Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Καταλογισμού ικανότητα, Σκανδάλου πρόκληση με ακόλαστες πράξεις.
Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 353 § 2 β΄ ΠΚ. Αυτοτελείς ισχυρισμοί για έλλειψη ικανότητας προς καταλογισμό, επικουρικά μειωμένης ικανότητας του, καθώς και για χορήγηση ελαφρυντικών ειλικρινούς μετάνοιας και καλής μετά την πράξη συμπεριφοράς, που υποβλήθηκαν στο ακροατήριο από τον εκπροσωπήσαντα στο Δικαστήριο της ουσίας πληρεξούσιο δικηγόρο του. Χωρίς την επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τους συγκροτούν, ήταν αόριστα και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψη τους. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1491/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Κλουδά, περί αναιρέσεως της 1460/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1579/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπα-γωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για ανυπαρξία καταλογισμού ή ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπερι-στατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξετάσεως της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Δηλαδή, προϋπο-τίθεται, αφενός η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αφετέρου και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, θεωρούνται και (υπό δ') "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του" και (υπό ε') "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για την πρώτη από τις περιστάσεις αυτές (υπό δ'), πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης. Για τη δεύτερη (υπό ε') πρέπει η καλή συμπεριφορά να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση, και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1460/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος παραβάσεως άρθρου 353 § 2β'ΠΚ και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Ο κατηγορούμενος την 31-1-2007 ενώ οδηγούσε το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της μητέρας του, το στάθμευσε στη διασταύρωση των οδών ..., έξω από τον προαύλιο χώρο του 10ου Δημοτικού Σχολείου ..., σε τέτοια θέση ώστε τόσο ο ίδιος να έχει θέα στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου, όσο κι οι μαθήτριες του σχολείου να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τις κινήσεις του μέσα στο αυτοκίνητο, απελευθέρωσε τα γεννητικά του όργανα από το παντελόνι που φορούσε και άρχισε να αυνανίζεται. Η πράξη του αυτή έγινε αντιληπτή από τις μαθήτριες Μ2 και Μ1, ηλικίας 9 ετών, των οποίων προσβλήθηκε η αιδώ τους. Οι ανωτέρω μαθήτριες ειδοποίησαν την δασκάλα τους, η οποία και σημείωσε τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου. Ο κατηγορούμενος όταν συνειδητοποίησε ότι έγινε αντιληπτός έφυγε από τον χώρο, συλληφθείς ακολούθως από τους αστυνομικούς του ΤΑ .... Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό ως αορίστου (ΑΠ 1487/2004 Δικ. 2004, 1551), καθώς και περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων της ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής διαγωγής μετά την τέλεση της πράξης ομοίως ως αορίστων χωρίς την επίκληση πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 851/2007 Δικ 2007/242)". Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 353 § 2β του ΠΚ, αφού αναγνώρισε σε αυτόν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και ειδικότερα, του ότι "στη ... την 31-1-2007 με ακόλαστες πράξεις που ενέργησε ενώπιον άλλων προσέβαλε βάναυσα την αιδώ τους, είναι δε οι παθούσες άτομα νεότερα των δέκα πέντε ετών και συγκεκριμένα στη διασταύρωση των οδών ..., έξω από τον προαύλιο χώρο του 10ου Δημοτικού Σχολείου ..., ευρισκόμενος εντός του υπ'αριθμ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου επιδόθηκε σε αυνανισμό ενώπιον των ανηλίκων μαθητριών Μ2 και Μ1, ετών 9, προσβάλλοντας μ' αυτόν τον τρόπο βάναυσα την αιδώ τους". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχ-θηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 83, 84 § 2α, 353 § 2β' ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 1460/2009 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένη), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Λ και υπερασπίσεως: 1) Υ1 και 2) Υ2.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιο-λογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, κατ' ακριβή αντιγραφή από την αίτησή του, ότι: "Κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του σε δεύτερο βαθμό, τόσο προς ενάρξεως της διαδικασίας, όσο και κατά την αγόρευση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας και την καταδικαστική πρόταση της Εισαγγελέως, νομίμως υποβλήθηκε από τον άνω συνήγορό του, με σαφή και ορισμένο τρόπο και δια της αναφοράς του σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά έγγραφα, ο αυτοτελής ισχυρισμός της νοσηρής διατάραξης της συνειδήσεως, άλλως και επικουρικώς, της σημαντικής μείωσης της ικανότητας του σε καταλογισμό εξ αυτού του λόγου, εξαιτίας της συνδρομής αποδεδειγμένης, και ιατρικώς παρακολουθούμενης σεξουαλικής παρεκκλίσεώς του. (επιδειξιομανίας), με επίκληση των διατάξεων των α.34 και 36ΠΚ, αιτούμενος την άρση του καταλογισμού της πράξεως στο πρόσωπό του και την αθώωσή του, άλλως και επικουρικώς, την κατάφαση σημαντικής μείωσης της ικανότητας προς καταλο-γισμό, εκ της προαναφερόμενης ψυχικής και παθολογικής καταστάσεως και την επιβολή ελαττωμένης ποινής εις βάρος του, κατ' α.83 ΠΚ.". Ισχυρίστηκε επίσης, κατ' ακριβή μεταφορά από την αίτησή του, ότι "το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση, ("..απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού ... καθώς και περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων της ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής διαγωγής μετά την τέλεση της πράξης, ομοίως ως αορίστων, χωρίς την επίκληση πραγματικών περιστατικών -ΑΠ 851/2007 Δικ.2007.1242"), και τους νομίμως προταθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί αναγνώρισης των ελαφρυ-ντικών περιστάσεων της ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής διαγωγής μετά την τέλεση της πράξης, οι οποίοι εκτέθηκαν και υποστηρίχθηκαν από αυτόν δια του συνηγόρου του, σαφώς και ορισμένως επ' ακροατηρίω, προς επίρρωση δε αυτών, έγινε εκ μέρους του αφενός επίκληση της μη τέλεσης οποιασδήποτε άλλης, επιλήψιμης πράξεως από την ημερομηνία τέλεσης του συμβάντος και εντεύθεν, αφετέρου επίκληση της σχετικής ως προς τον συγκεκριμένο αυτοτελή ισχυρισμό, μαρτυρικής καταθέσεως του Υ2 στην ένδικη δίκη, και εκ τρίτου, προσαγωγή από αυτόν εξειδικευμένου, αναγνωστέου εγγράφου προς επίρρωση των ως άνω, αυτοτελών ισχυρισμών του, δηλ. της υπ' αριθμ. πρ. 3605 Φ300. 16 βεβαίωσης του Αρχηγείου του πυροσβεστικού σώματος Διοίκησης Π.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης, από το περιε-χόμενο της οποίας συνάγονταν ευθέως, η απασχόλησή του ως πυροσβέστη, μετά το επίδικο συμβάν και για μεγάλο χρονικό διάστημα". Αβάσιμα όμως, διότι από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως για την έρευνα του βασίμου του προβληθέντος αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, πριν από την έναρξη της εξετάσεως των μαρτύρων, έλαβε το λόγο και ζήτησε, όπως ακριβώς έχουν τα περιστατικά αυτά καταχωρηθεί στα πρακτικά, "Στο σημείο αυτό ο συνήγορος του κατηγορουμένου αφού ζήτησε και έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο υπέβαλλε αυτοτελή ισχυρισμό περί εφαρμογής του άρθρου 34 ΠΚ λόγω ελαττωμένης ικανότητας του δράστη προς καταλογισμό". Επίσης, μετά την απολογία του κατηγορου-μένου, όπως ακριβώς περιλαμβάνονται στα ίδια πρακτικά, "ο συνήγορος του κατηγορουμένου αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση ζήτησε να κριθεί με επιείκεια και να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά 84 παρ. 2δ και 2ε ΠΚ". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του προέβαλε αορίστως στο ακροατήριο τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της νοσηρής διαταράξεως της συνειδήσεως, άλλως και επικουρικά, της σημαντικής μείωσης της ικανότητάς του προς καταλογισμό εξαιτίας αυτού του λόγου (ΠΚ 34 και 36), καθώς και της αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων, χωρίς όμως την επίκληση των πραγματικών περιστατικών, που τους συγκροτούν και ως εκ τούτου, το δικάσαν Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των άνω ισχυρισμών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Οκτωβρίου 2009 (υπ' αριθ. Πρωτ. 8108/20-10-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 1460/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στην 1 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ