Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2507 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. Λόγος αναιρέσεως. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Από την έναρξη ισχύος του Ν.2307/1995 η λειτουργική αρμοδιότητα των κατά το ΠΔ 180/1979 και της Αιβ/8577/8-9-1983 υγειονομικής διατάξεως αστυνομικών αρχών μεταφέρθηκε, και στο μεν δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο ανατέθηκαν αποκλειστικά εφεξής τα θέματα α) χορηγήσεως, β) ανακλήσεως, γ) αφαιρέσεως αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας και δ) σφραγίσεως των καταστημάτων, στον δε δήμαρχο ή πρόεδρο της Κοινότητας ανατέθηκε μόνο η έκδοση αποφάσεως για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των άνω καταστημάτων, στην οποία, εάν αυτός δεν προβεί, μολονότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, θεωρείται ότι παραβαίνει το καθήκον της υπηρεσίας. Δέχεται την αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 2507/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βασιλείου, για αναίρεση της 1232/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.

Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 130/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη τού άρθρου 259 τού Ποινικού Κώδικα, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα τής υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την για το γενικότερο συμφέρον ομαλή και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας, συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης τού οποίου είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' Π Κ απαιτούνται α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες τής προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) δόλος τού δράστη, που περιέχει τη θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Το έννομο αγαθό, που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή, είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) μόνο αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημόσιων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. Ως υπάλληλος, κατά το άρθρο 13 στοιχ. α' του Ποινικού Κώδικα νοείται κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημοσίου δικαίου. Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παραβάσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει την παράνομη ωφέλεια ή τη βλάβη και συγχρόνως όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή τη βλάβη με τον συγκεκριμένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από τον δράστη, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω προσφορότητα. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράλειψη αυτού. Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα, δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί η επιδιωκόμενη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη. Ενώ, αν η παράβαση καθήκοντος έγινε για άλλο σκοπό ή με κανένα σκοπό ή η ωφέλεια ή βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παραβάσεως, τότε το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος δεν στοιχειοθετείται. Τέτοιο παράνομο όφελος, κατά την έννοια του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα, είναι κάθε όφελος το οποίο επιδιώκεται με την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Αιβ/8577/8.9.1983 υγειονομικής διατάξεως, για την ίδρυση και λειτουργία καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται άδεια της οικείας αστυνομικής αρχής. Εξάλλου, με το άρθρο 11 του Ν. 2307/1995 ορίσθηκαν τα επόμενα: Για τη χορήγηση αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας όλων των καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι όροι λειτουργίας των οποίων ορίζονται με υγειονομικές διατάξεις, εφαρμόζονται οι ισχύουσες κάθε φορά υγειονομικές και άλλες διατάξεις (παρ. 1). Οι διατάξεις του Π.Δ. 180/1979 "περί όρων λειτουργίας καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών και κέντρων διασκεδάσεως", όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, εξακολουθούν να ισχύουν. Όπου στο ανωτέρω προεδρικό διάταγμα για θέματα χορηγήσεως ή ανακλήσεως ή αφαιρέσεως αδειών ή σφραγίσεως των καταστημάτων αναφέρεται "αστυνομική αρχή" ή "αστυνομικός διευθυντής" ή "Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας" ή "Υπουργός Δημόσιας Τάξης" νοείται το οικείο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο ... . Κατ' εξαίρεση, οι αποφάσεις για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των ανωτέρω καταστημάτων εκδίδονται από τον δήμαρχο ή πρόεδρο της Κοινότητας εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τότε που πληρούνται οι αντίστοιχες νόμιμες προϋποθέσεις. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της Κοινότητας υποχρεούνται στην άμεση εκτέλεση της αποφάσεως. Η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου αυτής αποτελεί σοβαρή παράβαση καθήκοντος, τιμωρούμενη κατά τις οικείες διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα (παρ. 2). Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του Ν. 2307/1995 η λειτουργική αρμοδιότητα των, κατά το Π.Δ. 180/1979 και της Αιβ/8577/8.9.1983 υγειονομικής διατάξεως, αστυνομικών αρχών, μεταφέρθηκε, και στο μεν δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο ανατέθηκαν αποκλειστικά εφεξής τα θέματα α) χορηγήσεως, β) ανακλήσεως, αφαιρέσεως αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας και δ) σφραγίσεως των καταστημάτων, στον δε δήμαρχο ή πρόεδρο της Κοινότητας ανατέθηκε μόνο η έκδοση αποφάσεως για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των άνω καταστημάτων, στην οποία, εάν αυτός δεν προβεί, μολονότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, θεωρείται ότι παραβαίνει το καθήκον της υπηρεσίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτήν, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενο του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (η οποία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου, που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως - ΟλΑΠ 3/1998) υπάρχει όταν το Δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής δικονομίας λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2003 έως και 4.7.2004, ο κατηγορούμενος Χ, όντας Δήμαρχος ... και ως εκ τούτου υπάλληλος, κατά την έννοια του νόμου (άρθρο 13 α' Π.Κ.), με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος. Ειδικότερα, στα καθήκοντα του κατηγορουμένου, ως δημάρχου, αναγόταν η αυτεπάγγελτη λήψη αποφάσεως για τη σφράγιση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, σε περίπτωση που αυτά λειτουργούν χωρίς την προβλεπόμενη άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας. Αυτός από τις 25.11.2003, γνώριζε ότι με την υπ' αριθμό 1162/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά απορρίφθηκε αίτηση του ... για αναστολή εκτελέσεως της υπ' αριθμόν 6723/4.7.2003 αποφάσεως του Δημάρχου ..., με την οποία αποφασίστηκε η σφράγιση του καταστήματος εκείνου (...), δηλαδή της καφετέριας με το διακριτικό τίτλο "...", που βρισκόταν εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου ... και επί των οδών ... και ... . Εν τούτοις και παρά τις από 2.12.2003 και 16.3.2004 εισηγήσεις του προέδρου τού δημοτικού συμβουλίου ... για σφράγιση του εν λόγω καταστήματος, ο κατηγορούμενος, σκοπώντας να προσπορίσει όφελος στον προαναφερόμενο ιδιοκτήτη τού πιο πάνω καταστήματος, από την παράνομη λειτουργία του, δεν προέβη αμέσως στην ενέργεια αυτή (σφράγιση του καταστήματος), αλλά έπραξε τούτο μετά παρέλευση επταμήνου, δηλαδή στις 5.7.2004. Επομένως, το δικαστήριο τούτο καταλήγει στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν αξιόποινης πράξεως "της παραβάσεως καθήκοντος", να αναγνωριστεί όμως σ' εκείνον η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α' Π.Κ., καθόσον δέχεται ότι ο ίδιος (κατηγορούμενος), μέχρι το χρόνο τελέσεως του παραπάνω εγκλήματος, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό τής παρούσας. Με βάση τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα παραβάσεως καθήκοντος. Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά για τον σχηματισμό της κρίσεως του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος αυτού και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα δεν καθορίζεται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως από πού απέρρεε το καθήκον του αναιρεσείοντος για τη σφράγιση του άνω καταστήματος, αφού, όπως έχει προεκτεθεί, στον δήμαρχο ανατέθηκε κατά νόμο μόνο η έκδοση αποφάσεως για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των καταστημάτων. Εξαιτίας της ως άνω ελλείψεως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου είναι βάσιμοι, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση σε νέα συζήτηση, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Αναιρεί την 1232/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Πλημμελημάτων). Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Δεκεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή