Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1005 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Ένδικο μέσο, Αποδεικτικών μέσων δύναμη, Δουλεία.




Περίληψη:
Δουλεία αντλήσεως ύδατος. Κατάργηση λόγω αυτάρκειας δεσπόζοντος ακινήτου. Ομολογία δικαστικής. Έννοια, αποδεικτική δύναμη. Αποδεικτικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1, 8, 11 γ΄, 19 και 20 του Κ.Πολ.Δ. Πότε ιδρύονται. Ειδικότερα, πότε είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως του αρ. 1. Έννοια "ζητήματος" κατά τον αρ. 19 (Επικυρώνει Ε.Α. 58/2008)




Αριθμός 1005/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Δ. του Χ., κατοίκου ..., και 2)Α. Δ. του Χ., κατοίκου Βριλλησίων Αττικής, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Πάλλα - Κουβέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεράσιμο Θεοδωράτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/8/2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σαμαίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7/2004 του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας λόγω αρμοδιότητας, 37/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και 58/2008 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30/12/2008 αίτηση και τους από 31/8/2011 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 26/9/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνος Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 30/12/2008 αίτησης και των από 31/8/2011 προσθέτων λόγων για αναίρεση της υπ' αρ. 58/2008 απόφασης του Εφετείου Πατρών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με το χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 1/1999, Ολ.ΑΠ 24/1992 ΕλλΔ). Για τη θεμελίωση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης η έλλειψη ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών πρέπει να αφορά ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, ζήτημα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλ' όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων (Ολ.ΑΠ 3/97, ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1508/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο, τελευταίο λόγο της αναίρεσης, ο οποίος προτάσσεται, προβάλλεται, κατ' ορθή εκτίμησή του, η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε την ένδικη αγωγή απόσβεσης πραγματικής δουλείας του ήδη αναιρεσιβλήτου ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και έτσι στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με το με αριθμό .../1979 συμβόλαιο του συμ/φου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ενάγων, Σ. Κ. και ο αδελφοί αυτού Σ. και Δ. Κ. αγόρασαν, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, από την Ε. Κ. του Σ. ένα οικόπεδο, επιφάνειας 266 τ.μ., που βρίσκεται στο χωριό ..., του δήμου Πυλαραίων του νομού Κεφαλληνίας, εντός του οποίου υπήρχε διόροφη οικοδομή, επιφάνειας του ισογείου 90 τ.μ. και του πρώτου ορόφου 90 τ.μ. καθώς και ισόγειο μετασεισμικό σπίτι, επιφάνειας 30 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται ολόκληρο με τα κεφαλαία γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑ, στο από 22-10-1979 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Σ. Φ.. Τούτο συνορεύει (...) Το εξ αδιαιρέτου ποσοστό τους οι Δ. και Σ. Κ. πώλησαν και μεταβίβασαν στον ενάγοντα με τα με αριθμό .../1988 και .../1988 συμβόλαια του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, και έτσι κατέστη αποκλειστικός κύριος ολόκληρου του ακινήτου. Εντός του παραπάνω ακινήτου υπάρχει και υδατοδεξαμενή (στέρνα). Η Ε. Κ. είχε αποκτήσει το ακίνητο από κληρονομία εκ διαθήκης της αδελφής της Κ. Κ., χήρας Ν. Δ. του Κ., την οποία είχε νομίμως αποδεχθεί και μεταγράψει τη σχετική πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Οι εναγόμενοι, από τους οποίους οι τέσσερες πρώτοι είναι τέκνα του Χ. Δ. του Ι. και η πέμπτη σύζυγος αυτού, είναι συγκύριοι όμορου ακινήτου, κατά ποσοστό 3/16 ο καθένας από τους τέσσερες πρώτους και 4/16 η πέμπτη, το οποίο απέκτησαν από κληρονομία εξ αδιαθέτου του Χ. Δ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1976, την οποία αποδέχθηκαν νόμιμα, μετά την άσκηση της αγωγής, με τη με αριθμό .../2004 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Σαμαίων Δήμητρας Ζαχαράτου, και προέβησαν και σε μεταγραφή αυτής. Στη συνέχεια με το με αριθμό .../2005 συμβόλαιο γονικής παροχής και το με αριθμό .../2005 συμβόλαιο δωρεάς της ίδιας συμβολαιογράφου, το ακίνητο περιήλθε στη συγκυριότητα του πρώτου και της τρίτης των εναγομένων κατά ποσοστό 3/16 και 13/16, αντιστοίχως. Το ακίνητο αυτό ανήκε αρχικά κατά κυριότητα στον Ι. Δ. του Σ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1916 και είχε πέντε παιδιά (Χ., Ν., Γ., Γ. και Δ.) που είχαν αποκτήσει κυριότητα στο εν λόγω ακίνητο κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Δυνάμει του με αριθμό .../1933 συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Πυλαραίων Παναγή Μακρή, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Χ. Δ. απέκτησε κατά κυριότητα με αγορά από τον αδελφό του Ν. Δ. του Ι. και το ποσοστό αυτού. Στη συνέχεια απεβίωσε ο Γ. Δ. του Ι. και κατόπιν άτυπης διανομής μεταξύ των λοιπών αδελφών του και αυτού, ο Χ. Δ. κατέστη κύριος ολόκληρου του όμορου ακινήτου. Το ακίνητο αυτό προσεισμικά συνόρευε με σταύλο (κρασόσπιτο) της Κ. Κ., χήρας Ν. Δ. του Κ. και το εν λόγω κρασόσπιτο με χώρο (αλώνι) εντός του οποίου υπήρχε η υδατοδεξαμενή (στέρνα). Ο όλος χώρος εντός του οποίου, η υδατοδεξαμενή συνόρευε γύρω με ακίνητο του Ν. Δ. του Κ., συζύγου της Κ. Δ.-Κ., απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος. Μετά τους σεισμούς του έτους 1953, οπότε καταστράφηκαν οι οικίες τους, έγινε ανταλλαγή και η μεν Κ. Κ. - Δ. έλαβε από τον Χ. Δ. μέρος του κήπου που βρισκόταν βόρεια της ιδιοκτησίας αυτού, ενώ παραχώρησε σ' αυτόν το κρασόσπιτο και τμήμα του χώρου (αλωνιού) που βρίσκεται γύρω από την υδατοδεξαμενή, του οποίου τμήματος κατέστη αποκλειστικός κύριος, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του αλωνιού με την υδατοδεξαμενή παρέμεινε στην αποκλειστική κυριότητα της (Κ. Κ.-Δίπλα). Οι εκκαλούντες-εναγόμενοι αρνούνται ότι η υδατοδεξαμενή ανήκε στην κυριότητα των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος και στη συνέχεια σ' αυτόν, ισχυριζόμενοι ότι αυτή και όλο το αλώνι γύρω απ' αυτή, ανήκε στον δικαιοπάροχο τους και στη συνέχεια στους ίδιους, επικαλούνται δε σχετικά και το με αριθμό .../1933 συμβόλαιο που προαναφέρθηκε και στο οποίο γίνεται αναφορά ότι περιήλθε στον δικαιοπάροχο τους μία οικία "χαμώγειος εν Μακρυωτίκοις και κάτωθεν... μετά μικρής αυλής και κήπου οριζόμενη γύρωθεν με συνεχόμενη οικία Ν. Κ.Δ. και δεξαμενή της οποίας του ανήκε το ήμισυ κάτωθεν των οικιών κειμένη μετά μικρού αλωνιού της...". Ισχυρίζονται δε στη συνέχεια ότι ανήκε στον απώτερο δικαιοπάροχο τους το μισό του χώρου με την υδατοδεξαμενή και με την ανταλλαγή που έγινε μετά τους σεισμούς του έτους 1953 έλαβε (ο δικαιοπάροχος τους) και το άλλο μισό και κατέστη έτσι κύριος ολόκληρου του ακινήτου, νεμόμενος έκτοτε τούτο αυτός και στη συνέχεια μετά το θάνατο του οι ίδιοι. Όμως από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός τους ότι η κυριότητα του όλου ακινήτου (υδατοδεξαμενής με τον πέριξ αυτής χώρο-αλώνι) ανήκει σ' αυτούς. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος τους ήταν μέχρι τους σεισμούς του έτους 1953 συγκύριος κατά το μισό εξ αδιαιρέτου του χώρου (αλωνιού) όπου και η υδατοδεξαμενή και αντλούσε και κατά το ποσοστό συγκυριότητας του (κατά το μισό) νερό απ' αυτή. Μετά την ανταλλαγή έλαβε στην αποκλειστική κυριότητα του μέρος του αλωνιού και το κρασόσπιτο και το υπόλοιπο, όπου και η υδατοδεξαμενή παρέμεινε στην αποκλειστική κυριότητα της Κ. Δ.-Κ., ενώ αυτός εξακολούθησε να έχει μόνο το δικαίωμα αντλήσεως ύδατος κατά το μισό, όπως και πρώτα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών υδροδότησης του ακινήτου του και αντλούσε συνεχώς νερό με διάνοια δικαιούχου μέχρι το θάνατο του το έτος 1976, συσταθείσης έτσι με την συνεχή επί εικοσαετία με διάνοια δικαιούχου άντληση ύδατος, κατά το μισό, πραγματικής δουλείας υπέρ του ακινήτου του. Στη συνέχεια εξακολούθησαν να αντλούν νερό με διάνοια δικαιούχου κατά το μισό οι εναγόμενοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι το εν λόγω ένδικο ακίνητο αποτελεί ενιαίο σύνολο με την ιδιοκτησία του ενάγοντος και είναι επιστρωμένο με τσιμέντο, ενώ των εναγομένων έχει επιστρωθεί με πλάκες και είναι περιφραγμένο με κάγκελα και πόρτα που κλειδώνει και απομονώνεται από την ιδιοκτησία του ενάγοντος, τον εξοπλισμό τους (οι εναγόμενοι) για άντληση ύδατος φυλάσσουν στον περίκλειστο χώρο τους και όχι στο χώρο του επιδίκου και η οικία τους δεν φέρει παράθυρα προς το χώρο του επιδίκου, ενώ αυτή του ενάγοντος έχει παράθυρο και μπαλκόνι που βλέπει σ' αυτό. Στο σχεδιάγραμμα του έτους 1979 του Σ. Φ. ο χώρος της υδατοδεξαμενής δεν έχει αποτυπωθεί όμως αναμφισβήτητα στο όλο ακίνητο, που πώλησε η Ε. Κ. περιλαμβάνεται και ο χώρος αυτός, ενώ οι πράξεις αποδοχής κληρονομιάς και το τοπογραφικό διάγραμμα που επικαλούνται οι εναγόμενοι στα οποία αποτυπώνουν τον επίδικο χώρο εντός της δικής τους ιδιοκτησίας έχουν συνταχθεί μετά την άσκηση της αγωγής. Το ακίνητο των εναγομένων από το έτος 1986 έχει υδροδοτηθεί από το κοινοτικό δίκτυο ύδρευσης και έχει ήδη πλήρη αυτάρκεια, καθόσον εξυπηρετείται επαρκώς καλύπτοντας όλες τις ανάγκες τους, χωρίς να υφίστανται καμιά βλάβη, από το κοινοτικό δίκτυο και δη καλύτερα από προηγούμενα, γι' αυτό και τα τελευταία 16 χρόνια δεν έχουν προβεί σε άντληση ύδατος από την εν λόγω υδατοδεξαμενή.
Συνεπώς το δουλεύον ακίνητο έχει παύσει να παρέχει ωφέλεια ή χρησιμότητα στο δεσπόζον ακίνητο διότι έχει εκλείψει η ανάγκη παροχής ύδατος που εξυπηρετούσε και η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της πραγματικής δουλείας, καθιστώντας έτσι αυτή περιττή και μάταιη. Η αξίωση δε των εναγομένων να επιμένουν στην εξακολούθηση της δουλείας, εφόσον το ακίνητο τους εξυπηρετείται πλήρως, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αγωγή απόσβεσης πραγματικής δουλείας έπρεπε να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη. Ακολούθως, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως, επικυρώνοντας την απόφαση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα ότι η συσταθείσα δουλεία άντλησης ύδατος, κατά το μισό, υπέρ των εναγομένων συγκυρίων ομόρου ακινήτου με το (δουλεύον) ακίνητο του ενάγοντος έχει παύσει να παρέχει ωφέλεια ή χρησιμότητα στο δεσπόζον ακίνητο, διότι έχει εκλείψει η ανάγκη παροχής ύδατος που εξυπηρετούσε και η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της πραγματικής δουλείας, καθιστώντας την έτσι περιττή και μάταιη. Επομένως ο λόγος αυτός, κατά το μέρος του τούτο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και γιατί δέχθηκε χωρίς αιτιολογία τα ακόλουθα: "1. Στην περιγραφή των συμβολαίων αγοράς του αναιρεσίβλητου ενάγοντα Σ. Κ. αναφέρει ' ' εντός του παραπάνω ακινήτου υπάρχει και υδατοδεξαμενή στέρνα' ' , χωρίς αυτό να περιέχεται στα συμβόλαια του και δεν αναφέρει από πού προκύπτει (...) 2) ...' ' Αντίθετα αποδείχτηκε ότι ο δικαιοπάροχος τους ήταν μέχρι τους σεισμούς του έτους 1953 συγκύριος κατά το μισό εξ αδιαιρέτου του χώρου (αλωνιού) όπου και η υδατοδεξαμενή και αντλούσε και κατά το ποσοστό συγκυριότητας του (κατά το μισό) νερό απ' αυτή' ' . Το πόρισμα που κατέληξε η απόφαση είναι καταδήλως διάφορο του περιεχομένου του με αριθμ. .../ 10-1-1993 συμβολαίου (...) και δεν αιτιολογεί από πού προκύπτει το παραπάνω. 3) ...' ' . Μετά την ανταλλαγή έλαβε στην αποκλειστική κυριότητα του μέρος του αλωνιού και το κρασόσπιτό και το υπόλοιπο όπου και η υδατοδεξαμενή παρέμεινε στην αποκλειστική κυριότητα της Κ. Δ.-Κ. ενώ αυτός εξακολούθησε να έχει μόνο το δικαίωμα αντλήσεως ύδατος κατά το μισό όπως και πρώτα...συσταθείσης έτσι πραγματικής δουλείας υπέρ του ακινήτου του' ' . Για να συμβαίνουν τα παραπάνω θα έπρεπε να έχει προϋπάρξει συγκυριότητα που δεν υπήρξε. Δεχόμενη όμως η απόφαση ότι ο δικαιοπάροχος μας έλαβε με την ανταλλαγή μέρος του αλωνιού αυτό συνεπάγεται ότι έλαβε μέρος και από τον πυθμένα της δεξαμενής , γιατί μπορεί το στόμιο της δεξαμενής να υπάρχει στο υπόλοιπο αλώνι, αλλά ο πυθμένας απλώνεται σε όλο το αλώνι. Λέγοντας η απόφαση, μέρος από το αλώνι, δεν προκύπτει το ποσοστό του αλωνιού που έλαβε για να οδηγηθεί κανείς σε ασφαλές συμπέρασμα. Για όλους τους διάδικους αναιρεσείοντες και αναιρεσίβλητο το μέρος του αλωνιού που δόθηκε μαζί με το κρασόσπιτο είναι το μισό, που συνεπάγεται, ότι έχουμε χωρίς αμφισβήτηση το μισό αλωνόστερνο". Ο αναιρετικός αυτός λόγος κατά το πιο πάνω μέρος του είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού τα αναφερόμενα "ζητήματα" δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αλλά αποτελούν άρνηση της ένδικης αγωγής. Ακόμη με τον ίδιο ως άνω λόγο και σε σχέση με τις υπόλοιπες αιτιάσεις του, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία όμως δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος το αίτημα των αναιρεσειόντων για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης υποβάλλεται απαραδέκτως στο παρόν δικαστήριο, αφού συνάπτεται με την εκτίμηση των αποδείξεων που έγινε από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία όμως (εκτίμηση των αποδείξεων) δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο: α) του υπ' αρ. .../1933 συμβολαίου του συμ/φου Πυλαρέων Παναγή Μακρή και β)των υπ' αρ. .../1979, .../1988 και .../1988 συμβολαίων του συμ/φου Σαμαίων Βασ.Δρακουλόγκωνα, καταλήγοντας σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο το οποίο προκύπτει από το περιεχόμενό τους σε σχέση με την κυριότητα των αναιρεσειόντων επί του επιδίκου χώρου "δεξαμενή με το αλώνι της" μέχρι το έτος 1953 και ειδικότερα με το να δεχθεί ότι "ο δικαιοπάροχός τους (αναιρεσειόντων) ήταν μέχρι τους σεισμούς του έτους 1953 συγκύριος κατά το μισό εξ αδιαιρέτου του χώρου (αλωνιού) όπου και η υδατοδεξαμενή και αντλούσε και κατά το ποσοστό συγκυριότητάς του (κατά το μισό) νερό απ' αυτή", ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι η δεξαμενή με το αλώνι της ανήκει αποκλειστικά σ' αυτούς (αναιρεσείοντες). Εξάλλου με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, επίσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του .../1979 συμβολαίου, καταλήγοντας σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από το περιεχόμενο του σε σχέση με την υπάρχουσα στο ακίνητο οικοδομή και την υπάρχουσα σ' αυτό υδατοδεξαμενή (στέρνα) και ειδικότερα με το να δεχθεί ότι: "Με τον αριθμό .../1979 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ενάγων Σ. Κ. και οι αδελφοί αυτού Σωκράτης και Δημήτρης αγόρασαν κατά ποσοστό 1/3 εξ' αδιαιρέτου ο καθένας από την Ε. Κ. του Σ. ένα οικόπεδο επιφανείας 266 τμ που βρίσκεται στο χωριό ... του Δήμου Πυλαρέων του νομού Κεφαλληνίας ,εντός του οποίου υπήρχε διώροφη οικοδομή επιφανείας ισογείου 90τμ. και του πρώτου ορόφου 90τμ.καθώς και ισόγειο μετασεισμικό σπίτι επιφανείας 30τμ.Εντός του παραπάνω ακινήτου υπάρχει και υδατόδεξαμενή (στέρνα)", ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι "Η Ε. Κ. εδήλωσε ότι έχει εις την κυριότητα της ... 1) ισόγειο οικία κειμένη εντός του χωρίου ... ημιτελή, εμβαδού τριάκοντα (30) τ.μ, ανεγερθείσα δι αρωγής σεισμοπλήκτων, μετά του οικοπέδου της τ.μ διακοσίων εξήκοντα εξ (266) ως το ακίνητο τούτο εμφαίνεται υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα περιμέτρου ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑ εις το από 22/10/1979 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού Υπομηχανικού Σ. Φ. ...". Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, εφόσον το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στη δικανική του κρίση, στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, στις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων και σε όλα τα υπόλοιπα έγγραφα που οι διάδικοι, με επίκληση, προσκόμισαν ενώπιόν του, χωρίς να στηρίξει το επί της ουσίας πόρισμα του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα προμνημονευόμενα έγγραφα.
ΙΙΙ. Από τo συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335, 340 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει σαφώς ότι το δικαστήριο, οσάκις υπάρχει δικαστική ομολογία περί της αλήθειας πραγματικού γεγονότος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεν οφείλει να διατάξει άλλη απόδειξη περί αυτού. Η δικαστική ομολογία είναι μονομερής δήλωση σχετική με πραγματικό γεγονός της ιστορικής βάσεως της αγωγής ή της ενστάσεως, γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως και απευθύνεται προς το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση ή προς τον εισηγητή ή τον εντεταλμένο δικαστή που διεξάγει την αποδεικτική διαδικασία. Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, όμως δεν αποτελούν και τα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες και τα δικαστικά τεκμήρια, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 390 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στη δεύτερη απ' αυτές, εφόσον συντάχθηκαν κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που υποβάλλεται στην ίδια ρύθμιση και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 8/2005, 848/1981, 111/1981). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την περιεχόμενη στις προτάσεις του αναιρεσιβλήτου στο δικαστήριο αυτό ομολογία η οποία έχει ως εξής: "Αποδείχθηκε ότι η οικία των αντιδίκων έχει καταλάβει το μισό αλωνόστερνο και εκ του γεγονότος αυτού είναι σαφές ότι η δικαιοπάροχος μου ενώ ήτο εξ αδιαιρέτου συγκυρία σε ολόκληρο το αλωνόστερνο δηλαδή και στο επίδικο και σε αυτό που "πατά" η οικοδομή των αντιδίκων, έδωσε το μερίδιο της σε αυτό που πατάει η οικοδομή των και πήρε στην πλήρη κυριότητα της το υπόλοιπο, δηλαδή πήρε το επίδικο ακόμη και ο μαρτυράς των θα πει " του έδωσε το κρασόσπιτο με το μισό αλώνι της στέρνας... και δια τούτο η οικία των αντιδίκων "πατά" στο μισό αλώνι της στέρνας." Κατ' αρχήν ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού τα αποδεικτικά μέσα και εν προκειμένω η ομολογία, δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την προδιαληφθείσα έννοια. Ο ίδιος λόγος, από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως ορθώς εκτιμάται, είναι αβάσιμος, αφού σύμφωνα με τη σκέψη που προηγήθηκε, τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τους αναιρεσείοντες, ομολογεί ο ενάγων - αναιρεσίβλητος, δεν αποτελούν ομολογία κατά την προδιαληφθείσα έννοια, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από την εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων, οι εναγόμενοι - αναιρεσείοντες δεν πρόβαλαν ένσταση, αλλά μόνο άρνηση της ένδικης αγωγής. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ίδια πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11γ του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα που προαναφέρθηκε, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις το από Αυγούστου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Γ. και την από 6-10-2004 απάντηση της Πολεοδομίας Κεφαλληνίας που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιόν του με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού τους ότι "η δεξαμενή με το αλώνι της" ανήκει σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων "και από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται" σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Ειδικά ως προς το πρώτο από τα πιο πάνω έγγραφα η προσβαλλόμενη απόφαση κάνει ειδική μνεία αυτού από την οποία σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το έγγραφο αυτό, αποδίδοντάς του όμως μειωμένη αποδεικτική αξία, ενόψει του ότι έχει συνταχθεί μετά την άσκηση της αγωγής.
IV. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, εφόσον δε το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή, τα πραγματικά γεγονότα πού αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ.ΑΠ 32Ι1996). Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί την ένδικη αγωγή απόσβεσης πραγματικής δουλείας, παρόλο που δέχθηκε ότι "αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχός τους (των εναγομένων - αναιρεσειόντων) ήταν μέχρι τους σεισμούς του έτους 1953 συγκύριος κατά το μισό εξ αδιαιρέτου του χώρου (αλωνιού) όπου και η υδατοδεξαμενή και αντλούσε και κατά το ποσοστό συγκυριότητας του (κατά το μισό) νερό απ' αυτής", υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού μολονότι παρατίθενται σ' αυτόν, έστω και εντελώς αποσπασματικά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, υπό τα οποία συντελέστηκε η φερόμενη ως παραβίαση του νόμου, καθώς και η καταληκτική κρίση του δικαστηρίου, δεν εκτίθενται οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκαν ούτε εξειδικεύεται το υπαγωγικό σφάλμα του Εφετείου, δηλαδή αν η παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου οφείλεται σε ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, υπό την επίκληση της πιο πάνω πλημμέλειας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (αρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-12-2008 αίτηση των Π. Δ. και Α. Δ., όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ.58/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή