Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2281 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Αναίρεση μερική, Δεδικασμένο, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
. Ι. Προϋποθέσεις εφαρμογής ως ευμενέστερης: α) της μεταγενέστερης διάταξης του άρθρου 34 Ν. 3220/ 2004 και β) της προγενέστερης διάταξης του άρθρου 25 ν. 1882/1990. ΙΙ. Δεν υφίσταται φαινομένη συρροή μεταξύ της αξιόποινης πράξης που προβλέπεται και τιμωρείται με το άρθρο 18 ν. 2523/1997 και εκείνης που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 25 § 1 ν. 1882/1990. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.




Αριθμός 2281/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα- Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Λαγουδάκο, περί αναιρέσεως της 96/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Απριλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 882/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.Φαινόμενη συρροή ή απλή συρροή νόμων, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, υπό τη λογική και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι μόνο ένας από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος, οι δε λοιποί αποκλείονται και μόνο φαινομενικά συρρέουν. Έτσι φαινόμενη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που περισσότεροι νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως, τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό. Τότε, σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν διαλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού. Αλλά και όταν οι περισσότερες πράξεις που διώκονται ποινικά δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός μόνο εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεση της, είτε, τέλος, εμφανίζεται ως συνέπεια της προηγούμενης πράξεως, οπότε διώκεται μόνο αυτή, απορροφά δε και την άλλη, εφόσον η τελευταία δεν προσβάλλει διαφορετικό έννομο αγαθό. Όταν όμως με την εγκληματική δραστηριότητα ενός προσώπου προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, τότε υπάρχει αληθινή συρροή (Ολομέλεια ΑΠ 179/1990). Εξ άλλου ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής α) τη μη υποβολή ή τη υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18), και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 18 παρ.1 του πιο πάνω νόμου ορίζει: Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε, υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές. Περαιτέρω με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν υφίσταται φαινομένη συρροή μεταξύ τους με την έννοια ότι η διάταξη του άρθρου 18 του ως άνω νόμου ως ειδική έναντι της διάταξης του άρθρου 25 απορροφά την τελευταία. Και τούτο καθόσον τόσον κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση τα θεσπιζόμενα εγκλήματα μ'αυτές αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών, έτσι ώστε να μη διαφεύγει τον ποινικό κολασμό εκείνος ο οποίος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του ΦΠΑ, που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 18, αν δεν καταβάλει το από την συμπεριφορά του αυτή οφειλόμενο και βεβαιωθέν χρέος μέσα στις προθεσμίες που ορίζει το άρθρο 25 επιβαρυνόμενος με τόκους και προσαυξήσεις. Συνακόλουθα α) ο κατ'εκτίμηση από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Συ και Η του ΚΠΔ συναφής δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση δεδικασμένου άλλως εκκρεμοδικίας και για υπέρβαση εξουσίας με την ειδικότερη αιτίαση ότι αν και με την 1453/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου καταδικάσθηκε αμετάκλητα ο αναιρεσείων για παράβαση του άρθρου 18 του ως άνω νόμου άλλως ότι εκκρεμούσε σε βάρος του ποινική δίωξη για την παραπάνω αξιόποινη πράξη το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του υπερβαίνοντας την εξουσία του, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού κατά τα στη μείζονα σκέψη εκτιθέμενα η αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείτο εν προκειμένω της παραβίασης της προθεσμίας του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, συρρέει αληθώς με την ως άνω αξιόποινη πράξη της αποφυγής πληρωμής ΦΠΑ για την οποία καταδικάσθηκε αυτός. Για τον ίδιο λόγο, είναι απορριπτέος και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠΔ συναφής τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο έλαβε υπόψη του, χωρίς να έχει αναγνωσθεί την με αριθμό πρωτ. 7452/15-2-2002 μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της ... ΔΟΥ ... κατά του Κ1, και έτσι με την μη ανάγνωση αυτής στέρησε από τον κατηγορούμενο από την δυνατότητα να εξηγήσει ότι ναι μεν ότι η μηνυτήρια αναφορά υποβλήθηκε αρχικά μόνο εναντίον του Κ1, όμως τελικά η ποινική δίωξη ασκήθηκε για την μη απόδοση ΦΠΑ και σε βάρος του, αφού κατά τ'ανωτέρω εκτιθέμενα υφίσταται πραγματική και όχι φαινομενική συρροή μεταξύ της παράβασης της διάταξης του άρθρου 25 παρ.1 του ν. 1882/1990 και του άρθρου 18 του ν.2523/1997 και συνεπώς μη ανάγνωση της ως άνω μηνυτήριας αναφοράς ουδεμία επίπτωση μπορούσε να έχει επί της καταδικαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.2 του Ν. 9 στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικοί διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου για τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 25 παρ.Ι του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2.523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες, αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διάπραξης του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, πρέπει να εφαρμοσθούν, ως ευμενέστερες γι' αυτούς, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ'αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου δικάζοντας κατ'έφεση με την προσβαλλόμενη 96/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ'είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το με αριθμό ... πρακτικό του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΦΟΥΝΤ ΚΕΤΕΡΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (δελτίο ΑΕ και ΕΠΕ) η εκπροσώπηση της ανωτέρω εταιρίας είχε ανατεθεί στους διευθύνοντες συμβούλους Κ1, Χ1 (κατηγορούμενο) και ... που ενεργούν από κοινού. Με το με αριθμό ...πρακτικό του Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρίας ορίστηκαν ως εκπρόσωποι αυτής και διευθύνοντες σύμβουλοι ο Κ1 και ο κατηγορούμενος, οι οποίοι μπορούσαν να ενεργούν είτε από κοινού είτε μεμονωμένα. Το ανωτέρω πρακτικό κατατέθηκε στο Τμήμα Ανωνύμων Εταιριών της Διεύθυνσης Εμπορίου Ν.Μαγνησίας με το με αριθμό ... έγγραφο, πλην όμως δεν καταχωρήθηκε και δε δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ, ενόψει της μη ανταπόκρισης της εταιρίας για την τακτοποίηση εκκρεμοτήτων παρ'ότι ειδοποιήθηκε σχετικά από την παραπάνω αρμόδια Υπηρεσία με συνέπεια να θεωρείται ότι η ανωτέρω εταιρία εκπροσωπείται νόμιμα σύμφωνα με το με αριθμό ...πρακτικό, στο οποίο ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής φέρεται και ο κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος με την από 25-1-00 εξώδικη δήλωσή του προς την ανωτέρω εταιρία αντίγραφο της οποίας κατέθεσε στην αρμόδια υπηρεσία (Διεύθυνση Εμπορίου Ν. Μαγνησίας) παραιτήθηκε από μέλος αυτής. Μετά ταύτα ο αριθμός των μελών του Δ.Σ. της ΑΕ μειώθηκε κάτω των τριών που προβλέπει ο νόμος, πλην όμως η ανωτέρω αλλαγή δεν υπεβλήθη στις διατυπώσεις της δημοσιότητας του άρθρου 7β και ως εκ τούτου η εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει σε τρίτους την ανωτέρω πράξη για την οποία δεν τηρήθηκε η δημοσιότητα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο κατηγορούμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα έφερε όχι μόνο την ιδιότητα του μέλους του ΔΣ της ανωτέρω εταιρίας αλλά και αυτή του διαχειριστή της σύμφωνα με το με αριθμό ...πρακτικό του Δ.Σ. και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του 1 κρίνεται απορριπτέος, όπως και αυτός ότι εν τοις πράγμασι δεν ασκούσε τα ανωτέρω καθήκοντά του στην εταιρία. Εξάλλου από τον προϊστάμενο της ... ΔΟΥ ... υπεβλήθη προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου η με αριθμό πρωτοκόλλου 7452/15-4-02 μηνυτήρια αναφορά κατά του συνδιαχειριστή της ανωτέρω εταιρίας Κ1 για μη απόδοση ΦΠΑ της εταιρίας για το έτος 2000, τα οποία έπρεπε να αποδοθούν εντός του χρονικού διαστήματος 2000-2001, ήτοι για παράβαση του άρθρου 40 παρ.1 του Ν. 1642/86, πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη με αριθμούς ΑΒΜ 4368/02 και 4369/02 για την πορεία της οποίας (έκδοση απόφασης) κανένα έγγραφο δεν προσκομίζει ο κατηγορούμενος. Στην προκειμένη περίπτωση από τον επισυναπτόμενο στη με αριθμό πρωτοκόλλου 12772/14-7-04 αίτηση ποινικής δίωξης κατά του κατηγορούμενου του προϊσταμένου της ...ΔΟΥ ... πίνακα χρεών προκύπτει ότι τα βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία χρέη της εταιρίας αφορούν οφειλές αυτής για το χρονικό διάστημα από 30-1-2001 έως 30-1-2003 από μη καταβολή ΦΠΑ (κατά την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας), ήτοι για μη καταβολή ΦΠΑ πέραν του έτους 2000 για το οποίο ασκήθηκε η προαναφερθείσα κατά του Κ1 ποινική δίωξη. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι ασκήθηκε κατά του ιδίου ποινική δίωξη για την ίδια με την υπό κρίση οφειλή ποινική δίωξη για την πράξη του άρθρου 18 ν.2523/97 δεν απεδείχθη και συνεπώς ο του αντιθέτου ισχυρισμός του κρίνεται απορριπτέος. Μετά ταύτα, από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τις ένορκες εξετάσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη την συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στο Βόλο το χρονικό διάστημα από 30-1-2001 έως 30-1-2003, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις "περί χρεών προς το Δημόσιο" και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 50.000 €, όπως εμφαίνεται στον επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμ. 17/2004 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της ... Δ.Ο.Υ. ..., και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφλησή τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο, με την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εδρεύουσας στο Βόλο εταιρίας με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΦΟΥΝΤ ΚΕΤΕΡΙΝΓΚ Α.Ε." συνολικά το ποσό των 58.759,36 € μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην ...' Δ.Ο.Υ ... σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών). Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο της παράβασης του άρθρου 25 παρ.1 β, 2,3 και 7 του Ν. 1882/1990 ως αντικ. με το άρθρο 23 Ν. 2523/1997 και ήδη με άρθρο 34 παρ.1 και 2 Ν. 3220/2004 και επέβαλε σ'αυτόν ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 1, 12, 14, 26 παρ.1α, 98 του Π.Κ, και των άρθρων 25 παρ.1γ, 2,3, του Ν.1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, 19 παρ.2 του Ν. 2948/2001 και άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα α) αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία κατά τον χρόνο που βεβαιώθηκαν τα χρέη προς το Δημόσιο της Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία ΙΝΤΕΡΦΟΥΝΤ ΚΕΤΕΡΙΓΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ο αναιρεσείων είχε την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου σε κάθε πάντως περίπτωση είχε την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου και ασκούσε τα παραπάνω καθήκοντα. Συνακόλουθα ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τ'αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ ο κατ'εκτίμηση υπό την επίκληση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεύτερος λόγος αναίρεσης με την ειδικότερη αιτίαση ότι εν τοις πράγμασι διαχειριστής της ως άνω εταιρείας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν το ζεύγος ... και ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος είναι απαράδεκτος διότι μ'αυτόν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν ελέγχεται με αναιρετικό λόγο.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004, κηρύσσοντας ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για τα βεβαιωθέντα κατά την 18-2-2002 χρέη από μη καταβολή Φ.Π.Α. για τα έτη 2000 και 2001, ύψους 28.195,58 και 29.154,83 ευρώ αντίστοιχα, πλέον χρέους από 625,10 ευρώ για πρόστιμο ΦΠΑ έτους 2000, πλέον 5,85 ευρώ για έξοδα εκτέλεσης για τα παραπάνω χρέη, εφόσον το ύψος καθ' ενός από τα χρέη, αυτά με τη προσαύξηση υπερέβαινε τόσο το ποσό των 2.000.000 δραχμών, που ήταν το θεσπιζόμενο από την διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αλλά και δεν υπολείπετο το άθροισμα αυτών του συνολικού ποσού των 10.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του Ν. 3/2004. και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε συναφής λόγος αναίρεσης. Με το να συνυπολογίσει όμως στα παραπάνω ποσά και το χρέος που φέρεται οφειλόμενο από τον αναιρεσείοντα ύψους 72,37 ευρώ, πλέον 15,63 ευρώ για έξοδα εκτελέσεως με αύξοντες αριθμούς 1-4, 1-4, στον ως άνω με αριθμ.17/2004 πίνακα χρεών και αποτελεί χρέους από εισόδημα Ν.Π. που βεβαιώθηκε στις 10-5-2000 και αποτελούσε τις δύο από τις 5 μηνιαίες δόσεις που έληγαν στις 31-8-200 και 29-9-2000, ήτοι αφορούσε χρέος που βεβαιώθηκε και οφείλετο υπό την ισχύν τον Ν. 2523/1997, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η οποία άρχισε να ισχύει από 1-1-1998 και τυγχάνει στην προκειμένη περίπτωση ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα εφαρμογής (άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ), αφού το παραπάνω χρέος με τις προσαυξήσεις του δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.000.000 δραχμών που αποτελεί το κατώτατο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη, σύμφωνα με την διάταξη του ως άνω νόμου, με την οποία χαρακτηρίζεται η καθυστέρηση καταβολής στο Δημόσιο χρεών ολιγότερου ποσού ως ανέλεγκτη και είναι βάσιμος.
Εν όψει των παραπάνω, αφού κρίθηκε βάσιμος ο ανωτέρω λόγος της αναίρεσης από δε το χρόνο κατά τον οποίο το παραπάνω χρέος των 762,37 ευρώ είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο με την μη καταβολή των οφειλομένων δόσεων, και μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αναίρεσης (14-10-2008) αλλά και έτι περαιτέρω μέχρι του χρόνου διάσκεψης και του χρόνου δημοσίευσης της παρούσας απόφασης είχε παρέλθει οκταετία, πρέπει να παύσει ως προς την αξιόποινη αυτή πράξη η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αυτεπαγγέλτως λαμβανομένης υπόψη και από τον 'Αρειο Πάγο, και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, απορριφθεί δε κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου αναιρεσείοντα για την στο σκεπτικό αξιόποινη πράξη της μη εμπρόθεσμης καταβολής προς το Δημόσιο του προς αυτό οφειλομένου χρέους ύψους 752,37 ευρώ που αναφέρεται στο 17/2004 πίνακα χρεών του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ....
Αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την διάταξη της περί επιβολής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασε προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αυτό 21 Απριλίου 2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της 96/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή