Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 503 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση συκοφαντική, Κλητήριο θέσπισμα, Έγκληση, Προφορική ανάπτυξη.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αυτοτε-λείς ισχυρισμοί. α) εκπρόθεσμο της εγκλήσεως και β) του άρθρου 367 ΠΚ. Αιτιολογίες της αποφάσεως και για τον άμεσο δόλο. Όχι και προφορική ανάπτυξη των άνω ισχυρισμών και συνεπώς όχι υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, ανεξάρτητα του ότι α) εμπρόθεσμα υποβλήθηκε η έγκληση και β) όχι 367 ΠΚ επί συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απορρίπτονται οι σχετικοί από Δ΄ και Ε΄ λόγοι αναιρέσεως. Ο λόγος σχετικά με την ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος (καλύφθηκε αφού όχι λόγος εφέσεως για την απόρριψη σχετ. ενστάσεως (από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο). Απορρίπτεται ο σχετικός λόγος (Β΄). Όχι αυτεπαγγέλτως ο λόγος στον κατηγορούμενο για άσκηση δικαιωμάτων του από το 358 ΚΠΔ. Απορρίπτεται σχετικός λόγος αναιρέσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 503/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, οπυ εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Σαράκη, περί αναιρέσεως της 1757-1758/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 568/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος, δηλαδή, δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση αυτή. Περαιτέρω, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφορά και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Διαφορετικά, αν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί έχουν προταθεί απαραδέκτως, όπως όταν περιλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, χωρίς να γίνει και προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους (Ολ. ΑΠ 2/2005), ή αν έχουν προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει, ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1757-1758/2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας των κατηγορουμένων και της ΕΠΕ "............. ΕΠΕ" για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως, που διατηρούσε σε βάρος τους, ποσού 114.000.000 δρχ. Ετσι προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων τους και ειδικότερα ενυπόθηκης βιομηχανικής μονάδας, καθώς και αστικών ενυπόθηκων ακινήτων τους, τα οποία εκπλειστηριάσθηκαν σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό την 18-11-1998 (και) κατακυρώθηκαν στις υπερθεματίστριες εταιρείες "Πλινθοκεραμοποιϊα Κληρ. Γ. Κατσίκη ΑΕ" και "Γ. Κατσίκης ΑΕ", η βιομηχανική μονάδα και στον ........ τα αστικά ακίνητα. Το πλειστηρίασμα της βιομηχανικής μονάδας ανήλθε στο ποσό των 166.000.000 δρχ. Οι καθ' ών η εκτέλεση, και ήδη κατηγορούμενοι, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου ανακοπή κατά του παραπάνω πλειστηριασμού και ζήτησαν την ακύρωσή του για τους λόγους που ειδικότερα εξέθεταν. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η 376/1999 απόφαση του προαναφερομένου δικαστηρίου, που την απέρριψε κατ' ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής οι ανακόπτοντες άσκησαν έφεση ενώπιον του Εφετείου Πατρών, καθώς επίσης και με το από 4-9-00 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσαν στο ίδιο δικαστήριο την 22-9-2000, πρόσθετους λόγους έφεσης. Το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων επέδωσαν στην εγκαλούσα συμβολαιογράφο, η οποία ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος διενήργησε τον παραπάνω πλειστηριασμό, οι ανακόπτοντες κατηγορούμενοι την 25-9-00. Στο δικόγραφο αυτό ισχυρίσθηκαν ότι η εγκαλούσα με τους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας, επισπεύδοντας την εκτέλεση, σύστησε άτυπη ομάδα παρακώλυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού έτσι ώστε να αποδεικνύεται νόμιμα ο δόλος, η συμπαιγνία, η σύσταση ομάδας παρακώλυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού... ότι με την υπάλληλο της Εθνικής Τράπεζας (εννοούσαν τη ...... - .........) είχαν εκ των προτέρων, με σύμπτυξη ομάδας με τις υπερθεματίστριες, σκοπό να εμποδιστούν οι λοιποί πλειοδότες, να συμμετάσχουν μόνο οι τελευταίες και να κατακυρωθεί σ' αυτές η βιομηχανική τους μονάδα, ως ανταγωνιστές τους, με κάθε μέσον διευκόλυνσής τους προς τούτο ακόμα και με ζημιά της Τράπεζας, αρκεί να περιήρχετο η μονάδα τους σ' αυτές. Τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή. Από κανένα αποδεικτικό μέσον αποδείχθηκαν οι παραπάνω ενέργειες της εγκαλούσας. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι, εκτός από τις υπερθεματίστριες εταιρείες, κανένας άλλος υποψήφιος πλειοδότης δεν εμφανίσθηκε στον ίδιο πλειστηριασμό. Στο αρμόδιο δημοτικό κατάστημα, όπου διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, εκτός από τον εκπρόσωπο των υπερθεματιστριών και τους εργαζομένους στην εταιρεία του πρώτου κατηγορουμένου (Χ1), δεν υπήρχε τρίτο πρόσωπο που ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σ' αυτόν. Αλλωστε, η Τράπεζα έδωσε την ευκαιρία στον τελευταίο να καταβάλει το ποσό των 10.000.000 δρχ. για να αποτραπεί η διενέργεια του πλειστηριασμού. Μάλιστα ο εκπρόσωπος των υπερθεματιστριών διά μέσου τρίτου προσώπου, συνεργάτη του πρώτου των κατηγορουμένων, ενδιαφέρθηκε να τον βοηθήσει να δανειστεί το ποσόν αυτό από τον Γ1 και πράγματι συναντήθηκαν στο γραφείο του διευθυντή της επισπεύδουσας Τράπεζας ο πρώτος των κατηγορουμένων με τον παραπάνω Γ1, πλην όμως δεν καταρτίσθηκε η δανειοδοτική σύμβαση για το λόγο ότι ο δανειστής είχε υπερβολικές οικονομικές αξιώσεις για την επιστροφή του δανείου. Η εγκαλούσα μετά την αποτυχία της προαναφερομένης ενέργειας ειδοποιήθηκε από την Τράπεζα την 12η ώρα της ημέρας του πλειστηριασμού να προβεί στη διενέργειά του. Την αναλήθεια των αναγραφομένων περιστατικών, τα οποία κατ' εντολή του πρώτου των κατηγορουμένων, ατομικά, και ως εκπροσώπου της παραπάνω εταιρείας και καθ' ης η εκτέλεση, ανέγραψαν στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του, γνώριζε ο τελευταίος, αφού την ημέρα του πλειστηριασμού τόσον αυτός όσον και συνεργάτης του για λογαριασμό του παρακολουθούσε τη διαδικασία του πλειστηριασμού και στην τράπεζα μετέβη πριν από τη διενέργειά του, προκειμένου να διαπραγματευθεί το ποσό της προκαταβολής, ώστε να αποφευχθεί ο πλειστηριασμός, και είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε πλην των υπερθεματιστριών, άλλος υποψήφιος πλειοδότης. Τα ψευδή αυτά περιστατικά περιήλθαν σε γνώση των δικαστών του Εφετείου Πατρών, των γραμματέων του ιδίου δικαστηρίου, του δικαστικού επιμελητή, που κοινοποίησε το παραπάνω δικόγραφο. Ο πρώτος των κατηγορουμένων γνώριζε ότι τα ίδια περιστατικά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και παρά το γεγονός αυτό για να πετύχει την ακύρωση του πλειστηριασμού των ακινήτων του, τα εξέθεσε στο παραπάνω δικόγραφο. Με βάση τα δεδομένα αυτά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος. Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ένσταση περί τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 126 ΚΠΔ, καθόσον προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Τέλος, πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, στο δε κλητήριο θέσπισμα πλήρως αναγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της κατηγορουμένης πράξης (άρθρ. 363, 362 ΠΚ), και συνεπώς τούτο είναι ορισμένο". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε την αναφερόμενη στην άνω απόφαση ποινή φυλακίσεως. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 362 και 363 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα περιστατικά που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος για την εγκαλούσα, τα οποία είναι πράγματι γεγονότα κατά την έννοια των αναφερόμενων διατάξεων, και επίσης ότι τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Σε σχέση δε με τον άμεσο του κατηγορουμένου δόλο, ο οποίος επί του προκειμένου περιλαμβάνει, όχι μόνο τη γνώση του ότι τα γεγονότα που ισχυρίσθηκε ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και τη θέλησή του να τα ισχυρισθεί, αλλά και τη γνώση ότι τα γεγονότα αυτά είναι ψευδή, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει συστηματικά και αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προέβαλε εγγράφως δια του συνηγόρου του τους πιο κάτω ισχυρισμούς, που περιλήφθηκαν στα πρακτικά αυτά, και συγκεκριμένα α) ότι "αυτοί" (δηλαδή αυτός και συγκατηγορούμενός του ......, που τελικά αθωώθηκε) στη μηνύτρια συμβολαιογράφο δεν καταλόγισαν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο απ' όσα ήδη έχουν καταλογίσει με την ασκηθείσα εκ μέρους τους κατ' αυτής από 26-3-1999 μηνυτήρια αναφορά..., οπότε η τρίμηνη προθεσμία ασκήσεως εκ μέρους της μηνύτριας εγκλήσεως για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' αυτών παρήλθε από 26-6-1999... " και β) ότι " ...εξ όλων των ανωτέρω αλλά και εκ της πλήρους σειράς των δικογράφων τους, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται, προκύπτει με σαφήνεια ότι η πρόθεσή τους δεν κατέτεινε στην κατασυκοφάντησητης συμβολαιογράφου, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην προστασία των πληγέντων εννόμων αγαθών τους και μεγάλης αξίας περιουσιακών στοιχείων τους, αφού με τη μηνύτρια δεν είχαν κανένα προηγούμενο, εξ ουδεμιάς αιτίας άλλη αντιδικία, και το ίδιο ακριβώς θα είχαν πράξει οποιοσδήποτε άλλος συμβολαιογράφος και αν ήταν στη θέση της ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος". Η προβαλλόμενη δε αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν χωρίς ειδική αιτιολογία είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αναπτύχθηκαν και προφορικά και κατά συνέπεια δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Και αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός α) ότι ο πρώτος από τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού εν προκειμένω, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές της αποφάσεως, ο χρόνος τελέσεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για την οποία καταδικάσθηκε αυτός, είναι η 25-9-2000 και δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, η ένδικη έγκληση υποβλήθηκε από την παθούσα συμβολαιογράφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στις 16-10-2000, δεν υπάρχει θέμα εκπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως αυτής, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, και β) ότι η παρ. 1 του άρθρου 367 ΠΚ δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως (παρ. 2 στοιχ. α' του ίδιου άρθρου).
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Τα ίδια ορίζονται από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), δηλαδή ότι "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) όπως πληροφορηθεί εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τα αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του". Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα, ως αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 ΚΠοινΔ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με την υπ' αριθ. 1153/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου απορρίφθηκε η ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που καταδικάσθηκε για συκοφαντική δυσφήμηση, για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αοριστίας του. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως άσκησε ο αναιρεσείων έφεση με την υπ' αριθ. 70/28-5-2004 ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα έκθεση, με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων μόνον, ενώ δεν αναφέρθηκε καθόλου σε εσφαλμένη απόρριψη της άνω ενστάσεώς του. Την εν λόγω δε ένσταση πρότεινε αυτός και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, το οποίο την απέρριψε κατ' ουσίαν με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. 1757-1758/2005 ομοίως καταδικαστική απόφασή του. Ετσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον δεν είχε περιληφθεί στην έκθεση εφέσεως λόγος (εφέσεως), αναφορικά με την ειρημένη ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο σχετικός, κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τη μη απαγγελία ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος.
Από τη διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως. Αρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1757-1758/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή