Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, Αναιρεί και παραπέμπει.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Δέχεται αναίρεση για έλλειψη
ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αντιφατική και ασαφής η
αιτιολογία, διότι ενώ αναφέρεται στο σκεπτικό της αποφάσεως ότι τα χρέη
αφορούν σε δικά της εισοδήματα και όχι του συζύγου της, στη συνέχεια
στον πίνακα χρεών που ενσωματώνεται και αποτελεί μέρος τόσο του
σκεπτικού της αποφάσεως, όσο και του διατακτικού της, τα έξι από τα
επτά χρέη αναφέρονται ως χρέη του συζύγου της, χωρίς να διευκρινίζεται
γιατί οφείλει αυτή και τα χρέη του συζύγου της. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 270/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης M. S. - K. του S., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Αμπράζη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 49/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2017 αίτησή της αναιρέσεως, που επιδόθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5 Σεπτεμβρίου … και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου .../5.9.2017, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του N.1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από την μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Το ως άνω άρθρο του Ν. 1882/1990, ακολούθως, αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Στη συνεχεία συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 και ακολούθως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 και τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 3 παρ.1 του Ν. 3943/2011. Μετά την αντικατάσταση, που έγινε με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν.3220/2004, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία, κατά τον εν προκειμένω χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών, 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο εισπράξεως τους, ορισθέντος ότι είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίσθηκαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: " 1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Ήδη με το άρθρο 20 του Ν.4321/2015 αντικατεστάθησαν οι άνω διατάξεις, αλλά ο νόμος αυτός δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως δυσμενέστερος των ανωτέρω διατάξεων που προίσχυαν (άρθρο 2 παρ.1 Π.Κ.) αφού για χρέη συνολικού ύψους άνω των 100.000 ευρώ που δεν υπερβαίνουν τα 120.000 ευρώ, όπως τα επίδικα, προβλέπει βαρύτερη ποινή ενός (1) τουλάχιστον έτους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 "Την ίδια ευθύνη με τους οφειλέτες έχουν και οι από οποιαδήποτε αιτία συνυπόχρεοι καταβολής και οι εγγυητές χρεών κατά τα ανωτέρω. Κατά των εγγυητών και των συνυποχρέων καταβολής χρεών προς το Δημόσιο λαμβάνονται όλα τα μέτρα που προβλέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει κατά των πρωτοφειλετών, χωρίς να απαιτείται βεβαίωση του χρέους σε βάρος τους". Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2238/1994, ο οποίος ίσχυε μέχρι την κατάργησή του από το Ν. 4172/2013 (άρθ. 72 περ. 25, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 26 παρ. 3 του Ν.4223/2013) και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, ορίζεται ότι: "1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου. 2. Ειδικά, το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του". Στη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: "2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του". Και στη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 4 του ίδιου νόμου, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με την παρ. 16 άρθρου 8 του Ν.3842/2010 (βλ. άρθ. 10 παρ. 7 του Ν. 4110/2013), ορίζεται ότι: "4. Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά. Επίσης, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 5, για την καταβολή της οφειλής, η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον και ο άλλος σύζυγος". Με τις προαναφερθείσες διατάξεις ορίζονται ποίοι είναι οι υπόχρεοι και ποίοι είναι οι συνυπόχρεοι καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και ειδικά για το σύζυγο του υποχρέου, ορίζεται ότι είναι συνυπόχρεος, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 5, δηλαδή, εφόσον το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του, τότε, για την καταβολή της οφειλής, η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον και ο άλλος σύζυγος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Από όλες τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προαναφερθέντος εγκλήματος της μη έγκαιρης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται κατά τα προδιαληφθέντα, είναι: 1) η αρχή, που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαίως με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος, ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη, που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του σε δόσεις χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του, οπότε συνάγεται και προσδιορίζεται και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος και 6) η ιδιότητα του υπέχοντος ποινική ευθύνη για την καταβολή των χρεών ως υποχρέου ή συνυποχρέου προς τούτο.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 49/2017 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των εγγράφων που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, σε σχέση με την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, κατά λέξη, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται παραπάνω λεπτομερώς και σε συνδυασμό με την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η κατηγορουμένη ... κατά το χρονικό διάστημα από 01/05/2010 έως 02/02/2014 καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία … (πρώην ...) χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από το χρόνο καταβολής τους, που μάλιστα αφορούν σε δική της οικονομική δραστηριότητα και δικά της εισοδήματα και όχι του συζύγου της, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημέρα σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €), ανερχόμενο συνολικά σε 111.334,09 €, όπως αναλυτικά περιλαμβάνεται ανά χρέος, αιτία, στοιχεία βεβαίωσης και ημερομηνία καταβολής στον ακόλουθο ... πίνακα χρεών:" (Στο σημείο αυτό ενσωματώνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο υπ’ ...2014 πίνακας χρεών της ..., στον οποίο περιλαμβάνονται συνολικά επτά (7) χρέη, από τα οποία έξι (6) αφορούν φόρο εισοδήματος, εισφορές, τέλος επιτηδεύματος και Ε.Τ.ΑΚ. του υπόχρεου με Α.Φ.Μ. ..., για τα οποία ευθύνεται κατά τον πίνακα η αναιρεσείουσα με την ιδιότητα της συζύγου του υποχρέου και μόνον ένα χρέος, το έβδομο, το οποίο αφορά Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., με υπόχρεο την ίδια την αναιρεσείουσα που έχει Α.Φ.Μ. ...). "Περαιτέρω, σύμφωνα με την αναγνωσθείσα με αριθ. πρωτ. .../6-3-2017 έγγραφη ενημέρωση της ..., η κατηγορουμένη δεν έχει εξοφλήσει, ούτε ρυθμίσει τις εν λόγω οφειλές (ποσού 111.334,09 ευρώ), οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο σε φόρο εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2009-2012 και σήμερα ανέρχονται σε ποσό 111.029,12 ευρώ (κεφάλαιο 87.168,68 ευρώ και προσαυξήσεις 23.860,44 ευρώ), η οποία μείωση του κεφαλαίου κατά 304,97 ευρώ, είναι αποτέλεσμα συμψηφισμού ποσών από κατασχέσεις λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα (βλ. σχ. έγγραφο). Συνακόλουθα, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της άνω πράξης, κατά το διατακτικό". Στη συνέχεια, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία της επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "
Κηρύσσει αυτήν ένοχη του ότι: ... κατά το χρονικό διάστημα από 01/05/2010 έως 02/02/2014 ενεργώντας με πρόθεση, όντας οφειλέτης του δημοσίου, ειδικότερα, καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία … χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημέρα σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό τότε των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €), όσο και πλέον των εκατό χιλιάδων ευρώ, ανερχόμενο συνολικά σε 111.334,09 €, και συγκεκριμένα η κατηγορούμενη οφείλει προς το Δημόσιο από άνω αιτίες με τις κάθε είδους προσαυξήσεις τα ποσά τα οποία αναλυτικά αναφέρονται στον παρακάτω ... πίνακα χρεών:" (Στο σημείο αυτό ενσωματώνεται και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο ως άνω υπ’ ...2014 πίνακας χρεών της ...). Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση παρίσταται ελλιπής και ασαφής. Συγκεκριμένα, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο σκεπτικό της, στο οποίο αναφέρεται επί λέξει ότι τα χρέη που καθυστέρησε την καταβολή τους η αναιρεσείουσα "αφορούν σε δική της οικονομική δραστηριότητα και δικά της εισοδήματα και όχι του συζύγου της", δέχεται ότι η ποινική της ευθύνη αφορά σε δικά της χρέη και σε δικά της εισοδήματα, εν τούτοις, στη συνέχεια του σκεπτικού της και ειδικότερα στον ενσωματωμένο στο σκεπτικό της πίνακα χρεών, δέχεται ότι η ποινική ευθύνη της αναιρεσείουσας αφορά σε χρέη του συζύγου της, κυρίως από φόρους εισοδήματος, για τα οποία ευθύνεται με την ιδιότητά της ως συζύγου, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει γιατί αυτή ευθύνεται για τα χρέη του συζύγου της, δηλαδή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 και 74 παρ. 4 του Ν. 2238/1994 του ίδιου νόμου, όπως η τελευταία ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με την παρ. 16 του άρθρου 8 του Ν.3842/2010 (βλ. άρθ. 10 παρ. 7 του Ν. 4110/2013).
Έτσι, όμως, από τις ως άνω αντιφατικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δημιουργείται ασάφεια ως προς την ιδιότητα στην οποία θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για την καθυστέρηση της καταβολής των επίδικων χρεών προς το Δημόσιο, και ως εκ τούτου, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά ασαφής και ελλιπής. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης της αναιρεσείουσας λόγω μη έγκαιρης καταβολής των επίδικων χρεών προς το Δημόσιο, είναι βάσιμος, οπότε, κατά παραδοχή του αναιρετικού τούτου λόγου, και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που έγινε δεκτός ως βάσιμος, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 49/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ