Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α., Επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Απόφαση με την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αρνητική υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Ποιος θεωρείται άγνωστης διαμονής. Ποιος θεωρείται τόπος κατοικίας του κατηγορουμένου. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη για να είναι αιτιολογημένη. Στην έννοια της ανώτερης βίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής. Στο αποδεικτικό επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής δεν απαιτείται να αναφέρεται το όνομα του Δημάρχου, εφόσον κατονομάζεται και υπογράφει ο εξουσιοδοτημένος για την παραλαβή εγγράφων υπάλληλος, ενώ η μη διαγραφή του ενός ζεύγματος από το έντυπο μέρος του επιδοτηρίου "παρέδωσα στο Δήμαρχο Αχαρνών ή στον ορισμένο από αυτόν υπάλληλο" οφείλεται σε παραδρομή και δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιδόσεως.
Αριθμός 629/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, περί αναιρέσεως της 33787/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1279/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν η κατοικία του είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη εισαγγελική ή αστυνομική αρχή, και, στην περίπτωση αυτή, η επίδοση προς αυτόν γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ. α προσώπων, προς τον δήμαρχο ή αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο, που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στη αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (476 παρ.1 και 2 ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία, κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 ΚΠΔ, στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. (Ολ.ΑΠ 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 33787/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 8668/2008 του ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από το συνήγορό του, κατά της υπ` αριθ. 83805/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, ερήμην, για παράβαση του νόμου περί επιταγών από κοινού, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, μετατραπείσα, και σε χρηματική 100.000 δρχ. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι "ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής δίωξης και της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι και την 27.5.08 οπότε και συνελήφθη προς εκτέλεσή της, καθώς είχε αναζητηθεί στην οδό ... (που ήταν η έδρα της εταιρίας στην οποία συμμετείχε, που είχε πτωχεύσει από το 1998) και η προσβαλλόμενη του επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ είχε γνωστή διαμονή στην οδό ..., γεγονός που γνώριζε η Εισ/λία Πλημ/κών Αθηνών, όπως προκύπτει από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του είχε επιδώσει το ίδιο χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου η εν λόγω επίδοση είναι άκυρη. Επίσης η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι άκυρη καθώς από το αποδεικτικό επίδοσης του αρμόδιου υπαλλήλου φέρεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρεδόθη στο Δήμαρχο ..., αυτός όμως δεν υπογράφει ότι την παρέλαβε, αντίθετα υπογράφει η υπάλληλος Y1". Δηλαδή, είχε προβάλει, με την έφεσή του, ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως "άγνωστης διαμονής". Δεν αναφέρει, όμως, στην έφεση αυτή ο κατηγορούμενος αν την ανωτέρω φερόμενη ως τελευταία γνωστή κατοικία της είχε δηλώσει κατά οποιοδήποτε τρόπο και στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως διαλαμβάνονται, για την απόρριψη της εφέσεως, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, κατά λέξη, τα εξής: "Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος ο οποίος κατά τη σημερινή δικάσιμο θεωρείται παρών ως εκπροσωπούμενος από τον παραπάνω συνήγορό του, καταδικάστηκε ερήμην με την υπ' αριθμ. 83805/1998 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε φυλάκιση οχτώ (8) μηνών και χρηματική ποινή 100.000 δραχμών, η οποία του κοινοποιήθηκε ως αγνώστου διαμονής την 21-3-2000 στην οδό ...., όπως προκύπτει από το από 21-3-2000 αναγνωσθέν αποδεικτικό επίδοσης του M1, Αρχιφύλακα που υπηρετούσε στο Α.Τ. .... Επί της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε εκπρόθεσμα την υπ' αριθμ. 8668/5-6-2008 έφεσή του, στην οποία δηλώνει ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... και ,επιπλέον, ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθόσον αυτός κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ήταν αγνώστου διαμονής, καθόσον η εταιρεία, που έδρευε στην οδό ....στην οποία συμμετείχε, είχε πτωχεύσει ήδη από το έτος 1998. Επιπρόσθετα δε ότι αυτός ήταν γνωστής διαμονής στην οδό .... και επομένως η εν λόγω επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ήταν άκυρη. Επιπλέον δήλωσε ότι η παραπάνω διεύθυνσή του ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, που του επέδιδε κλήσεις και κλητήρια θεσπίσματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών δεν προέκυψε ότι γνώριζε την παραπάνω διεύθυνσή του, αφού δεν προσκομίζονται εκ μέρους του σχετικές κλήσεις στην εν λόγω διεύθυνση κατά τον επίδικο χρόνο. Άλλωστε ο ίδιος κατά την ημερομηνία άσκησης της κρινόμενης έφεσής του (5-6-2008) δηλώνει την παραπάνω διεύθυνση (οδός ...), ενώ την ίδια ημερομηνία κατά την άσκηση ετέρων εφέσεών του δηλώνει ως διεύθυνση την οδό ..., στην οποία είχε εγκατασταθεί στις αρχές του έτους 2000, όπως κατέθεσε η εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρας (θυγατέρα του). Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος παρότι είχε λάβει γνώση της προκειμένης υποθέσεως (βλ. το από 31-7-1998 αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο κλήθηκε για να εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 17-9-1998, όπου του έγινε θυροκόλληση ως γνωστής διαμονής στην οδό ....), αυτός δεν προέβη, όπως είχε υποχρέωση, στην γνωστοποίηση της νέας του διεύθυνσης στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών. Περαιτέρω από το προσκομιζόμενο από 21-3-2000 αποδεικτικό επίδοσης προκύπτει ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ήτοι στη Y1, Προϊσταμένη του Τμήματος Δημοτ. Κατάστασης του Δήμου ..., η οποία και το παρέλαβε και ως εκ τούτου μπορεί να διαγνωσθεί στην προκειμένη περίπτωση ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 161 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ.. Κατά συνέπεια η παραπάνω επίδοση ήταν έγκυρη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα η μη απόδειξη από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία διαμονής του κατηγορουμένου κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης αποφάσεως στη παραπάνω διεύθυνση, γνωστής στην Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών, δεν θεμελιώνει λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος σχετικά με την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του. Κατά συνέπεια το δικαστήριο σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις πρέπει να απορρίψει την κρινόμενη έφεση ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της ασκήσεώς της". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διαλαμβάνει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους κατέληξε στην κρίση του ότι νομίμως έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στον αναιρεσείοντα ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των προσώπων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 156§1α ΚΠΔ στην επί της οδού...τελευταία γνωστή διαμονή του στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση, η οποία (τελευταία γνωστή διαμονή) προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, αναφέρει δε ότι νομίμως έγινε η επίδοση στην Προϊσταμένη του Τμήματος Δημοτ. Κατάστασης του Δήμου ...Y1 και παραθέτει το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Εφόσον δε βεβαιώνεται από το όργανο επιδόσεως στην επισκοπούμενη από 21.3.2000 έκθεση επιδόσεως ότι ο αναζητηθείς στην κατοικία του κατηγορούμενος, στη τελευταία γνωστή διεύθυνσή του, δε βρέθηκε εκεί αυτός ή κάποιο από τα αναφερόμενα στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 του ΚΠοινΔ πρόσωπα και ότι από έρευνα διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει αλλού γνωστή κατοικία του και είναι πλέον άγνωστης διαμονής, δεν είχε υποχρέωση το όργανο αυτό επιδόσεως, για την εγκυρότητα της επιδόσεως, αφού δεν προβλέπεται από το άρθρο 155 και 156 του ΚΠοινΔ ή άλλη διάταξη, να αναζητήσει και άλλη τυχόν διεύθυνση της κατοικίας του, αφού η οποιαδήποτε άλλη διεύθυνση ήταν άγνωστη στην Εισαγγελική Αρχή και το όργανο επιδόσεως, μόνη δε γνωστή ήταν η διεύθυνση ως άνω της κατοικίας του στην οδό ...., όπου και νόμιμα αναζητήθηκε από την Αρχή, ελλείψει άλλης γνωστής κατοικίας του, και, επομένως, η ως άνω επίδοση ως άγνωστης διαμονής είναι σύννομη. Στη συνέχεια, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ορθά απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως εκπρόθεσμη, αφού η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε, κατά τα ανωτέρω, στις 21.3.2000, ενώ η έφεση ασκήθηκε στις 5.6.2008 (δηλ. μετά από οκτώ και πλέον έτη). Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δη γιατί δεν αιτιολογείται από ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η τελευταία γνωστή διαμονή του ήταν στην οδό ..., καθώς και για ποιο λόγο δεν αναζητήθηκε στην προγενέστερη διεύθυνση της οικίας του στην οδό ..., είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η αιτίαση ότι στο αποδεικτικό επιδόσεως αναγράφεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση παραδόθηκε στο Δήμαρχο ..., χωρίς να αναφέρεται το όνομά του, ενώ την παραλαβή υπογράφει η υπάλληλος του Δήμου Y1, χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτή ήταν η αρμόδια για την παραλαβή των εγγράφων υπάλληλος, είναι αβάσιμη, γιατί από το από 21.3.2000 αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης υπ` αριθμ. 83805/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και από τις επ` αυτού σφραγίδες του Δήμου ..., τόσο σ` αυτό (αποδεικτικό επιδόσεως), όσο και στη συνέχεια τούτου, καταχωρημένη βεβαίωση περί τοιχοκολλήσεως, στην οποία αναφέρεται η βεβαίωση της υπαλλήλου Y1, η οποία παρέλαβε με το αποδεικτικό αυτό την απόφαση και είχε ορισθεί προς τούτο, ότι "τοιχοκόλλησε την απόφαση στο δημοσιότερο μέρος της έδρας του πιο πάνω Δήμου ...", προκύπτει ότι η ως άνω υπάλληλος είχε εξουσιοδοτηθεί από το Δήμαρχο ...να παραλαμβάνει έγγραφα δεν απαιτείτο δε να αναφέρεται και ποιος ήταν ο Δήμαρχος, κατ` εντολή του οποίου παρέλαβε το έγγραφο η ανωτέρω υπάλληλος, ενώ η μη διαγραφή του ενός ζεύγματος από το έντυπο μέρος του επιδοτηρίου "παρέδωσα στο Δήμαρχο ...ή στον ορισμένο από αυτόν υπάλληλο" οφείλεται σε παραδρομή και δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιδόσεως, αφού είναι γνωστό το πρόσωπο του Δημάρχου, ενώ το πρόσωπο της εξουσιοδοτημένης υπαλλήλου να παραλαμβάνει έγγραφα κατονομάζεται.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, εξέτασε το νομότυπο της επίδοσης της εκκαλουμένης στον αναιρεσείοντα ως άγνωστης διαμονής και ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, έκρινε ότι αυτός ήταν άγνωστης διαμονής, ότι νομίμως του επιδόθηκε η εκκαλουμένη και ότι αυτός δεν άσκησε έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 περ. Η' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η ως άνω απόφαση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δη γιατί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του ήδη αναιρεσείοντος ως εκπρόθεσμη, χωρίς, προηγουμένως, να ερευνήσει τη διαδικαστική προϋπόθεση της εγκυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης και χωρίς να προβεί σε κατάγνωση του ακύρου αυτής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, και τα υποστηριζόμενα με τον συναφή τρίτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως για παραβίαση των αρχών της "δίκαιης δίκης", κατά παράβαση των άρθρων 28 του Συντάγματος και 6§1 της "Ε.Σ.Δ.Α.", και συγκεκριμένα ότι ο αναιρεσείων είχε γνωστή στις φορολογικές Αρχές και στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά, διαμονή στην οδό ... όπου και έπρεπε να αναζητηθεί από την παραγγείλασα την επίδοση Εισαγγελική Αρχή και να του επιδοθεί το κλητήριο θέσπισμα και η εκκαλουμένη απόφαση, στηρίζονται στην ίδια πιο πάνω, που κρίθηκε ουσιαστικά αβάσιμη, προϋπόθεση της "γνωστής" με την εκτεθείσα έννοια κατοικίας του και, γι` αυτό, είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από υπ' αριθ. 65/24.7.2009 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ` αριθ. 33787/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ