Θέμα
Συλλογική σύμβαση εργασίας.
Περίληψη:
Νοσοκομεία, ηλεκτροτεχνίτες. Αμείβονται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, στην εφαρμογή της οποίας παραπέμπουν ρητώς οι διατάξεις που τους έδωσαν το δικαίωμα να μην ενταχθούν στον οργανισμό του νέου ΝΠΔΔ ή σιωπηρώς οι ατομικές τους συμβάσεις, σε εκτέλεση των οποίων η ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ εφαρμόσθηκε επί της αμοιβής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη μετατροπή του νοσηλευτικού ιδρύματος σε ΝΠΔΔ και όχι σύμφωνα με τους δυσμενέστερους όρους της κλαδικής ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, με τους οποίους οψίμως άρχισε να τους αμείβει το νοσοκομείο. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 2120/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 22α Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ Ε.Ε.Σ.", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ζουμπούλη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Δ. Κ., κατοίκου ... 2) Χ. Σ., κατοίκου ... και 3) Κ. Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Μανδρακούκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 4-7-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) τρεις αγωγές των ήδη αναιρεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί των αγωγών εκδόθηκε η 1000/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6678/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-7-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Σύμφωνα με τη γενική "αρχή της εύνοιας" υπέρ των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, η προσπάθεια αναζήτησης της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εκμισθωτή της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο συσχετισμό μεταξύ συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη σχέση μεταξύ περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν εν δυνάμει τους όρους αμοιβής και εργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης κλπ). Με βάση, λοιπόν, την "αρχή της εύνοιας" υπέρ των μισθωτών, που ήδη προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 1876/1990, "Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους". Αυτό συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΣΣΕ) περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας και, ως εκ τούτου, απαγορεύουν την τυχόν δυσμενέστερη ρύθμιση με μια ατομική σύμβαση, όχι, όμως, και την δι' αυτής βελτίωση της προστασίας των εργαζόμενων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι "Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά", καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ' ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 431/2011). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη, η μεταξύ εργοδότη και μισθωτή, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή, που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 1706/1987).
2.
Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 του ν. 1397/1983 για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), νοσοκομειακές μονάδες που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (7-10-1983) ως υπηρεσίες ΝΠΙΔ, εφ' όσον επιχορηγούνται με οποιοδήποτε τρόπο από το Δημόσιο, μετατρέπονται εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε ΝΠΔΔ και υπάγονται στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 "περί οργανώσεως της ιατρικής αντιλήψεως", με προεδρικό διάταγμα (π.δ.) εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας. Το προσωπικό (εκτός από το ιατρικό) που υπηρετεί στις μονάδες αυτές κατά τη δημοσίευση των π.δ. της μετατροπής, εφ' όσον συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα, εντάσσεται ύστερα από πρόταση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου σε αντίστοιχες θέσεις, που συνιστώνται με τον οργανισμό του νοσοκομείου. Το προσωπικό που δεν συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα ή δεν υποβάλλει αίτηση ένταξης, εξακολουθεί να υπηρετεί με τις προϋποθέσεις που ήδη υπηρετούσε και στις ίδιες θέσεις, οι οποίες μετατρέπονται σε προσωρινές και καταργούνται, όταν κενωθούν με οποιοδήποτε τρόπο. Μέχρι να εκδοθεί ο νέος οργανισμός και να γίνει η ένταξη στις θέσεις που προβλέπονται απ` αυτόν, το προσωπικό εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του προεδρικού διατάγματος της μετατροπής. Οι διατάξεις αυτές, μετά την κατάργηση του άρθρου 6 του ν. 1397/1983 με το άρθρο 132 του ν. 2071/1992, επαναλήφθηκαν στο άρθρο 48 παρ.3 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω, με το π.δ. 592/1985 (ΦΕΚ Α` 208/13-12-1985), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1397/1983 και ύστερα από πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το γενικό νοσοκομείο Αθηνών "Κοργιαλένειο - Μπενάκειο" (ήτοι το αναιρεσείον), το οποίο μέχρι τότε λειτουργούσε ως υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ) με μορφή ΝΠΙΔ, μετατράπηκε σε αυτοτελές ΝΠΔΔ και υπήχθη στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 και του ν. 1397/1983. Με το ίδιο π.δ. ορίστηκε ότι το προσωπικό του νοσοκομείου εντάσσεται σε οργανικές θέσεις του νέου οργανισμού και ότι μέχρι την έκδοση αυτού και την τακτοποίηση του προσωπικού, τούτο εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την προϋφιστάμενη εργασιακή σχέση (ΑΠ 11 και 12/2008).
3.
Τέλος, κατά το άρθρο 16 παρ.1 του π.δ. 410/1988 οι αποδοχές τού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, που προσλαμβάνεται για κάλυψη οργανικών θέσεων, καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1198/1972, όπως ισχύει, δηλαδή με ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΣΣΕ). Κατόπιν αυτού, με την από 22-12-1988 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΣΣΕ), η οποία κηρύχτηκε υποχρεωτική με την 17853/1989 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 741/1989) για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους του επαγγέλματος που αφορά και η οποία ίσχυσε από 1-7-1988, ορίστηκε (άρθρο 3 παρ.1 και 2 αυτής) ότι επεκτείνονται στο σύνολό τους οι διατάξεις του ν. 1505/1984, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 1810/1988, στους εργαζομένους (εκτός από τους ιατρούς) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα νοσοκομεία του ν.δ. 2592/1953, που είναι μέλη σωματείων, τα οποία ανήκουν στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), οι οποίοι και κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια με βάση τα τυπικά προσόντα πρόσληψης τους. Εν τούτοις, με το άρθρο 9 της ως άνω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι τυχόν καταβαλλόμενες ανώτερες αποδοχές διατηρούνται.
4.
Από όλες τις προαναφερθείσες διατάξεις (βλ. παραπάνω, αρ.1, 2 και 3) συνάγεται ότι όσοι από το προσωπικό του ως άνω νοσηλευτικού ιδρύματος (ήτοι του αναιρεσείοντος), μετά τη μετατροπή του σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και την κατάρτιση του νέου οργανισμού του, δεν έχουν ενταχθεί σε αντίστοιχες μόνιμες θέσεις, που συστήθηκαν με τον οργανισμό του (όπως οι αναιρεσίβλητοι ηλεκτροτεχνίτες), εξακολουθούν να υπηρετούν σε προσωρινές θέσεις με την ίδια εργασιακή σχέση και να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους των ατομικών τους συμβάσεων εργασίας ή των εκάστοτε ισχυουσών, οικείων ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ ή ΔΑ, στις οποίες εκείνες ρητώς ή σιωπηρώς παραπέμπουν και όχι με τους δυσμενέστερους όρους των διατάξεων, που αφορούν στο εν γένει προσωπικό του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ ή των εκάστοτε ισχυουσών κλαδικών ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ (ΟλΑΠ 26/2007, ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 11 και 12/2008).
5.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι) είχαν προσληφθεί από το εκκαλούν (εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον) νοσηλευτικό ίδρυμα, όταν αυτό είχε, ακόμη, τη νομική μορφή ΝΠΙΔ και αποτελούσε αποκεντρωμένη υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ), κατά τις ημερομηνίες 19-10-1981, 3-8-1981 και 19-10-1987, αντιστοίχως, με ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως αδειούχοι ηλεκτροτεχνίτες. Ότι από την πρόσληψη ενός εκάστου, οι αποδοχές του καθορίζονταν σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των ηλεκτροτεχνιτών καταστημάτων, οικοδομών, πλοίων κλπ όλης της χώρας". Ότι μετά την κατά το έτος 1985 μετατροπή του εκκαλούντος σε ΝΠΔΔ και την υπαγωγή του στο ΕΣΥ, οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την ίδια ιδιότητα και, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που τους δόθηκε από το ν. 1476/1984, δεν εντάχθηκαν σε οργανική θέση, αλλά παρέμειναν σε προσωρινή θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και συνέχισαν να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τις ως άνω ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ. Ότι το εκκαλούν, από το έτος 1998 και εντεύθεν, έπαυσε, αυθαιρέτως, να εφαρμόζει στη μισθοδοσία των εφεσίβλητων τις ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών και άρχισε να τους αμείβει σύμφωνα με την κλαδική ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ. Ότι με τον τρόπο αυτό παραβιάσθηκε η αρχή της εύνοιας προς τους εργαζόμενους, διότι οι όροι αμοιβής της κλαδικής ΕΣΣΕ είναι δυσμενέστεροι γι' αυτούς. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη απόφαση για το λόγο ότι έκρινε την αγωγή αόριστη ως προς τα κεφάλαια των διαφορών αμοιβής για υπερωρίες, νυκτερινή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, υπολόγισε εκ νέου τις νόμιμες αποδοχές των αναιρεσίβλητων και, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, αναγνώρισε ότι στον καθένα από αυτούς οφείλεται, ως οι διαφορές αποδοχών, αντιστοίχως, το ποσό των 26.866,45 ευρώ, των 21.787,91 ευρώ και των 24.306,95 ευρώ. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε σωστά τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.1, 2 και 3) και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως και περιέγραψε με πληρότητα. Διότι νομίμως και επαρκώς εξέθεσε ότι επί των εργαζομένων της κατηγορίας των αναιρεσιβλήτων εξακολουθεί υφιστάμενο το μισθολογικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της μετατροπής του νοσηλευτικού ιδρύματος, όπου υπηρετούν, σε ΝΠΔΔ, τόσο ως ευθέως προβλεπόμενο υπό του νόμου, όσο και ως συμφωνημένο με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ρητώς μεν κατά το χρόνο της πρόσληψης ενός εκάστου, σιωπηρώς δε κατά το χρόνο της μετατροπής και της μη ένταξης αυτών στο μόνιμο προσωπικό. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
6.
Ο ίδιος λόγος της αιτήσεως, κατά το μέρος με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, ουδόλως δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου από τις προεκδοθείσες, παρομοίου περιεχομένου και μεταξύ των αυτών διαδίκων, 11/2008, 12/2008 και 1304/2008 αποφάσεις του παρόντος δικαστηρίου, αλλά, απλώς, αναφέρθηκε ιστορικώς σ' αυτές, ως νομολογιακό προηγούμενο για προγενέστερο χρονικό διάστημα.
7.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10-7-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 6678/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ