Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
Περίληψη:
Στοιχεία. Αμέλεια. Τι συνιστά. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως. Απαιτείται η κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων, δεν απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά. Εφόσον ουδέν εξηρέθη, ελήφθησαν υπόψη όλα. Εφόσον δεν εξητάσθησαν πολιτικώς ενάγοντες, δεν ελήφθησαν υπόψη καταθέσεις των. Άρθρα 329, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ, 171 § 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ. Η λήψη υπόψη εγγράφου που δεν ανεγνώσθη συνιστά απόλυτη ακυρότητα, αυτή συνιστά και όταν δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των εγγράφων, ώστε να υπάρχει βεβαιότης ποίον έγγραφο ανεγνώσθη και ο κατηγορούμενος ηδύνατο να προβεί επ' αυτού σε παρατηρήσεις. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 310/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Καλυψώ Γούλα, περί αναιρέσεως της 1601/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ, κάτοικο ..., 2) Ψ2, κάτοικο ... και 3) Ψ3, κάτοικο ..., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1325/2009.
Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ' άρθρον 314 §1α ΠΚ "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών", κατά δε το άρθρο 28 ιδίου Κώδικος "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτουμένη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποίαν όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές συνθήκες, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, την συνήθη πορεία των πραγμάτων και την λογική και αφετέρου είχε τη δυνατότητα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψή του.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ έλλειψη τοιαύτης αιτιολογίας υπάρχει και στην περίπτωση που αυτή είναι τυπική, όπως είναι και εκείνη που δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία, αλλά το δικαστήριο περιορίζεται να αναφερθεί με τυπικές φράσεις στο διατακτικό της αποφάσεως που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου. Η απλή επανάληψη, στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1601/2009 απόφασή του, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα, (με αναφορά των αποδεικτικών μέσων κατ' είδος), τα εξής πραγματικά περιστατικά:
"Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 22-12-04, στο 9° χιλ. της επ. οδού ..., ενώ ήταν οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας .... αυτοκινήτου, και κινούταν επί της επαρχιακής οδού ..., με κατεύθυνση προς ..., δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, παρά οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης, με αποτέλεσμα, να ξεφύγει από την πορεία του, να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και να συγκρουστεί μετωπικά με το, αντιθέτως κινούμενο επί της άνω οδού, υπ' αριθμ. κυκλοφορίας, ...., που οδηγούσε ο Ψ,. Μετά την σύγκρουση των δύο ως άνω οχημάτων, το όχημα που οδηγούσε ο κατηγορούμενος περιστράφηκε στο οδόστρωμα και συγκρούσθηκε με το πίσω μέρος του με το με αριθ. κυκλοφορίας ...., που οδηγούσε ο Ψ3, το οποίο ακολουθούσε το Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο. Συνέπεια της ανωτέρω σύγκρουσης, στην οποία ενεπλάκησαν τα τρία ως άνω οχήματα, ήταν ο τραυματισμός του Ψ, ο οποίος έπαθε τραύμα δεξιάς βρεγματικής χώρας και πτερυγίου ωτός, και τραύμα έξω κάνθου αριστερού οφθαλμού, της Κ, συνοδηγού του τελευταίου, η οποία έπαθε, άλγος πλευρικού τόξου, του Ψ3, ο οποίος έπαθε παρεκτόπιση ρινικών οστών και κάκωση κεφαλής, του συνοδηγού αυτού Κ, ο οποίος έπαθε τραύμα μετώπου, και της Ψ2, συνεπιβάτιδος του τελευταίου οχήματος, η οποία έπαθε κάκωση δεξιάς κνήμης. ... Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πρόκληση των ως άνω σωματικών βλαβών". Μετά ταύτα εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι:
"Στις 22-12-04, στο 9° χιλ. της επ. οδού ..., από έλλειψη προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, και προξένησε την σωματική βλάβη σε άλλα άτομα. Ειδικότερα, ενώ ήταν οδηγός του υπ' αριθμό ... αυτοκινήτου, και κινούταν επί της επαρχιακής οδού ..., με κατεύθυνση προς ..., δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, παρά οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης, με αποτέλεσμα, να ξεφύγει από την πορεία του, να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και να συγκρουστεί μετωπικά με το, αντιθέτως κινούμενο επί της άνω οδού, υπ' αριθμ. κυκλοφορίας, .... που οδηγούσε ο Ψ.Μετά την σύγκρουση των δύο ως άνω οχημάτων, και εξαιτίας της βίαιης ακινητοποίησης του πρώτου οχήματος, επέπεσε επί αυτού από πίσω, και το υπ' αριθ. ...., που ακολουθούσε αυτό, και που οδηγούσε ο Ψ3. Συνέπεια της ανωτέρω σύγκρουσης, στην οποία ενεπλάκησαν τα τρία ως άνω οχήματα, ήταν ο τραυματισμός του Ψ, ο οποίος έπαθε τραύμα δεξιάς βρεγματικής χώρας πτερυγίου ωτός, και τραύμα έξω κάνθου αριστερού οφθαλμού, της Κ, συνοδηγού του τελευταίου, η οποία έπαθε, άλγος πλευρικού τόξου, του Ψ3, ο οποίος έπαθε παρεκτόπιση ρινικών οστών και κάκωση κεφαλής του συνοδηγού αυτού Κ, ο οποίος έπαθε τραύμα μετώπου, και της Ψ2, συνεπιβάτιδος του τελευταίου οχήματος, η οποία έπαθε κάκωση δεξιάς κνήμης".
Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά τα οποία εδέχθη στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 §1α, 28, 314 §1α, 315 §1 ΠΚ, που εφήρμοσε. Ειδικότερα αναφέρονται τα στοιχεία της αμελείας και δη η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης, συνεπεία της οποίας δεν κατέβαλε την απαιτουμένη προσοχή ως και η σύνδεση της αμελείας του αυτής με το επελθόν αποτέλεσμα των σωματικών βλαβών και ταύτα τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως, χωρίς, ήτοι, το σκεπτικό να παραπέμπει στο διατακτικό και μάλιστα, ολικώς.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας, κατά το σκέλος κατά το οποίο το αιτιολογικό παραπέμπει στο διατακτικό, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Για την κατά τα άνω άρθρα αιτιολογία, της καταδικαστικής αποφάσεως και σχετικά με την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η κατά το είδος τους γενική αναφορά αυτών και δεν προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου αυτών και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβεν υπόψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών, για να μορφώσει την κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, εκτός εάν δημιουργείται ασάφεια ή αμφιβολία ως ανεφέρθη, εάν το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του το έγγραφο που ανεγνώσθη ή τον μάρτυρα που εξητάσθη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε, εστήριξε την περί ενοχής κρίση της, εκτός από άλλες αποδείξεις, όπως στην αρχή του σκεπτικού αναφέρει, και στις "καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας" χωρίς ουδένα (μάρτυρα) να εξαιρέσει, ενώ εν τέλει του σκεπτικού αναφέρει ότι τα όσα εδέχθη προέκυψαν, "τόσο από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων όσο και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας". Ο αναιρεσείων αιτιάται το μεν ότι δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι ελήφθη υπ' όψη ή κατάθεση και του μάρτυρος κατηγορίας Ρ, το δε ότι ελήφθησαν υπ' όψη καταθέσεις πολιτικώς εναγόντων, παρόλο που δεν παρέστησαν πολιτικώς ενάγοντες, ούτω δε υπάρχει ασαφής αιτιολογία και εντεύθεν, ελλιπής τοιαύτη. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, η μεν διότι είναι σαφές ότι δεν εξηρέθη ο άνω μάρτυς, εφόσον ουδείς εξηρέθη (εκ των μαρτύρων που εξητάσθησαν), η δε διότι εφόσον δεν υπήρξαν πράγματι πολιτικώς ενάγοντες ως μάρτυρες κατηγορίας, δεν ήτο δυνατόν να ληφθούν υπ' όψη του ανωμοτί καταθέσεις των, όπως εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην απόφαση. Επομένως ο σχετικός λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας, εκ των άνω πλημμελειών, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ' ο μέρος δε με αυτόν, υπό την επίκληση, δηλαδή, της ελλείψεως αιτιολογίας, επιχειρείται διάφορος εκτίμηση της καταθέσεως του ανωτέρω μάρτυρος Ρ, αυτός είναι απαράδεκτος, διότι πλήττει την ουσία της υποθέσεως.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 333 §2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 §1 στοιχ. δ' ιδίου Κώδικος προκύπτει ότι η λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως διότι ούτω παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Ο αυτός λόγος αναιρέσεως δημιουργείται, διότι παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο ακροατήριο, τα οποία έλαβεν υπ' όψη το δικαστήριο και όταν στα πρακτικά της αποφάσεως δεν αναγράφονται τα προσδιοριστικά στοιχεία των εγγράφων που (φέρονται ότι) έχουν αναγνωσθεί, διότι τότε δεν μπορεί να διαγνωσθεί χωρίς αμφιβολία ποίον έγγραφον ανεγνώσθη και εις ποίον έγγραφον εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, ούτε είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του ενώ τα στοιχεία που το προσδιορίζουν δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του. Ούτως ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο δια την δημιουργία βεβαιότητος ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο ανεγνώσθη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλομένη απόφασή του, για να καταλήξει στην καταδικαστική του για τον κατηγορούμενο κρίση του για την σωματική βλάβη κατά συρροήν, έλαβεν υπ' όψη του μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από την απόφαση, και "δύο εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης". Η ούτω γενομένη καταχώριση επακριβώς προσδιορίζει την ταυτότητα των άνω εγγράφων και ουδεμία αμφιβολία γεννάται περί αυτής, εν όψει του ότι άλλα έγγραφα με τον ως άνω προσδιορισμόν δεν ανεγνώσθησαν και ο κατηγορούμενος - νυν αναιρεσείων, είχε δικαίωμα να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με τα έγγραφα αυτά, εφ' όσον, εις πάσα περίπτωση, κατά την ανάγνωση των εγγράφων έλαβε γνώση (της ταυτότητος) αυτών.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος της αιτήσεως περί απολύτου ακυρότητας εκ του ότι δεν προκύπτει η ταυτότης των εγγράφων που ανεγνώσθησαν, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583 §1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 52/10 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1601/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ