Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Δικαστικά έξοδα, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Διαθήκης ακύρωση.
Περίληψη:
Ακύρωση διαθήκης. Πότε είναι άκυρη. 438 ΚΠολΔικ αποδεικτική δύναμη δημοσίων εγγράφων 1733 ΑΚ. Η δημόσια διαθήκη πρέπει συγχρόνως να διαβαστεί στο διαθέτη εις επήκοο των συμπραττόντων προσώπων και να βεβαιωθεί σ' αυτήν ότι έγινε, ενώ πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Η αδυναμία προς υπογραφή του διαθέτη πρέπει να προέρχεται από τον ίδιο. 559 αρ. 1 και 19. Προύποθέσεις 559 αρ. 11. Οι μαρτυρικές καταθέσεις πρέπει, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, να μνημονεύονται στην απόφαση 559 αρ. 8 πράγμα που είναι και ο λόγος εφέσεως. Απορρίπτεται ο λόγος γιατί οι αιτιάσεις του αφορούν στο ότι δεν εξετάσθηκε. Δεν επιτρέπεται, κατά το άρθρο 193 ΚΠοινΔικ προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως.
Αριθμός 2193/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Μιχαήλ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. χήρας Γ. Κ., το γένος Ζ. Β. και 2) Ν. Κ. του Γ., κατοίκων .... Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ζαραφέτα και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιάκωβο Μηνδρινό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/7/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7996/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 411/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23/3/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 1718 του ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 438 Κ.Πολ.Δικ., έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νομίμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο και λειτουργό, που ασκεί δημόσια εξουσία και λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του ως πλαστού. Τέτοια γεγονότα που βεβαιώνονται από συμβολαιογράφο στο δημόσιο έγγραφο της διαθήκης, είτε ως γενόμενα από αυτόν, είτε ως γενόμενα ενώπιόν του, κατά των οποίων χωρεί ανταπόδειξη με την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής, είναι όσα αναφέρονται στην τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στα άρθρα 1725 έως 1737. Περαιτέρω από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1733 ΑΚ, όπου ορίζεται σχετικά με τη δημόσια διαθήκη που συντάσσεται από το συμβολαιογράφο ότι "η πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη, ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να βεβαιωθεί σ' αυτήν ότι έγινε", σαφώς συνάγεται ότι η ανάγνωση της πράξης από το συμβολαιογράφο συντάκτη της πρέπει να γίνεται προς το διαθέτη και συγχρόνως από την ίδια ανάγνωση να ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά τη σύνταξή της και όχι να γίνεται χωριστά για το διαθέτη και χωριστά για τα πρόσωπα που συμπράττουν. Η σχετική με την ανάγνωσή της βεβαίωση στη διαθήκη δεν απαιτείται να γίνει με τρόπο πανηγυρικό ή με επανάληψη των διατάξεων του νόμου αλλά η ανωτέρω διατύπωση νοείται και θεωρείται ότι έχει πληρωθεί και όταν από τις συναφείς εκφράσεις, που έχουν χρησιμοποιηθεί στη συμβολαιογραφική πράξη, οπουδήποτε και αν βρίσκονται σ' αυτήν, καθώς επίσης και από το σύνολο του περιεχομένου της συνάγεται η τήρηση της ανωτέρω διατύπωσης, δηλαδή ότι διαβάστηκε πραγματικά η πράξη στο διαθέτη, ενώ άκουγαν ταυτόχρονα το έγγραφο που διαβαζόταν και τα πρόσωπα που συνέπραξαν στην κατάρτισή της (ΑΠ 278/2010, ΑΠ 1706/2010). Εξ ετέρου η παρ. 2 του ίδιου άρθρου αναφερόμενη στη σύνταξη πράξης για τη δημόσια διαθήκη, ορίζει ότι πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και από τα πρόσωπα που συμπράττουν. Πράξεις με περισσότερα φύλλα πρέπει να υπογράφονται στο τέλος κάθε φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στην πράξη. Η έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευομένης κατά το γράμμα και το σκοπό της, είναι ότι η δήλωση στη δημόσια διαθήκη, ότι η πράξη δεν υπογράφτηκε από το διαθέτη λόγω αδυναμίας του πρέπει να προέρχεται από τον ίδιο και όχι από το συμβολαιογράφο, αφού μόνο ο διαθέτης έχει άμεση γνώση της αδυναμίας του να υπογράψει. Από αυτό όμως δεν συνάγεται ότι για την εξωτερίκευση της αδυναμίας απαιτείται η χρήση πανηγυρικής έκφρασης, η έλλειψη της οποίας δημιουργεί ακυρότητα της διαθήκης. Αν λείπει τέτοια δήλωση, αναπληρώνεται πρόδηλα από τη βεβαίωση του συμβολαιογράφου, αν από αυτή συνάγεται αναμφισβήτητα σε συνδυασμό με την έγκριση από το διαθέτη του περιεχομένου της, ότι η για αδυναμία υπογραφής σιωπηρή δήλωση, ανήκει στον ίδιο τον διαθέτη, ο οποίος συνάμα θέλησε το περιεχόμενο της διαθήκης και παρίστατο κατά την ανάγνωση της αστικής πράξης. Η ερμηνεία αυτή, σύμφωνη και με τις συζητήσεις στη Βουλή του Ν. ΓΨΠ/1911 (αντιγραφή του οποίου είναι οι διατάξεις για τις δημόσιες διαθήκες του ΑΚ) συμπορεύεται και με τη γενική αρχή, ότι η ερμηνεία των διαθηκών πρέπει να γίνεται με κρίση φιλάγαθη, που οδηγεί στη διατήρηση του κύρους τους (ΑΠ 828/201). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 10/2011, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 568/2013). Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 567/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε η δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2), το Εφετείο από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ' αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την ακύρωση, λόγω πλαστογραφίας, της ένδικης δημόσιας διαθήκης, ως προς τις πληττόμενες με την αναίρεση και από τη διάταξη του άρθρου 1733 ΑΚ βάσεις της αγωγής, που αφορούν στον δεύτερο και μόνο αναιρεσίβλητο: "Ο Γ. Κ., πατέρας του ενάγοντος απεβίωσε στις 11.2.2008. Με την υπ' αριθμ. .../17.1.2008 δημόσια διαθήκη του, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίνας Σεραφετινίδου-Μεργιανού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ' αριθμ. 2702/9-5-2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέλιπε τα περιουσιακά του στοιχεία στον ενάγοντα υιόν του, στην πρώτη εναγομένη σύζυγό του και στον δεύτερο εναγόμενο-ανεψιό του. Στο τέλος της ένδικης διαθήκης αναφέρονται τα ακόλουθα: "... Ρητά αναφέρεται ότι τα συμπράττοντα πρόσωπα ήταν παρόντα καθ' όλη τη σύνταξη της διαθήκης αυτής και ουδείς άλλος τούτων, του διαθέτη και της συμβολαιογράφου ήταν παρών. Έτσι τηρήθηκαν όλα όσα αναφέρονται και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1728, 1730 και 1737 ΑΚ... Την πράξη μου αυτή, αφού διάβασα καθαρά και μεγαλόφωνα στο διαθέτη και τους συμπράττοντες μάρτυρες και βεβαιώθηκε από όλους καθ' όλο το περιεχόμενό της, υπογράφεται από όλους νόμιμα, και διαθέτου θέσαντος αντί υπογραφής του τύπου του δείκτου της δεξιάς χειρός λόγω τρέμουλου και αδυναμίας της δεξιάς χειρός και (τρεμάμενη) υπογραφής μόνο εις το τελευταίο φύλλο του παρόντος, γεγονός όπερ βεβαιούν και οι παρόντες ως άνω και συμπράττοντες μάρτυρες". Από την παραπάνω διατύπωση της διαθήκης συνάγεται με σαφήνεια ότι το περιεχόμενο αυτής αναγνώσθηκε συγχρόνως στους μάρτυρες και στον διαθέτη, καθώς επίσης και η δήλωση της αδυναμίας του διαθέτη να υπογράψει όλα τα φύλλα αυτής. Ο διαθέτης υπέγραψε μόνο στο τελευταίο φύλλο... ". Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε τους ως προς τα κεφάλαια αυτά και αφορώντας τον δεύτερο και μόνο αναιρεσίβλητο-εφεσίβλητο οικείους δύο πρώτους λόγους της εφέσεως και επικύρωσε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1733 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, κατά τις οποίες δεν ανταποδεικνύονται τα όσα στην ένδικη δημόσια διαθήκη βεβαιώνονται ως λαβόντα χώρα ενώπιον της αρμοδίας για τη σύνταξή της συμβ/φου, ότι δηλαδή η διαθήκη αναγνώσθηκε στο διαθέτη και συγχρόνως άκουγαν και οι τρεις συμπράττοντες μάρτυρες, καθώς επίσης και η δήλωση της αδυναμίας του διαθέτη να υπογράψει σε όλα τα φύλλα της, οι δε αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Επομένως οι περί του αντιθέτου και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αιτιάσεις, που περιέχονται στους πρώτο και δεύτερο από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτούς ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τα προαναφερθέντα και μη ανατραπέντα ανταποδεικτικά ζητήματα, είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη απαράδεκτα.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν τα δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ. ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 179/2013). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 609/2013). Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 10220/2013, ΑΠ 1021/2013), ενώ ως ιδιαίτερο μεταξύ άλλων αποδεικτικό μέσο πρέπει να μνημονεύεται η έκθεση ή το πρακτικό που περιέχει τις μαρτυρικές καταθέσεις (ΑΠ 609/2013).
Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ. ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ 14/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 495/2013). Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 481/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι από το περιεχόμενο και τις παραδοχές της γεννώνται σοβαρές αμφιβολίες για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, παρά το ότι αυτά μνημονεύονται καθόσον από τις εν λόγω καταθέσεις ανταποδεικνυόταν το βεβαιούμενο από τη συντάξασα την ένδικη δημόσια διαθήκη, περί της αδυναμίας του διαθέτη να υπογράψει σε όλα τα φύλλα της διαθήκης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι "επανεκτιμήθηκαν οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως ...", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη, ως προς το παραπάνω ζήτημα, του αποδεικτικού του πορίσματος, το οποίο είναι αντίθετο από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Οι αιτιάσεις του ερευνώμενου λόγου, περί του ότι η διαφορετική εκτίμηση των καταθέσεων αυτών θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1020/2013).
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β' του Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ. ΑΠ 14/2004, ΑΠ 87/2013). "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 1126/2013), ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι μολονότι απέρριψε τον πρώτο λόγο της εφέσεως, με τον οποίο αποδιδόταν στην εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς ζήτημα της ικανότητας του διαθέτη προς υπογραφή της ένδικης διαθήκης, εν τούτοις από τις παραδοχές της προκύπτει ότι δεν έλαβε τους, προς υποστήριξη του λόγου αυτού, επικληθέντες ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί οι αιτιάσεις του αφορούν στο ότι απορρίφθηκε ο επικαλούμενος λόγος εφέσεως και όχι στο ότι δεν εξετάστηκε και συνακόλουθα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος, εφόσον ο λόγος αυτός της εφέσεως απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Επειδή κατά το άρθρο 193 Κ.Πολ.Δικ., δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η αναίρεση, που προσβάλλει μόνο τη διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα και μόνον εφόσον στο δικόγραφο της αναίρεσης δεν περιλαμβάνεται και λόγος, που πλήττει την ουσία της υπόθεσης. Ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκου μέσου, μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο αυτής επί της ουσίας της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., κατά την οποία "αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις", αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το διατακτικό της περιέχει αντιφατικές διατάξεις, συνιστάμενες εις το ότι ο αναιρεσείων ως εφεσίβλητος της από 31.12.2009 εφέσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης, καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της νικήσασας - εκκαλούσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, μολονότι η έφεσή της, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή και συγκεκριμένα για τον ένα από τους τέσσερεις λόγους της. Ο λόγος αυτός, που αφορά μόνο την πρώτη αναιρεσίβλητη, είναι απαράδεκτος, καθόσον ως προς αυτήν (που συνδέεται με τον πρώτο αναιρεσίβλητο με τον δεσμό της απλής ομοδικίας και η κατ' εκείνου αναιρετικοί λόγοι δεν την αφορούν) δεν υφίσταται αναιρετικός λόγος που να πλήττει την ουσίας της υπόθεσης, μόνη δε η προσβολή της διατάξεως των δικαστικών εξόδων δεν ιδρύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη λόγο αναιρέσεως, καθόσον και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 17 Κ.Πολ.Δικ., πλήττεται αποκλειστικά και μόνο η διάταξη της προσβαλλομένης απόφασής του, ως προς την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση της σχετικά με κατανομή των δικαστικών εξόδων. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει, κατά το νόμιμο αίτημα των εχόντων ξεχωριστή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων, να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη του καθενός (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.3.2012 αίτηση του Ι. Κ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 411/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει για τον καθένα τους, σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ