Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση, Έγκλημα ημεδαπού στην αλλοδαπή.
Περίληψη:
Απόπειρα κακουργηματικής απάτης από ημεδαπή στην αλλοδαπή σε βάρος Έλληνα υπηκόου. Απόρριψη αιτήσεως αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Συμπληρωματική αναφορά βουλεύματος σε Εισαγγελική πρόταση. Ορθή απόρριψη αιτήματος κατηγορουμένης για περαιτέρω ανάκριση με ειδική αιτιολογία.
Αριθμός 765/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 κατοίκου ..... Η.Π.Α., περί αναιρέσεως του με αριθμό 1.932/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2.094/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 348/30.6.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 293/ 3-12-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 ...., κατοίκου ..... Η.Π.Α., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της από τον δικηγόρο Αθηνών Παντελή Ησαϊόγλου, δυνάμει της από 28-11-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά της υπ'αριθμ.1932/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα :
1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 286/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της πράξεως της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, από την οποία το περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και η περιουσιακή βλάβη που απειλήθηκε υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος η παραπεμφθείσα αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ήσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ' αριθ. 1932/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Εναντίον του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με την κρινομένη αίτησή της, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στον διορισθέντα αντίκλητο της αναιρεσείουσας, κατοίκου εξωτερικού, δικηγόρο Αθηνών Παντελή Ησαίογλου την 24-11-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 3η Δεκεμβρίου 2007, δηλαδή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ., ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ' αριθμ. 293/3-12-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, διότι παραπέμπει την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακούργημα.Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σα πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται : α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, υπό την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (ΑΠ 961/2006). Με την έννοια αυτή περιουσιακή βλάβη θεωρείται τόσο η οριστική απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου, όσο και ο συγκεκριμένος κίνδυνος της οριστικής απώλειας αυτού. Η απειλή μειώσεως της περιουσίας είναι ενεστώσα ζημία, που συνίσταται σε πραγματική μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της περιουσίας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν απαιτείται ταύτιση του απατημένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εντεύθεν έπεται ότι η απάτη δύναται να διαπραχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου, με την παραπλάνηση του δικαστή στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, όταν υποβάλλονται ψευδείς ισχυρισμοί, που υποστηρίζονται με επίκληση και προσαγωγή εν γνώσει πλαστών αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και γνησίων, πλην όμως ανακριβών κατά το περιεχόμενό τους. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή νοθευμένων αποδεικτικών στοιχείων παραπλανάται το δικαστήριο και προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ όταν το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς ή δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, τότε υφίσταται απόπειρα απάτης (ΑΠ 305/2007).Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Π.Κ. οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέσθηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι χάριν της μεταξύ των κρατών αλληλεγγύης, η οποία αποσκοπεί στην τιμωρία του υπαιτίου και προς αποφυγή της ανεπίτρεπτης ατιμωρησίας, με άμεσο στόχο την ομαλή κοινωνική συμβίωση, προβλέπεται η εφαρμογή του ελληνικού ποινικού νόμου κατά την εκδίκαση ποινικού αδικήματος, τελεσθέντος στην αλλοδαπή από ημεδαπό, υπό τον όρο ότι το χαρακτηριζόμενο ως κακούργημα ή πλημμέλημα είναι αξιόποινο και κατά τους νόμους της χώρας, στο έδαφος της οποίας τελέσθηκε. Η πρόβλεψη αυτή συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, δεδομένου ότι κείται εκτός της αντικειμενικής αποστάσεως του αδικήματος του προβλεπομένου από τον ελληνικό ποινικό νόμο, δεν περιλαμβάνεται δε ούτε στον άδικο χαρακτήρα ή στον καταλογισμό, εντεύθεν δε θεωρείται ως εντασσόμενος στην έννοια των θετικών προϋποθέσεων του εγκλήματος και ανάγεται στην ενοχή του κατηγορουμένου, δεν ασκεί δε επιρροή ότι δεν προδιαγράφεται ως τμήμα της σχετικής διατάξεως, με την οποία προσδιορίζονται τα επί μέρους στοιχεία του συγκεκριμένου εγκλήματος, αλλά αντιθέτως εμπεριέχεται σε άλλη διάταξη, η οποία αφορά ρύθμιση γενική, σχετιζόμενη με τα τοπικά όρια της ισχύος των ποινικών νόμων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Η ιδιαιτερότητα δε του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου συνίσταται στο ότι, αν ελλείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου επιβάλλεται και ορίζεται στο νόμο, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και το επιλαμβανόμενο δικαστικό συμβούλιο οφείλει να αποφανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, ενώ το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο (ΑΠ 2353/2005, ΑΠ 1059/2001, ΑΠ 1695/1999, ΑΠ 285/1984). Εξάλλου όταν η πράξη χαρακτηρίζεται ως κακούργημα κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, για να χωρήσει η ποινική δίωξη κατά ημεδαπού για την πράξη αυτή που τέλεσε στην αλλοδαπή, αρκεί αυτή (πράξη) να χαρακτηρίζεται ως αξιόποινη από τον αλλοδαπό ποινικό νόμο, χωρίς να ενδιαφέρουν ούτε ο χαρακτηρισμός της ως κακούργημα από τον αλλοδαπό ποινικό νόμο, ούτε η απειλούμενη ποινή. 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίροντα ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005, ΑΠ 114/2004). Περαιτέρω η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου και καθολικά, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφόσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και η τυπολατρική επανάληψη των ιδίων περιστατικών, θα ήταν άσκοπη και περιττή. Το ίδιο ισχύει και όταν το βούλευμα αναφέρεται στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος και της ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελικής προτάσεως. Όταν όμως το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται, μετά από έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, δεν έχει τη δυνατότητα, χωρίς δικές του σκέψεις, να αναφερθεί εξ ολοκλήρου και καθολικά στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος και της ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελικής προτάσεως, γιατί έτσι εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του λειτουργία και απεμπολείται η δευτεροβάθμια κρίση, η οποία έχει ανάγκη ιδιαίτερης αιτιολογίας, απαραίτητης για την απάντηση στα παράπονα και τους ισχυρισμούς του εκκαλούντα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως. Στην περίπτωση αυτή καθολικής αναφοράς του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος ή της ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελικής προτάσεως, το βούλευμα (του Συμβουλίου Εφετών) στερείται της επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Έχει, όμως, το Συμβούλιο Εφετών τη δυνατότητα, εφόσον το βούλευμά του έχει δικές του σκέψεις ή αναφέρεται στις σκέψεις της ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελικής προτάσεως, να παραπέμψει (το βούλευμα ή η εισαγγελική πρόταση), συμπληρωματικά μόνο, στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος, καθώς και της ενσωματωμένης σ' εκείνο εισαγγελικής προτάσεως (ΑΠ 1335/2005).Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτόν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής, συμπληρωματικά, στο πρωτόδικο υπ' αριθμ. 286/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και ειδικότερα "από τη μήνυση, σε συνδυασμό και με την κατάθεση της μάρτυρα ....., καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με μήνυση (ΑΒΜ Β-2003/4506) που κατέθεσε την 7-11-2003 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ο Ψ1, καταγγέλλει ότι: Η κατηγορούμενη Χ1, η οποία σημειωτέον τυγχάνει αδελφή του, στις 5-5-2001 κατήγγειλε στην Αστυνομία του .....των Η.Π.Α.) και ειδικότερα στη Μονάδα Απάτης Ακίνητης Περιουσίας, η οποία υπάγεται στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος, ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή της σε μια πράξη δωρεάς, δια της οποίας μεταβιβάστηκε ακίνητο στο όνομά του (μηνυτή) κατονομάζοντας αυτόν (δηλαδή το μηνυτή) ως υπαίτιο για τη συγκεκριμένη πλαστογραφία. Η ανωτέρω καταγγελία έγινε δολίως από τη μηνυομένη σε Αρχή, η οποία έχει τη δυνατότητα συλλήψεως ή και φυλακίσεως, με απώτερο σκοπό να υποστεί (ο μηνυτής) μια άδικη δίωξη και η ίδια να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος. Της καταγγελίας αυτής, η οποία τελικώς αποδείχθηκε ψευδής, έλαβε γνώση ο μηνυτής την 10-10-2003 και η έγκληση κατατέθηκε την 7-11-2003, δηλαδή εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 6§3 σε συνδυασμό με 117§1 Π.Κ. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη υπέβαλε ενώπιον του Ανωτέρω Δικαστηρίου της Πολιτείας της Καλιφόρνια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στις 5 Ιουνίου 2001 αγωγή κατά του ήδη μηνυτή με την οποία υποστηρίζει ότι, αυτός ιδιοποιήθηκε μια κατοικία της στο .... των Η.Π.Α., χρησιμοποιώντας ένα δωρητήριο συμβόλαιο (Grant Deed) που έφερε την υπογραφή της, η οποία υπογραφή της είχε πλαστογραφηθεί είτε από αυτόν (δηλαδή τον μηνυτή), είτε κατόπιν δικών του ενεργειών και κατά συνέπεια, η παραπάνω οικία έπρεπε να επιστραφεί σ' αυτήν, δηλαδή στην ήδη κατηγορουμένη. Μεταξύ άλλων, η κατηγορουμένη ζητούσε να ακυρωθεί η συγκεκριμένη μεταβίβαση, να της αποδοθούν τα μισθώματα που έλαβε ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα που είχε ακολουθήσει τη μεταβίβαση του ακινήτου σ' αυτόν, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα το δικό της περιουσιακό όφελος, ύψους περίπου δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, με αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντος (βλ. την ανωτέρω μήνυση στην Αγγλική και σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική). Με την με αριθμό 100952-4/4 απόφασή του το ανωτέρω Δικαστήριο έκρινε ότι, η αμφισβητούμενη πράξη δωρεάς είναι αυθεντική και όχι προϊόν πλαστογραφίας, έγκυρη και ισχύουσα και ότι, δι' αυτής έχει μεταβιβασθεί κάθε δικαίωμα της εναγομένης επί της εν λόγω ιδιοκτησίας στον εναγόμενο και η ίδια (κατηγορουμένη) ουδεμία αποζημίωση (η νομική αποκατάσταση) δικαιούται λόγω της υποβληθείσας αγωγής, ενώ την καταδίκασε και στην καταβολή των δικαστικών εξόδων.Η εκκαλούσα κατηγορουμένη υποστηρίζει (στην κρινόμενη έφεσή της) ότι, δεν εκτιμήθηκαν ορθώς, κατά τη διαδικασία στο πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, για πράξη που δεν τέλεσε. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι : α) είναι πολίτης και μόνιμος κάτοικος των Η.Π.Α. και δεν πρέπει να εφαρμοστούν οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι, ούτε να επιληφθούν της υποθέσεως τα Ελληνικά ποινικά δικαστήρια, β) είναι παντελώς αναιτιολόγητο καθώς δεν αναφέρει ποια πραγματικά περιστατικά προέκυψαν, εάν αυτά στοιχειοθετούν το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται και εάν αυτά στοιχειοθετούν το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται και εάν αυτό και με ποιες διατάξεις τιμωρείται στην αλλοδαπή, γ) δεν εξετάστηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατά πόσο η προβαλλόμενοι αγωγικοί ισχυρισμοί ήταν προφανώς αβάσιμοι ή αβάσιμοι, ώστε να είναι ικανοί εάν αποδεικνύονται να πείσουν τον δικαστή, δ) δεν διέπραξε την πράξη για την οποία κατηγορείται καθώς δεν παρέστησε ψευδή γεγονότα στον δικαστή, ε) ο προσδιορισμός του περιουσιακού οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας στο ποσό των 73.000 δραχμών έγινε χωρίς πλήρη αιτιολογία, αλλά και εσφαλμένως, με αποτέλεσμα η πράξη να μην αποτελεί κακούργημα, αλλά πλημμέλημα. Σχετικά με τους παραπάνω ισχυρισμούς της εκκαλούσας κατηγορουμένης θα πρέπει να λεχθεί ότι : 1) όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, ότι δηλαδή η ίδια η εκκαλούσα-κατηγορουμένη είναι πολίτης και μόνιμος κάτοικος των Η.Π.Α. και δεν πρέπει να εφαρμοστούν γι' αυτή οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι, ούτε να επιληφθούν της υποθέσεως τα Ελληνικά ποινικά δικαστήρια, η απάντηση είναι ότι : παράλληλα με την υπηκοότητα των Η.Π.Α., έχει και την Ελληνική ιθαγένεια, όπως σαφέστατα προκύπτει από τα υπομνήματα του μηνυτή, αλλά και από τα φωτοαντίγραφα του διαβατηρίου των Η.Π.Α. (που υπάρχουν στη δικογραφία), από τα οποία επίσης προκύπτει ότι, έχει γεννηθεί στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια έχει αποκτήσει την Ελληνική ιθαγένεια λόγω γεννήσεως και επομένως τυγχάνουν εφαρμογής επ' αυτής και οι Ελληνικοί νόμοι, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 6 Π.Κ. όπως ήδη ελέχθη στο νομικό μέρος παραπάνω. 2) όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, ότι δηλαδή δεν προέκυψε από ποια πραγματικά περιστατικά θεμελιώνεται το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται και εάν αυτό και με ποια διατάξεις τιμωρείται στην αλλοδαπή, η απάντηση είναι ότι : Α) Η τέλεση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για το οποίο παραπέμπεται να δικαστεί προκύπτει από το περιεχόμενο της παραπάνω αναφερόμενης με αριθμό 100952-4/4 απόφασης του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Πολιτείας της Καλιφόρνια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Β) Όσον αφορά την θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτή (αυτή η θεμελίωσή του) προκύπτει από το ότι : α) κατά ρητή κατάθεση της μάρτυρος ......, (συζύγου του μηνυτή), η κατηγορουμένη ενώπιόν της είχε παλαιότερα απευθύνει στον εγκαλούντα την απορία της, γιατί ενώ του έχει μεταβιβάσει από το έτος 1984 το εν λόγω ακίνητο, εξακολουθούν να της κοινοποιούνται ειδοποιήσεις για παραβάσεις σχετικές με αυτό, β) κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παραπάνω Αμερικανικού Δικαστηρίου, η κατηγορουμένη υπεστήριξε τον εν λόγω ψευδή ισχυρισμό της περί πλαστότητος της υπογραφής της, καταθέτουσα ενόρκως. Ειδικότερα η ίδια όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο το συγκεκριμένο ακίνητο δεν το ανέφερε μεταξύ των άλλων (ακινήτων) που έχει στην ιδιοκτησία της, απήντησε ότι αυτό το έκανε, γιατί ο αδελφός της (ήδη μηνυτής και τότε κατηγορούμενος για πλαστογραφία) της υπαγόρευε τι να γράψει και μάλιστα ένα μέρος από αυτά τα έγγραφα τα συμπλήρωσε ο ίδιος, γ) προκειμένου (η τότε μηνύτρια και τώρα κατηγορουμένη) να στοιχειοθετήσει την παρουσία του αδελφού της (τότε κατηγορουμένου) στην Ελλάδα κατά την περίοδο της υπογραφής της πράξεως της δωρεάς, παρουσίασε στο Δικαστήριο εισιτήριο της αεροπορικής εταιρίας TWA, που ανήκε στον πατέρα τους ......, καταθέτοντας ότι, αυτό το εισιτήριο αυτό ανήκε στον αδελφό της (βλέπε το από 1-3-2004 υπόμνημα μηνυτή). Γ) Όσον αφορά τον επιμέρους ισχυρισμό ότι, το εκκαλούμενο παραπεμπτικό γι' αυτή βούλευμα δεν αναφέρει εάν το έγκλημα για το οποίο παραπέμπεται να δικαστεί τιμωρείται στην αλλοδαπή και με ποιες διατάξεις, η απάντηση είναι ότι : Στο 4ο φύλλο του εκκαλουμένου με αριθμό 286/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ρητώς αναφέρεται ότι : "...η εν λόγω πράξη της, προβλέπεται και τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα της Πολιτείας της Καλιφόρνια των Η.Π.Α. και δη την παράγραφο 532 σε συνδυασμό με τις παραγράφους 486 και 663 έως 665". Πράγματι επιβεβαιώνεται ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) "....ο ποινικός κώδικας της Καλιφόρνια (χρονολογία εκδόσεως νομοθετικής πηγής στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου : 1999 (εφεξής ΠΚΚαλ) προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα της απάτης στην παράγραφο 532, που έχει σε μετάφραση ως εξής : Παράγραφος 532- (α) Όποιος εν γνώσει και σκοπίμως, μέσω ψευδών ή απατηλών μέσων ή παραστάσεων, αφαιρεί δι' εξαπατήσεως από άλλον χρήματα, εργασία ή περιουσία, ακίνητη ή κινητή, ή προκαλεί ή υποκινεί άλλους να παράσχουν ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την περιουσία του ή της ή τον εμπορικό χαρακτήρα [αυτών] και με τον τρόπο αυτό λαμβάνει πίστωση εξαπατώντας άλλα πρόσωπα και έτσι γίνεται δια εξαπατήσεως άλλα πρόσωπα και έτσι γίνεται δια εξαπατήσεως κύριος χρημάτων ή περιουσίας ή καρπώνεται την εργασία ή τις υπηρεσίες άλλου, τιμωρείται κατά τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ποινή όπως εκείνος που αποκτά χρήματα ή περιουσία δια κλοπής, (β)......Σύμφωνα με την παράγραφο 486 ΠΚΚαλ η κλοπή διακρίνεται σε μεγάλη και μικρή κλοπή. Η μεγάλη κλοπή (grand theft), με οικονομικό αντικείμενο που υπερβαίνει τα 400 δολάρια, τιμωρείται με φυλάκιση στις πολιτειακές φυλακές που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν πρόκειται για κλοπή όπλου που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω (παράγρ. 489 ΠΚΚαλ). Η μικρή κλοπή (petty theft) τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα 1.000 δολάρια ή με φυλάκιση στις κομητειακές φυλακές που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και με τις δύο αυτές ποινές. Ως προς την απόπειρα απάτης, αν δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη και τιμωρία σε σχέση με συγκεκριμένο έγκλημα, όπως εν προκειμένω για την απάτη, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 663 έως 665 ΠΚΚαλ, που αποτελούν γενικές διατάξεις περί απόπειρας. Σύμφωνα με την παράγραφο 664 (α), αν κάποιο έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση στις πολιτειακές φυλακές, η απόπειρά του τιμωρείται με το ήμισυ της ποινής που προβλέπεται για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος....." (βλ. το με αριθμ.πρωτ.726Π/3-3-2004β έγγραφο-απάντηση του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ). 3) Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό, ότι δηλαδή δεν εξετάστηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατά πόσο οι προβαλλόμενοι αγωγικοί ισχυρισμοί ήταν προφανώς αβάσιμοι ή βάσιμοι, ώστε να είναι ικανοί εάν αποδεικνύονται να πείσουν τον δικαστή, η απάντηση είναι ότι : Οι αστικής φύσεως αυτοί ισχυρισμοί του ουδόλως ενδιαφέρουν την κρινομένη ποινική υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση όμως έχουν εξεταστεί και έχουν κριθεί ως αβάσιμοι, όπως συνάγεται από την παραπάνω αναφερομένη με αριθμό 100952-4/4 απόφαση του Αμερικανικού Δικαστηρίου. 4) Όσον αφορά τον τέταρτο ισχυρισμό, ότι δηλαδή δεν διέπραξε την πράξη για την οποία κατηγορείται καθώς δεν παρέστησε ψευδή γεγονότα στον δικαστή, η απάντηση είναι ότι : Από την παραπάνω αναφερομένη με αριθμό 100952-4/4 απόφαση του Αμερικανικού Δικαστηρίου προκύπτει εντελώς το αντίθετο, από όσα τώρα υποστηρίζει. 5) Όσον αφορά τον πέμπτο ισχυρισμό, ότι δηλαδή ο προσδιορισμός του περιουσιακού οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας στο ποσό των 73.000 δραχμών έγινε χωρίς πλήρη αιτιολογία, αλλά και εσφαλμένως, με αποτέλεσμα η πράξη να μην αποτελεί κακούργημα, αλλά πλημμέλημα, η απάντηση είναι ότι : Στο 4ο φύλλο του εκκαλουμένου με αριθμό 286/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ρητώς αναφέρεται ότι ".....το όφελος, που προσδοκούσε η κατηγορουμένη να αποκομίσει από την εν λόγω αγωγή της ανερχόταν στο ποσόν των 2.000.000 ευρώ περίπου (αξία ακινήτου και μισθώματα πέραν των 25 ετών), ....". Το ύψος του ποσού αυτού επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της μήνυσης (βλέπ. 3η σελίδα αυτής), την αλήθεια του οποίου (περιεχομένου μήνυσης) επιβεβαίωσε ενόρκως ο μηνυτής κατά την κατάθεσή της μηνύσεώς του (βλέπ. την από 7-11-2003 ένορκη εξέταση μηνυτή, συνημμένη στη μήνυση). Κατά τα λοιπά δε πραγματικά περιστατικά αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του με αριθμό 286/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον η οποιαδήποτε παραπομπή σ' αυτά (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά ή τη νομική αξιολόγηση των λοιπών ισχυρισμών της κατηγορουμένης), θα κατέληγε αναπόφευκτα σε άσκοπη και ανεπίτρεπτη επανάληψη της λεπτομερέστατης αιτιολογίας του εκκαλουμένου Βουλεύματος. Από τα παραπάνω πραγματικά και νομικά περιστατικά σαφέστατα συνάγεται ότι οι υπάρχουσες ενδείξεις κατά της προσφεύγουσας-κατηγορουμένης είναι επαρκείς (εγγίζουν σχεδόν τα όρια της πλήρους βεβαιότητας, για το ότι τέλεσε την πράξη που της αποδίδεται) και επιβάλλουν την παραπομπή της στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο (άρθρο 111 συνδ. με 113 Κ.Π.Δ.) Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου το δικαστήριο να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Σημειωτέον δε ότι η πράξη αυτής της κατηγορουμένης, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω, θεμελιώνει τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, που το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 6 παρ. 1, 9 , 14, 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 42 παρ. 1, 386 παρ. 1 και 3 περ. β' Π.Κ., όπως το άρθρο 386 αντ. με άρθρα 1 παρ. 11 Ν. 2408/96 και 14 παρ. 4 ν. 2721/99 και παράγραφος 532 σε συνδυασμό με τις παραγράφους 486 και 663 έως 665 Π.Κ. Καλιφόρνια Η.Π.Α. σε συνδυασμό και με τα άρθρα 111 παρ. 1 και 123 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο με αριθμό 286/2007 βούλευμά του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές την παραπομπή της εκκαλούσας-κατηγορουμένης στο ακροατήριο, διότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον της, δεν έσφαλε, αλλά προέβη σε σωστή ερμηνεία του νόμου και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Επομένως η με αριθμό 99/5-3-2007 έφεση της κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ....., κατά του με αριθμό 286/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία και κατ' εφαρμογή του άρθρου 319 παρ. 3 Κ.Π.Δ. και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα. 5. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της απόπειρας απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1, 3, 14, 26, 27, 42 παρ. 1 και 386 παρ. 1, 3 Π.Κ., σε συνδυασμό με τις παραγράφους 532, 486, 663 και 665 του Ποινικού Κώδικα της Πολιτείας της Καλιφόρνιας Η.Π.Α., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα μνημονεύει κατά κατηγορίες τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για να σχηματίσει την παραπεμπτική για την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του να αναφέρει ποια παραδοχή προκύπτει από καθένα από αυτά χωριστά, αρκεί δε ότι τα έλαβε υπόψη του και τα αξιολόγησε στο σύνολό τους για να σχηματίσει την παραπάνω κρίση του. Στο βούλευμα εκτίθενται με σαφήνεια οι ψευδείς ισχυρισμοί, με τους οποίους η αναιρεσείουσα επιχείρησε να παραπλανήσει το Ανώτατο Δικαστήριο της Επαρχίας του Λος Άντζελες της Πολιτείας Καλιφόρνιας Η.Π.Α. και να επιτύχει έτσι την έκδοση ευνοϊκής γι' αυτήν αποφάσεως, ενώ εξ άλλου σαφώς και αιτιολογημένη είναι η παραδοχή του ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος, που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της, υπερέβαινε κατά πολύ τις 73.000 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 2.000.000 ευρώ και συνεπώς η πράξη της απόπειρας απάτης προσλαμβάνει τον χαρακτήρα του κακουργήματος. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών νομίμως και επιτρεπτώς αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία αναλύει τα νομικά και πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως με ιδιαίτερες σκέψεις, μόνο δε συμπληρωματικά αναφέρεται (η εισαγγελική πρόταση) στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, η συμπληρωματική δε αυτή (και όχι καθολική) αναφορά δεν δημιουργεί έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά την έννοια του άρθρου 484 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας προτάσεως. Τέλος, με πλήρη και σαφή αιτιολογία δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι για την πράξη της αναιρεσείουσας εφαρμόζονται οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του, αφενός μεν η αναιρεσείουσα έχει την ελληνική ιθαγένεια, αφετέρου δε η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της πολιτείας της Καλιφόρνιας Η.Π.Α., όπου φέρεται ότι τελέσθηκε.Οι λοιπές στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. 6. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων της 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, υπόκειται στη διακριτική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 1642/2006). Επομένως η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το υποβληθέν με το από 8-6-2007 υπόμνημά της αίτημα για αναβολή της επί της ουσίας κρίσεώς του και διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως μέχρι να εκδοθεί και επισυναφθεί τελεσίδικη απόφαση επί αγωγής της ενώπιον του εγκαλούντα Ψ1, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενόψει της, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών για την ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία τούτο έλαβε υπόψη και αξιολόγησε.7. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και εν όψει του ότι δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω:Α) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 293/3-12-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..... Η.Π.Α., κατά του υπ' αριθμ. 1932/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα,........
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Στέλιος Κ. Γκρόζος".
Αφού άκουσε
τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση κι έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ., "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Υπό την έννοια αυτή, το έγκλημα της απάτης συντελείται αντικειμενικώς και όταν ο δράστης προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς δημόσια αρχή, πείθοντας έτσι αυτήν να προβεί σε ενέργειες της δραστηριότητάς της, από τις οποίες ζημιώνεται άλλος. Επομένως, απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ'αυτόν ψευδής ισχυρισμός και υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, αλλά και γνησίως μεν, ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενό τους. Η απάτη επί Δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη σε βάρος του αντιδίκου του. Όταν όμως, παρά ταύτα, το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση υπέρ του αντιδίκου του ή δεν εκδίδει οριστική αλλά προδικαστική απόφαση πραγματώνεται το αδίκημα της απόπειρας απάτης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ΠΚ "Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται απ' αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι χάριν της μεταξύ των κρατών αλληλεγγύης, η οποία αποσκοπεί στην τιμωρία του υπαιτίου και προς αποφυγή της ανεπιτρέπτου ατιμωρησίας, με άμεσο στόχο την ομαλή κοινωνική συμβίωση, προβλέπεται η εφαρμογή του ελληνικού ποινικού νόμου κατά την εκδίκαση ποινικού αδικήματος, τελεσθέντος στην αλλοδαπή, από ημεδαπό, υπό τον όρο ότι το χαρακτηριζόμενο ως κακούργημα ή πλημμέλημα είναι αξιόποινο και κατά τους νόμους της χώρας στο έδαφος της οποίας τελέσθηκε. Η πρόβλεψη αυτή συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, δεδομένου ότι κείται εκτός της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος του προβλεπομένου από τον ελληνικό ποινικό νόμο, δεν περιλαμβάνεται δε ούτε στον άδικο χαρακτήρα ή στον καταλογισμό, εντεύθεν δε θεωρείται ως εντασσόμενος στην έννοια των θετικών προϋποθέσεων του εγκλήματος και ανάγεται στην ενοχή του κατηγορουμένου, δεν ασκεί δε επιρροή ότι δεν προδιαγράφεται ως τμήμα της σχετικής διατάξεως με την οποία προσδιορίζονται τα επί μέρους στοιχεία του συγκεκριμένου εγκλήματος, αλλά αντιθέτως εμπεριέχεται σε άλλη διάταξη, η οποία φορά τη ρύθμιση γενικά, σχετιζόμενη με τα τυπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Η ιδιαιτερότητα του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου συνίσταται στο ότι εν ελλείψει του στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου επιβάλλεται και ορίζεται στο νόμο, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και το επιλαμβανόμενο δικαστήριο οφείλει να κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο. Εξάλλου, όταν η πράξη χαρακτηρίζεται ως κακούργημα κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, όπως είναι το έγκλημα της απάτης αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 3 ΠΚ), για να χωρήσει η ποινική δίωξη κατά ημεδαπού για την πράξη αυτή που τέλεσε στην αλλοδαπή, αρκεί αυτή (πράξη) να χαρακτηρίζεται ως αξιόποινη από τον αλλοδαπό ποινικό νόμο, χωρίς να ενδιαφέρουν ούτε ο χαρακτηρισμός της ως κακούργημα από τον αλλοδαπό ποινικό νόμο ούτε η απειλούμενη γι' αυτήν ποινή. Ακόμη προκειμένου για παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν σ' αυτό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, οι αποδείξεις με τις οποίες το δικαστικό συμβούλιο κατέληξε στην κρίση ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας για την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη και παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται ακόμη και εξ ολοκλήρου και καθολικά στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής πρότασης, εφόσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και η τυπολατρική επανάληψη των ίδιων περιστατικών θα ήταν άσκοπη και περιττή. Το ίδιο ισχύει και όταν το βούλευμα αναφέρεται στις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος και της ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελικής πρότασης. Όταν όμως το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται μετά από έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, δεν έχει τη δυνατότητα, χωρίς δικές του σκέψεις, να αναφερθεί εξ ολοκλήρου και καθολικά, στις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος και της ενσωματωμένης σ'αυτό εισαγγελικής πρότασης, γιατί έτσι εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του λειτουργία και απεμπολείται η δευτεροβάθμια κρίση, η οποία έχει ανάγκη ιδιαίτερης αιτιολογίας, απαραίτητης για την απάντηση στα παράπονα και τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της καθολικής αναφοράς του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, στις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή της ενσωματωμένης σ'αυτό εισαγγελικής πρότασης, το βούλευμα (του Συμβουλίου Εφετών) στερείται της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Έχει όμως το Συμβούλιο Εφετών τη δυνατότητα, εφόσον το βούλευμά του έχει δικές του σκέψεις ή αναφέρεται στις σκέψεις της ενσωματωμένης σ'αυτό εισαγγελικής πρότασης να παραπέμψει (το βούλευμα ή η εισαγγελική πρόταση), συμπληρωματικά μόνο, στις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος, καθώς και της ενσωματωμένης σ'εκείνο εισαγγελικής πρότασης. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1.932/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής συμπληρωματικό, στο πρωτόδικο υπ' αριθμ. 286/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων, του εγκαλούντος, τα υπομνήματα αυτού, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με μήνυση (ΑΒΜ Β-2003/4506) που κατέθεσε την 7.11.2003 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ο Ψ1 καταγγέλλει ότι: Η κατηγορουμένη (ήδη αναιρεσείουσα) Χ1 κάτοικος ΗΠΑ, πλην όμως έχουσα την Ελληνική ιθαγένεια, την 5η Ιουνίου 2001 υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Επαρχίας Λος Άντζελες της Πολιτείας Καλλιφόρνια των ΗΠΑ, αγωγή σε βάρος του εγκαλούντος, Ψ1, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η μεταβίβαση προς τον εγκαλούντα αδελφό της ενός ακινήτου, ευρισκομένου στην πόλη ..... των ΗΠΑ , να της αποδοθεί αυτό και να αποκατασταθεί κάθε απορρέουσα από την αιτία αυτή ζημία της, κατά τα αναφερόμενα στην εν λόγω αγωγή, ισχυριζόμενη ότι, ο προαναφερθείς πλαστογράφησε την υπογραφή της στην από 11 Οκτωβρίου 1984 πράξη δωρεάς, με την οποία φερόταν να μεταβιβάζεται σ'αυτόν το ανωτέρω ακίνητο ιδιοκτησίας της. Με την υπ' αριθμ. 1000952-4/4 απόφασή του το ανωτέρω Δικαστήριο αποφάσισε ότι "...η αμφισβητούμενη πράξη δωρεάς είναι αυθεντική και όχι πλαστογραφία, έγκυρη και ισχύουσα και ότι δι' αυτής έχει μεταβιβασθεί κάθε δικαίωμα......της εναγούσης....επί της εν λόγω ιδιοκτησίας εις τον εναγόμενο....και η ενάγουσα....δεν δικαιούται ουδεμία αποζημίωση (ή νομική αποκατάσταση) λόγω της ανωτέρω αναφερομένης αιτιάσεως (ή αγωγής). Κατά δε τη μάρτυρα ...., σύζυγο του εγκαλούντος, η κατηγορουμένη ενώπιόν της είχε παλαιότερα απευθύνει στον εγκαλούντα την απορία της, γιατί ενώ του έχει μεταβιβάσει από το έτος 1984 το εν λόγω ακίνητο, εξακολουθούν να τις κοινοποιούνται ειδοποιήσεις για παραβάσεις σχετικές με αυτό, γεγονός το οποίο ενισχύει τα διαλαμβανόμενα από τον εγκαλούντα στην κρινόμενη έγκληση ότι δηλαδή η κατηγορουμένη είχε υπογράψει η ίδια την επίδικη πράξη δωρεάς, πράγμα το οποίο βεβαίως γνώριζε. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, την 23.6.2003, η κατηγορουμένη υποστήριξε τον εν λόγω ψευδή ισχυρισμό της περί πλαστότητας της υπογραφής της, καταθέτουσα ενόρκως. Ειδικότερα ή ίδια όταν ρωτήθηκε για ποιό λόγο το συγκεκριμένο ακίνητο δεν το ανέφερε μεταξύ των άλλων που έχει στην ιδιοκτησία της, απήντησε ότι αυτό το έκανε γιατί ο αδελφός της και κατηγορούμενος για πλαστογραφία της υπαγόρευε τί να γράψει και μάλιστα ένα μέρος από αυτά τα έγγραφα τα συμπλήρωσε ο ίδιος, προκειμένου δε να στοιχειοθετήσει την παρουσία του στην Ελλάδα κατά την περίοδο της υπογραφής της πράξεως της δωρεάς, παρουσίασε στο Δικαστήριο εισιτήριο της αεροπορικής εταιρίας TWA, που ανήκε στον πατέρα της ....., καταθέτοντας ότι αυτό το εισιτήριο ήταν του εγκαλούντος, ότι αυτός ταξίδεψε αντί του πατρός του, μεταβάς κατ' αρχήν στη Φρανγκφούρτη, όπου την επισκέφθηκε στην οικία της και ακολούθως στην Ελλάδα, όπου και πλαστογράφησε την υπογραφή της στην Πρεσβεία των ΗΠΑ (βλ.το 1.3.2004 υπόμνημα Ψ1). Σημειωτέον ότι, αφ' ενός μεν το όφελος που προσδοκούσε η κατηγορουμένη να αποκομίσει από την εν λόγω αγωγή της ανερχόταν στο ποσόν των 200.000 ευρώ περίπου (αξία ακινήτου και μισθώματα πέραν των 25 ετών), αφετέρου δε η εν λόγω πράξη της, προβλέπεται και τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα της Πολιτείας της Καλιφόρνια των ΗΠΑ και δη την παράγραφο 532 σε συνδυασμό με τις παραγράφους 486 και 663 έως 665. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1.932/2007 βούλευμα του έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας κακουργηματικής απάτης και για το λόγο αυτόν απέρριψε την απ' αυτήν ασκηθείσα κατά του υπ' αριθμ. 286/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το επικαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη ενώπιον του Συμβουλίου (Εφετών) εμφάνισή της, προς παροχή διευκρινήσεων και διασαφήσεων επί της κατηγορίας με την αιτιολογία ότι "αυτή έχει ήδη αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις της και κάθε περαιτέρω επανάληψη των παρέλκει". Σημειώνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν παραπονείται με την κρινόμενη αίτησή της για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του προαναφερόμενου αιτήματός της από το Συμβούλιο Εφετών, η οποία όμως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφενός μεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο ως άνω βούλευμά του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση, οι αποδείξεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο για το ως άνω έγκλημα, αφετέρου δε σωστά εφήρμοσε τις σχετικές ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1, 26 παρ. 1, 27, 42 παρ. 1 και 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, σε συνδυασμό με τις παραγράφους 532, 486, 663 και 665 του Ποινικού Κώδικα της Πολιτείας της Καλιφόρνιας ΗΠΑ, τις οποίες ούτε ευθέως αλλά ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές ή με άλλο τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος κατά κατηγορίες τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για να σχηματίσει την παραπεμπτική για την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του να αναφέρει ποιά παραδοχή προκύπτει από καθένα απ' αυτά χωριστά, αρκεί δε ότι τα έλαβε υπόψη του και τα αξιολόγησε στο σύνολό τους για να σχηματίσει την παραπάνω κρίση του. Πλέον συγκεκριμένα εκτίθενται με σαφήνεια οι ψευδείς ισχυρισμοί, με τους οποίους η αναιρεσείουσα επιχείρησε να παραπλανήσει το Ανώτατο Δικαστήριο της Επαρχίας του Λος 'Αντζελες της Πολιτείας Καλιφόρνιας ΗΠΑ και να επιτύχει έτσι την έκδοση ευνοϊκής γι'αυτήν αποφάσεως, ενώ εξάλλου σαφής και αιτιολογημένη είναι η παραδοχή ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος, που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της, υπερέβαινε κατά πολύ τις 72.000 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 200.000 ευρώ (προσδιοριζόμενο με το σύνολο της αξίας του ακινήτου ..... δωρήθηκε από την αναιρεσείουσα στον εγκαλούντα και των μισθωμάτων που ισχυρίστηκε ότι απώλεσε από τις προμνημονευόμενες ενέργειες του πολιτικώς ενάγοντος - αδελφού της) και συνεπώς η πράξη της απόπειρας απάτης προσλαμβάνει το χαρακτήρα του κακουργήματος. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών νομίμως και επιτρεπτώς αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία αναλύει τα νομικά και πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως με ιδιαίτερες σκέψεις, μόνο δε συμπληρωματικά αναφέρεται (η εισαγγελική πρόταση) στο πρωτόδικο υπ' αρ. 286/2007 βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, η συμπληρωματική δε αυτή (και όχι καθολική) αναφορά δεν δημιουργεί έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά την έννοια του άρθρου 484 στοιχ. δ' ΚΠΔ, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος. Τέλος, με πλήρη και σαφή αιτιολογία δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι για την πράξη που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα εφαρμόζονται οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές του, αφενός μεν έχει την Ελληνική ιθαγένεια (που ουδέποτε απέβαλε, ανεξάρτητα της απόκτησης απ' αυτήν και της ιθαγένειας των ΗΠΑ), αφετέρου δε η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της Πολιτείας της Καλιφόρνιας ΗΠΑ, όπου φέρεται ότι τελέσθηκε. Καθ' ό μέρος δε, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτες, διότι δεν αποτελούν αυτές λόγο αναιρέσεως, καθόσον πλήττεται έτσι αναιρετικά η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του συμβουλίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 ΚΠΔ προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπλήρωση της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον Εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το υποβληθέν με το από 8.6.2007 υπόμνημά της αίτημα για αναβολή της επί της ουσίας κρίσεώς του και διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως μέχρι να εκδοθεί και επισυναφθεί τελεσίδικη απόφαση επί αγωγής της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καλιφόρνια των ΗΠΑ κατά του εγκαλούντος Ψ1, (από την οποία θα καταδεικνυόταν, κατ' αυτήν, το μη παράνομο σε βάρος του περιουσιακό όφελός της), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενόψει της, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της κρίσης του Συμβουλίου Εφετών για την ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία τούτο έλαβε υπόψη και αξιολόγησε. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, όλοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρων, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 3 Δεκεμβρίου 2007 και με αριθμ. 293/2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1.932/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ