορουμένου, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και της Χ. Μ. συμφωνήθηκε προφορικά η προς την τελευταία πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 3.348,16 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "... της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 5.100.000 δραχμών. Για την πώληση αυτή, συντάχθηκε στη συνέχεια από την ίδια συμβολαιογράφο το υπ' αριθμ. …/18-12-1997 συμβόλαιο, στο οποίο δηλώνεται ότι η μητέρα της Χ. Μ., Θ. Κ., απέκτησε το ακίνητο αυτό με άτυπη αγορά από την Α. Κ. το έτος 1975 και έκτοτε κατέχει και νέμεται αυτό με διάνοια κυρίας. Το ποσό των 5.100.000 δρχ. κατέβαλε προσωπικά η Χ. Μ. στον κατηγορούμενο Γ. Μ. (βλ. τις προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής στους υπ' αριθμ. ... [Ε.Τ.Ε.] και ... [Εμπορικής Τράπεζας] λογαριασμούς του). Ειδικότερα στις 23-11-1995 κατέθεσε 1.000.000 δραχμές και από τις 28-12-1995 και έως τις 29-1-1999, 37 ισόποσες δόσεις των 100.000 δρχ η κάθε μία και δύο ισόποσες των 200.000 δρχ., η κάθε μία Το ποσό αυτό δεν αποδόθηκε στο σύνολο του στην εντολέα του. Με το παραπεμπτικό 118/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου κρίθηκαν παραγεγραμμένα τα υπεξαιρεθέντα τμηματικά ποσά, μέχρι του ποσού των 4.100.000 δραχμών και απαγγέλθηκε κατηγορία για το ποσό των 1.000.000 δραχμών, το οποίο δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το ποσό αυτό, ύψους 1.000.000 δραχμών το οποίο η ως άνω αγοράστρια κατέθεσε στις 23-11-1995 στον ίδιο λογαριασμό του κατηγορουμένου ουδέποτε το απέδωσε στην ως άνω εντολέα του Ιερά Μονή, παρά την προς τούτο υποχρέωση που λόγω της ιδιότητας του εντολοδόχου της είχε, αλλά, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης της, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που τούτο κατετέθη στο λογαριασμό του είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, όπως στο διατακτικό, εκτός από την πράξη με αριθμό 26 για την οποία πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και την πράξη με αριθμό 33 για την οποία πρέπει να κηρυχθεί αθώος".
Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ιερομόναχο και Ηγουμενοσύμβουλο της πολιτικώς ενάγουσας Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Ευαγγελισμού της Πάτμου, ως εντολοδόχο και διαχειριστή της Μονής, για κακουργηματική υπεξαίρεση, κατ' εξακολούθηση και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, χρηματικού ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, χαρακτηρισθέντος κάθε επί μέρους ποσού ως ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ποσά που αυτός εισέπραξε, ως εντολοδόχος, ως τίμημα πώλησης από τους αντισυμβαλλομένους της Μονής αγοραστές πωληθέντων ακινήτων της Μονής και παράνομα ιδιοποιήθηκε, με χρόνο τελέσεως των επί μέρους 36 επί μέρους αυτοτελών πράξεων υπεξαίρεσης, από τον Ιούνιο του 1994 έως και το έτος 1998, συνολικού ποσού 99.110.900 δραχμών και του επέβαλε μία ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών.
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 105/2011 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 17, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 111,112 και 375 παρ. 1, 2α ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τους χρόνους τελέσεως των επί μέρους πράξεων( 1994-1998), προ και μετά τις τροποποιήσεις του ν. 2408/1996, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση.
Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και αξιολογήσεως του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά. Ειδικότερα αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις του αναιρεσείοντος ιερομόναχου και Ηγουμενοσύμβουλου, ενεργήσαντος τις πωλήσεις ακινήτων της πολιτικώς ενάγουσας Ι.Μ. Πάτμου και κατόχου εισπράξαντος το τίμημα πωλήσεων, που όφειλε να αποδώσει, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα, ως εντολοδόχος - διαχειριστής της Μονής και κατά κατάχρηση της εμπιστοσύνης που τον περιέλαβαν τα όργανα της Μονής, με 36 επί μέρους πράξεις υπεξαίρεσης, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, λόγω ποσού υπεξαιρεθέντων υπ' αυτού ως εντολοδόχου χρημάτων σε κάθε πώληση, κριθέντος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με αναφορά στις κατά νόμο περιστάσεις υπό την μορφή που προεκτέθηκαν. Συγκεκριμένα γίνεται στο αιτιολογικό λεπτομερής αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος που του αποδίδεται, με παρακράτηση υπ' αυτού, ενεργούντος ως εντολοδόχου, σύμφωνα με την συνδέουσα αυτόν και την Μονή έννομη σχέση εντολής, αφού σε αυτόν ως Ηγουμενοσύμβουλο αυτής είχε αποκλειστικά και πάγια ανατεθεί από την Μονή η όλη διαδικασία πώλησης ακινήτων της Μονής σε τρίτους και με βάση τους κανόνες της άμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό της εντολέως Μονής, που πράγματι ενεργούσε τις πωλήσεις ο κατηγορούμενος, οπότε ο κατηγορούμενος που εισέπραξε τμηματικά, σε εκτέλεση της δοθείσας σε αυτόν εντολής, από τους αγοραστές το τίμημα πωλήσεως σε 36 περιπτώσεις πωλήσεων ακινήτων της Μονής, ήτοι τα εισπραχθέντα χρήματα, ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε κάθε μία πώληση, δεν τα απέδωσε στη Μονή και παράνομα τα ιδιοποιήθηκε, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που τον είχαν περιλάβει τα όργανα της Μονής και εκδήλωσε έτσι τη βούλησή του, την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης, κατά τις παραδοχές, διαπράξας υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, σε όλες τις επί μέρους περιπτώσεις που καταδικάστηκε, προ και μετά τις τροποποιήσεις του άρθρου 375 ΠΚ, με το ν. 2408/1996. β) Κατά τις παραδοχές είχε δοθεί από τα όργανα της Μονής προς τον κατηγορούμενο η εντολή για εκτέλεση της όλης διαδικασίας εκποίησης των ακινήτων της Μονής, που συνιστά εντολή διαχείρισης, η δε εντολή αυτή είναι αδιάφορο αν είναι γραπτή ή προφορική ή ασκείται "εν τοις πράγμασι", γ) Η τήρηση ή μη του αναγκαίου τύπου από τα αρμόδια όργανα της Μονής (άρ. 217 ΑΚ) κατά την παροχή της πάγιας εντολής προς τον κατηγορούμενο εντολοδόχο προς πώληση των ακινήτων της Μονής σε τρίτους, δεν επηρεάζει το παράνομο της υπό του κατηγορουμένου παρακράτησης των πραγματικά εισπραχθέντων από τους αγοραστές τιμημάτων των πραγματοποιηθεισών υπό του κατηγορουμένου για λογαριασμό της Μονής πωλήσεων, συμβολαιογραφικών και μη, που κατατίθεντο σε υποδεικνυόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς του κατηγορουμένου και κοινούς με συνδικαιούχα τρίτα έμπιστά του πρόσωπα, αντί στο ταμείο της Μονής, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο αιτιολογικό, δ) Η εξωτερίκευση της θέλησης ενσωμάτωσης των εισπραχθέντων από τους αγοραστές χρημάτων στην περιουσία, επί εντολοδόχου - διαχειριστή ξένης περιουσίας, όπως ήταν ο αναιρεσείων, εκδηλώθηκε κατά τις παραδοχές με την παράλειψη απόδοσης των χρημάτων στο ταμείο της Μονής και την παράνομη κατακράτηση και δη με την υπόδειξη κατάθεσης και την πραγματική κατάθεση των χρημάτων από τους αγοραστές των ακινήτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού και τρίτων συνδικαιούχων γνωστών του προσώπων, διότι υπήρχε νόμιμη συμβατική υποχρέωση αυτού για απόδοση των χρημάτων, αφού πρόκειται περί εισπράξεως τιμημάτων πωλήσεως από άμεσο αντιπρόσωπο ενεργούντα στο όνομα και για λογαριασμό της δικαιούχου - αντιπροσωπευόμενης πωλήτριας των ακινήτων Μονής, και όχι στο όνομά του, οπότε στην προκειμένη περίπτωση, στο αιτιολογικό δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά ότι τα εισπραχθέντα εκ μέρους του κατηγορουμένου τιμήματα πωλήσεων ακινήτων της Μονής, του ζητήθηκαν και αυτός αρνήθηκε την απόδοσή τους, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων και δεν ήταν απαραίτητη απόδειξη αναζήτησης των χρημάτων από την ιδιοκτήτρια Μονή και άρνησης αποδόσεως αυτών στη Μονή από τον εισπράξαντα κατηγορούμενο Ηγουμενοσύμβουλο αυτής, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με τον πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ε) Ο κατηγορούμενος κατά τις παραδοχές έγινε κάτοχος των χρημάτων (τιμήματος ολικού ή μέρους) που οι αγοραστές των ακινήτων της Μονής σε ορισμένες περιπτώσεις παρέδωσαν σε αυτόν σε μετρητά και σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις στις παραδοχές διακρίσεις, κατέθεσαν σε υποδεικνυόμενους από αυτόν τραπεζικούς λογαριασμούς του κατηγορουμένου και κοινούς με συνδικαιούχα ανάληψης τρίτα πρόσωπα και έτσι παράνομα ιδιοποιήθηκε όλα τα ποσά, αφού κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 ΠΚ, η κατοχή του ξένου πράγματος διαφέρει μεν της αντίστοιχης έννοιας του αστικού δικαίου και συνίσταται αυτή στην πραγματική σχέση η οποία καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά τη βούλησή του, η δε απόκτηση της κατοχής χρημάτων υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την υλική παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά των χρημάτων στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε τράπεζα με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος ή συνδικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΝΔ της 17-7/17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών". Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εισπράξεως διαφορετικών μικρότερων ποσών συμφωνηθέντων τιμημάτων από αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο, διαφόρων της αντικειμενικής αξίας των πωληθέντων ακινήτων, ήτοι περί ποσών πραγματικών, μικρότερων της αναγραφόμενης στα συμβόλαια αντικειμενικής αξίας και μη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε κάθε επί μέρους περίπτωση, είναι απαράδεκτες γιατί με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, κύριοι, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος και πρόσθετος λόγος, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατ' εκτίμηση και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Η υπεξαίρεση, κατά τα προαναφερθέντα, προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα ( άρ. 375 παρ. 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής τέτοιας περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Η νέα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 α ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον παραπάνω ν. 2408/1996, είναι επιεικέστερη από την αρχική, αφού η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε, ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, ενώ στην προηγούμενη διάταξη η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών ήταν ενδεικτική. Επί υπεξαίρεσης που τελέσθηκε από δράστη εντολοδόχο, η διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ, πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, ήταν δυσμενέστερη της νέας, κατά το σημείο που αξίωνε επί πλέον το στοιχείο της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (βλ. ΑΠ 621,726,981/2002). Επί υπεξαίρεσης ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος, αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999). Στην περίπτωση όμως που όλες ή οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο καθεμιάς μερικότερης πράξεως, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98, η οποία προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και στα εγκλήματα κακουργηματικής υπεξαίρεσης που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερη από τις προηγούμενες ρυθμίσεις, εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σε αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό που υπεξαιρέθηκε, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Επομένως, για τον χαρακτηρισμό της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το υπεξαιρεθέν ποσόν σε καθεμία μερικότερη πράξη να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και η πράξη να τελέστηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όλες οι επί μέρους πράξεις υπεξαίρεσης, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, κατ' εξακολούθηση σε μία ποινή κάθειρξης επτά ετών, τελέστηκαν από τον Ιούνιο του 1994 έως και το έτος 1998, πριν την ισχύ του ν. 2721/1999 και φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα, και υπό την ισχύ του εφαρμοσθέντος επιεικέστερου ν. 2408/1996, αφού τελέστηκαν όλες από εντολοδόχο διαχειριστή και αφορούν ποσά που χαρακτηρίστηκαν από το δικαστήριο της ουσίας ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Χρόνος δε τελέσεως των επί μέρους εξαιρέσεων, που εξειδικεύεται σε κάθε επί μέρους πράξη, δεν είναι ο χρόνος συντάξεως των συμβολαίων μεταβίβασης των ακινήτων της Μονής που συνέπραξε ο αναιρεσείων, αλλά ο χρόνος που εκδήλωσε ο αναιρεσείων εντολοδόχος διαχειριστής Ιερομόναχος την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί τα τιμήματα που εισέπραξε και κατατέθηκαν με υπόδειξη και εντολή δική του από τους αγοραστές, αντί του ταμείου της Μονής σε Τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού και κοινούς με συνδικαιούχους γνωστά του τρίτα πρόσωπα. Προσδιορίζεται δε ο ως παραπάνω χρόνος τέλεσης κάθε πράξης υπεξαίρεσης στην απόφαση επακριβώς για κάθε περίπτωση, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του 1994 και από την ημερομηνία αυτή, ως αφετηρία της παραγραφής των κακουργηματικών αυτών πράξεων και έκτοτε μέχρι και την 17-11-2011 που δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δεν είχε παρέλθει ο νόμιμος χρόνος της 15ετούς παραγραφής και ορθά απορρίφθηκε από το δικαστήριο η προβληθείσα σχετική ένσταση παραγραφής. Επομένως ο συναφής πέμπτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να κάνει δεκτό τον ισχυρισμό του περί παραγραφής και να παύσει την ποινική δίωξη, διότι όλες οι πράξεις είχαν παραγραφεί λόγω παρόδου 15ετίας από την τέλεσή τους με τη σύνταξη των συμβολαίων μεταβίβασης των ακινήτων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 333 παρ.2 του ΚΠΔ, "εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, όταν το ζητήσουν για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται..." και κατά τη διάταξη του άρθρου 335 παρ.2 του ΚΠΔ, "εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον πρόεδρο κατά τα άρθρα 141 παρ.2, 333, 334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ.2 και 359, μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 141 παρ.2 και 3 του ΚΠΔ, "ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, ... και να παραδίδουν γραπτώς σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων η οποία εκδίδεται μετά από προσφυγή κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν.".
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι έχουν ορισμένο αίτημα και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, ήτοι αιτήσεις ή ενστάσεις, που έχουν έννομη σημασία και πρέπει να απαντηθούν από το δικαστήριο. Αν ζητήθηκε η κατάθεση αυτοτελών ισχυρισμών από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, η τυχόν άρνηση από το διευθύνοντα τη συζήτηση για καταχώρηση στα πρακτικά, δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατ' αρθρ. 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ, αλλά παρέχει στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο προς άσκηση του δικαιώματος καταθέσεως τούτων, σε περίπτωση δε αρνήσεως αποφάσεως από το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε ή παρά το νόμο απορρίψεως του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου, πράγμα που πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά από τα πρακτικά συνεδριάσεως, υφίσταται έλλειψη ακρόασης και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατά τα άρθρα 170 παρ.2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' εδ. β' του ΚΠΔ και όχι παραβίαση των διατάξεων περί δημοσιότητας. Τα πρακτικά όμως του δικαστηρίου, που συντάσσονται από το γραμματέα με ευθύνη αυτού και του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ' αυτά, ωσότου διορθωθούν ή προσβληθούν για πλαστότητα, σύμφωνα με το άρθρο 140 και 140 παρ.3 του ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης, ο αναιρεσείων επικαλείται την, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που προκλήθηκε στο ακροατήριο, από τη μη καταχώρηση στα πρακτικά, μη λήψη υπόψη και μη απάντηση επί των προβληθέντων υπό των συνηγόρων του αυτοτελών ισχυρισμών, "α) να μη ληφθεί υπόψη η ΕΜΠ 233/2-8-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΟΕ/Υπ. Οικονομικών, ως μη έχουσα επιστημονική υπόσταση και β) να θεωρηθεί ως άκυρη, άλλως ελλιπής η εν λόγω πραγματογνωμοσύνη, ως μη πληρούσα τους όρους του εγγράφου και μη εμφανίζουσα την πραγματικότητα και γ) να κριθεί η υπόθεση με βάση το ν. 2408/1996 και όχι με το ν. 2721/1999, γιατί είναι επιεικέστερος". Ο πρώτος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177, 178 και 179 ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμη και άκυρα, εκτός αν η χρησιμοποίησή τους προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' ΚΠΔ. Οι ως παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κατ' αρχήν δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς που χρήζουν απαντήσεως από το δικαστήριο, η δε προβαλλόμενη ως παραπάνω ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης απαραδέκτως προβλήθηκε, αφού η αιτίαση ακυρότητας της συνεκτιμηθείσας από το δικαστήριο πραγματογνωμοσύνης λόγω έλλειψης επιστημονικής υπόστασης και να θεωρηθεί ως άκυρη, άλλως ελλιπής, ως μη πληρούσα τους όρους του εγγράφου και μη εμφανίζουσα την πραγματικότητα, δεν αφορά το τυπικό κύρος αυτής, αλλά αφορά την ουσιαστική εκτίμηση αυτής παρά του δικαστηρίου, η οποία και έγινε ανέλεγκτα, από το δικαστήριο της ουσίας που την συνεκτιμά στο προπαρατεθέν αιτιολογικό του, αφού σε κάθε περίπτωση στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμη και άκυρα. Όσον αφορά τον ισχυρισμό, "να κριθεί η υπόθεση με βάση το ν. 2408/1996 και όχι με το νεότερο ν. 2721/1999, γιατί είναι επιεικέστερος", ζήτημα που οφείλει το δικαστήριο να ερευνά και αυτεπάγγελτα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του εφάρμοσε (και ορθά κατά τα παραπάνω) το άρθρο 98 και 375 παρ.2 ΠΚ, όπως ίσχυαν, με τις τροποποιήσεις του παραπάνω επιεικέστερου ν. 2408/1996 και όχι με τις τροποποιήσεις του ν. 2721/1999 (βλ. νομική σκέψη προσβαλλόμενης αποφάσεως στη σελ. 37).
4. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 38, 141 παρ. 3 και 338 ΚΠΔ, αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο που προσκομίσθηκε, αποδίδεται δε η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αντίγραφο των σχετικών πρακτικών μετά του προσβληθέντος ως πλαστού εγγράφου, αν δε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο είναι αναγκαίο προς απόφαση επί της κυρίας υποθέσεως, το δικαστήριο αναβάλλει τη δίκη ως ότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία, χωρίς να ερευνήσει το υποστατό της κατηγορίας. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα μπορεί να έχει εφαρμογή και ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν προσβάλλονται, για πλαστότητα τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εφόσον αυτή (πλαστότητα) συνδέεται με λόγο αναιρέσεως, που αναφέρεται σε πλημμέλεια που ελέγχεται αναιρετικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσβάλλει, κατά το μέρος αυτό, ως πλαστά τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη με αρ. 105/2011 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, για το λόγο ότι δεν έχουν καταχωρηθεί κατατεθέντες υπό των συνηγόρων του γραπτοί αυτοτελείς ισχυρισμοί και περιλαμβάνουν ψευδώς ως εξετασθέντα και καταθέσαντα στο ακροατήριο, κατά την 14-11-2011 και 15-11-2011, τον μάρτυρα κατηγορίας Αρχιμανδρίτη Α. Ν., ο οποίος όμως δεν εξετάστηκε (είχεν εξετασθεί την 5-5-2011, σε προηγούμενη δικάσιμο αναβληθείσα και έτσι συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο εσφαλμένα κατάθεση ανύπαρκτου μάρτυρα και την πλαστότητα αυτή των πρακτικών, προσέβαλε προς τον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου με τη σχετική από 21-3-2012 αίτησή του. Η ως άνω προσβολή των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για πλαστότητα και ο συναφής δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται από τον ΚΠΔ και από την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, με το να περιληφθεί στα πρακτικά και να συνεκτιμηθεί κατάθεση μάρτυρος κατηγορίας που δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο, δίχως όμως, όπως είχε υποχρέωση, κατά τα προεκτεθέντα, ο αναιρεσείων, να επικαλείται ότι έχει υποβάλει σχετική μήνυση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και δίχως να αποδίδει την πλαστογραφία των πρακτικών σε ορισμένο πρόσωπο, ήτοι χωρίς να προσδιορίζει τον πλαστογράφο και να επικαλείται ταυτόχρονα και τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη της πλαστότητας αυτής, ώστε να αναβληθεί η δίκη για να κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο η τύχη της μήνυσης ή δίωξης για την καταμηνυθείσα πλαστογραφία ή τουλάχιστον για να διερευνηθεί υπό του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η πλαστότητα, υποβλήθηκε αορίστως και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, μετά των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-3-2012 αίτηση του Γ., κατά κόσμον Ε. Μ. του Μ., μετά των από 25-9-2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 105/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Και .
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 26 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή