Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1236 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος.




Περίληψη:
Χρέη προς το Δημόσιο. Εφαρμογή ευμενέστερης διάταξης για τον κατηγορούμενο (άρθρο 2 ΠΚ), είναι και αυτή με την οποία επέρχεται συντομότερα η παραγραφή και εντεύθεν η εξάλειψη του αξιοποίνου του εγκλήματος, όπως είναι και εκείνη που ορίζει ότι η ποινική ευθύνη αρχίζει από την παρέλευση διμήνου (και όχι τετραμήνου που ορίζεται από την ίδια διάταξη μετά τη νεότερη τροποποίησή της με το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004) από τότε που το χρέος ήταν καταβλητέο στην αρμόδια ΔΟΥ. Λόγοι αναίρεσης: εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και υπέρβαση εξουσίας. Παραδοχή των λόγων αυτών αναιρέσεως καταδικαστικής απόφασης και παύει οριστικώς ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου του εγκλήματος αυτού από τον Άρειο Πάγο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1236/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ανδρεουλάκο, περί αναιρέσεως της 69141/2009 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 73/10.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή ή προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 25 παρ. 1 του 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως τούτου αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μέγεθος του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμιστεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, ούτε απαιτείται να παρέλθει εξάμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Με την αντικατάσταση, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλομένου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμα εσόδων στις Δ.Ο.Υ και τα τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεως του, ο οποίος είναι ο χρόνος συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόσους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατωτέρω ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κλπ) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για την μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για χρέος που ήταν καταβλητέο εφάπαξ πριν την έναρξη της ισχύος του ν. 3220/2004, ήτοι την 1-1-2004, απαιτείτο να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί, για να αρχίσει η ποινική ευθύνη του υπαιτίου, ενώ μετά την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόμου, απαιτείται να συμπληρωθούν τέσσερις μήνες από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, για να αρχίσει η ποινική ευθύνη του υπαιτίου. Η παλαιότερη των ως άνω ρυθμίσεων είναι ευνοϊκότερη για τον οφειλέτη χρεών προς τον Δημόσιο από την άποψη της παραγραφής καθόσον μετά το τέλος της παρέλευσης του κατά τα άνω αναφερόμενου διμήνου άρχιζε και ο χρόνος παραγραφής που στην περίπτωση αυτή η συμπλήρωση της πενταετίας του άρθρου 111 παρ. 3 ΠΚ ή της οκταετίας (άρθρο 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ) επιφέρει την εξάλειψη του αξιοποίνου του ανωτέρω πλημμελήματος είναι πρόδηλο ότι επέρχεται κατά ένα δίμηνο νωρίτερα από την περίπτωση εκείνη που η ποινική ευθύνη αρχίζει μετά την παρέλευση τετραμήνου από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος (με το πρόσκαιρο όφελος ότι για ένα δίμηνο ακόμη από τότε που ήταν καταβλητέο το χρέος δεν διώκεται ποινικά). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Ακόμη συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 2 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης όταν το Δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του, όπως συμβαίνει με την περάτωση της ποινικής δίκης παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 370 ΚΠΔ και ειδικώτερα δεν παύει οριστικά την ποινική δίωξη για κάποιο έγκλημα με την εξάλειψη του αξιόποινου του λόγου παραγραφής του, αλλά προχωρεί στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 69141/27-10-2009 αποφάσεως, το δικάσαν κατ' έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του τα εξής: "Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/90, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το α'23 παρ. 1 του ν. 2523/97, προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης από τη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Η μια εξ αυτών είναι αυτή της μη καταβολής εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει 2μηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία ήταν καταβλητέο το χρέος. Περαιτέρω με το α'23 παρ. 1 του ν. 2523/11-9-97 αντικαταστάθηκε το άνω άρθρο (25 ν. 1882/90) και αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέλεγκτες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια ή παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρεών γενικά. Τέλος με το α'34 παρ. 1 του ν. 3220/04, του οποίου η ισχύς άρχισε από 1-1-04, αντικαταστάθηκε εκ νέου το α'25 παρ. 1 του ν. 1882/90 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ, τις επιχειρήσεις ή τους οργανισμούς του ευρύτερου δημοσίου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνώ διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ή του τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται στην περίπτωση με ποινή φυλακίσεως ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. με το άνω άρθρο 34 του ν. 3220/04, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου αυτού: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ και τα τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξης του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη , υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (όπως τόκοι και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής), 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατωτέρου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενου ή επιρριπτόμενοι φόροι, .... με εγγύηση του Ελληνικού δημοσίου κλπ). Και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/04, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/90, όπως αυτή αντικ. με το α'23 παρ. 1 του ν. 2523/97, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ προκειμένου περί παρακρατούμενων φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του α'34 παρ. 1 του ν. 3220/04 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το α' 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος έναρξης της ποινικής του ευθύνης η παρέλευση 4 μηνών και όχι 2 μηνών από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται τα όρια του χρέους για την μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη (ΑΠ 176/09). Στην προκειμένη περίπτωση η οφειλή του κ/μένου συνίσταται σε επιβολή προστίμου 80.000.000 δρχ που του επιβλήθηκε, υπό την ιδιότητά του ως διευθύνονται συμβούλου της εταιρίας ..." με την αρ. 51/1999/12-9-00 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ν.π.δ.δ), σύμφωνα με το α' 11 του π.δ 53/92, λόγω παράβασης του α'3 του διατάγματος αυτού. Το άνω χρέος βεβαιώθηκε από την Δ.Ο.Υ ..., κατά το οικονομικό έτος 2001, την 25-5-01, ως πρόστιμο επιβολής διοικητικών κυρώσεων, ανερχόμενο στο ποσό των 234.776, 23 ευρώ και μετά των προσθέτων επιβαρύνσεων στο ποσό των 416.493,03 ευρώ, ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 29-6-01, αφορά δε η καθυστέρηση πληρωμής του πράξη που τελέσθηκε πριν από την έναρξη εφαρμογής του α'34 παρ. 1 του ν. 3220/04. Σύμφωνα με το α' 24 παρ. 1 του ν. 1882/90, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με το α' 23 του ν. 2523/97 για την έναρξη της ποινικής ευθύνης του κ/μένου οφειλέτη για το επίδικο χρέος, απαιτείτο η μη πληρωμή του πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του που ήταν η 29-6-01. Από 1-1-04 όπως το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε με το α' 34 παρ. 1 του ν. 3220/04, το επίδικο χρέος ήταν καταβλητέο μετά πάροδο 4 μηνών από 29-6-01. Έτσι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, για το επίδικο χρέους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του α'34 παρ. 1 του ν. 3220/04 που είναι ευμενέστερες για τον οφειλέτη κατ' άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον αυξάνεται το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη ( το όριο του οφειλομένου χρέους) και ορίζεται ως χρόνος έναρξης της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη, η παρέλευση 4μήνου αφότου ήταν καταβλητέο και όχι αυτές του α'25 ν. 1882/90 υπό την ισχύ του ν. 2529/97. Πρέπει επομένως, ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός του κ/μένου περί εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω παραγραφής κατ' εφαρμογήν του α'25 παρ. 1 ν. 1882/90 (προ της αντικαταστάσεως του με το α'34 παρ. 1 ν. 3220/04) ν' απορριφθεί ως μην νόμιμος". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, εσφαλμένα ερμήνευσε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, η οποία άρχισε να ισχύει από την 1-1-1998 και τυγχάνει ενταύθα εφαρμογής, ως ευμενέστερη για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ).
Ειδικότερα, έγινε δεκτό με την απόφαση αυτή ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος όντας διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ..." λόγω παραβάσεως του π.δ/τος 53/1992 της εν λόγω εταιρίας που διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, βεβαιώθηκε σε βάρος του από την Δ.Ο.Υ ... την 22-5-32001, ως πρόστιμο επιβολής διοικητικών κυρώσεων, ανερχόμενο στο ποσό των 234.776,23 ευρώ και μετά των προσθέτων επιβαρύνσεων στο ποσό των 416.493,03 ευρώ, ήδη καταβλητέο εφάπαξ την 29-6-2001. Ο κατηγορούμενος δεν πλήρωσε το ως άνω χρέος εντός διμήνου αφότου κατέστη ληξιπρόθεσμο, ως ορίζεται από τις ισχύουσες τότε (Ιούνιο 2001) διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, και επομένως έκτοτε άρχιζε η ποινική ευθύνη του αλλά και η παραγραφή του σχετικού εγκλήματος (πλημμελήματος) της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι το επίδικο χρέος ήταν καταβλητέο μετά τετράμηνο από την 29-6-2001, εφαρμόζοντας το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, που όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η νεότερη αυτή διάταξη είναι δυσμενέστερη ως προς την έναρξη της παραγραφής και την εντεύθεν παρέλευση του απαιτούμενου χρόνου συμπλήρωσης της [29-6-2001 συν δύο μήνες = 29-8-2001, συν οκτώ (έτη) η διάρκεια του χρόνου παραγραφής με την αναστολή της (άρθρα 111 αρ. 3, 112 και 113 παρ. 2 και 3 ΠΚ) ίσον = 29-8-2009 ημέρα συμπλήρωσης της οκταετίας και της παραγραφής του αποδιδόμενου στον αναιρεσείοντα πλημμελήματος], έσφαλε και έπρεπε κατ' ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων περί παραγραφής και του άρθρου 2 του ΠΚ, δικάζοντας κατ' έφεση την υπόθεση στις 27-10-2009, όταν πλέον είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, να παύσει οριστικά την κατά του κατηγορουμένου τότε εκκαλούντος με βραδύτητα ασκηθείσα ποινική δίωξη (άρθρο 370 περ, β ΚΠΔ) κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του τότε εκκαλούντος κατηγορουμένου, και όχι να προχωρήσει στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης και καταδίκη του κατηγορουμένου, καθ' υπέρβαση συγχρόνως και της εξουσίας του.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι αμφότεροι οι λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για υπέρβαση της εξουσίας του Δικαστηρίου που την εξέδωσε (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Η του ΚΠΔ), να αναιρεθεί αυτή και αφού δεν συντρέχει λόγος παραπομπής της υπόθεσης στο Δικαστήριο που την εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει το Δικαστήριο αυτό να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος λόγω παραγραφής του αξιοποίνου του εγκλήματος που αποδιδόταν σ' αυτόν και καταδικάσθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθ. 69141/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου .. του ότι στην Αθήνα στις 29-10-2001 όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ ... σε βάρος του διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ. ειδ. Βιβλ. 2/2005) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 14-1-2005 μηνυτήρια αναφορά του Προϊστάμενου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό 416493,03 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή