Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1367 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Μεταβίβαση ακινήτου παραγώγως(αγορά) και πρωτοτύπως (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) 1033, 1041, 1045, 1051, 974 ΑΚ. Κοινοχρησία δρόμου κατά ΒΡΔ. Ο αναιρετικός λόγος του αρθρ559 αρ 19 δεν ιδρύεται αν οι αιτιάσεις αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, στη μη αιτιολόγηση των αποδειχθέντων και στην επάρκεια και αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Άρθρο 559 αρ. 11. Δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν απέδωσε στα αποδεικτικά μέσα τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτά έχουν. Η ένσταση καταχρήσεως δεν προβάλλεται το πρώτον στον Άρειο Πάγο. Αφορά στην προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων και στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι στη δημόσια τάξη. Άρθρο 559 αρ. 20. για την ίδρυση του λόγου πρέπει να υφίσταται διαγνωστικό και όχι εκτιμητικό λάθος ενώ προσέτι το δικαστήριο πρέπει να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά και κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραμορφώθηκε όχι δε και όταν απλώς το συνεκτίμησε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να το εξαίρει για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.




Αριθμός 1367/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1) Π. - Ε. Α. του Α., κατοίκου ..., 2) Ι. Ν. του Γ., κατοίκου ..., 3) Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 4) Μ. συζ. Α. Β., το γένος Γ. Λ., κατοίκου ..., 5) Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., και 6) Ε. Τ. του Χ., κατοίκου ... . Ο 1ος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Μαυρογεώργη - Πριονά και οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Ν. Β. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σακελλαριάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2001 μη οριστική, 124/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 274/2010 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 8/4/2011 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1667/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επανέφερε ο καλών με την από 25/2/2013 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του 1ου αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 33/8.5.2013, 34/ 8.5.2013, 33α/8.5.2013, 34α/8.5.2013, 33β/8.5.2013, 34β/8.5. 2013, 33γ/8.5.2013, 34γ/8.5.2013, 33δ/8.5.2013 και 34δ/8.5.2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελητού Μήλου Μ. Κ., ακριβές αντίγραφο της από 8.4.2011 αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και της από 25.2.2013 κλήσεως για συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσίβλητο, προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη, πέμπτη και έκτο από τους αναιρεσείοντες.
Συνεπώς, εφόσον οι εν λόγω αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία αυτών (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ).
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1045, 1051 και 974 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για τη κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις του νομέα, να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, νομή δε συνιστούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επάνω στο ακίνητο που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει δικό του το ακίνητο, ως τέτοιες δε πράξεις μεταξύ άλλων θεωρούνται η καλλιέργεια, η χρήση του ακινήτου, η παραχώρησή του σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχηση, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων κ.α. Εξάλλου, από τις διατάξεις των Ν. 3 Πανδ. (43.7), Ν. 2 παρ. 8 Πανδ. (39.3), Ν. 28 Πανδ (22.3), που έχουν, κατ' άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, εφαρμογή και μετά την ισχύ του ΑΚ, ως ιδιωτική οδός, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και η κοινοτική - αγροτική οδός, χαρακτηρίζεται και εκείνη, η οποία έχει τεθεί στην κοινή χρήση των κατοίκων της κοινότητας από αμνημονεύτων ετών, δηλαδή για τόσο χρονικό διάστημα, ώστε η κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) ζώσα γενεά και εκείνη που προηγήθηκε από αυτή, ήτοι δύο γενεές (συνολικά 80 έτη), να μην έχουν σαφή ανάμνηση του χρόνου, κατά τον οποίο άρχισε η κοινή χρήση. Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 να επιδέχεται αυτή (απόφαση) μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη περί αναγνωριστικής κυριότητας δύο εδαφικών λωρίδων αγωγή του αναιρεσίβλητου και τον αρνητικό, της αγωγής αυτής ισχυρισμό των εναγομένων περί κοινοχρησίας των εδαφικών αυτών λωρίδων ως δημοτικών οδών, λόγω της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας: «Ο ενάγων είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 15.100,15 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Αδάμαντα Μήλου και ήδη του Δήμου Μήλου και περιήλθε σ' αυτόν ύστερα από αγορά από την Α. χήρα Ι. Μ. με το υπ' αριθμ. 2/23-6-1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μήλου Ιωάννη Νοστράκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου. Στην πιο πάνω δικαιοπάροχό του το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει κατά μεν ποσοστό 96/120 εξ αδιαιρέτου με αγορά από τους Ε. Π. και Α. Π. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../22-5-1957 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μαρινάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου, κατά δε το υπόλοιπο (24/120) από κληρονομιά του συζύγου της Ι. Μ., που πέθανε στις 20-10-1938 χωρίς να αφήσει διαθήκη, κληρονομία στην οποία αυτή υπεισήλθε με ανάμειξή της σ' αυτήν. Το παραπάνω ακίνητο λοιπόν στις πλευρές του, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, και συγκεκριμένα στη βόρεια πλευρά του συνορεύει κατά ένα τμήμα με την ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Β. και κατά το υπόλοιπο με τη συνιδιοκτησία υιών Ν. Μ., στη βορειοδυτική με την ιδιοκτησία Ν. και τέλος στην ανατολική κατά ένα τμήμα με την ιδιοκτησία Μ. Β. και κατά το υπόλοιπο με την ιδιοκτησία Π. - Ε. Α.. Επίδικες στην προκείμενη δίκη είναι οι δύο εδαφικές λωρίδες που παρεμβάλλονται μεταξύ των προαναφερόμενων πλευρών της ιδιοκτησίας του ενάγοντος και των ιδιοκτησιών που επίσης αναφέρονται παραπάνω και ανήκουν στους πιο πάνω εναγομένους. Οι επίδικες εδαφικές λωρίδες απεικονίζονται στο συνημμένο στην αγωγή από Οκτωβρίου 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Ε. Ζ. η μία με το στοιχείο Α και περιμετρικά με τα στοιχεία Δ1-Δ2-Π25-Δ3-Π27-Π28-Π29-Π30-Π32-Δ4-Δ5-Δ6-Δ7-Δ8-Δ1 και η άλλη με το στοιχείο Β και περιμετρικά με τα στοιχεία Π16-Π17-Π18-Π19-Π20-Δ1-Δ8-Δ9-Δ10-Δ11-Δ12-Π16. Από αυτές η μεν πρώτη, πλάτους 4 μ. περίπου και εμβαδού 356 τ.μ., αρχίζει από την επαρχιακή οδό Αδάμαντα - Πολλωνίων, εκτείνεται βόρεια του ακινήτου του ενάγοντος σε μήκος 88,50 μέτρων και καταλήγει στο νοτιοανατολικό άκρο της ιδιοκτησίας Ν., η δε δεύτερη, με κυμαινόμενο πλάτος από 5,62 μ. έως 4 μ. και εμβαδόν 384 τ.μ., αρχίζει από το τμήμα Δ8-Δ1 της πρώτης και με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, εκτείνεται δυτικά του ακινήτου του ενάγοντος σε μήκος 94,36 μ. και καταλήγει στο νοτιοδυτικό άκρο του ακινήτου του δευτέρου από τους εναγομένους.
Η ένδικη διαφορά ανέκυψε εξαιτίας του γεγονότος ότι, όταν ο ενάγων επιχείρησε να περιφράξει το πιο πάνω ακίνητό του, ενσωμάτωσε σ' αυτό και τις επίδικες εδαφικές λωρίδες, αποκόπτοντας έτσι την πρόσβαση των εναγομένων στις ιδιοκτησίες τους που βρίσκονται στην περιοχή. Οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτη των εναγομένων, καθώς και τρίτοι, που δεν συμμετέχουν στην παρούσα δίκη, αντιδρώντας στην παραπάνω ενέργεια του ενάγοντος, υπέβαλαν το από 25-2-1998 υπόμνημά τους στην τότε Κοινότητα Αδάμαντα Μήλου και ισχυριζόμενοι ότι η εδαφική λωρίδα, η οποία διέρχεται μεταξύ των ιδιοκτησιών Ν. Β. (ενάγοντος) και Β., αποτελεί κοινόχρηστο αγροτικό δρόμο, ζήτησαν από την Κοινότητα να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες, ώστε η προαναφερόμενη οδός να παραμείνει κοινόχρηστη. Παρόμοιες καταγγελίες έγιναν από τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες και προς το Επαρχείο Μήλου, το οποίο με το υπ' αριθμ. 18/21-1-1998 έγγραφό του, που απευθυνόταν στην Κοινότητα Αδάμαντα, ζήτησε απ' αυτήν να τις ερευνήσει. Η Κοινότητα Αδάμαντα προέβη πράγματι σε σχετική αυτοψία και διαπίστωσε την ενσωμάτωση αγροτικών δρόμων από τον ενάγοντα στην ιδιοκτησία του. Για το λόγο αυτό, απευθυνόμενη στο Πολεοδομικό Γραφείο Μήλου (βλ. υπ' αριθμ. 280/4-3-1998 έγγραφό της), ζήτησε τη διακοπή των εργασιών περιτοιχίσεως της ιδιοκτησίας του ενάγοντος που γίνονταν βάσει της υπ' αριθμ. .../1997 οικοδομικής άδειας, οι οποίες και διακόπηκαν. Έτσι οι εναγόμενοι διέρχονται έκτοτε ανενόχλητοι από τις επίδικες εδαφικές λωρίδες ισχυριζόμενοι ότι αυτές αποτελούν κοινόχρηστους αγροτικούς δρόμους. Από τα προαναφερόμενα, όμως, αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε κάτι τέτοιο. Ειδικότερα, ναι μεν αποδείχθηκε ότι κατά τη δεκαετία του 1970 άρχισε να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τους προς βορρά όμορους ιδιοκτήτες του ακινήτου του ενάγοντος μία εδαφική λωρίδα, πλάτους 2 μ. περίπου, που ταυτίζεται κατά βάση ως προς τη θέση και την κατεύθυνση με την πρώτη από τις επίδικες, η χρήση όμως αυτή δεν αρκεί να της προσδώσει την ιδιότητα του κοινοχρήστου με βάση την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 παρ. 2 Πανδ. 43.7), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Και τούτο διότι ο εν λόγω θεσμός προϋποθέτει ότι από τις επίδικες εδαφικές λωρίδες περνούσαν ελεύθερα οι κατά καιρούς δημότες του Δήμου Μήλου για να επικοινωνήσουν με τις ιδιοκτησίες τους για συνεχόμενο χρονικό διάστημα τουλάχιστον 80 ετών, που πρέπει μάλιστα να έχει συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. (23-2-1946), ενόψει του ότι ο τελευταίος δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας και κατά συνέπεια η χρήση της λωρίδας αυτής κατά τα τελευταία έτη, έστω και από αόριστο αριθμό προσώπων, δεν αρκεί για να της προσδώσει το χαρακτήρα του κοινοχρήστου. Η προϋπόθεση αυτή πολύ περισσότερο δεν συντρέχει για τη δεύτερη επίδικη λωρίδα, που διανοίχτηκε τα τελευταία έτη, δεδομένου ότι για πρώτη φορά απεικονίζεται στις αεροφωτογραφίες του έτους 1998, ενώ είναι ανύπαρκτη στις αμέσως προηγούμενες του έτους 1983, όπως και σ' αυτές των ετών 1972 και 1960. Άλλωστε και η γνώση του μάρτυρα Ν. Τ., που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων, ανάγεται στα έτη 1982 - 1985 και συνεπώς σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αναχθεί στον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, δηλαδή δύο συνεχόμενες γενεές (80 έτη) πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι οι επίδικες εδαφικές λωρίδες εμπίπτουν στους τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τους τίτλους ιδιοκτησίας των κυρίων των γειτονικών ακινήτων ως όμορη ιδιοκτήτρια αναφέρεται η δικαιοπάροχος του ενάγοντος Α. Μ., πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν μεσολαβούσε δρόμος μεταξύ των ακινήτων αυτών (βλ. τα υπ' αριθμ. .../1942, .../1981, .../ 1979, .../1979, .../1980, .../1980, .../1990, .../1990, .../1988, .../1989 και .../1996 συμβόλαια των συμβολαιογράφων Μήλου Αγησιλάου Νοστράκη το πρώτο και Ιωάννη Νοστράκη τα υπόλοιπα). Από τα παραπάνω συμβόλαια τα δύο πρώτα αφορούν την ιδιοκτησία Ε. και Ν. Μ., τα επόμενα έξι την ιδιοκτησία Μ. Β., το επόμενο την ιδιοκτησία Ν. Β. και τα υπόλοιπα την ιδιοκτησία Ν.. Και ναι μεν είναι αληθές ότι στο υπ' αριθμ. .../22-5-1957 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μαρινάκη το ακίνητο του ενάγοντος περιγράφεται ως "αγρός ακαλλιέργητος, κοινώς απλάγιο, εκτάσεως μιας ζευγαριάς μετά συνεχομένης αμπέλου διαχωριζομένης δια ξηροτοίχου, εκτάσεως και ταύτης τριών εργατικών ημερομισθίων σκαφής ...". Δεδομένου δε ότι μια ζευγαριά αντιστοιχεί σε 3.500 τ.μ. περίπου και ένα ημερομίσθιο σκαφής σε 500 τ.μ. περίπου, θα έπρεπε η έκταση του ακινήτου να είναι περίπου 5.000 τ.μ. και όχι 15.100,15 τ.μ. Τούτο, όμως, είναι σύνηθες σε παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας όταν δηλώνεται έκταση ακαλλιέργητης ιδιοκτησίας "απλάγιο" δηλ. βοσκότοπος με ζευγαριές, να έχουμε διαφορά με την πραγματική έκταση, μερικές φορές και δεκαπλάσια, πιθανόν επειδή ποτέ δεν είχε καλλιεργηθεί και δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν την έκτασή της ή επειδή ως μη καλλιεργήσιμη και άρα μη προσοδοφόρα και οικονομικά ενδιαφέρουσα έκταση προσδιοριζόταν τυχαία ή κατά προσέγγιση. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι το όλο ακίνητο συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων εδαφικών λωρίδων νέμονταν οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος. Συγκεκριμένα, η παραπάνω Α. Μ. από κοινού με τους συγκληρονόμους της, απώτερος δικαιοπάροχος των οποίων ήταν ο Ε. Μ., ο οποίος πέθανε το έτος 1912 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο και τα τέκνα του, ανέθεταν σε τρίτους την καλλιέργεια της αμπέλου που υπήρχε σ' αυτό και τη σπορά με ζωοτροφές του υπόλοιπου τμήματος για να βόσκουν τα ζώα. Ακολούθως από το έτος 1945 περίπου και μετά, όταν πλέον είχαν αποβιώσει η σύζυγος και τα τέκνα του απώτερου δικαιοπαρόχου Ε. Μ., μεταξύ των οποίων και ο σύζυγος της Α. Μ., Ι., η τελευταία είχε τη διοίκηση του όλου ακινήτου και για λογαριασμό των δύο άλλων εναπομεινάντων συγκυρίων της Α. Π. και Ε. Π., μοναδικών εγγονών του παραπάνω απώτερου δικαιοπαρόχου. Από το παραπάνω έτος περίπου η Α. Μ. πωλούσε το χώμα του επιδίκου με το οποίο "χωμάτιζαν" τις στέγες των σπιτιών, καθόσον είχε παρόμοιες ιδιότητες με το ορυκτό μπετονίτης και χρησίμευε για να προστατεύει τα σπίτια από την υγρασία. Στη συνέχεια από το 1980 έως το 1989 και όταν ήδη από του έτους 1957 η παραπάνω είχε γίνει αποκλειστική κυρία του μείζονος ακινήτου, αγοράζοντας, όπως σημειώθηκε, τις ιδανικές μερίδες των συγκυρίων της σ' αυτό, η αδελφή της Σ. Σ. εκμίσθωνε για λογαριασμό της το επίδικο στην εταιρεία "ΥΙΟΙ Ρ. Ο.Ε.", προκειμένου η τελευταία να εναποθέτει σ' αυτό μπετονίτη (βλ. σχετ. τα από 12-6-1980, 1-7-1981 και 12-6-1984 ιδιωτικά συμφωνητικά και τα εντάλματα πληρωμής μέσω της Εμπορικής Τράπεζας). Κατά τη διάρκεια μάλιστα της εν λόγω μισθώσεως η υπό το στοιχείο Α επίδικη δίοδος διαμορφώθηκε στο πλάτος που έχει σήμερα, διότι χρησιμοποιείτο για τη διέλευση των φορτηγών αυτοκινήτων της μισθώτριας εταιρείας και την πρόσβασή τους στο ακίνητο ιδιοκτησίας Ν., που είχε και αυτό εκμισθωθεί στην ίδια εταιρεία. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι από την υπ' αριθμ. πρωτ. 2328/2-10-1996 αίτηση του ενάγοντος προς την Κοινότητα Αδάμαντα για διάνοιξη της εν μέρει υπάρχουσας αγροτικής οδού μέχρι την ιδιοκτησία του δευτέρου από τους εναγομένους δεν συνάγεται ότι πρόκειται για κάποια από τις επίδικες εδαφικές λωρίδες, δεδομένου ότι με βάση τις με όμοιο περιεχόμενο αιτήσεις των Ε. Τ. (ογδόου των εναγομένων), Ε. Β., Γ. Γ. και Μ. Τ., που έχουν ιδιοκτησίες στην ίδια περιοχή, και οι οποίες υποβλήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο με την αίτηση του ενάγοντος (Αύγουστος 1996), πρόκειται για τον αγροτικό δρόμο που αρχίζει από την οικία Ν. Ξ. και κατευθύνεται προς βορρά. Εξάλλου θα ήταν αντίθετο στους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας να ζητείται από τον ενάγοντα η διαπλάτυνση δρόμου σε βάρος του ακινήτου του, δεδομένου ότι αυτό εξυπηρετείται πλήρως μέσω της επαρχιακής οδού Αδάμαντα - Πολλωνίων, με την οποία εφάπτεται στην ανατολική του πλευρά σε μήκος εκατό και πλέον μέτρων. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται άλλωστε ούτε από τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο πραγματογνώμονας πολιτικός μηχανικός Μ. Σ., ότι δηλαδή "οι επίδικες εδαφικές λωρίδες αποτελούν αγροτικούς δρόμους, όπως αυτοί νοούνταν από αμνημονεύτων χρόνων και με τη σημερινή τους μορφή και έκταση τα τελευταία 30-40 χρόνια". Και τούτο διότι, πέραν του ότι δεν εξηγεί πώς αντιλαμβάνεται την έννοια "από αμνημονεύτων χρόνων", το περιεχόμενο της οποίας είναι μόνο αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω, ενώ δέχεται ότι στους παλαιότερους τίτλους των όμορων του ενάγοντος ιδιοκτητών, που ο πιο παλιός από αυτούς ανάγεται στο έτος 1942, δεν αναφέρεται ως μεταξύ τους όριο δρόμος, οδηγείται αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι όπου στους νεότερους τίτλους (που ανάγονται στα έτη 1979 και εφεξής) αναγράφεται ως όριο δρόμος θα υπήρχε και στους παλαιότερους, από τους οποίους, σύμφωνα πάντα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, συνηθιζόταν να παραλείπεται η αναφορά των παρεμβαλλόμενων δρόμων ή στη θέση τους να αναγράφεται η ένδειξη άγνωστος. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων έγινε κύριος των επίδικων εδαφικών λωρίδων με παράγωγο τρόπο (αγορά από την αληθινή κυρία Α. Μ. και μεταγραφή της οικείας συμβολαιογραφικής πράξεως). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων έγινε κύριος των πιο πάνω εδαφικών λωρίδων με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού από το έτος 1912 και εφεξής αρχικά οι κατονομαζόμενοι πιο πάνω δικαιοπάροχοί του και στη συνέχεια ο ίδιος νέμονται με καλή πίστη και με βάση τους νόμιμους τίτλους, που αναφέρονται πιο πάνω, το όλο ακίνητο, ασκώντας σ' αυτό τις περιγραφόμενες πιο πάνω πράξεις νομής>>. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο της κυριότητας των επιδίκων εδαφικών λωρίδων, ως τμημάτων μεγαλυτέρου ακινήτου, που είχε αποκτήσει με παράγωγο τρόπο (αγοραπωλησία), αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) ως νεμηθείς ο ίδιος και οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί του, η χρησικτησία των οποίων προσμετράται στη δική του, τις επίδικες εδαφικές λωρίδες με τα οικεία νόμιμα προσόντα από το 1912 και επέκεινα και ότι η κυριότητα αυτή δεν επηρεάστηκε από το ότι η μία από τις εδαφικές αυτές λωρίδες εχρησιμοποιείτο ως αγροτικός δρόμος από το 1970 και η δεύτερη κατά τα τελευταία πριν, από την άσκηση της αγωγής (1999) έτη, καθόσον το πρώτον αυτή εμφαίνεται στις αεροφωτογραφίες του 1998, αφού η χρήση αυτή έστω και από αόριστο αριθμό προσώπων δεν μπορεί να προσδώσει την ιδιότητα της κοινοχρησίας λόγω της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, η οποία απαιτεί κοινή χρήση για 80 χρόνια πριν από την ισχύ του Αστικού Κώδικα (23.2.1946). Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο των παραπάνω μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Είναι συνεπώς αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών. Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο και υπό την επίκληση της έλλειψης νόμιμης βάσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση: α) ότι το αποδεικτικό της πόρισμα έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα της εκθέσεως πραγ/νης και της εκθέσεως φωτοερμηνείας, β) ότι η παραδοχή ότι ο ενάγων έχει στην κυριότητά του έκταση επιφανείας 15.100 τ.μ. μολονότι ο τίτλος του δικαιολογεί την απόκτηση μόνο 5.000 τ.μ. με την αιτιολογία ότι είναι σύνηθες στους παλαιούς τίτλους ιδιοκτησίας όταν δηλώνεται έκταση ακαλλιέργητης ιδιοκτησίας "απλάγιο" να έχουμε έως και δεκαπλάσια διαφορά με την πραγματική είναι αυθαίρετη και γ) ότι δεν εξηγεί, αναφερόμενη στις πράξεις νομής του ενάγοντα - αναιρεσίβλητου και των δικαιοπαρόχων του, που εξικνούνται μέχρι το 1912, γιατί ενώ αρχικά αναφέρεται σε ακαλλιέργητη έκταση, στη συνέχεια αναφέρεται σε καλλιεργημένο τμήμα του ακινήτου, χωρίς να προσδιορίζει που ήταν η άμπελος ή το ακαλλιέργητο τμήμα που έσπερναν για ζωοτροφή, ενώ καταλήγει αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι η έκταση που ανήκει στη δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου ήταν 15.100 τ.μ. Οι αιτιάσεις αυτές, υπό το εκτιθέμενο περιεχόμενό τους, είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, σε μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη της εκθέσεως πραγ/νης και των μαρτυρικών καταθέσεων και στη μη επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, και συνακόλουθα πλήττουν την μη υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του εγγράφου, όταν από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) η κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων -εναγομένων και δη της 90χρονης Τ. Α. και του Ν. Τ., καθώς και την από Φεβρουαρίου του 2009 "Έκθεση Φωτοερμηνευτικής Έρευνας" του αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Χ. Ι., από τα οποία αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, τόσο ως προς τη χρονική διάρκεια της χρήσεως του ενός επίδικου δρόμου, που είναι μεγαλύτερη των 80 ετών πριν από την ισχύ του Αστικού Κώδικα, όσο και ως προς την απεικόνιση στις α/φ του δεύτερου δρόμου, που εμφαίνεται και σε εκείνες των ετών 1983, 1972 και 1960, πέραν των όσων έχουν γίνει δεκτά για την απεικόνισή του στην α/φ του 1998. Ο λόγος αυτός, από το προεκτεθέν περιεχόμενό του είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του αφορούν, στο ότι το δικαστήριο δεν συνήγαγε από τα επίμαχα αποδεικτικά μέσα, το κατά την άποψη των αναιρεσειόντων αποδεικτικό πόρισμα και συνακόλουθα πλήττει την, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος της δεύτερης αιτίασης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την ίδια διάταξη αιτίαση, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του κατά τον σχηματισμό του πορίσματός του ως προς τη μορφή των επιδίκων εδαφικών λωρίδων, τα υπ' αριθμ. .../21.7.1988 και .../5.2.2.1979 συμβόλαια γονικής παροχής και πωλήσεως αντίστοιχα του συμβολαιογράφου Μήλου Ιωάννη Νοστράκη, καθώς και το υπ' αριθμ. .../18.7.1996 συμβόλαιο της συμβ/φου Μήλου Σεβαστής Κυράνη. Ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του, είναι απαράδεκτος γιατί δεν έχει γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδεικτικών αυτών μέσων και ειδικότερα όσον αφορά το υπ' αριθμ. .../18.7.1996 συμβόλαιο δεν έχει γίνει καμιά επίκλησή του στο Εφετείο, ενώ όσον αφορά τα δύο άλλα συμβόλαια δεν έχει γίνει νόμιμη, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, επίκλησή τους (στο Εφετείο) με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των πρωτοδίκων προτάσεων, οι οποίες είχαν συρραφεί στις προτάσεις του Εφετείου, πράγμα το οποίο δεν καλύπτει τις απαιτήσεις του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 του ΚΠολΔ για σαφή και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 23/2008, ΟλΑΠ 14-15-16/2005, ΟλΑΠ 9/2000). Ενόψει τούτων οι παραπάνω λόγοι (πρώτος και τέταρτος - 2η αιτίαση - 2ο σκέλος) πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
Επειδή κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔικ είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α)για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και χρόνος πρότασης ή επαναφοράς του στο Εφετείο. Εξάλλου η κατά το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος ως αφορώσα στην προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων είναι στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού (ΟλΑΠ 1520/2010), δεν πληροί το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 562 παρ. 2γ ΚΠολΔικ, ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα. Περαιτέρω η ένσταση αυτή αποτελεί "πράγμα" κατά την έννοια της διατάξεως του αρ. 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και η μη εξέτασή της ιδρύει τον από την εν λόγω διάταξη αναιρετικό λόγο, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής της (ΟλΑΠ 2/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με αιτιάσεις από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και όχι από την επικαλουμένη διάταξη του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε αυτεπάγγελτα υπόψη την από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος "καθόσον οι επίδικοι δρόμοι δεν υπήρχαν μεν στην ίδια κατεύθυνση και στην ίδια θέση από αμνημονεύτων ετών, πλην όμως οι επίδικοι αυτοί χώροι είχαν αφεθεί για να χρησιμεύσουν ως κοινοτικοί δρόμοι μακροχρόνια με την ανοχή ή πολύ περισσότερο με τη επιθυμία του αναιρεσίβλητου, με αποτέλεσμα να καταστούν κοινόχρηστοι και το ασκούμενο δικαίωμα που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί και που συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τους αναιρεσείοντες να ενέχει κατάχρηση". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, ούτε από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) ότι είχε γίνει νόμιμη επίκληση της επίμαχης ενστάσεως και των περιστατικών που την στηρίζουν στα δικαστήρια της ουσίας (υποβολή στο πρωτοβάθμιο και νόμιμη επαναφορά της στο δευτεροβάθμιο - ΟλΑΠ 14-15-16/2005) και δεν συντρέχει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, καμμιά, από τις προβλεπόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔικ εξαιρετική περίπτωση. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τρίτος) πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στη ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια ότι το Εφετείο α) "δεν απέδωσε στην από 2.10.1996 αίτηση του αναιρεσίβλητου προς την τότε Κοινότητα Αδάμαντα, τη νομική αξία και τη σημασία που της άρμοζε, αλλά αντίθετα της απέδωσε αυθαίρετα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που πραγματικά είχε" θεωρώντας ότι η αίτηση αυτή αφορούσε διαφορετικό δρόμο από τους επίδικους, ενώ από το συνδυασμό της αιτήσεως με τις αιτήσεις που έχουν υποβάλει άλλοι, κατονομαζόμενοι στην απόφαση ιδιοκτήτες και με την έκθεση της φωτοερμηνευτικής έρευνας του Χ. Ι., προκύπτει ότι αυτή (αίτηση) αφορά τους επίδικους δρόμους, β) ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των υπ' αριθμ. .../1942, .../1981, .../1979, .../1979, .../ 1980, .../1980, .../1990, .../1990, .../1988, .../1989 και 2960/1996 συμβολαίων των συμβ/φων Μήλου Αναστασίου Νοστράκη το πρώτο και Ιωάννη Νοστράκη τα υπόλοιπα, που αφορούν σε τίτλους ιδιοκτησίας των ομόρων με τα επίδικα ακινήτων, με το να δεχθεί ότι εφόσον στα συμβόλαια αυτά φέρεται ως όμορη ιδιοκτήτρια η άμεση δικαιοπάροχος του αναιρεσίβλητου Α. Μ., συνάγεται ότι οι επίδικες εδαφικές λωρίδες δεν είχαν την μορφή δρόμου, καθόσον στην περίπτωση αυτή ως όριο θα αναφερόταν ο δρόμος. Ο λόγος αυτός αφορά σε εκτιμητικά και όχι σε διαγνωστικά λάθη και είναι απαράδεκτος και κατά τις δύο αιτιάσεις του και δη κατά την πρώτη γιατί αυτή αφορά στην αξιολόγηση της επίμαχης αιτήσεως και στο συμπέρασμα που προέκυψε από τη συνεκτίμησή της με τα λοιπά κατονομαζόμενα αποδεικτικά μέσα και κατά τη δεύτερη γιατί αφορά στην εκτίμηση του περιεχομένου των συμβολαίων και του εξαχθέντος από την εκτίμηση αυτή συμπεράσματος. Προσέτι οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και γιατί το δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, συνεκτίμησε τα έγγραφα αυτά από κοινού με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σ' αυτά. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8.4.2011 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 274/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή