Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1601 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή, Έγκληση, Υφαίρεση, Έμπρακτη μετάνοια.




Περίληψη:
Στοιχεία κλοπής (άρθρ. 372 ΠΚ). Στοιχεία υφαίρεσης (άρθρ. 378 ΠΚ). Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Δόλου αιτιολογία. Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εφόσον οι παραδοχές της αποφάσεως είναι ότι υπάρχει κλοπή, δεν έχει σημασία το εμπρόθεσμο ή μη της εγκλήσεως, το οποίο ενδιαφέρει μόνο στην υφαίρεση. Υφαίρεση είναι η κλοπή μεταξύ συγγενών σε ευθεία γραμμή και όχι μεταξύ θείου - ανεψιού. Αυτοτελής ισχυρισμός περί εμπράκτου μετανοίας. Πρέπει να είναι ορισμένος (άρθρο 379 ΠΚ) για να έχει υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1601/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σταθόπουλο, περί αναιρέσεως της 9100/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2009 αίτησή του καθώς και στο από 4 Μαΐου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 448/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ'άρθρο 372 παρ.1 ΠΚ, "όποιος αφαιρεί (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών ..." κατά δε το άρθρο 378 ιδίου Κώδικος κλοπή ... που έγινε α) μεταξύ συγγενών και αγχιστέων σε ευθεία γραμμή, θετών γονέων και θετών τέκνων, συζύγων και μνηστευμένων, ανεψιών καθώς και των συζύγων και των μνηστήρων τους β) από σύζυγο στην περιουσία που άφησε ο σύζυγός του γ) εναντίον επιτρόπου ή επιμελητή του υπαιτίου, καθώς επίσης και σε βάρος προσώπου με το οποίο ο υπαίτιος ή συμμέτοχος διατελεί σε σχέση εξάρτησης ή ζει στο ίδιο σπίτι, διώκεται ύστερα από έγκληση. Εκ των διατάξεων των άνω άρθρων σαφώς προκύπτει ότι τα στοιχεία του βασικού εγκλήματος της κλοπής είναι αντικειμενικώς α) (το) πράγμα ήτοι κάθε ενσώματο αντικείμενο που είναι δεκτικό εξουσιάσεως (κατά την αντίληψη του ΠΚ και όχι του ΑΚ προς την οποίαν όμως εν πολλοίς συμπίπτει) β) να είναι κινητό, εκείνο δηλαδή που κατά την κοινή, φυσική αντίληψη μπορεί να μετακινηθεί γ) να είναι ξένο εν όλω ή εν μέρει, ήτοι να ανήκει σε άλλον και όχι στο δράστη, λαμβανομένης προς τούτο υπ' όψη της κυριότητος του πράγματος κατά τον ΑΚ, αφού ο ΠΚ δεν περιέχει ίδιο αυτόνομο ορισμό δ) να αφαιρεθεί από την κατοχή άλλου, την φυσική εξουσία, δηλαδή, κάποιου προσώπου, εις την έννοια της κατοχής περιλαμβανομένης τόσο της πραγματικής επί του πράγματος εξουσίας, όσο και της βουλήσεως της εξουσιάσεως, η δε αφαίρεση της κατοχής αυτής να γίνει χωρίς τη θέληση του κατόχου και υποκειμενικώς ε) ο δόλος του δράστου, αρκεί και ενδεχόμενος που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το αφαιρούμενο πράγμα είναι ξένο και βρίσκεται στην κατοχή άλλου και τη βούληση ή αποδοχή της αφαιρέσεως του πράγματος από την ξένη κατοχή, χωρίς την συναίνεση του δικαιούχου, για να το υπαγάγει ο δράστης στην κατοχή του, με σκοπό να το έχει οριστικά στην ιδιοκτησία του παρανόμως, δηλαδή χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 378 ΠΚ κλοπή μεταξύ συγγενών (υφαίρεση) εισάγει προνομιούχο περίπτωση εγκλήματος λόγω των ιδιαιτέρων σχέσεων που συνδέουν δράση και παθόντα, αναφερομένων περιοριστικά και απαιτουμένου να υπάρχουν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, σχέσεων, μεταξύ των οποίων είναι η συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας. Αυτή πρέπει να είναι σε ευθεία γραμμή, όπως γονείς και τέκνα, έγγονοι, παππούδες-γιαγιάδες, θετοί γονείς και τέκνα, ακριβώς δε αυτών των σχέσεων η υφαίρεση διώκεται κατ'έγκληση, τιμωρείται όμως όπως και η κυρία πράξη (της κλοπής). Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ'είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ'όψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ'επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος δεν είναι ανάγκη κατ'αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών αυτών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός εάν ο νόμος απαιτεί άμεσο δόλο (εν γνώσει), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή. Περαιτέρω λόγον αναιρέσεως συνιστά κατ'άρθρον 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠΔ, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 9100/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, τούτο εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ' όψη του (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου) (εδέχθη) τα εξής. "Ο κατηγορούμενος ενεργώντας από πρόθεση στο ..., αφήρεσε από την οικία της εγκαλούσας δύο (2) ηχεία στερεοφωνικού συγκροτήματος και διάφορες οικιακές συσκευές. Τα παραπάνω προκύπτουν από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως της μάρτυρα, των αναγνωσθέντων εγγράφων και την απολογία του κατ/νου, ο οποίος ομολογεί ότι την ντουλάπα με τις οικ. συσκευές την έβγαλε έξω από το σπίτι και ότι το ψυγείο το είχε μεταφέρει ο ίδιος στο κυλικείο του σχολείου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εγκαλούσα έλαβε γνώση της εκ μέρους του κατ/νου κατά τα άνω παρανόμου ιδιοποιήσεως τον Ιανουάριο του 2005, αφού από το καλοκαίρι του 2004 βρισκόταν σε συζητήσεις με τον κατ/νο για την επιστροφή των πραγμάτων αυτών άνευ προσφυγής στα δικαστήρια, οπότε πρέπει ν'απορριφθεί ο προταθείς από τον κατ/νο αυτοτελής ισχυρισμός περί εκπροθέσμου εγκλήσεως. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατ/νος όπως κατηγορείται".
Μετά ταύτα εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "Στο ... κατά το χρονικό διάστημα του καλοκαιριού του έτους 2004 αφαίρεσε ξένα εν όλω κινητά πράγματα από την κατοχή συγγενούς του με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και συγκεκριμένα αφαίρεσε από την ευρισκόμενη στον ανωτέρω τόπο οικία της εγκαλούσας ..., η οποία είναι θεία του διαμένουσα στην ..., δύο ηχεία στερεοφωνικού συγκροτήματος μάρκας TECKNICS, διάφορες οικοσκευές και είδη οικιακής χρήσεως ιδιοκτησίας της εγκαλούσας, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα".
Με αυτά που εδέχθη το δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, για το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 και 372 παρ.1 α ΠΚ που εφήρμοσε, τις οποίες δεν παρεβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβεν υπ' όψη του, τα ξένα κινητά πράγματα, τα οποία ο αναιρεσείων αφήρεσε από την κατοχή της θείας του (εγκαλούσης) και δη από την οικία της, την πρόθεσή του να τελέσει την πράξη γνωρίζων ότι τα πράγματα είναι ξένα ως και τον σκοπόν της παρανόμου ιδιοποιήσεώς των με τις ως άνω ενέργειές του. Μετά ταύτα ο σχετικός λόγος της αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την απόφαση και, κατ'εκτίμηση, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ'ό μέρος δε υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως αιτιολογίας, επιχειρείται διάφορος εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι πλήττει την ουσία της υποθέσεως.
Περαιτέρω, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπάρχουν μεταξύ κατηγορουμένου και παθούσης οι ιδιαίτερες σχέσεις που απαιτεί το άρθρο 378 ΠΚ και δη η εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγένεια σε ευθεία γραμμή, αφού η εγκαλούσα είναι θεία του κατηγορουμένου, (ο οποίος είναι υιός της αδελφής του συζύγου της), και συνεπώς έγινε δεκτό, ότι πρόκειται περί κλοπής. Επομένως δεν γεννάται θέμα υπάρξεως ή μη εμπροθέσμου εγκλήσεως, η οποία, κατά τ'άνω απαιτείται, μόνο στην υφαίρεση, όπως αβασίμως επρότεινε στο άνω Εφετείο ο αναιρεσείων, το οποίο και εν πάση περιπτώσει απέρριψε την σχετική ένστασή του. Εντεύθεν και ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αναιρέσεως, περί υπερβάσεως εξουσίας, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόρριψη της άνω ενστάσεως και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 378 και 117 ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο υπό στοιχ. 3 του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως λόγος, περί απαραδέκτου της ασκηθείσης ποινικής διώξεως "διότι δεν εξετιμήθησαν ορθώς τα πραγματικά περιστατικά" είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι (ως εκτίθεται) βάλλει κατά της κακής εκτιμήσεως των αποδείξεων. Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται εκείνοι, οι οποίοι τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, ή της ικανότητος προς καταλογισμόν, ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν, ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Πρέπει όμως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος και σαφής δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται με τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται από τον νόμο, για την συγκρότηση της νομικής εννοίας του πραγματικού ισχυρισμού και να αναπτυχθεί προφορικά (άρθρα 141 παρ.2 και 331 ΚΠΔ), ώστε να παρέχεται η δυνατότης αξιολογήσεως και εις περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Εφ'όσον δε δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός παραδεκτώς υποβληθέντος τοιούτου σαφούς και ορισμένου ισχυρισμού, ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως. Αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί εμπράκτου μετανοίας τοιούτος, η δε υπό του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του επίκληση του ισχυρισμού τούτου έχει ως συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου των εγκλημάτων της κλοπής και της υπεξαιρέσεως. Ούτω κατ'άρθρον 379 παρ.1 ΠΚ, το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαιρέσεως εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις αρχές για την πράξη του, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο.... Απαιτείται επομένως για να είναι σαφής και ορισμένος ο ισχυρισμός αυτός και να προκύπτει, εντεύθεν υποχρέωση του δικαστηρίου να τον εξετάσει και να αιτιολογήσει την σχετική κρίση του, όχι μόνο η επίκληση της "εμπράκτου μετανοίας", αλλά πρέπει, για την θεμελίωση του άνω ισχυρισμού, να γίνεται επίκληση των κατά την άνω διάταξη πραγματικών περιστατικών, ήτοι ότι έλαβε χώραν απόδοση του πράγματος ή εντελής ικανοποίηση του ζημιουμένου με την έννοια της πλήρους αποκαταστάσεως της ζημίας του παθόντος, η οποία μπορεί να γίνει και με κάθε δικαιοπραξία μεταξύ παθόντος και δράστου, κατά την οποίαν συμφωνείται η ικανοποίηση του πρώτου, η απόδοση ή ικανοποίηση να έγινε με την θέληση του δράστου και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε από τις αρχές δηλαδή οικειοθελώς και χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων ήτοι εκουσίως και αυθορμήτως και όχι υπό την πίεση του παθόντος και την απειλή αποκαλύψεως της πράξεως, απώτατο δε χρονικό σημείο της εμπράκτου μετανοίας είναι το αργότερο μέχρι να κληθεί ο δράστης προς εξέταση από την αρχή, κατά την προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση ή κυρία ανάκριση, από γενικό ή προανακριτικό υπάλληλο ή ανακριτή ως κατηγορουμένου και όχι μετά την κλήση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 9100/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά αυτής ουδένα ισχυρισμόν περί εμπράκτου μετανοίας προέβαλε ο νυν αναιρεσείων, στη δε απολογία του εξέθεσεν ότι: "μία μέρα πήραν από την αστυνομία και μου είπαν ότι η θεία μου κατέθεσε ότι τα ηχεία ήσαν στην καφετέρια. Εγώ ρώτησα τον πατέρα μου, ο οποίος μου είπε ότι ήταν στη ντουλάπα και τα έβγαλα και της τα έδωσα. Το ψυγείο το είχα πάρει προσωρινά για το κυλικείο του Σχολείου και το επέστρεψα. Το πήρα το Μάρτιο και το επέστρεψα το καλοκαίρι, το είχα βάλει στο υπόγειο. Το παρέδωσα στην ξαδέλφη μου". Ούτως όμως δεν υπάρχει σαφής και ορισμένος ισχυρισμός, δηλαδή με την επίκληση των συγκεκριμένων περιστατικών προς θεμελίωση εμπράκτου μετανοίας και ουδεμία υποχρέωση είχε το δικαστήριο να απαντήσει επ'αυτού. Εντεύθεν και οι σχετικοί λόγοι του κυρίου δικογράφου μεν αναιρέσεως, κατά το οποίο επί λέξει "Διότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς μου περί αμέσου αποδόσεως σε κάθε περίπτωση, των δήθεν υφαιρεθέντων κινητών ... καίτοι τούτο προέκυψε και εκ της ομολογίας της μηνυτρίας, χωρίς να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ... ήτοι σε κάθε περίπτωση έδει να τύχει εφαρμογής το άρθρο 379 ΠΚ και να απαλλαγώ πάσης ποινής", των δε προσθέτων λόγων, κατά τους οποίους "η επίκληση στην απολογία μου των ανωτέρω περιστατικών συνιστά επίκληση του λόγου άρσης του αδίκου της πράξεως ... που προβλέπεται στο άρθρο 379 ΠΚ ..." το οποίο η απόφαση δεν εδέχθη, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να απορριφθούν, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ'αριθμ. 103/16-3-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 9100/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως και τους από 4 Μαΐου 2009 προσθέτους λόγους. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή