Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 928 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Εκβίαση.




Περίληψη:
Απόπειρα εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού. Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τι διαδικασία στο ακροατήριο. Δεν είναι παρά-νομο αποδεικτικό μέσο η μαρτυρία τρίτων που άκουσαν την τηλεφωνική συνομιλία μηνύτριας και κατηγορουμένης, με τη γνώση και τη συναίνεση της τελευταίας, η οποία έτσι δεν στερήθηκε κάποιο υπερασπιστικό της δικαίωμα. Απόρριψη της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.




Αριθμός 928/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Θωμά, περί αναιρέσεως της 1529γ, 1560/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 107/2010.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται: α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της εκβίασης, το οποίο τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν εμπίπτει στις περιπτώσεις των εδ. α' και β' και σε βαθμό πλημμελήματος σε κάθε άλλη περίπτωση, απαιτείται, αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου και β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της λαμβανόμενης αποφάσεως, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των ανωτέρω στοιχείων συγκροτήσεως της αντικειμενικής υποστάσεως και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος από την εξαναγκαζόμενη ως άνω συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο πρέπει να τελεί σε σχέση υλικής αντιστοιχίας με την επελθούσα περιουσιακή ζημία, έτσι, ώστε να αποτελεί αυτό την ανάστροφη όψη της ζημίας, ανεξαρτήτως αν το όφελος αυτό επιτεύχθηκε τελικώς. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς, αν δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίον όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, πρέπει, να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει εξ αυτού μόνον, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή, των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση ή την απαλλαγή της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1529 γ, 1560/2009 απόφασής του, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα περιστατικά: "Η κατηγορούμενη στον Πειραιά, στις 28-5-2002, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το πλημμέλημα της εκβίασης σε βάρος της μηνύτριας, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια αλλά και οι γνωστοί της Σ, Γ και Λ παράνομο περιουσιακό όφελος, δηλαδή την καταβολή σ' όλους αυτούς άγνωστο ακριβώς χρηματικό ποσό, το οποίο δεν αποτελεί αξίωση της κατηγορουμένης και των άλλων προσώπων κατ' αυτής (μηνύτριας), επικοινώνησε με την τελευταία τηλεφωνικά και με εξυβριστικές εκφράσεις και απειλές εναντίον αυτής και του συζύγου της Μ επιχείρησε να εξαναγκάσει αυτή (μηνύτρια) να καταβάλει σ' εκείνη (κατηγορουμένη και στους προαναφερόμενους Σ, Γ και Λ χρήματα, πράξη από την οποία θα επήρχετο ζημία στην περιουσία της, γιατί διαφορετικά θα προσφύγει στον Εισαγγελέα για τις απάτες του συζύγου της και θα δει τον σύζυγό της αιμόφυρτο, το γιο της καρκινιασμένο και αυτή (μηνύτρια) θα πληρώσει πολλά " γιατί θα της στείλει παρέα τον ... και θα πληρώνει μία ζωή". Έτσι η κατηγορουμένη με την απειλητική αυτή συμπεριφορά της έκανε τη μηνύτρια να περιέλθει σε κατάσταση φόβου και ταραχής, που ήταν ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως αυτής (μηνύτριας). Η πράξη της όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής της και μάλιστα γιατί η εγκαλούσα δεν ενέδωσε στις απειλές της. Στην πράξη της αυτή προέβη η κατηγορούμενη έχοντας δόλια προαίρεση, αφού γνώριζε ευσυνειδήτως ότι τα ως άνω χρήματα που επιδίωκε να λάβει από την μηνύτρια, την οποία εκβίαζε, δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεώς της. Τα ανωτέρω, που αποδείχθηκαν και έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, προκύπτουν από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που ανωτέρω κατονομάζονται κατ' είδος. Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι οι ως άνω ενέργειές της έγιναν για να ικανοποιηθούν οι Σ, Αθ. Γ,... κλπ, οι οποίο φέρονται ως θύματα κακουργηματικών απατών, ηθικός αυτουργός (και πραγματικός λήπτης των χρηματικών ποσών) των οποίων ήταν ο σύζυγος της μηνύτριας Μ και η θυγατέρα της ... είχε άμεση εμπλοκή στις εν λόγω υποθέσεις ύστερα από φορτικότητα αυτού Μ. Ο ισχυρισμός της αυτός, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής του αβασιμότητας, αφού η ίδια η μηνύτρια δεν είχε καμία σχέση με τα ως άνω επικαλούμενα από την κατηγορουμένη, ο δε σύζυγος αυτής Μ δεν αποδείχθηκε ότι είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση της θυγατέρας της κατηγορουμένης ..., ούτε προκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπο την απόφαση σ' αυτήν να διαπράξει την εν λόγω πράξη, στερείται έννομης επιρροής, καθόσον ως απειλή μπορεί να χρησιμεύσει και η δήλωση ασκήσεως από τον απειλούντα δικαιώματος, που νομίμως μπορεί να ασκήσει, γιατί εκβίαση συνιστά η απειλή ασκήσεως του δικαιώματος για τον προαναφερόμενο σκοπό ( βλ. ΑΠ. 732/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ', 154). Περαιτέρω, η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι η αποδιδόμενη σ' αυτήν πράξη είναι εκείνη της αυτοδικίας, γιατί προσπάθησε να ασκήσει δικαίωμα, το οποίο οικειοποιήθηκε από λανθασμένη πεποίθηση. Όμως, ο ισχυρισμός της αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκε δικαίωμα που είχε η κατηγορουμένη ή που οικειοποιείτο αυτή εκ πεποιθήσεως, ούτε πλάνη ότι έχει νόμιμη αξίωση, αλλά πλήρως προέκυψε ότι η ως άνω απειλητική συμπεριφορά της ήταν πρόσφορη για την επίτευξη παράνομου περιουσιακού οφέλους με αντίστοιχο σκοπό, χωρίς να έχει νόμιμη αξίωση. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά η κατηγορουμένη, η οποία σημειωτέον ενημερώθηκε από τη μηνύτρια ότι η ως άνω συνομιλία τους ακούγεται και παρόλα αυτά συνέχισε την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της συναινόντας έτσι στο άκουσμα της εν λόγω τηλεφωνικής συνδιαλέξεως από τρίτα πρόσωπα (μάρτυρες κατηγορίας), πλήρως ομολόγησε κατά την απολογία της στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως αυτή περιέχεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτόδικης συζήτησης. Η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε ακόμη ότι η παραπάνω πράξη της δεν πρέπει να καταλογισθεί σ' αυτήν λόγω νομικής πλάνης και συγκεκριμένα γιατί αυτή δεν γνώριζε τις συνέπειες αυτής και ότι γι' αυτήν θα τιμωρείτο. Δηλαδή προέβαλε άγνοια του αξιοποίνου. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, είναι νομικά αβάσιμος, γιατί μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αποκλείει τον καταλογισμό (άρθρο 31 παρ. 1 ΠΚ). Αυτή δεν ισχυρίσθηκε ότι λόγω πλάνης πίστευε ότι είχε το δικαίωμα να τηλεφωνεί στη μηνύτρια και να απαιτεί να επιστραφούν στα προαναφερόμενα πρόσωπα τα χρήματα που είχαν παραδώσει στο σύζυγό της Μ για να τα "επενδύσει". Από τα παραπάνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτή βρισκόταν έστω και σε ελάχιστη πλάνη περί του παράνομου της παραπάνω πράξεώς της. Γι' αυτό και ο περί νομικής πλάνης (άρθρ. 31 παρ. 2 ΠΚ) ισχυρισμός της κατηγορουμένης πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθία αυτών, πρέπει η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της απόπειρας εκβίασης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο διατακτικό". Ακολούθως το ίδιο ως άνω Δικαστήριο κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη απόπειρας εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος κα της επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή, προς δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, διέλαβε στην απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προαναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτικά παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα περιστατικό που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της εγκληματικής πράξεως, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, καθώς επίσης, και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1 και 385 παρ. 1 περ. γ του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως, αλλ' ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ελλειπείς ή ασαφείς η αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, αιτιολογείται με πληρότητα η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας για άρση του αξιόποινου της πράξης που τέλεσε λόγω νομικής πλάνης της (βλ. 17η σελίδα προσβαλλόμενης απόφασης).
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, κατά το μέρος δε που με τον πρώτο από αυτούς, με την επίκληση, κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση αυτών, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 του ΚΠΔ η οποία προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 1408/1996 "αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη όμως η ποινική δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνει η διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και επομένως, αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου και περαιτέρω, ότι το δικαστήριο αποστερείται της δυνατότητας να θεωρήσει το ζήτημα του αξιοποίνου ή μη της κτήσεως του αποδεικτικού μέσου, ως προδικαστικό και να αναβάλλει τη δίκη κατά το άρθρο 59 του ΚΠΔ μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που θα κρίνει, αν το επίμαχο αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε με αξιόποινη πράξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 370 Α του ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν αντικατάστασή της με το άρθρο 3 του ν. 3090/24-12-2002 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου που φέρεται ότι τελέσθηκε η παράνομη μαγνητοφώνηση προφορικής (τηλεφωνικής) συνομιλίας μεταξύ της κατηγορούμενης-αναιρεσείουσας και της μηνύτριας Τ συζύγου Μ (28-5-2002), "όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς συναίνεση του τελευταίου". Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στην άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ 1, 9, 9 Α και 19 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, αναφορικώς με την προσωπική και ιδιωτική ζωή και την προσωπικότητά του, η απαγόρευσή της, με ειδικά μέσα μαγνητοφώνησης αθεμίτως, ιδιωτικής συνομιλίας, αποσκοπεί στην προστασία των εννόμων αγαθών του ατόμου που προστατεύονται από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις με την υποχρέωση της ανάγκης δικαστικής διερεύνησης της ουσιαστικής αλήθειας και της αξίας της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής διαδικασίας (Ολ. ΑΠ 1/2001 Πολιτική). Τέλος, από το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επάγεται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι τέλεσε η αναιρεσείουσα για να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, μετά από αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας ... και ..., που ήταν αυτήκοες (υπήρχε ανοικτή ακρόαση) με όσα στην τηλεφωνική συνομιλία τους στις 28-5-2002 μεταξύ της αναιρεσείουσας και της μηνύτριας-εγκαλούσας Τ συζύγου Μ είπε η πρώτη στη δεύτερη, με τη συναίνεση της πρώτης, η οποία άλλωστε ομολόγησε την πράξη της (απόπειρα εκβίασης της μηνύτριας και του συζύγου της Μ) ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά της υπ' αριθμ. ΑΠ-7862/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), ενώ και η μαρτυρική κατάθεση της ... (θυγατέρες της αναιρεσείουσας), ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν είναι αντίθετη προς τα ανωτέρω που έγιναν δεκτά σε βάρος της μηνύτριας της (βλ. 10η σελίδα των ταυτάριθμων με την προσβαλλόμενη πρακτικών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου). συνακόλουθα από την κατά τα ανωτέρω αναφορά και αξιολόγηση της τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ της αναιρεσείουσας και της μηνύτριας Τ, που έλαβαν γνώση συγχρόνως και τρίτοι, με τη συναίνεση της αναιρεσείουσας, δεν έγινε χρήση απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, η αναιρεσείουσα δεν στερήθηκε ως εκ τούτου κάποιου υπερασπιστικού δικαιώματός της και δεν επήλθε κάποια απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Γι' αυτό ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από όλα τα ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως παραδεκτός για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 30 Δεκεμβρίου 2009 αίτηση της Χ, κατοίκου Πειραιώς, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1529 γ, 1560/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή