Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ηθική αυτουργία, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση από κοινού, η οποία, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής μετά την παραπομπή (ν. 4055/2012), έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα. Στοιχεία εγκλήματος. Όχι αναγκαία οι αναφορά των επί μέρους πράξεων, με τις οποίες κάθε κατηγορούμενος συνέπραξε στην τέλεση αυτού. Θεμελίωση αρμοδιότητας δικαστηρίου μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως μεταγενέστερου, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής, διαφορετικού χαρακτηρισμού της πράξης από το νομοθέτη (ΟλΑΠ 10/2005). Ορθώς επιλήφθηκε το τριμελές εφετείο της υπεξαιρέσεως που αποδιδόταν στους αναιρεσείοντες, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση από το τότε αναρμόδιο τριμελές πλημμελειοδικείο, παρά το ότι, λόγω νομοθετικής μεταβολής, αυτή χαρακτηριζόταν πλέον ως πλημμέλημα. Κλητήριο θέσπισμα. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, αρκεί το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή
κλήση να περιέχει πλην άλλων και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί. Δεν είναι αναγκαίο το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο (ΟλΑΠ 2/1997). Η κλήση ενώπιον του αναρμοδίου τριμελούς πλημμελειοδικείου επέφερε αναστολή της παραγραφής. Όχι απόλυτη ακυρότητα από το ότι η υπόθεση εκδικάστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί ανάκριση για κακούργημα και από το ότι οι αναιρεσείοντες στερήθηκαν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λόγω του αυξημένου ορίου της ποινής για το επιτρεπτό της ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεων τριμελών εφετείων, όταν καταδικάζουν για πλημμέλημα. Απόρριψη αιτήσεων και προσθέτων λόγων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 571/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, 1. Κ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Πάρσαλη, 2. Α. Λ. του Α., κατοίκου ..., 3. Ε. Κ. του Η., κατοίκου ..., 4. Μ.-Χ. Π. του Γ., κατοίκου ... και 5.Α. Σ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Κλάδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 8495/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Α. Β. του Δ., 2. Κ. Ν. του Χ., 3. Α. Μ. του Λ., 4. Μ. Μ. του Π., 5. Ζ.-Α. Δ. του Α., 6. Σ. Κ. του Χ., 7. Π. Κ. του Ι. και 8. Ε. Φ. του Δ..
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Δεκεμβρίου 2012 και 6 Δεκεμβρίου 2012 τέσσερις (4) χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 21/2013.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες πέντε (5) αιτήσεις, ήτοι 1) η από 7 Δεκεμβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 8135/2012) του Κ. Μ. του Χ. και 2) οι από 6 Δεκεμβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 8148, 8149, 8150 και 8151/2012) των Α. Λ. του Α., Ε. Κ. του Η., Μ. - Χ. Π. του Γ. και Α. Σ. του Ν., αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8495/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Α) Επί της αιτήσεως του Κ. Μ.
Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη (και επί παραβάσεως καθήκοντος του άρθρου 259 του ΠΚ πρόκληση σε υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως διευρύνθηκε με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα, της αποφάσεως να παραβεί το υπηρεσιακό του καθήκον που επιβάλλεται σ' αυτόν από το νόμο ή έχει καθορισθεί με διοικητικές πράξεις ή απορρέει από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχει σ' αυτή την ίδια τη φύση της υπηρεσίας του), η οποία (πρόκληση) μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως πειθώ, φορτικότητα, απειλή, παραινέσεις κ.α., β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή πρόκληση στον άλλον αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένης άδικης πράξεως, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 8495/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο, μεταξύ άλλων, τον αναιρεσείοντα Κ. Μ. ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος του συγκατηγορουμένου του Α. Β. (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, όσον αφορά τον ως άνω αναιρεσείοντα, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Τέλος, όσον αφορά τον δέκατο τρίτο κατηγορούμενο, Κ. Μ. του Χ., αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος αυτός, στις 20/1/2005, εκτελούσε χρέη Ειδικού Συμβούλου (οικονομολόγου) στο πολιτικό γραφείο του τότε Υφυπουργού Ανάπτυξης Ι. Π., με τον οποίο τον συνέδεε πολυετής επαγγελματική συνεργασία, φιλία και σχέση πνευματικής συγγένειας (ο Υφυπουργός έχει βαπτίσει την κόρη του κατηγορουμένου). Την παραπάνω ημερομηνία αυτός τηλεφώνησε στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου Προϊσταμένου της Δ/νσης Μετρολογίας και τον κάλεσε στο γραφείο του, όπου του δήλωσε ότι ο αναγραφόμενος στο υπ' αριθ. 144/20-1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου Μ., εκπρόσωπος της εταιρείας "Κ. Μ. Ο.Ε" είναι φίλος του (του Κ. Μ.) και ζήτησε από τον πρώτο κατηγορούμενο να μην παραπεμφθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα η προαναφερθείσα εταιρεία για την διαπιστωθείσα παράβαση των άρθρων 388 και 389 της ΑΔ 14/1989, και ειδικότερα επειδή διαπιστώθηκε περίσσευμα πετρελαίου ποσότητας 200 λίτρων στο υπ' αριθ. κυκλοφορίας ... βυτιοφόρο όχημα ιδιοκτησίας της με οδηγό τον Ι. Π.. Ο κατηγορούμενος Κ. Μ. επικαλέσθηκε επιπρόσθετα ότι ο ως άνω παραβάτης (Μ.) παρεπονείτο ότι η μέτρηση δεν απέδιδε την πραγματικότητα επειδή έγινε σε δρόμο με κεκλιμένο επίπεδο και ο ίδιος διαφωνούσε με το αποτέλεσμα της μέτρησης. Πρέπει να αναφερθεί ότι η θέση του κατηγορουμένου Κ. Μ., ως ειδικού συμβούλου - οικονομολόγου στο πολιτικό γραφείο του Υφυπουργού δεν βρισκόταν σε κανενός είδους υπηρεσιακή ιεραρχία ή σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο, που ήταν Προϊστάμενος Διευθύνσεως του Υπουργείου αλλά ούτε και είχε αυτός (Κ. Μ.) θεσμική αρμοδιότητα να δέχεται παράπονα πολιτών και δη αναφορικά με το επίμαχο θέμα του ελέγχου του βυτιοφόρου οχήματος και της διαπιστώσεως παραβάσεως ή μη. Μετά το τέλος της συνάντησης αυτής ο πρώτος κατηγορούμενος ανέβηκε στο γραφείο του και, με την παρουσία και άλλων υπαλλήλων στους οποίους και ανακοίνωσε την εντολή του Κ. Μ., ζήτησε και του προσκόμισαν το παραπάνω πρωτόκολλο ελέγχου στο οποίο και επεσύναψε ιδιόχειρη σημείωση να μην παραπεμφθεί ο παραβάτης με την ένδειξη "εντολή Κ. Μ.". ... Με τα δεδομένα αυτά ο ... κατηγορούμενος Κ. Μ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος (Α. Β.). Ειδικότερα, ότι με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και συγκεκριμένα, μία από τις λεπτομερώς περιγραφόμενες μερικότερες πράξεις παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση (που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος) και συγκεκριμένα, έπεισε τον πρώτο κατηγορούμενο να μην αποστείλει στις αρμόδιες αρχές (Εισαγγελέα, Νομαρχία, Δ.Ο.Υ.), κατά παράβαση των καθηκόντων του, το υπ' αριθμό 144/ 20- 1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου υπαλλήλων της υπηρεσίας του, με το οποίο διαπιστώθηκε, κατά παράβαση των άρθρων 388 και 389 της Α.Δ. 14/1989, περίσσευμα ποσότητας πετρελαίου 200 λίτρων στο υπ' αριθμό ... βυτιοφόρο όχημα, ιδιοκτησίας της εταιρίας "Κ.Μ. Ο.Ε.", με οδηγό τον Ι. Π., με σκοπό να προσπορίσει στους παραβάτες παράνομο όφελος, συνιστάμενο στην αποφυγή επιβολής σε βάρος τους των προβλεπομένων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων". Κατά δε το διατακτικό, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, ο ανωτέρω κηρύχθηκε ένοχος του ότι: "Στις 20-1-2005 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση ... Ειδικότερα, έπεισε τον πρώτο κατηγορούμενο να μην αποστείλει στις αρμόδιες αρχές (Εισαγγελέα, Νομαρχία, Δ.Ο.Υ.), κατά παράβαση των καθηκόντων του, το υπ' αριθμό 144/20-1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου ...".
Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο, όσον αφορά τον ανωτέρω αναιρεσείοντα, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρει ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία αυτός προκάλεσε την απόφαση στον φυσικό αυτουργό να τελέσει την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος (απειλές, πειθώ, φορτικότητα, παραινέσεις, κ.λπ.) , και δεν αρκεί η αναφορά ότι "τον έπεισε" και ότι εκείνος ενήργησε "κατ' εντολήν του". Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, και δεύτερος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α του ΠΚ, είναι βάσιμοι.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ (Ολ.ΑΠ 7/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Κ. Μ.ς, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση μέχρι 2 ετών - άρθρο 259 σε συνδυασμό με 46 παρ. 1 περ. α ΠΚ), από το χρόνο δε που φέρεται ότι τελέσθηκε (20.1.2005) μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως (20-3-2013) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως (της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως), οι οποίοι κρίθηκαν και βάσιμοι, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον ως άνω αναιρεσείοντα, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως της αιτήσεώς του, και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατ' αυτού για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Β) Επί των αιτήσεων των Α. Λ., Ε. Κ., Μ. - Χ. Π. και Α. Σ..
Από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας) απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, υπό την αυτή ως άνω έννοια, αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ και δη δημόσιο και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή μιας έννομης σχέσεως ή καταστάσεως. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι' αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων Αρχών. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386§1του Π.Κ., προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης τελείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει, με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται πραγματοποίηση του σκοπού αυτού.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε, μεταξύ άλλων, ένοχες τις αναιρεσείουσες α) τις Μ. - Χ. Π., Α. Λ. και Ε. Κ. ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση και σε απάτη σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση και β) την Α. Σ. ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και σε απάτη σε βάρος του Δημοσίου απλή, πράξεις που τέλεσαν με το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από αυτές η Α. Σ. και του εντίμου προτέρου βίου οι λοιπές, και τις καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών την Α. Σ. και δεκαπέντε (15) μηνών την καθεμιά από τις λοιπές, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ως προς τις άνω αναιρεσείουσες, αναγκαίως δε και ως προς τον αυτουργό των ενδίκων πράξεων συγκατηγορούμενό τους Α. Β., ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, εκδιδόμενη ανά εξάμηνο κάθε έτους, εγκρινόταν η παροχή υπερωριακής εργασίας υπαλλήλων της κεντρικής Υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, για τη διενέργεια ελέγχων, και καθοριζόταν ο αριθμός των υπαλλήλων οι οποίοι θα εργάζονται υπερωριακά (35 υπάλληλοι), οι ώρες εντός των οποίων θα διενεργούνται οι έλεγχοι (όλες τις απογευματινές ώρες των εργασίμων ημερών από την 15η έως και την 22° ώρα), το έργο των ελεγκτών, ο αριθμός των ωρών απασχόλησης τους μηνιαίως (60 ώρες κατ' άτομο), και, τέλος, ο τρόπος πληρωμής τους. Το έτος 2005 εκδόθηκαν, κατά τα ανωτέρω, οι με αρ. Β2/3035/21-12-2004 (ΦΕΚ 1980/Β/31 -12-2004) και Β2/1414/14-6-2005 (ΦΕΚ 855/Β/17-6-05) αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, αντιστοίχως, για το ά και β' εξάμηνο του έτους, με τις οποίες εγκρίθηκε η υπερωριακή απασχόληση 35 υπαλλήλων της Κεντρικής Υπηρεσίας της Γ.Γ.Ε, για κάθε εξάμηνο, προκειμένου να διενεργήσουν ελέγχους, μεταξύ άλλων, και στα βυτιοφόρα αυτοκίνητα μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, από τη 15η έως την 22α ώρα των εργάσιμων ημερών. Κατά τη ρητή εκφορά των προαναφερθεισών αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης, έργο των παραπάνω υπαλλήλων που θα εργαζόντουσαν υπερωριακά ήταν: α) ... β) ... και γ) ... . Περαιτέρω, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του ιδίου ως άνω Υπουργείου Ανάπτυξης, εκδιδόμενη ανά τρίμηνο, καθορίζονταν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι από τους οποίους θα συγκροτούνταν τα αντίστοιχα συνεργεία προς διεξαγωγή των παραπάνω ελέγχων. Το έτος 2005 εκδόθηκαν, ... Ας σημειωθεί ότι αντίθετα από τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, οι παραπάνω αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα προέβλεπαν απασχόληση των υπερωριακώς απασχοληθησομένων υπαλλήλων και τις μη εργάσιμες ημέρες. Ειδικότερα, ο έλεγχος των βυτιοφόρων γίνεται από τους ελεγκτές οι οποίοι μεταβαίνουν σε προκαθορισμένα σημεία, για τον έλεγχο των διερχόμενων βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης και οι έλεγχοι εκτείνονται στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, εντατικοποιούμενοι κατά τους μήνες Οκτώβριο - Απρίλιο κάθε έτους, δηλαδή την περίοδο αιχμής, για τη διακίνηση και διανομή πετρελαίου θέρμανσης. ... Περαιτέρω, από το συσχετισμό των ονοματεπώνυμων των υπαλλήλων, που εμφανίζονται στα πρωτόκολλα ελέγχου, των αποφάσεων του Γ.Γ.Ε. συγκρότησης συνεργείων ελέγχων, και των καταστάσεων πληρωμής υπαλλήλων, των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2005, για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, τις οποίες αυτές (καταστάσεις πληρωμής) συνέτασσε και εξέδιδε ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Β., όντας Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, αποδείχθηκε ότι οι 2η, 3η, 4η, 5ος, 6η, 7ος, 8η, 9η, 10η, 11ος και 12η των κατηγορουμένων (στους οποίους περιλαμβάνονται οι άνω αναιρεσείουσες), υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του ως άνω Υπουργείου (...) περιλαμβάνονται σε αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου, για υπερωριακή απασχόληση και έλαβαν αμοιβή για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων, χωρίς, όμως, ουδέποτε να συμμετάσχουν σ' αυτά. Η αποζημίωση στους ανωτέρω κατηγορουμένους - υπαλλήλους παρασχέθηκε κατά παρέκκλιση των υπ' αριθ. Β2/3035/21-12-2004 και Β2/1414/14-6-2005 αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης και των υπ' αριθ. Φ2-33/7-Τ-05, Φ2-574/31-3-05, Φ2-1465/6-7-05 και Φ2-2251/5-10-05 όμοιων του Γ.Γ.Ε., με τις οποίες, αντιστοίχως, εγκρίθηκε η υπερωριακή απασχόληση υπαλλήλων της κεντρικής Υπηρεσίας της Ε.Ε.Ε., στον έλεγχο, μεταξύ άλλων, και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, και καθορίστηκαν οι απασχολούμενοι στο έργο αυτό συγκεκριμένοι υπάλληλοι. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τους κατηγορουμένους ότι αυτοί εργάσθηκαν υπερωριακά πλην όμως παρέχοντας γραμματειακή υποστήριξη και παραμένοντας στα γραφεία της Υπηρεσίας για κάποιες ώρες (και πάντως όχι μέχρι την 22.00' ώρα όπως προέβλεπαν οι αποφάσεις και οι εκδοθείσες από τον πρώτο κατηγορούμενο βεβαιώσεις) αλυσιτελώς προβάλλεται αφού με τις υπ' αριθ. Β2/3035/21-12-2004 και Β2/1414/14-6-2005 αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και τις αντίστοιχες υπ' αριθ. Φ2-33/7-Τ-05, Φ2-574/31-3-05, Φ2-1465/6-7-05 και Φ2-2251/5-10-05 όμοιες του Γ.Γ.Ε., ρητώς και ευκρινώς εγκρίθηκε η υπερωριακή απασχόληση υπαλλήλων της κεντρικής Υπηρεσίας της Ε.Ε.Ε., για τον έλεγχο, μεταξύ άλλων, και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, και καθορίστηκαν οι απασχολούμενοι στο έργο αυτό συγκεκριμένοι υπάλληλοι, χωρίς να έχει προβλεφθεί εργασία και αντίστοιχη αμοιβή υπαλλήλων για γραμματειακή υποστήριξη. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν προέκυψε ότι τα προαναφερόμενα άτομα, τα οποία, ..., εργάστηκαν - και μάλιστα υπερωριακά - στη γραμματειακή υποστήριξη των ελέγχων, ούτε η ανάγκη απασχόλησης, για το σκοπό αυτό, τόσο μεγάλου αριθμού υπαλλήλων, δεδομένου ότι το έργο της εν λόγω Διεύθυνσης συνεπικουρείτο και από άτομα που απασχολούνταν σε αυτή στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) του ΟΑΕΔ, οι μηνυτήριες δε αναφορές, που όφειλαν να υποβάλουν οι ελεγκτές προς τις αρμόδιες διωκτικές Αρχές είναι ευσύνοπτες και συντάσσονται βάσει τυποποιημένων κειμένων. Από δε τα πρωτόκολλα, στα οποία έχει καταγραφεί η ώρα των ελέγχων, προκύπτει ότι αυτοί διενεργούνταν, κυρίως, εντός ωραρίου, κατά παρέκκλιση των προαναφερόμενων αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης και του Γ.Γ.Ε., ή λίγο μετά το πέρας αυτού και, πάντως, όχι μέχρι την 22η ώρα του εικοσιτετραώρου. Είναι δε επίσης ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τις ως άνω καταστάσεις πληρωμής υπαλλήλων, που συνέτασσε ο πρώτος κατηγορούμενος, η αποζημίωση τους αφορούσε και σε εργασία παρασχεθείσα κατά τις ημέρες του Σαββάτου. Όλοι δε οι κατηγορούμενοι συνομολογούν ότι ουδέποτε εργάσθηκαν ημέρα Σάββατο, ο δε πρώτος τούτων επικαλείται αβλεψία του, κατά την υπογραφή των καταστάσεων, της σχετικής επισημειώσεως που είχε παραμείνει αποθηκευμένη στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εξάλλου, αβάσιμος αποδείχθηκε και ο αντίστοιχος ισχυρισμός ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι - υπάλληλοι παρέμεναν, μετά τη λήξη του κανονικού τους ωραρίου ήτοι μετά την 15.00' και έως κάποια βραδινή ώρα στα γραφεία της Δ/νσης Μετρολογίας, και δη καθόλη τη διάρκεια του έτους, προκειμένου να απαντούν σε τηλεφωνήματα καταναλωτών αναφορικά με απορίες τους ή καταγγελίες όσον αφορά στη διανομή πετρελαίου θέρμανσης από τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα, αφού για τα ζητήματα αυτά μικρός αριθμός πολιτών απευθύνεται στη Δ/νση Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και είναι ασύνηθες κάποιος πολίτης να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με μια Υπηρεσία ενός Υπουργείου κατά τις μη εργάσιμες ώρες αυτού. Συνακόλουθα τούτων, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Β., όντας υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' ΠΚ ήτοι ενώ ήταν προϊστάμενος της Διεύθυνσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και στα καθήκοντά του αναγόταν, μεταξύ άλλων, η σύνταξη των μηνιαίων καταστάσεων πληρωμής υπαλλήλων της ανωτέρω υπηρεσίας για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, με υπερωριακή απασχόληση από την 15.00'έως την 22.00' ώρα των εργασίμων ημερών, στις οποίες βεβαίωνε τις ημέρες και τις ώρες απασχόλησης κάθε υπαλλήλου στα συνεργεία ελέγχου, καθώς και το ποσό αποζημίωσης που έπρεπε να καταβληθεί σ' αυτόν και τις οποίες απέστελλε στη Διεύθυνση οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου προς πληρωμή, συνέταξε καταστάσεις πληρωμής για την ως άνω αιτία των μηνών Ιανουαρίου έως και Απριλίου και Οκτωβρίου έως και Δεκεμβρίου 2005, τις οποίες απέστειλε στη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου με τα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005, 31/10/2005, 2/12/2005 και 3-1-2006 αντίστοιχα υπηρεσιακά σημειώματα και στις οποίες με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς ότι οι δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι, ..., απασχολήθηκαν στα προαναφερόμενα συνεργεία ελέγχου πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης τους κατά τους συγκεκριμένους μήνες και συνεπώς, δικαιούνται αποζημίωσης για τις αναφερόμενες ώρες, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου. Συγκεκριμένα, βεβαίωσε εν γνώσει του ψευδώς τα ακόλουθα: 1) Κατάσταση πληρωμής Ιανουαρίου 2005: α) Μ.-Χ. Π.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 304,12 ευρώ ... ε) Ε. Κ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 233,70 ευρώ. 2) Κατάσταση πληρωμής Φεβρουαρίου 2005: α) Μ. -Χ. Π.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 226,97 ευρώ ... ε) Ε. Κ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 233,70 ευρώ. 3) Κατάσταση πληρωμής Μαρτίου 2005 α) Μ.-Χ. Π.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 226,97 ευρώ ... ε) Ε. Κ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 233,70 ευρώ. 4) Κατάσταση πληρωμής Απριλίου 2005: α) Α. Σ.: 40 ώρες, καθαρές αποδοχές 142,64 ευρώ .... 5) Κατάσταση πληρωμής Οκτωβρίου 2005 α) Α. Λ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 189,74 ευρώ ... 6) Κατάσταση πληρωμής Νοεμβρίου 2005: α) Α. Λ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 189,74 ευρώ ... 7) Κατάσταση πληρωμής Δεκεμβρίου 2005: α) Α. Λ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 189,74 ευρώ ... Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο παραπάνω πρώτος κατηγορούμενος και υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα του ήτοι του Προϊσταμένου της Δ/νσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος οι συγκατηγορούμενοί του 2η έως και 12η, έβλαψε την περιουσία του Δημοσίου, πείθοντας τον αρμόδιο υπάλληλο της Δ/νσης Οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης να καταβάλει σ' αυτούς τα προαναφερθέντα ποσά. Ειδικότερα, απέστειλε τις προαναφερόμενες μηνιαίες καταστάσεις πληρωμής, με τα αντίστοιχα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005,31/10/2005,2/12/2005 και 3/1/2006 υπηρεσιακά σημειώματα, προς τη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτές υπάλληλοι, δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι, είχαν συμμετάσχει σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων οχημάτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων κατά τις αναφερόμενες ώρες κάθε μήνα και απασχολήθηκαν πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης, και ότι έπρεπε να λάβουν ως αποζημίωση τα αναφερόμενα στις καταστάσεις ποσά, ανερχόμενα συνολικά σε 5.162,23 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα οι εν λόγω υπάλληλοι δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία αυτά και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης. Έτσι έπεισε τον αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω υπηρεσίας να καταβάλει σ' αυτούς το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, κατά το οποίο υπέστη περιουσιακή βλάβη το Δημόσιο, με παράνομο περιουσιακό όφελος των ανωτέρω, συνιστάμενο στο επί μέρους χρηματικό ποσό που έλαβε καθένας απ' αυτούς, στο οποίο εξ αρχής αποσκοπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση. ... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι από 2η έως και 12η, υπάλληλοι που αναφέρονταν στις προαναφερθείσες καταστάσεις πληρωμής των μηνών Ιανουαρίου έως και Απριλίου και Οκτωβρίου έως και Δεκεμβρίου 2005, με πρόθεση προκάλεσαν στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να εκτελέσει τις άδικες πράξεις που αυτός διέπραξε ήτοι της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της απάτης σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα με παραινέσεις και φορτικότητα προκάλεσαν στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της απλής τοιαύτης για τους 3η (Α. Σ.) ... ήτοι να συντάξει τις ήδη αναφερθείσες μηνιαίες καταστάσεις (μηνών Ιανουαρίου έως και Απριλίου και Οκτωβρίου έως και Δεκεμβρίου 2005), πληρωμής υπαλλήλων της Δ/νσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, της οποίας Δ/νσεως αυτός ήταν Προϊστάμενος, για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, με υπερωριακή απασχόληση από την 15.00'έως την 22.00' ώρα των εργασίμων ημερών, στις οποίες βεβαίωνε ψευδώς τις ημέρες και τις ώρες απασχόλησης κάθε υπαλλήλου στα συνεργεία ελέγχου, καθώς και το ποσό αποζημίωσης που έπρεπε να καταβληθεί σ' αυτόν και τις οποίες απέστελλε στη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου με τα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005, 31/10/2005, 2/12/2005 και 3-1-2006 αντίστοιχα υπηρεσιακά σημειώματα και στις οποίες με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς ότι οι δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι, απασχολήθηκαν στα προαναφερόμενα συνεργεία ελέγχου πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης τους κατά τους συγκεκριμένους μήνες και συνεπώς, δικαιούνται αποζημίωσης για τις αναφερόμενες ώρες, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου. Περαιτέρω, με παραινέσεις και φορτικότητα προκάλεσαν στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση και της απλής τοιαύτης για τους 3η (Α. Σ.) ... και δη ο πρώτος κατηγορούμενος, με σκοπό να αποκομίσουν οι προαναφερθέντες υπάλληλοι - συγκατηγορούμενοί του (2η έως και 12η) παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε την περιουσία του Δημοσίου, πείθοντας τον αρμόδιο υπάλληλο της Δ/νσης Οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης να καταβάλει σ' αυτούς τα προαναφερθέντα ποσά. Ειδικότερα, απέστειλε τις προαναφερόμενες μηνιαίες καταστάσεις πληρωμής με τα αντίστοιχα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005, 31/10/2005, 2/12/2005 και 3/1/2006 υπηρεσιακά σημειώματα, προς τη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτές υπάλληλοι, (δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι), είχαν συμμετάσχει σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων οχημάτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων κατά τις αναφερόμενες ώρες κάθε μήνα και απασχολήθηκαν πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης, και ότι έπρεπε να λάβουν ως αποζημίωση τα αναφερόμενα στις καταστάσεις ποσά, ανερχόμενα συνολικά σε 5.162,23 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα οι εν λόγω υπάλληλοι δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία αυτά και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης. Έτσι έπεισε τον αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω υπηρεσίας να καταβάλει σ' αυτούς το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, κατά το οποίο υπέστη περιουσιακή βλάβη το Δημόσιο, με παράνομο περιουσιακό όφελος των ανωτέρω, συνιστάμενο στο επί μέρους χρηματικό ποσό που έλαβε καθένας απ' αυτούς, στο οποίο εξ αρχής αποσκοπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι για τα προαναφερθέντα ζητήματα διενεργήθηκε επιθεώρηση από το Σώμα Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και συντάχθηκε η από Ιουνίου 2006 σχετική έκθεση, η οποία βεβαίωνε τα παραπάνω και συνακόλουθα διενεργήθηκε σε βάρος των παραπάνω υπαλλήλων (πλην του πρώτου κατηγορουμένου ο οποίος υπέβαλε, την 27-2-2006, αίτηση παραιτήσεως η οποία έγινε αποδεκτή από την Υπηρεσία του) πειθαρχικός έλεγχος για παράβαση του άρθρου 106 παρ.2 Ν. 2683/1999, ο οποίος με την υπ' αριθ. πρωτ. 3589/23-10-2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης κατέληξε στην απαλλαγή τους, ερειδόμενος κατά βάση στο υπ' αριθ. Φ2-611/18-4-2006 έγγραφο της Δ/νσης Μετρολογίας, υπογραφόμενο από τον αναπληρούντα στα καθήκοντα του παραιτηθέντος πρώτου κατηγορουμένου Δ/ντή της παραπάνω Δ/νσεως, της οποίας υπάλληλοι και ο παραιτηθείς Δ/ντής ήσαν ήδη ελεγχόμενοι, στο οποίο αναφερόταν ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι - υπάλληλοι "δεν εμφανίζονται στα πρωτόκολλα ελέγχου αλλά χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες παρεμφερείς με τον έλεγχο υπηρεσίες (γραμματειακή υποστήριξη)". Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και απάτη, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 242 παρ.1, 386 παρ.1 εδ.α, 98 και 46 παρ.1 περ.α του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών είναι αβάσιμες, αφού: α) Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο αυτές προκάλεσαν στον αυτουργό Α. Β. την απόφαση να τελέσει τις ένδικες αξιόποινες πράξεις (παραινέσεις και φορτικότητα), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών. β) Δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να προβεί σε αξιολόγηση και συγκριτική στάθμιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ούτε να αιτιολογήσει γιατί η υπ' αριθ. πρωτ. 3589/23.10.2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και το υπ' αριθ. Φ2-611/18.4.2006 έγγραφο της Διευθύνσεως Μετρολογίας, που αναγνώσθηκαν και μνημονεύονται ρητώς στο σκεπτικό, δεν βάρυναν στην κρίση του, τυχόν δε εσφαλμένη αξιολόγησή τους δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, γιατί πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. γ) Η παραδοχή ότι "σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι οι αναιρεσείουσες εργάστηκαν, και μάλιστα υπερωριακά, στη γραμματειακή υποστήριξη των ελέγχων" δεν ενέχει καμιά ασάφεια ή έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον έγινε δεκτό αφενός ότι με τις αναφερόμενες αποφάσεις του Υπουργού Αναπτύξεως και του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου δεν είχε προβλεφθεί εργασία και αντίστοιχη αμοιβή υπαλλήλων για γραμματειακή υποστήριξη και αφετέρου ότι δεν αποδείχθηκε η ανάγκη απασχολήσεως, για το σκοπό αυτό, τόσο μεγάλου αριθμού υπαλλήλων. δ) Δεν απαιτείτο να αναφέρεται αν τα άτομα που απασχολούντο στο πλαίσιο προγράμματος αποκτήσεως εργασιακής εμπειρίας του ΟΑΕΔ είχαν αποκτήσει τη σχετική εμπειρία για την παροχή γραμματειακής υποστηρίξεως, ούτε πόσα ήταν αυτά τα άτομα ούτε αν αυτά εργάζονταν και υπερωριακώς, ενόψει και της ως άνω παραδοχής ότι δεν είχε προβλεφθεί τέτοια υποστήριξη. ε) Το Δικαστήριο δέχεται ότι οι μηνυτήριες αναφορές, που όφειλαν να υποβάλουν οι ελεγκτές προς τις αρμόδιες διωκτικές Αρχές ήταν ευσύνοπτες και συντάσσονταν βάσει τυποποιημένων κειμένων και όχι ότι υποβλήθηκαν τέτοιες μηνύσεις, οπότε δεν απαιτείτο να αναφέρεται πόσες μηνυτήριες αναφορές και με ποιο περιεχόμενο είχαν υποβληθεί, δεδομένου ότι αυτό δεν θα ασκούσε καμιά έννομη επιρροή. στ) Ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών ότι παρέμεναν στην Υπηρεσία και μετά τη λήξη του ωραρίου τους για να απαντούν σε τηλεφωνήματα καταναλωτών είναι αρνητικός της κατηγορίας και, ως εκ περισσού, απαντήθηκε και απορρίφθηκε ως αβάσιμος. ζ) Το Δικαστήριο δεν εξετίμησε επιλεκτικά ορισμένα μόνο αποδεικτικά μέσα και δη την από Ιουνίου 2006 έκθεση Επιθεώρησης - Ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημοσίας Διοίκησης, το ότι δε, ενδεχομένως, ορισμένες παραδοχές της εκθέσεως αυτής περιέλαβε στην απόφασή του δεν προσκρούει σε καμιά νομική διάταξη ούτε έχει την έννοια ότι δεν έλαβε υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι των αιτήσεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής των αναιρεσειουσών, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: "7. Έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης, 9. ένα έγχρωμο προσπέκτους με οδηγίες χρήσης του Υπουργείου Ανάπτυξης". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού αυτών, αφού με την ανάγνωσή τους κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στις αναιρεσείουσες, οπότε αυτές, οι οποίες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν πρόβαλαν, δια του συνηγόρου τους που τις εκπροσωπούσε, καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών, είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πέμπτος και έκτος λόγοι των αιτήσεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, η, περιεχόμενη στον τρίτο λόγο των αιτήσεων, αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη οι μηνυτήριες αναφορές χωρίς να αναγνωσθούν είναι αβάσιμη, γιατί, όπως εκτέθηκε και στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο δέχθηκε, διηγηματικά, όχι ότι υποβλήθηκαν μηνυτήριες αναφορές, αλλά ότι "οι μηνυτήριες αναφορές που όφειλαν να υποβάλουν ...".
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 8495/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών ως προς τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Κ. Μ. του Χ..
ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ, λόγω παραγραφής, για το ότι: Ο κατηγορούμενος Κ. Μ. του Χ. στις 20-1-2005 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος που διέπραξε. Ειδικότερα, έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Α. Β. του Δ. να μην αποστείλει στις αρμόδιες αρχές (Εισαγγελέα, Νομαρχία, Δ.Ο.Υ.), κατά παράβαση των καθηκόντων του, το υπ' αριθμό 144/20-1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου υπαλλήλων της υπηρεσίας του, με το οποίο διαπιστώθηκε, κατά παράβαση των άρθρων 388 και 389 της Α.Δ. 14/1989, περίσσευμα ποσότητας πετρελαίου 200 λίτρων στο υπ' αριθμό ... βυτιοφόρο όχημα, ιδιοκτησίας της εταιρίας "Κ. Μ. Ο.Ε.", με οδηγό τον Ι. Π., με σκοπό να προσπορίσει στους παραβάτες παράνομο όφελος, συνιστάμενο στην αποφυγή επιβολής σε βάρος τους των προβλεπομένων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 6 Δεκεμβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 8148, 8149, 8150 και 8151/2012) των Α. Λ. του Α., Ε. Κ. του Η., Μ. - Χ. Π. του Γ. και Α. Σ. του Ν., αντιστοίχως, για αναίρεση, ως προς αυτές, της υπ' αριθ. 8495/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις άνω αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για την καθεμιά.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ