Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα σχετική, Πόθεν έσχες.
Περίληψη:
Ακυρότητα άρθρου 171 παρ. 1 β ΚΠΔ που αφορά την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα αναφέρεται στην προδικασία και πρέπει κατ' άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα να προταθεί μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή. Η διαδικασία του άρθρου 3 παρ. 2 α και 4 εδαφ. β' Ν. 3213/2003 ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποχρεούνται, κατά το άρθρο 1 περ. ια' του ίδιου νόμου, να υποβάλλουν οι δικαστικοί λειτουργοί, από την επιτροπή της παρ. 2 β' του ίδιου άρθρου καταλήγει στην υποβολή της οικείας εκθέσεως όταν κρίνεται ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του υπόχρεου στον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα που είναι εν προκειμένω κατ' άρθρο 5 του ίδιου νόμου ο εισαγγελέας εφετών (Όμοια και η διάτα-ξη του άρθρου 26 παρ. 6 Ν. 2429/1996). Η υποβολή της εκθέσεως αποτελεί ειδική δικονομική προϋπόθεση για την έγκυρη άσκηση της ποινικής διώξεως (βλ. υπό ισχύ Ν. 2429/1996). Αφορά την προδικασία και πρέπει να προτείνεται μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή, διαφορετικά καλύπτεται. Προβολή του σχετικού ισχυρισμού το πρώτον στο ακροατήριο τυγχάνει απαράδεκτη. Πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία χωρίς αντιφάσεις. Απορρίπτονται αίτηση και πρόσθετους λόγους αναιρέσεως.
Αριθμός 1465/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λάμπρο Μπρεάνο, περί αναιρέσεως της 999-1000/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Φεβρουαρίου 2009 αίτηση αναιρέσεως και στους από 23 Μαρτίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 355/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 β ΚΠΔ, που αφορά την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα αναφέρεται στην προδικασία και πρέπει κατ άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα να προταθεί μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή. Η διαδικασία του άρθρου 3 παρ. 2 α και 4 εδαφ. β' Ν. 3213/2003 ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποχρεούνται, κατά το άρθρο 1 περ. ια' του ίδιου νόμου, να υποβάλλουν οι δικαστικοί λειτουργοί, από την επιτροπή της παρ. 2 β'του ίδιου άρθρου καταλήγει στην υποβολή της οικείας εκθέσεως, όταν κρίνεται ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του υποχρέου, στον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα, που είναι, εν προκειμένω, κατ άρθρο 5 του ίδιου νόμου, ο εισαγγελέας εφετών (Όμοια και η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 6 Ν. 2429/1996, που προέβλεπε, σε τέτοια περίπτωση, την αποστολή του πορίσματος ελέγχου της δηλώσεως από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον εισαγγελέα εφετών). Η υποβολή της εκθέσεως αποτελεί ειδική δικονομική προϋπόθεση για την έγκυρη άσκηση της ποινικής διώξεως (βλ. υπό ισχύ Ν. 2429/1996 ΑΠ 839/2001). Αν δεν τηρηθεί η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη και η τυχόν ασκηθείσα πάσχει από απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1 β ΚΠΔ), η οποία αφορά την προδικασία και πρέπει, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 παρ. 2 ΚΠΔ, να προτείνεται μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή, δηλαδή, είτε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης που διενεργείται από εφέτη, είτε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών που αποφαίνεται επί της κατηγορίας, είτε με λόγο αναιρέσεως κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3213/2003, όπως είχε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 1 παρ. 5 Ν. 3849/2010), διαφορετικά καλύπτεται και η προβολή της το πρώτον στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, τυγχάνει απαράδεκτη. Κατ ακολουθία τούτων, εφόσον η προσβαλλομένη απόφαση, με την αυτή ως άνω αιτιολογία, απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για απόλυτη ακυρότητα της ασκηθείσης σε βάρος της ποινικής διώξεως, λόγω μη τηρήσεως της ως άνω διαδικασίας, που συνιστά, όπως λέχθηκε, την απαραίτητη προς τούτο δικονομική προϋπόθεση, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 β ΚΠΔ μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως (δηλώσεως) αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του ν. 2429/1996, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 § 1 του Ν. 2836/2000, διατάχθηκε δε η εξακολούθηση της ισχύος της, καθώς και των άλλων διατάξεων των άρθρων 24, 25, 26, 27 και 28 του ίδιου νόμου (2429/1996), με το άρθρο 9 § 5 του Ν. 3213/2003, όπως η παρ.5 προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 13 § 4 εδ. β' του Ν. 3242/2004, και αναριθμήθηκε ως άρθρο 15 με το άρθρο 1 παρ. 5 Ν. 3849/2010, "υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, του ή της συζύγου τους και των ανηλίκων τέκνων τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25: α) ... β) ... γ) ... ιβ) Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί", κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 13 § 1 του Ν. 2836/2000, "η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας κ.λπ. ...Επίσης, η δήλωση αυτή επανυποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και επί τρία (3) χρόνια μετά την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρότερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. ..". Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ιδίου ως άνω Ν 2429/1996, "Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της υποβολής περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία δηλώνονται: α) Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους. β) Τα πλωτά μέσα, τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα. γ) Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση. δ) Τα χρεόγραφα και οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα. ε) Τα εισοδήματα και οι οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνο δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της περιουσιακά στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανηλίκων τέκνων τους. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού ως άνω άρθρου 25 του ν. 2429/1996, "Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, υποβάλλονται στην Επιτροπή του άρθρου 19 του νόμου αυτού, ενώ οι δηλώσεις των άλλων υποχρέων υποβάλλονται στον κατά το επόμενο άρθρο (26) αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου". Τέλος, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του ιδίου ως άνω νόμου 2429/1996, "Ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως τέσσερα (4) έτη. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 του άρθρου 27 του παραπάνω νόμου (2429/1996) αξιόποινη πράξη στοιχειοθετείται και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υποβάλλει ο ελεγχόμενος τη σχετική δήλωση περιουσιακής κατάστασης μέσα στην οριζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 24 § 2 του ίδιου νόμου προθεσμία είτε από πρόθεση, είτε από αμέλεια (ΑΠ 330/2007). Ομοίου κατά βάση περιεχομένου τυγχάνουν ως προς την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως από τους δικαστικούς λειτουργούς τον τρόπο υποβολής τους το περιεχόμενο τους, με μόνη διαφοροποίηση ως προς τον έλεγχό τους, οι διατάξεις των άρθρων 1 περ. ια, 2, 3 και 4 Ν. 3213/2003. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά κατ` επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα, πράξη της από πρόθεση υποβολής ανακριβούς κατά περιεχόμενο, ως εκ του ότι δεν περιλήφθηκαν σ αυτήν χρηματικά ποσά που διακινήθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων της, δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης: "Η κατηγορούμενη, δικαστική λειτουργός, κατά τους χρόνους και τύπους που θα αναφερθούν στη συνέχεια με περισσότερες πράξεις, που συνεπώς εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος από πρόθεση αρνήθηκε να συμπεριλάβει στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης που αφορούσαν τα έτη 2002, 2003, 2004, ως αρμοδίως είχε υποβάλει λόγω της ιδιότητάς της ως αναφέρθηκε, τις οικονομικές ενισχύσεις που έλαβε από τρίτα πρόσωπα και τα προηγούμενα της υποβολής των δηλώσεων αυτών έτη και που ανέρχονται σε 86.233.96 ευρώ. Ειδικότερα αυτή στη δηλώση περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε εκπροθέσμως για το έτος 2002 στην ... την 30-5-2005 απέφυγε να δηλώσει το χρηματικό ποσό των 250.000 δρχ. (733,68 ευρώ) που είχε λάβει από τον Ζ την 20-3-2001. Στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε το έτος 2003 στη ... την 25-6-2003 απέφυγε να δηλώσει το ποσό των 3000 ευρώ που έλαβε από τον ίδιο την 3-9-2002 και το χρηματικό ποσό των 2000 ευρώ που έλαβε από την "ΑΕ ΣΑΛΙΚΟΜ" την 7-8-2002 και επίσης το χρηματικό ποσό των 2000 ευρώ που πήρε από τον Ζ την 16-7-2002. Η ίδια κατηγορουμένη στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης του έτους 2004 που εκπρόθεσμα υπέβαλε στην ... την 30-5-2005 απέφυγε να δηλώσει τα παρακάτω χρηματικά ποσά: α)5000,98 ευρώ που έλαβε την 7-5-2003 από τον ... τραπεζικό λογαριασμό β)12.000 ευρώ που έλαβε την 15-4-2003 από τον ... τραπεζικό λογαριασμό γ)24000 ευρώ που έλαβε την 8-4-2003 από τον ... τραπεζικό λογαριασμό δ)9.500 ευρώ που έλαβε την 7-4-2003 από τον ... τραπεζικό λογαριασμό ε)1000 ευρώ που έλαβε την 14-3-2003 από τον Ζ και στ)27000 ευρώ που έλαβε την 9-1-2003 από τον ... τραπεζικό λογαριασμό. Η κατηγορούμενη, η οποία απολογούμενη συνομολογεί το ύψος των παραπάνω ποσών, γνώριζε ότι αυτά ήταν κατατεθειμένα στον προσωπικό της λογαριασμό και ως εκ τούτου όφειλε να τα συμπεριλάβει στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. Ισχυρίζεται βέβαια ότι τα παραπάνω χρηματικά ποσά ανήκαν στον Ζ και αυτή τα διαχειριζόταν κατ'εντολή της. Ο ισχυρισμός της αυτός, έστω και αν κριθεί ουσιαστικά βάσιμος δε στοιχειοθετεί συγγ.........., εφόσον αυτή ως δικαστική λειτουργός γνώριζε ότι εφόσον υπήρξε διακίνηση χρημάτων στον προσωπικό της λογαριασμό, όφειλε να συμπεριλάβει το ποσό αυτό στις σχετικές δηλώσεις. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη που λεπτομερειακά αναφέρεται στο διατακτικό" Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο την αναιρεσείουσα της ανωτέρω πράξεως και αφού της αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ της επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την οποία και ανέστειλε επί 3ετία. Ειδικότερα την κήρυξε ένοχο του ότι: "Στη ... και στην ..., στις 25-6-2003 και στις 30-5-2005, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και ειδικότερα από πρόθεση απέφυγε να συμπεριλάβει στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών 2002, 2003 και 2004, που αρμοδίως είχε υποβάλει λόγω της ιδιότητας της ως δικαστικής λειτουργού, τις οικονομικές ενισχύσεις που έλαβε από τρίτα πρόσωπα και τα προηγούμενα της υποβολής των δηλώσεων αυτών έτη και που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 86.233,96 ευρώ, παρά το γεγονός ότι τελούσε εν γνώσει των καταβολών αυτών και της σχετικής υποχρέωσης που είχε προς τούτο από το νόμο (άρθρο 25 παρ. 1ε Ν. 2429/96 και 2 παρ. 1α Ν. 3213/2003) συγκεκριμένα: Α) στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε εκπροθέσμως για το έτος 2002, στην ..., στις 30-5-2005, απέφυγε να δηλώσει το χρηματικό ποσό των 250.000 δραχμών (733,68 ευρώ) που είχε λάβει από τον Ζ στις 20-3-2001, Β) στη δήλωση περιουσιακής κατάσταση που υπέβαλε το έτος 2003 (στη ..., στις 25-6-2003) απέφυγε να δηλώσει 1) το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ που έλαβε από τον Ζ στις 3-9-2002, 2) το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ που έλαβε από την "ΣΑΛΙΚΟΜ ΑΕ" τις 7-8-2002 και 3) το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ που έλαβε από τον Ζ στις 16-7-2002, Γ) στη δήλωση περιουσιακής κατάσταση για το έτος 2004, που υπέβαλε εκπροθέσμως στην ..., στις 30-5-2005, απέφυγε να δηλώσει τα εξής ποσά: 1) το ποσό των 5.000,28 ευρώ, που έλαβε στις 7-5-2003 από τον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό, 2) το ποσό των 12.000 ευρώ που έλαβε στις 15-4-2003 από την υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό, 3) το ποσό των 24.000 ευρώ που έλαβε στις 8-4-2003 από τον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό, 4) το ποσό των 9.500 ευρώ που έλαβε στις 7-4-2003 από τον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό, 5) το ποσό των 1.000 ευρώ που έλαβε στις 14-3-2003 από τον Ζ και 6) το ποσό των 27.000 ευρώ που έλαβε στις 9-1-2003 από τον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98 του ΠΚ, 24, 25 και 27 παρ. 3 Ν. 2429/1996, 1, 9 παρ. 5 Ν. 3213/2003, 13 παρ. 4 β Ν. Ν. 3242/2004, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο την αναιρεσείοσα. Συγκεκριμένα το Εφετείο δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα από πρόθεση παρέλειψε να περιλάβει στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών που αναφέρει τα χρηματικά ποσά που κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό της απορρίπτοντας αιτιολογημένα και τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό της ότι τα χρήματα αυτά ήταν του κατονομαζομένου συντρόφου της και τα διαχειρίζονταν απλώς κατ εντολή του, χωρίς να διαλάβει αντιφατικές αιτιολογίες επί του ζητήματος αυτού, ή να υφίσταται αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, διότι, σαφώς προκύπτει από τις παραδοχές της, ότι τα χρήματα αυτά αποτελούσαν χορηγίες του συντρόφου της και της αναφερομένης Α.Ε. προς την ίδια και είχαν περιέλθει στην κυριότητά της και δια τον πρόσθετο λόγο ότι είχαν κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό της και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις δια μεταφοράς από τους αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς και έπρεπε να τα περιλάβει στην δήλωσή της. Ούτε περαιτέρω είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να αιτιολογήσει ειδικώς τον δόλο της αναιρεσείουσας, αφού ο νόμος για την στοιχειοθέτηση υποκειμενικώς της πράξεως δεν απαιτεί άμεσο δόλο, αλλά αρκείται και σε ενδεχόμενο. Κατ ακολουθία τούτων οι από το άρθρο 510 παρ. 1Δ'ΚΠΔ, πρόσθετοι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως τυγχάνουν αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙΙΙ. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση (δήλωση), ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 17-11-2009 Αίτηση (δήλωση) της Χ και τον από 23-3-2010 πρόσθετο λόγο αυτής, περί αναιρέσεως της 999-1000/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 30 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ