Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.
Περίληψη:
Αναγνωριστική κυριότητας. Αόριστος ο λόγος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου γιατί αφορούν σε αξιολόγηση αποδεικτικού μέσου σε εκτίμηση αποδείξεων και σε επιχειρήματα του δικαστηρίου. Ανέλεγκτη η κρίση περί διεξαγωγής πραγ/νης εκτός της περιπτώσεως του άρθρου 368 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. 559 αρ. 11γ. Έγγραφα του αντιδίκου, εφόσον έχουν γίνει κοινά αποδεικτικά μέσα νόμιμα τα επικαλείται ο αναιρεσείων, εφόσον αναφέρθηκε στο περιεχόμενό τους για απόδειξη δικού του ισχυρισμού. Οι κατά το άρθρ. 390 γνωμοδοτήσεις είναι έγγραφα ρυθμιζόμενα ειδικά από το νόμο. Όχι χωριστή αναφορά τους γιατί περιλαμβάνονται στα έγγραφα.
Αριθμός 481/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Σ. του Γ., συζ. Σ. Ν., 2) Γ. Σ. του Ε., 3) Α. Σ. συζ. Γ., το γένος Χ. Κ., και 4) Ι. Τ. του Ν., συζ. Κ. Κ., ως καθολικής διαδόχου της Ε. Τ. χήρας Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Λαζαράτο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/12/2006 αγωγή των ήδη 1ης, 2ου και 3ης των αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Ε. Τ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 347/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 20/2011 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 15/4/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/1/2013 έκθεση της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (ΑΠ 11/2012, ΑΠ 17/2012). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 1738/2012, ΑΠ 1740/2012). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρονται οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης και σε ποιες από αυτές βρίσκεται η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να αναφέρεται ενάριθμα, καθώς και η έννομη συνέπεια που βάσει των παραδοχών αυτών καταγνώσθηκε και η επίδραση του σφάλματος στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 1326/2011). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ίδιου κώδικα αναίρεσης επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 369/2012, ΑΠ 17/2012). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 285/2011, ΑΠ 232/2011). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1740/2012). Περαιτέρω τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1750/2012). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 292/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι με ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση του νόμου, δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και τους αναγνώρισε κυρίους των επιδίκων ακινήτων κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες σ' αυτήν διακρίσεις, απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ισχυρίστηκε ότι είναι κύριός τους (των επιδίκων), καθόσον αυτά είναι κοινόχρηστα, γιατί περιλαμβάνονται στον αιγιαλό, άλλως γιατί έχουν δημιουργηθεί από πρόσχωση, άλλως λόγω της μορφής τους ως ελωδών ή βαλτωδών εκτάσεων, άλλως δυνάμει κυριαρχικού του δικαιώματος ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, άλλως λόγω τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας. Ότι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης γιατί περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα ως προς την εφαρμογή των τίτλων που επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητοι και την άσκηση διακατοχικών πράξεων από τους δικαιοπαρόχους τους από το 1884. Οι αιτιάσεις αυτές ειδικότερα συνίστανται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση: α) παρά τις επικαλούμενες επισημάνσεις που είχαν γίνει με τις προτάσεις του αναιρεσείοντος τόσο στο πρωτοβάθμιο, όσο και στο δευτεροβάθμιο όπου επαναφέρθηκαν, ως προς το περιεχόμενο της από Μαρτίου - Απριλίου 2008 τεχνικής έκθεσης του τοπογράφου μηχανικού Θ. Γ., δέχθηκε χωρίς αιτιολογία το πόρισμα της έκθεσης αυτής, ως προς την εφαρμογή των τίτλων των αναιρεσιβλήτων, χωρίς να απαντήσει σε κανένα από τα ζητήματα που έθεσε το αναιρεσείον ως προς τα όρια των τίτλων αυτών και ότι μολονότι για το θέμα της εφαρμογής τους απαιτούντο ειδικές γνώσεις δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη. Ότι ειδικότερα η προσβαλλομένη δέχθηκε: "Η σειρά των τίτλων που προαναφέρθηκε και το γεγονός ότι σ' αυτούς περιέχονται και τα ακίνητα των τριών πρώτων εφεσιβλήτων και της αρχικής τέταρτης ενάγουσας, επιβεβαιώνεται και από την εμπεριστατωμένη και από μηνών Μαρτίου - Απριλίου 2008 τεχνική έκθεση του Αγρονόμου - Τοπογράφου - Μηχανικού Θ. Γ. και το τοπογραφικό διάγραμμα που τη συνοδεύει, ο οποίος με εργοδότη τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας προέβη στην εφαρμογή όλων των υπαρχόντων τίτλων ιδιοκτησίας στην περιοχή, με σκοπό τον επανακαθορισμό του αιγιαλού, ο οποίος είχε καθοριστεί το 1994", β) εξετίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις ως προς το αίτημα της ασκήσεως διακατοχικών πράξεων επί των επιδίκων ακινήτων, κατά το χρονικό διάστημα 1884-1915 και ιδιαίτερα την αεροφωτογραφία της περιοχής του έτους 1945, την οποία ερμήνευσε κατά παράβαση των κανόνων της λογικής και της κοινής πείρας, αφού κατ' αντίθεση προς τα προκύπτοντα από την αεροφωτογραφία αυτή, δέχεται ότι οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων καλλιεργούσαν τα επίδικα, ενώ περαιτέρω δέχθηκε τα συμπεράσματα της από 2-12-2009 έκθεσης καλλιεργησιμότητας του εδάφους των επιδίκων του γεωπόνου Π. Κ. και της από μηνός Απριλίου 2010 έκθεσης περιγραφής του εδάφους τους του γεωπόνου Ε. Ε. και κατέληξε στο εσφαλμένο πόρισμα, ότι τα επίδικα δεν αποτελούσαν ποτέ αιγιαλό και ότι αυτά περιλαμβάνονται στους τίτλους των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι τα καλλιεργούσαν και βοσκούσαν σ' αυτά τα ζώα τους, μολονότι επί δημοσίων κτημάτων η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθ' εαυτήν ως διακατοχική πράξη, ούτε η βοσκή θεωρείται πράξη νομής και γ) παρά το ότι η ύπαρξη κροκαλών και μεγάλων ποσοτήτων αμμώδους εδάφους στα επίδικα ακίνητα, συνηγορεί στο ότι αυτά βρίσκονται εντός του παλαιού αιγιαλού δέχεται ότι "η ύπαρξη κροκαλών και μεγάλων ποσοτήτων αμμώδους εδάφους από το βάθος των 0,50 μέτρων και κάτω, δεν αποδεικνύει από μόνη της την ύπαρξη παλαιού αιγιαλού, ενώ σε κάθε περίπτωση και αν ακόμη μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτό φανερώνει την επέκταση της ξηράς σε βάρος της θάλασσας και τη δημιουργία επομένως παλαιού αιγιαλού, ασφαλώς η διαδικασία αυτή έγινε εκατοντάδες χρόνια πριν από το 1884, μέχρι το οποίο μπορεί να αναχθεί το εκκαλούν για να χαρακτηρίσει τα ακίνητα ως παλαιό αιγιαλό, αφού κατά τη χρονολογία αυτή αναμφισβήτητα, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχαν κατοχές ιδιωτών στην περιοχή". Οι αιτιάσεις αυτές δεν επιστηρίζουν τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. καθόσον δεν προσδιορίζεται γιατί τα αναφερόμενα και ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά και η βάσει αυτών καταγνωσθείσα έννομη συνέπεια, συνιστά παραβίαση των επικαλουμένων νομικών διατάξεων που δεν εφαρμόστηκαν, καθώς και γιατί ενόψει των περιστατικών αυτών θα έπρεπε να εφαρμοσθούν οι εν λόγω διατάξεις. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός κατά το προαναφερθέν μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος. Όσον αφορά τον εκ της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγο: Η πρώτη αιτίαση αφορά σε αξιολόγηση του περιεχομένου εγγράφου, καθώς και σε πραγματικά επιχειρήματα που συνάγονται από την αξιολόγηση αυτή, καθώς και σε μομφή για την μη απάντηση στα τεθέντα ζητήματα ως προς την εφαρμογή των τίτλων. Η αιτίαση αυτή ως αφορώσα στην ανάλυση και στάθμιση αποδεικτικού μέσου, πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ενώ δεν δημιουργείται ο κρινόμενος λόγος από το ότι το δικαστήριο δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως τα μη συνιστώντα αυτοτελή ισχυρισμό επιχειρήματα του αναιρεσείοντος ως προς την εφαρμογή των προσκομισθέντων τίτλων (ΑΠ 292/2011). Η επίδικη τεχνική έκθεση του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Θ. Γ., που συντάχθηκε με εντολή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αργολίδας για την εφαρμογή όλων των υπαρχόντων τίτλων ιδιοκτησίας στην περιοχή (σελ. 15 της προσβαλλομένης) ως αποδεικτικό μέσο δεν υπάγεται στο άρθρο 390 Κ.Πολ.Δικ. αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 391, ήτοι δεν συντάχθηκε κατ' εντολή κάποιου από τους διαδίκους για την ένδικη υπόθεση και ως εκ τούτου οι κατ' αυτού αιτιάσεις, δεν αφορούν σε παραβίαση της δικονομικής διατάξεως του 390 ώστε να μην επιδέχονται μομφή από την ερευνώμενη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. που αφορά σε παραβίαση κανόνων ουσιαστικού και μόνο δικαίου (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 682/2011). Η δεύτερη αιτίαση, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που αναφέρεται στην κατά παράβαση των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 208/2011) ερμηνεία της αεροφωτογραφίας του 1945, αφορά στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και στη στάθμιση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 97/2013), καθώς και σε ελλείψεις αναγόμενες στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, οι οποίες όμως δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού το πόρισμα αυτό, όπως δεν αμφισβητείται διατυπώνεται πλήρως και σαφώς, καθόσον μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 1740/2012, ΑΠ 232/2011, ΑΠ 285/2011). Εξάλλου η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για έμμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων δεν ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 55 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., αφού δεν αφορά σε ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή σ' αυτούς πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 92/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός κατά τις αιτιάσεις του αυτές πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Περαιτέρω και κατά την τρίτη του αιτίαση ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί αφορά σε επιχειρήματα της προσβαλλομένης αποφάσεως, που σχετίζονται με τη συνεκτίμηση των αποδείξεων και δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 292/2011). Ακόμη η αιτίαση ότι δεν διατάχθηκε ως προς το ζήτημα της εφαρμογής των τίτλων των αναιρεσιβλήτων πραγ/νη, μολονότι για το ζήτημα απαιτούνταν ειδικές γνώσεις, ανεξάρτητα από το ότι αφορά σε παραβίαση κανόνων δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου και δεν ιδρύει τους επικαλούμενους από τις ερευνώμενες διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγους (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 682/2011) είναι απαράδεκτη, γιατί η κρίση του δικαστηρίου περί διεξαγωγής ή μη πραγ/νης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εκτός από την περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 368 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ. κατά την οποία, έχει υποβληθεί από τον διάδικο σχετικό αίτημα και το δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι για το επίμαχο ζήτημα απαιτούνται "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΑΠ 754/2011, ΑΠ 1103/2011) πράγμα το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν συμβαίνει. Αντίθετα από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (αρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ. - προτάσεις, πρωτόδικη απόφαση, εφετήριο, προσβαλλόμενη απόφαση) προκύπτει ότι επί οικείου αιτήματος του αναιρεσείοντος κατά την πρωτοβάθμια δίκη, το δικαστήριο με μη εκκληθέν κεφάλαιό του (φύλλο 12β), απεφάνθη ότι δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τόσο για την εφαρμογή των τίτλων όσο και για άλλα ζητήματα της ένδικης διαφοράς. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 6/2012, ΑΠ 249/2012, ΑΠ 254/2012). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 214/2012, ΑΠ 249/2012). Ο λόγος ανακύπτει και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που έχει προσκομίσει και ο αντίδικος του αναιρεσείοντος (κοινό αποδεικτικό μέσο κατ' άρθρο 346), εφόσον ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί νομίμως το προσκομισθέν και αναφέρθηκε στο περιεχόμενό του προς απόδειξη δικού του λυσιτελούς ισχυρισμού ή ανταπόδειξη ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 1967/2009, ΑΠ 1212/2009, ΑΠ 70/2008). Αν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο που το πρώτον προσάγεται στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 527 Κ.Πολ.Δικ.) η επίκληση γίνεται με τις προτάσεις της συζήτησης της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 1621/2009, ΑΠ 1622/2009). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, (ΑΠ 6/2012, ΑΠ 214/2012, ΑΠ 249/2012) ενώ ως αποτελούντα ξεχωριστά από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση και το πρακτικό αυτοψίας (359 Κ.Πολ.Δικ.), η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων (383), τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (410) και οι ένορκες βεβαιώσεις (270 παρ.2, 339). Οι κατά το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δικ. γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο που ρυθμίζεται "ειδικά" και που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά τους στην απόφαση, η δε μνεία ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και αυτές (ΟλΑΠ 8/2005, 12/2005, ΑΠ 1964/2009, ΑΠ 1660/2009). Περαιτέρω μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) η κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14-15-16/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 240/2011, ΑΠ 228/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη: α) την από μηνός Απριλίου 2010 έκθεση περιγραφής εδάφους των επιδίκων ακινήτων του γεωπόνου - εδαφολόγου Ε. Ε. και β) την μελέτη του Β. Δ. "ΤΗΜΕΝΙΟΝ, το λιμάνι του Αρχαίου 'Αργους" που επισυνάπτεται στην από Μαΐου 2010 έκθεση των ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων της παραλιακής ζώνης Ναυπλίου - Λέρνας της ιστορικού - αρχαιολόγου Ε. Σ.. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί τα έγγραφα αυτά, τα έχουν επικαλεστεί και προσκομίσει νόμιμα οι αναιρεσίβλητοι και όχι το αναιρεσείον, το οποίο, θα μπορούσε, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη να τα επικαλεσθεί στη δευτεροβάθμια δίκη, αφού αυτά με την προσκομιδή τους από τους αναιρεσίβλητους - ενάγοντες στην πρωτοβάθμια δίκη κατέστησαν κοινά αποδεικτικά μέσα (αρθρ. 346 Κ.Πολ.Δικ.), πράγμα το οποίο όμως δεν έκανε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεών του και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται για την υποβολή του κρινόμενου λόγου. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), που ρητά και ως εκ περισσού, αφού, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αρκούσε μόνη η αναφορά στα έγγραφα, βεβαιώνει ειδικά ότι τα συγκεκριμένα αυτά έγγραφα του άρθρου 390 Κ.Πολ.Δικ. λήφθηκαν υπόψη (σελ. 9-10) αλλά και από το περιεχόμενο της απόφασης, που αποφαίνεται για τη μορφή του εδάφους των επιδίκων (σελ. 20) δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα, που αναφέρονται στον σχηματισμό της μορφής του εδάφους της περιοχής όπου βρίσκονται τα επίδικα και της ευρύτερης περιοχής, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου η άποψη του αναιρεσείοντος ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ. (ΑΠ 1740/2012). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 Κ.Πολ.Δικ.) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 και Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δικ. και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987 (ΑΠ 1738/2012).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-4-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 20/2011 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ