Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 296 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής- 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933.
Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου.
Η ανάκληση της εντολής πληρωμής επιταγής που ήδη εκδόθηκε και κυκλοφορεί ισοδυναμεί με έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων και είναι αδιάφορη η αιτία έκδοσης της επιταγής και η αιτία ανάκλησης της εντολής πληρωμής στην πληρώτρια τράπεζα, είναι αδιάφορες για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Δεν αίρεται το άδικο αν η ενσωματωμένη απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη. (ολ ΑΠ 23, 24/2007, ΑΠ 1566/2013).




ΑΡΙΘΜΟΣ 296/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Σ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 4925/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και με πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Λ. του Π., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 13 Φεβρουαρίου 2015 προσθέτους λόγους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1156/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 ορίστηκε ότι, "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Κατά το ίδιο άρθρο 79 παρ. 1 του άνω ν. 5960/1933, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του Ν. 2408/1996, ορίζεται πλέον ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Άρα, για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Ήτοι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό με αριθμό 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της εκδόσεως πέντε ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933), με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, σε μία ποινή φυλακίσεως 30 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Ο κατηγορούμενος ενεργώντας με πρόθεση στη Θεσσαλονίκη, στις 30-6-2008, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή, ποσού 136.550 ευρώ, σε διαταγή, "του ιδίου", προς την ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, (Υποκατάστημα Ίωνος Δραγούμη 5), η οποία εμφανίστηκε προς πληρωμή νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 30-6-2008 και δεν πληρώθηκε διότι ο κατηγορούμενος εκδότης με δήλωση του προς την πληρώτρια είχε δώσει εντολή για μη πληρωμή της επιταγής εντός της προθεσμίας εμφάνισης της προς πληρωμή, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από τη σχετική σημείωση επί του σώματος της επιταγής του αρμοδίου υπαλλήλου της πληρώτριας τράπεζας. Η εντολή, την οποία έδωσε ο κατηγορούμενος περί μη πληρωμής τη εν λόγω επιταγής στην πληρώτρια τράπεζα, ισοδυναμεί κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση με έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης του κατηγορουμένου ότι η ανωτέρω επιταγή εκδόθηκε χάριν εξόφλησης μέρους τιμήματος πώλησης και μισθωμάτων και οι συναφθείσες σχετικές συμβάσεις λύθηκαν δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή καθώς, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, δεν ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής αφού στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης αυτής. Επομένως με βάση όλα τα ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, σύμφωνα με το διατακτικό απορριπτoμένου του αιτήματος αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2β ΠΚ πρωτίστως ως αορίστου καθώς δεν εκτέθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό 3617/2013 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ως εκδότης, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσης. Επιπλέον αναφέρεται στο αιτιολογικό ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε από τον κατηγορούμενο που υπογράφει αυτήν ως εκδότης, αναφέρεται ο χρόνος έκδοσης, ο χρόνος εμπρόθεσμης εμφάνισης και η μη πληρωμή της από την πληρώτρια τράπεζα, για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος είχε δώσει εντολή στην τράπεζα για μη πληρωμή της, αν και είχε διαθέσιμα κεφάλαια, ενώ η ανάκληση της εντολής πληρωμής επιταγής που ήδη εκδόθηκε και κυκλοφορεί ισοδυναμεί με έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων και είναι αδιάφορη η αιτία έκδοσης της επιταγής και η αιτία ανάκλησης της εντολής πληρωμής στην πληρώτρια τράπεζα, είναι αδιάφορες για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, διότι το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου και το αξιόποινο δεν επηρεάζεται από το υποστατό και το κύρος της αιτίας εκδόσεως και μη πληρωμής της τυπικά έγκυρης τραπεζικής επιταγής, μπορεί δε απλώς να θεμελιώσει ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί έλλειψης δόλου, τον οποίον εδώ προκύπτει από τα πρακτικά ότι δεν πρόβαλε. Εξάλλου, κατ' άρθρο 32 παρ.1 του ν. 5960/1979, ορίζεται ότι η ανάκληση της επιταγής, επομένως και η προς αυτήν ισοδύναμη εντολή για μη πληρωμή, ισχύει μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας εμφάνισης και πληρωμής. Επίσης αναφέρεται στο παραπάνω αιτιολογικό, συμπληρούμενο από το διατακτικό, (7η σελίδα πρακτικών) ότι η επιταγή αυτή εμφανίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα Πειραιώς στις 30-6-2008 και δεν πληρώθηκε, και δεν ήταν απαραίτητο να αναφερθεί ποίο πρόσωπο ήταν ο κομιστής, το ονοματεπώνυμο αυτού και ποίος ο ζημιωθείς και δικαιούχος της εγκλήσεως, αφού προκύπτει από τα πρακτικά ότι ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλλε καμία αντίρρηση κατά της σφράγισης της ένδικης επιταγής και κατά της υποβληθείσας εγκλήσεως, δεν αμφισβήτησε το πρόσωπο του κομιστή και εγκαλούντος, ενώ η ύπαρξη ή μη ζημίας του εγκαλούντος κομιστή της ακάλυπτης επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανύπαρκτου ή παράνομου της αιτίας, ή οποία και δεν ερευνάται (Ολ.ΑΠ 23,24/2007, ΑΠ 207/2014).
Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τον εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, συναφή κύριο και πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τη διερεύνηση σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε από τον κατηγορούμενο στις 30-6-2008 σε διαταγή του, στη συνέχεια μεταβιβάστηκε από αυτόν με οπισθογράφηση στον Σ. Λ., ο οποίος και την εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα Πειραιώς εγκαίρως στις 30-6-2008, αλλά δεν πληρώθηκε και σφραγίστηκε, λόγω εντολής του εκδότη προς την τράπεζα να μην πληρωθεί . Στη συνέχεια στις 28-7-2008 υποβλήθηκε εμπρόθεσμα σχετική έγκληση για έκδοση ακάλυπτης και μη πληρωμή της άνω επιταγής από τον εν λόγω κομιστή της και δικαιούχο της εγκλήσεως στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, από δε τα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος πρόβαλε οποιοδήποτε αυτοτελή ισχυρισμό για μη νομότυπη υποβολή της εγκλήσεως αυτής για να διερευνηθεί, ώστε να υποχρεούται το δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία επ' αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ 1 περ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠΔ, συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και για έλλειψη νόμιμης βάσης και υπέρβαση εξουσίας από μη κήρυξη ως απαράδεκτης της δίωξης, λόγω μη νομίμου εγκλήσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία β, ήτοι το ότι "ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσε ο συνήγορός του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ζήτησε "να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' του ΠΚ", Στον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό, ο οποίος προβλήθηκε κατά τρόπο εντελώς ασαφή και αόριστο, με επίκληση μόνο της νομικής διάταξης, χωρίς επίκληση ουδενός συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού και χωρίς να αναφέρεται για ποία από τις άνω αναφερόμενες περιπτώσεις ζητεί το ελαφρυντικό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη, παρά ταύτα εκ περισσού διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απόρριψης με αναφορά ότι "το αίτημα είναι απορριπτέο πρωτίστως ως αόριστο καθώς δεν εκτέθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια".
Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τον κύριο συναφή λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, ότι η απόφαση στερείται της κατά νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη του υποβληθέντος ως παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2. 358, 364 παρ.1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι με τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική στο ακροατήριο συζήτηση της υποθέσεως, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Επίσης το περιεχόμενο εκάστου εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα με τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν είναι ανάγκη να συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του αναγνωσθέντος εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ΚΠΔ, τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του, γιατί διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του εγγράφου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων επικαλείται ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνιστάμενη στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση από μέρους του των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος και συγκεκριμένα επειδή στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν μεταξύ άλλων τα με αρίθμηση 2, 3, 4, 13, 15 και 19 έγγραφα, τα οποία δεν προσδιορίζονται με τρόπο που να πιστοποιείται ότι αυτά και όχι άλλα αναγνώστηκαν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα πράγματι αναγνώσθηκαν, με αποτέλεσμα να αποστερείται ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να ασκήσει το παρεχόμενο σ' αυτόν από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές μετά ως άνω έγγραφα. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως που επισκοπούνται προκύπτει ότι, μεταξύ άλλων εγγράφων, αναγνώσθηκαν έγγραφα, με ταυτότητα και με αρίθμηση τα με α/αριθμούς 2 (φωτ/φα άλλων επιταγών σε αντικατάσταση), 3 (φωτ/φα τιμολογίων), 4 (φωτ/φα τιμολογίων), 13 (φωτ/φα έξι επιταγών της Τράπεζας Πειραιώς) και 15 (φωτ/φα τεσσάρων επιταγών της Τράπεζας Εγνατίας, Πειραιώς και Κύπρου). Η αναφορά των εγγράφων αυτών, προκειμένου εγκλήματος εκδόσεως μίας ακάλυπτης επιταγής Τράπεζας Πειραιώς, δεν είναι αόριστη και προκύπτει η ταυτότητα αυτών, αφού αναφέρονται τα προσδιοριστικά στοιχεία του καθενός και δεν υπήρχε λόγος να αναφέρονται με περισσότερα στοιχεία, και έτσι ο παριστάμενος συνήγορος του αναιρεσείοντος, με την πλήρη ανάγνωση αυτών στο ακροατήριο, αντελήφθη επαρκώς το περιεχόμενό τους και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ' αυτών και να προβεί, κατ' άρθρο 358 του ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αναγνωσθέντα έγγραφα αυτά και το περιεχόμενό τους, τα οποία άλλωστε ουδόλως προκύπτει από το αιτιολογικό ότι αυτά στήριξαν της περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου για τη μία ένδικη ακάλυπτη επιταγή που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων.
Συνεπώς, ο από τα άρθρα 171 αρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, συναφής λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων αυτής, στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-10-2014 αίτηση - δήλωση του Σ. Τ. του Δ. και τους από 13-2-2015 προσθέτους λόγους αυτού, για αναίρεση της με αρ. 4925/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή