Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Οπλοκατοχή, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
Περίληψη:
Διευκόλυνση εισόδου και παραμονής λαθρομεταναστών. Στοιχειοθέτηση σχετικών εγκλημάτων. Επιβαρυντική περίπτωση μετά την τροποποίηση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 2910/2001. Έγγραφη έκθεση αυτοψίας και φωτογραφίες. Πως αναγιγνώσκονται και πως μνημονεύονται στο αιτιολογικό. Όχι ακυρότητα από τη μη δόση του λόγου στον Εισαγγελέα για συνολική ποινή και μετατροπή ποινής, αν από τα πρακτικά προκύπτει το αντίθετο. Κατοχή όπλου από ημεδαπό στην αλλοδαπή. Πληρότητα αιτιολογίας για καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου. Απορρίπτει για τους δύο αναιρεσείοντες. Αναιρεί εν μέρει για τον τρίτο και παραπέμπει.
Αριθμός 1715/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ, 2) Ζ, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Ζερβό, και 3) Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Θωμά, περί αναιρέσεως της 460/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις δύο από 28.4.2009 και από 29.4.2009 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 745/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι αιτήσεις των 1ου και 2ου αναιρεσειόντων και να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως του 3ου αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 28.4.2009 δύο αιτήσεις αναίρεσης των Χ και Ζ και η από 29.4.2009 αίτηση αναίρεσης του Ψ κατά της υπ' αριθ. 460/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης ασκήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτές και πρέπει συνεκδικαζόμενες να εξετασθούν περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 54 του ν. 2910/2001 "όποιος διευκολύνει την είσοδο στο Ελληνικό έδαφος αλλοδαπού, χωρίς να υποβληθεί στον έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 4, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών". Εξάλλου, κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου και νόμου "όποιος διευκολύνει την παράνομη παραμονή αλλοδαπού ή δυσχεραίνει τις έρευνες των αστυνομικών αρχών για τον εντοπισμό, σύλληψη και απέλασή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών". Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του επομένου άρθρου (55) του αυτού ως άνω νόμου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 (ΦΕΚ Α 154/19.6.2003), ορίζονται τα ακόλουθα: "Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που του προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη τιμωρούνται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας". Πριν την προαναφερόμενη αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 55 του ως άνω νόμου ορίζονται, για την επιβαρυντική περίπτωση (εδ. Δ' της παρ. αυτής), τα εξής: "Συνιστά επιβαρυντική περίπτωση και επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή πέντε εκατομμυρίων έως οκτώ εκατομμυρίων δραχμών για κάθε μεταφερόμενο άτομο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή με σκοπό το παράνομο κέρδος ή αν ο υπαίτιος είναι δημόσιος υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας ή είναι υπότροπος. Δηλονότι, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των δύο κειμένων της παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 2910/2001, πριν και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003, που άρχισε να ισχύει από τις 19.6.2003, στην επιβαρυντική περίπτωση του αναφερομένου στο άρθρο 55 του ν. 2910/2001 εγκλήματος δεν περιλαμβάνεται πλέον η μορφή της που ο δράστης τελεί το έγκλημα αυτό "με σκοπό το παράνομο κέρδος". Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 περ. α και 8 περ. α του ν. 2168/1993, όποιος κατέχει περίστροφο χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων δραχμών. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς κακούργημα ή πλημμέλημα (άρθρο 18 του ίδιου Κώδικα) και που τελέσθηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ανέντακτη χώρα, εάν δε πρόκειται για πλημμέλημα, όπως είναι και το προαναφερόμενο της κατοχής περιστρόφου χωρίς άδεια της αρμοδίας αστυνομικής αρχής, απαιτείται έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβερνήσεως της χώρας στην οποία αυτό τελέσθηκε. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή, ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικότερα, η έκθεση αυτοψίας, η οποία συντάσσεται από ανακριτικό υπάλληλο κατά τη διάρκεια της προδικασίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, αλλά απλό έγγραφο που αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, όπως επιτάσσει το άρθρο 364 ΚΠΔ για τις εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που βεβαιώνουν ενεργηθείσες από αυτούς κατά την προδικασία ανακριτικές πράξεις. Έτσι, δεν είναι αναγκαίο, για να υπάρχει η βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο και εντεύθεν να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, να μνημονεύεται ειδικώς στο προοίμιο ή στο περιεχόμενο του σκεπτικού της απόφασης, αρκούσης της αναφοράς σ' αυτό, ως αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη και των εγγράφων που αναγνώσθηκαν.
Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Ακόμη, περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 460/2009 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για τις ακόλουθες πράξεις, που τέλεσαν με πρόθεση ο καθένας τους: 1) ο Χ για διευκόλυνση εισόδου και παράνομη παραμονής στο Ελληνικό έδαφος αλλοδαπών, χωρίς να έχουν υποβληθεί σε διαβατηριακό έλεγχο, 2) ο Ζ για διευκόλυνση της παράνομης παραμονής αλλοδαπού στο Ελληνικό έδαφος και 3) ο Ψ για μεταφορά από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, την πράξη του δε αυτή την τέλεσε κατ' επάγγελμα και με σκοπό το παράνομο όφελος, για διευκόλυνση της παράνομης παραμονής αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος και για κατοχή ενός περιστρόφου στο λιμάνι της ... του ..., χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, και τους επιβλήθηκε, μετ' απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού των δύο πρώτων αναιρεσειόντων, που υπέβαλαν με τον συνήγορό τους, ο οποίος, όντας απόντες, τους εκπροσώπησε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, περί συνδρομής στα πρόσωπά τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α και ε του ΠΚ, στον πρώτο αναιρεσείοντα συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών και συνολική χρηματική ποινή 3.900 ευρώ, στον δεύτερο αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών και χρηματική ποινή 2.900 ευρώ, τις οποίες ως άνω δύο (2) ποινές φυλάκισης μετέτρεψε σε χρηματικές προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, και στον τρίτο αναιρεσείοντα (Ψ) συνολική ποινή φυλάκισης εκατόν πενήντα (150) ετών και οκτώ (8) μηνών, ορίζοντας ως εκτιτέα απ' αυτήν ποινή φυλάκισης δέκα (10) ετών και συνολική χρηματική ποινή 765.200 ευρώ, προσέτι δε διατάχθηκε η δήμευση του πλοίου Φ/Γ "..." σημαίας ..., με όλον τον ναυτιλιακό και τηλεπικοινωνιακό του εξοπλισμό ως και των αναφερομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση κινητών τηλεφώνων και ναυτικών χαρτών. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της, συμπληρούμενο παραδεκτώς από το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα μνημονευόμενα στο αιτιολογικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο, αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα που αναφέρονται σ' αυτά ή προσκομίσθησαν σ' αυτό από τους συνηγόρους των τριών αναιρεσειόντων και του συγκατηγορουμένου τους και αθωωθέντος με την ίδια απόφαση ..., αποδείχθηκαν τα εξής, διακρίνοντας τα αφορώντα καθένα των αναιρεσειόντων: 1) Για τον Ψ: α) "με πρόθεση μετέφερε από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, την πράξη του δε αυτή την τέλεσε κατ' επάγγελμα και με σκοπό το παράνομο περιουσιακό κέρδος. Ειδικότερα, υπό την ιδιότητά του ως Ιδιοκτήτη του Φ/Γ πλοίου με την ονομασία "...." και σημαία ...., από κοινού με τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου, τις νυκτερινές ώρες της 8-10-2001 μετέφερε εντός της Ελληνικής Επικράτειας από το λιμάνι της ... του .... εκατόν σαράντα οκτώ (148) συνολικά λαθρομετανάστες υπηκόους Μαρόκου, Ιράκ και Αλγερίας, τους οποίους αποβίβασε με τη βοήθεια αγνώστου ταχύπλοου σκάφους κυβερνώμενου από άγνωστο δράστη, με συνεπιβαίνοντα έναν επίσης άγνωστο δράστη, στην παραθαλάσσια περιοχή "..." του δημοτικού διαμερίσματος ...., εν γνώσει του ότι αυτοί δεν ήταν εφοδιασμένοι με τα νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, ότι δηλαδή τα άτομα αυτά δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, είχε δε αυτός τη γενική εποπτεία της επιχείρησης, καθόσον αυτός καθόρισε το δρομολόγιο του πλοίου, τον τόπο και τον τρόπο αποβίβασης των λαθρομεταναστών, και αφού αποβιβάσθηκε νωρίτερα από το πλοίο ανέμενε τους λαθρομετανάστες στο ανωτέρω καθορισμένο σημείο της ακτής του νομού .... Την πράξη του δε αυτή τέλεσε κατ' επάγγελμα, καθ' όσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, συγκεκριμένα δε από την άρτια οργάνωση του πληρώματος αποτελουμένου από εννέα (9) άτομα, από τον μεγάλο αριθμό των μεταφερόμενων αλλοδαπών, από το γεγονός της δυνατότητας απόκρυψης των τελευταίων στο ως άνω φορτηγό πλοίο και εντεύθεν της δυνατότητας να διαφεύγει αυτό ακινδύνως ενδεχομένους ελέγχους των λιμενικών αρχών, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος από τη λήψη χρημάτων από τους ως άνω αλλοδαπούς, επίσης δε την πράξη αυτή την τέλεσε και με σκοπό το παράνομο κέρδος, καθ' όσον, πριν την επιβίβαση των αλλοδαπών στο πλοίο που έγινε στο λιμάνι της .... στις 28/29-9-2001, έλαβε από κάθε αλλοδαπό το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο γνώριζε ότι ήταν παράνομο, αφού τελούσε εν γνώσει του ότι η μεταφορά λαθρομεταναστών είναι απαγορευμένη από το νόμο". Β) "στην τοποθεσία "..." του Δημοτικού Διαμερίσματος ..., στις 8.10.2001, μαζί με τους Χ και Ζ, με πρόθεση διευκόλυναν την παράνομη παραμονή αλλοδαπών. Ειδικότερα δε, γνωρίζοντες ότι οι ως άνω αλλοδαποί (που αναφέρονται στο μέρος της απόφασης που αφορά την ενοχή του Χ για την πράξη της διευκόλυνσης της εισόδου στο Ελληνικό έδαφος αλλοδαπών) δεν είχαν δικαίωμα νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα, καθόσον είχαν εισέλθει παράνομα κατά τα ανωτέρω, αυτός μεν (Ψ, ο οποίος είχε αποβιβασθεί νωρίτερα του πλοίου, τους ανέμενε στο υπόστεγο μαζί με τους Ζ και Ξ, όλοι δε αυτοί, ήτοι οι Ψ, Ζ και Χ τους προσέφεραν φαγητό από αμνοερίφια που έσφαξαν εκεί, την δε 22.00 ώρα της 8.10.2001 όλοι οι παραπάνω επιβίβασαν τους αλλοδαπούς σε άγνωστο φορτηγό - νταλίκα με ρυμουλκούμενο που οδηγούσε άγνωστος δράστης και με τη συνοδεία του υπ' αριθ. κυκλ. .... ενοικιαζομένου αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής HUNDAI, τύπου ATOS, που οδηγούσε ο μισθωτής του Ζ και προπορευόταν του φορτηγού, τους μετέφεραν και τους αποβίβασαν μέσα σε ελαιώνα στην περιοχή της ... ...., όπου περί ώρα 02.40 της 9.10.2001 εντοπίστηκαν από αστυνομικούς του Τμήματος Ασφαλείας Ρεθύμνου των ΤΑΕ Ρεθύμνου και του Λιμεναρχείου Ρεθύμνου και συνελήφθησαν" και γ) "στις 8.10.2001 στο λιμάνι της ... του ... κατείχε όπλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1α του ν. 2168/1993, χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής. Ειδικότερα δε, κατείχε επί του πλοίου περίστροφο αγνώστων στοιχείων χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής". 2) Για τον Χ: α) "Στην τοποθεσία "...." του Δημοτικού Διαμερίσματος ..., στις 8.10.2001, με πρόθεση διευκόλυνε την είσοδο στο Ελληνικό έδαφος αλλοδαπών, χωρίς να έχουν υποβληθεί στον έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 4 του ν. 2910/2001. Ειδικότερα δε, γνωρίζοντας ότι οι παραπάνω 148 αλλοδαποί δεν είχαν υποβληθεί σε αστυνομικό - διαβατηριακό έλεγχο, ανέμενε αυτούς μαζί με έναν άγνωστο δράστη στην παραπάνω βραχώδη παραθαλάσσια τοποθεσία "...." και αφού τους παρέλαβαν την ίδια ημέρα (8.10.2001), τους μετέφεραν αρχικά σε ένα σημείο σε απόσταση 300 μέτρων από την παραλία, όπου τους συγκέντρωσαν και στην συνέχεια τους μετέφεραν με τα πόδια σε υπόστεγο συνιδιοκτησίας αυτού και των αδελφών του Ξ και Ζ, κείμενο σε απόσταση 1500 μέτρων από την παραλία, διευκολύνοντας έτσι την είσοδο των παραπάνω αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος" και β) "στον ανωτέρω υπό στοιχ. Α τόπο και χρόνο, με πρόθεση διευκόλυναν την παράνομη παραμονή αλλοδαπών. Ειδικότερα δε, γνωρίζοντας ......και του Λιμεναρχείου Ρεθύμνου και συνελήφθησαν" (το ίδιο που προαναφέρεται καθ' ολοκληρία για τον αναιρεσείοντα ψ) και 3) για τον Ζ "στον ανωτέρω υπό στοιχ. Α' τόπο και χρόνο, με πρόθεση .......και του Λιμεναρχείου Ρεθύμνου και συνελήφθησαν" (ό,τι προαναφέρεται καθ' ολοκληρίαν για την πράξη αυτή για τον Ψ). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (παραδεκτά συμπληρούμενη από το διατακτικό της), αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι δύο πρώτοι αναιρεσείοντες (Χ και Ζ), τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 45, 94 παρ. 1 και 2, 54 παρ. 5 και 6 και 55 παρ. 1 περ. α του ν. 2910/2001, όπως η παρ. 1 του τελευταίου άρθρου ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε όσον αφορά τους δύο πρώτους αναιρεσείοντες, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση, ως προς το μέρος της αυτό (καταδικαστική για τους ως άνω αναιρεσείοντες), από νόμιμη βάση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, κατά την οποία, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση, σε συνδυασμό με εκείνον του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. Δ του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι, ακυρότητα λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται, εκτός των άλλων, και αν δε τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, συνάγεται ότι την έλλειψη της ακροάσεως του εισαγγελέα, δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγο αναιρέσεως.
Μετά την έκθεση των ανωτέρω νομικών και πραγματικών ζητημάτων και εξετάζοντας καθένα λόγο των κρινομένων αιτήσεων και σχετικών αιτιάσεων καθενός αναιρεσείοντος, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Α) Για την αίτηση αναιρέσεως του Χ.
α) με τον πρώτο λόγο της αίτησης αυτής προβάλλεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α ΚΠΔ λόγος περί απολύτου ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), λόγω του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό να προτείνει επί των αυτοτελών ισχυρισμών του για τη συνδρομή στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά (σελ. 9), ο Πρόεδρος του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, μετά την κήρυξη της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος, κατά πιστή μεταφορά, "ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να κηρυχθεί ο 1ος κατηγορούμενος (μη διάδικος στην αναιρετική δίκη ....) αθώος και οι 2ος, 3ος και 4ος κατηγορούμενοι ένοχοι ως πρωτοδίκως", δηλονότι, χωρίς την παραδοχή κάποιας ελαφρυντικής περίστασης. Ο ως άνω Εισαγγελέας δεν ζήτησε πάλι τον λόγο ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης του Χ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από το να μη δοθεί λόγος στον Εισαγγελέα δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως υπέρ του κατηγορουμένου, επιπλέον δε στην προκειμένη περίπτωση ο Εισαγγελέας με τη συνοπτική πρότασή του περί ενοχής ή μη των τότε εκκαλούντων - κατηγορουμένων σιωπηρώς πρότεινε την απόρριψη όλων των αυτοτελών ισχυρισμών περί της συνδρομής στα πρόσωπα των εκκαλούντων ελαφρυντικών περιστάσεων που είχαν προτείνει.
β) με τον δεύτερο λόγο της παραπάνω αίτησης αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης περιλαμβάνει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και θεμελιώνουν τόσο την υποκειμενική υπόσταση, δηλαδή την πρόθεση του αναιρεσείοντος, όσο και την αντικειμενική υπόσταση των δύο εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος (διευκόλυνση εισόδου στο Ελληνικό έδαφος και παράνομης παραμονής αλλοδαπών, χωρίς να έχουν υποβληθεί στο κατά το νόμο αστυνομικό - διαβατηριακό έλεγχο). Ειδικότερα, ως προς την αιτίαση αυτού ότι είχε πραγματοποιηθεί η είσοδος αυτών στο Ελληνικό έδαφος όταν τους παρέλαβε μετά την αποβίβασή τους από το πλοίο με την ονομασία "...", ιδιοκτησίας του τρίτου αναιρεσείοντος (Ψ) επισημαίνεται ότι η ολοκλήρωση της εισόδου των αλλοδαπών σε Ελληνικό έδαφος έγινε με την, αμέσως κατά την αναμενόμενη απ' αυτόν νυκτερινή αποβίβασή τους, υποδοχή τους απ' αυτόν μαζί με έναν άλλον άγνωστο δράστη και την άμεση περισυλλογή τους, γνωρίζοντας ότι οι αφιχθέντες 148 αλλοδαποί δεν είχαν δικαίωμα νόμιμης εισόδου και παραμονής στην Ελλάδα.
γ) με τον τρίτο λόγο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω της ανάγνωσης των προανακριτικών καταθέσεων των μεταφερομένων προσώπων (λαθρομεταναστών) παρά την εναντίωση του συνηγόρου του (άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ και 510 παρ. 1 περ. Α ΚΠΔ). Για τον λόγο αυτό της κρινόμενης αίτησης πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του Κ.Π.Δ., "στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ., προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη και επίσης όταν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση, χωρίς αυτή να αναγνωσθεί ή ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του εναντιωθεί στην ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα και το δικαστήριο την αναγνώσει και τη λάβει υπόψη του, χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφανίσεώς του, γιατί έτσι δημιουργείται ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, ακόμη και χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφανίσεώς του, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, δεν εναντιωθούν σχετικά.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο αναγνώσθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι ένορκες καταθέσεις κατά την προδικασία των απόντων μαρτύρων που αναφέρονται (στα πρακτικά) υπό τους αριθμούς 3 μέχρι 19, χωρίς όμως σχετική εναντίωση του συνηγόρου του κατηγορούμενου, εναντίωση δηλαδή για την ανάγνωσή τους. Εκ τούτου όμως, ουδεμία ακυρότητα δημιουργήθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν διέλαβε στην απόφασή του αιτιολογία για την αδυναμία εμφανίσεως των μαρτύρων, αφού δεν προβλήθηκε σχετική εναντίωση και τα υποστηριζόμενα με τον τρίτο του άρθρου 510 παρ.1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, του δικογράφου της πρώτης αιτήσεως, για το αντίθετο, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
δ) με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης του Χ ζητείται η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τη μη αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε σ' αυτόν, καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ, ήτοι για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΚΠΔ). Όπως προκύπτει όμως από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης (αρχή σελίδας 17ης), το Δικαστήριο προχώρησε στη μετατροπή της ποινής αυτού (ως και του Ζ) λόγω του ότι, όπως προκύπτει από τα ποινικά τους μητρώα, που αναγνώσθηκαν, είχαν καταδικασθεί αμετακλήτως σε ποινές που υπερέβαιναν συνολικά τους έξι μήνες και έτσι δεν μπορούσε το Τριμελές Εφετείο Κρήτης να ανασταλεί η ποινή που τους επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να δεσμεύεται από την αντίθετη αναιτιολόγητη ως προς τούτο εισαγγελική πρόταση, τα εν λόγω δε πρακτικά, αφού δεν προσβλήθηκαν για πλαστότητα, αποδεικνύουν όσα αναγράφονται σ' αυτά, σύμφωνα με τα άρθρα 140 και 141 ΚΠΔ, όπως ρητά ορίζεται από την παρ. 3 του δευτέρου των άρθρων τούτων. Επομένως, ο λόγος αυτός της ως άνω αίτησης αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ε) και ο πέμπτος λόγος της αυτής ως άνω αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας της και για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω μη ανάγνωσης του δελτίου ποινικού μητρώου του αναιρεσείοντος, εξαιτίας της μη ύπαρξής του στη δικογραφία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, τούτο υπήρχε στη δικογραφία και αναγνώσθηκε μετά την ενοχή και την επιμέτρηση της ποινής, με αναφορά σ' αυτό αμετακλήτων ποινών που δεν επέτρεψαν την αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ως και τον έτερο αναιρεσείοντα Ζ με την προσβαλλόμενη απόφαση, με συνέπεια να απορριφθεί το σχετικό αίτημα του συνηγόρου, που τον εκπροσώπησε, περί αναστολής ως αβάσιμο.
στ) Με τον έκτο λόγο της αυτής αίτησης αναίρεσης (του Χ) πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ειδικότερα του άρθρου 54 παρ. 5 του ν. 2910/2001. Με όσα όμως έχουν προεκτεθεί για τα περιστατικά, που θεμελίωσαν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος (της διευκόλυνσης της εισόδου στο Ελληνικό έδαφος αλλοδαπών χωρίς να έχουν υποβληθεί στο νόμιμο έλεγχο) με την υποδοχή και περισυλλογή των αλλοδαπών λαθρομεταναστών αμέσως μετά την αποβίβασή τους από το πλοίο που τους μετέφερε από την ... του ..., ο λόγος αυτός της κρινόμενης αίτησης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και ζ) ο έβδομος και τελευταίος λόγος αναίρεσης της αυτής αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ζητείται η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρα 369, 171 παρ. 1 περ. δ και 510 παρ. 1 περ. Α ΚΠΔ) και ειδικότερα λόγω του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του αναιρεσείοντος Χ για την επιμέτρηση της συνολικής ποινής του και για τη μετατροπή αυτής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος τούτου έλαβε τον λόγο για τη συνολική ποινή και για την αναστολή και όχι μετατροπή αυτής (βλ. σελίδες 14 και 16 των πρακτικών), η οποία μετατροπή επισημαίνεται ότι έγινε με το κατώτατο οριζόμενο όριο (άρθρο 82 παρ. 3 του ΠΚ).
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Χ πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Β) Για την αίτηση αναίρεσης του Ζ.
α) Ο πρώτος λόγος της αίτησης αυτής είναι όμοιος με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης του Χ (περί του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα να προτείνει για την παραδοχή ή όχι των ελαφρυντικών περιστάσεων). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως απορρίφθηκε ο αντίστοιχος λόγος της αίτησης του Χ.
β) Οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι αναίρεσης της αίτησης αναίρεσης του Ζ συμπίπτουν απόλυτα με τους αντίστοιχους λόγους αναίρεσης της αίτησης αναίρεσης του Χ. Επομένως, πρέπει όλοι να απορριφθούν ως αβάσιμοι, με την προαναφερόμενη αιτιολογία για καθένα των λόγων αυτών της αίτησης αναίρεσης του Χ και συνακόλουθα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης παραδεκτός για έρευνα της δεύτερης αυτής αίτησης αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Ζ στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Γ) Για την αίτηση του Ψ.
α) Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης του Ψ ζητείται η αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης λόγω έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης σχετικά με την ενοχή αυτού.
Ως προς τον λόγο αυτό της αιτήσεως αναιρέσεως, που ερείδεται στο άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: 1) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, το ένα δε αυτών δεν αποτελεί απλή επανάληψη του άλλου (βλ. σελ. 9 έως 12 της προσβαλλόμενης απόφασης), καθίσταται δε φανερό ότι ο ως άνω αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και για τα τρία πλημμελήματα που το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι της με πρόθεσή του μεταφοράς στην Ελλάδα αλλοδαπών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, της με πρόθεσή του διευκόλυνσης της παραμονής αλλοδαπών στην Ελλάδα και της παράνομης κατοχής περιστρόφου, αγνώστων στοιχείων, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής (για το τελευταίο έγκλημα βλ. και παρακάτω), ουδεμία δε αντίφαση υπάρχει ως προς το ζήτημα αυτό μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού και εντεύθεν η σχετική αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Επίσης αβάσιμη είναι η αιτίαση του αναιρεσείοντος για ανεπάρκεια της αιτιολογίας λόγω του μη προσδιορισμού (κατά τον ισχυρισμό του) της συμμετοχής του στα εγκλήματα της μεταφοράς από το εξωτερικό στην Ελλάδα λαθρομεταναστών και της διευκόλυνσης της παράνομης παραμονής λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, καθόσον, όπως προκύπτει εναργέστατα από το αιτιολογικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η συμμετοχή αυτού στα εν λόγω εγκλήματα είναι αυτή του (συν) αυτουργού, σε αυτό δε προβάλλεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος του και η αποδοχή των ενεργειών των λοιπών συμμετόχων στα δύο αυτά εγκλήματα (παραβάσεις του ν. 2910/2001).
Ακόμη, ως προς την αιτίαση του αναιρεσείοντος του ότι δεν λήφθηκε υπόψη ιδιαίτερα η από 12.10.2001 έκθεση απλής αυτοψίας του Ανθ/στή του Λ.Σ. .... και γι' αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει, κατά τον ως άνω αναιρεσείοντα, την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφερθεί ότι η εν λόγω έκθεση είναι ένα απλό έγγραφο που συντάχθηκε κατά τη διενέργεια της προανάκρισης, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο (υπ' αριθ. 22 έγγραφο) και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα έγγραφα κατά τον σχηματισμό της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς να χρειάζεται να τονισθεί ιδιαίτερα μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων. Γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί η ως άνω αιτίαση ως αβάσιμη, όπως απορρίφθηκε η ίδια αιτίαση των δύο άλλων αναιρεσειόντων.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας με ειδική αιτιολογία απέρριψε τον υπερασπιστικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Ψ "περί άλλοθι" κατά τους χρόνους που κρίθηκε ότι τέλεσε τα τρία ως άνω εγκλήματα (8 και 9 Οκτωβρίου 2001), συνεκτιμώντας και τα υπ' αριθ. 35, 36 και 37 έγγραφα που προσκομίσθηκαν από τον συνήγορο του αναιρεσείοντος αυτού που τον εκπροσώπησε λόγω της απουσίας του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι τόσο στο υπ' αριθ. πρωτ. 862/24.10.2008 πιστοποιητικό του Κέντρου Υγείας Ξυλοκάστρου Κορινθίας όσο και στην υπ' αριθ. πρωτ. 1020/465/5-α/15.9.2006 βεβαίωση του Τμήματος Ασφαλείας Νικαίας, αναφερόμενα σε προσελεύσεις του αναιρεσείοντος σ' αυτά στις 8.10.2001 και 9.10.2001 δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος (ώρα) προσέλευσής του σ' αυτά, ενώ ο αναφερόμενος στο πρώτο των εγγράφων αυτών τραυματισμός του σε τροχαίο ατύχημα δεν επιβεβαιώθηκε από τη μάρτυρα υπεράσπισής του - σύζυγό του ... (βλ. κατάθεση αυτής στη σελ. 8 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επίσης, με ιδιαίτερη αιτιολογία αντιμετωπίσθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας η προσκόμιση του διαβατηρίου του αναιρεσείοντος, στο οποίο δεν υπήρχε ένδειξη περί μετάβασής του στο ... (...), που δεν απέκλειε την καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο την εκείσε μετάβασή του και δραστηριότητά του, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι προέκυψε κυρίως από τις δέκα επτά (17) καταθέσεις των μαρτύρων αλλοδαπών που δόθηκαν στην προανάκριση, η οποία διεξήχθη για την υπό κρίση υπόθεση, και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο (υπ' αριθ. 3 έως 19 έγγραφα), χωρίς αντίρρηση από οποιονδήποτε, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο συνήγορος του αναιρεσείοντος (βλ. μέσο 7ης σελίδας προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, ο πρώτος από το άρθρο 500 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης αναίρεσης του Ψ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
β) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.1 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικό στοιχείο, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την συζήτηση στο ακροατήριο συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις, εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του ή, προκειμένου περί φωτογραφιών, ότι επενέχθησαν από τον διευθύνοντα την συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και αποσιωπήθησαν από αυτούς και ο κατηγορούμενος γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα επραγματοποιήθη η ανάγνωση των εγγράφων αυτών ή η επισκόπηση των φωτογραφιών (βλ. ΑΠ 1726/2008 Ποιν. Δικ. 12.536) παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας εστήριξε την περί της ενοχής του αναιρεσείοντος Ψ κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αναφερόμενες υπό στοιχ. 25 έως 28 φωτογραφίες (βλ. αρχή 7ης σελίδας προσβαλλόμενης απόφασης). Με την αναφορά αυτή των εν λόγω φωτογραφιών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήτο αναγκαία ειδικότερη αναφορά προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού με την επίδειξή τους εις τους παράγοντες της δίκης και την επισκόπησή τους από αυτούς κατέστησαν γνωστές όλες κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητός της στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητάς τους. Συνακόλουθα ορθώς έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας όλες τις ως άνω (49) φωτογραφίες, ο δε σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ (υπό στοιχ.
ΙΙ περ. Β) λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο εκείνο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσεώς του έλαβε υπόψη του έγγραφα που αναγνώσθησαν χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δη ότι επιδείχθηκαν επιλεκτικά ορισμένες φωτογραφίες, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
γ) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδάφ. γ' και δ' του ΚΠΔ, αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: α. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει δικαίωμα να απευθύνει ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο μετά την απολογία του ούτε με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, β. Ο συγκατηγορούμενος του απολογουμένου, είτε ο ίδιος, είτε ο συνήγορός του, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με την μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να υποβληθεί από αυτούς σχετικό αίτημα. Και γ. Αν παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού δεν επιτραπεί στον συγκατηγορούμενο του απολογουμένου ή στον συνήγορό του να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του τελευταίου, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα διότι παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, δεν υποβλήθηκε από τον συνήγορο που εκπροσωπούσε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο αίτημα για υποβολή ερωτήσεων στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος μετά την απολογία του και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για τον λόγο ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για να υποβάλλει ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος, με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι βάσιμος.
δ) Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της ερευνώμενης αίτησης αναίρεσης του Ψ προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτουμένης ειδικής αιτιολογίας ως προς την παραδοχή της τέλεσης από αυτόν της πράξης της παράνομης μεταφοράς από το εξωτερικό στην Ελλάδα λαθρομεταναστών κατ' επάγγελμα (άρθρο 55 παρ. 1 περ. Β του ν. 2910/2001). Η αιτίασή του αυτή όμως είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον υπάρχει σχετική πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφερόμενη στο συμπληρώνουσα παραδεκτό την κυρίως αιτιολογία διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. 12η σελίδα αυτής). Με τον ίδιο όμως λόγο της αίτησης αυτής (με αριθμό 9.2. σελ. 8) προβάλλεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας υπερέβη την εξουσία του και εσφαλμένα εφήρμοσε το νόμο (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ), καταδικάζοντας αυτόν και για την επιβαρυντική περίπτωση της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών από το εξωτερικό στην Ελλάδα "με σκοπό το παράνομο κέρδος", περίπτωση που είχε εκλείψει από το νόμο από τις 19.6.2003 μετά την αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 2910/2001 με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003, όπως έχει ήδη αναφερθεί (ας επισημανθεί ότι η τελευταία αυτή επιβαρυντική περίπτωση είχε εκλείψει και κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό ως προς τον αναιρεσείοντα, για την οποία είχε εκδοθεί, μετ' ακύρωση της διαδικασίας, η υπ' αριθ. 2205/18.9.2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, όπως τούτο προκύπτει από τα έγγραφα και αποφάσεις που υπάρχουν στη δικογραφία). Επομένως, πρέπει κατά παραδοχή ως βασίμων των από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε και Η του ΚΠΔ λόγων αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης και σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, σύμφωνα με την οποία "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις", όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η νεότερη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2910/2001 με την οποία απαλείφθηκε η μία από τις δύο των επιβαρυντικών περιπτώσεων τέλεσης του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, αφού τούτο ασκεί επιρροή στην επιμέτρηση της ποινής κατά το άρθρο 79 ΠΚ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός του μέρους που αναφέρεται παρακάτω για την παράνομη οπλοκατοχή, και ως προς την επιβαρυντική περίπτωση της τέλεσης από τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης του άρθρου 55 παρ. 1 του ν. 2910/2001, την επιμέτρηση της ποινής για την πράξη αυτή και τη συγχώνευση αυτής με τις άλλες ποινές που επιβλήθηκαν με την ίδια απόφαση και να παραπεμφθεί ως προς το μέρος της αυτό στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ε) Ακόμη, και αναφορικά με το έγκλημα της παράνομης κατοχής περιστρόφου από τον αναιρεσείοντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον το Δικαστήριο της ουσίας που δίκασε και εφάρμοσε τον σχετικό Ελληνικό νόμο, ο οποίος προβλέπει το εν λόγω πλημμέλημα (ν. 2168/1993), έπρεπε, σύμφωνα με την προεκτιθέμενη νομική σκέψη για τα εγκλήματα των ημεδαπών στην αλλοδαπή, να ερευνήσει και να δεχθεί, αν η παραπάνω πράξη τελέσθηκε μόνο στην πόλη ... του ..., είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας αυτής (....), ως και ότι υπήρξε αίτηση της Κυβέρνησης της χώρας για την δίωξη του αναιρεσείοντος για την ανωτέρω πράξη, που διώκεται αυτεπαγγέλτως στην Ελλάδα, ή να κρίνει αν τελέσθηκε και επί Ελληνικού εδάφους (οπότε δεν απαιτούνταν οι ως άνω προϋποθέσεις του άρθρου 6 του ΠΚ). Γι' αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό πρέπει να αναιρεθεί, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγου αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 ΚΠΔ), παραπεμφθεί δε η υπόθεση και κατά το μέρος αυτό για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 28.4.2009 δύο αυτοτελείς αιτήσεις των Χ και Ζ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 460/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης.
Καταδικάζει καθένα των ως άνω αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει την ως άνω απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα της από 29.4.2009 αίτησης αναίρεσης Ψ, μόνο: 1) ως προς τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης από αυτόν στις 8.10.2001 του εγκλήματος της μεταφοράς από το εξωτερικό στην Ελλάδα εκατόν σαράντα οκτώ (148) αλλοδαπών, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος κατ' επάγγελμα και με "σκοπό το παράνομο όφελος, απαλείφοντας τον δεύτερο τρόπο τέλεσής του, 2) ως προς την περί ποινής διάταξή της για την πράξη αυτή, 3) ως προς την πράξη της κατοχής από τον ίδιο ως άνω κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα στις 8.10.2001 ενός περιστρόφου αγνώστων στοιχείων, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής και 4) ως προς την περί συνολικής ποινής διάταξή της.
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς τα παραπάνω, με αριθμούς 2 έως 4 αναφερόμενα μέρη της, που αφορούν τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Ψ για νέα συζήτηση και κρίση στον ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά την από 29.4.2009 αίτηση αναίρεσης του ως άνω κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθ. 460/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ