Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 615 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Απορρίπτει αναίρεση, Προαγωγές υπαλλήλων.




Περίληψη:
Προαγωγές υπαλλήλων της Ιονικής και Λαϊκής και ήδη της συγχωνευθείσας με αυτήν εναγομένης -αναιρεσείουσας ALPHA τράπεζας στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης σύμφωνα με τον έχοντα ισχύ νόμου Οργανισμό Προσωπικού της. Η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του. του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή. Έννοια καταφώρως άδικης κρίσης Συγκριτική παράθεση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων αυτών. Κατάδηλη υπεροχή στην ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, στους τίτλους σπουδών, στην παρακολούθηση σεμιναρίων και στον χρόνο άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων. Λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ. (Απορρίπτει αναίρεση ) .





Αριθμός 615/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ανδρουτσόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Δ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Αρμάο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/12/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2695/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 2342/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 14/12/2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 14-12-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2342/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας τράπεζας κατά της 2695/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Το Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να προαγάγει τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης από 1-1-2006 και του επιδίκασε, ως αποζημίωση, λόγω διαφοράς αποδοχών που έλαβε με αυτές που έπρεπε να λάβει και χρηματική ικανοποίηση τα αναφερόμενα ποσά. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση επικυρώνοντας την Πρωτόδικη απόφαση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2 Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του. του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή. Εξάλλου στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζομένου των συμβατικώς προβλεπόμενων στον κανονισμό ή οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανα του, που ορίζονται στον κανονισμό ή οργανισμό, παρέλειψαν, αντίθετα προς την καλή πίστη, να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του και κατάφωρος άδικη όταν υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο τελευταίος κατά την εκτίμηση της υπηρεσιακής απόδοσης και συμπεριφοράς του υπαλλήλου. Εκ τούτων καθίσταται φανερό ότι, είτε εφαρμοστεί το άρθρο 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού με ισχύ νόμου), είτε εφαρμοστεί το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παράλειψης προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος, ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, έναντι προαχθέντος συναδέλφου του (Ολ ΑΠ 32/2002, ΑΠ 971/2017, ΑΠ 256/2016, ΑΠ 212/2015). Εξάλλου ,από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 παρ.1, 9 και 10 της από 1-12-1977 συλλογικής σύμβασης εργασίας περί Οργανισμού Προσωπικού της ... της Ελλάδος, που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ.1 και 7 παρ.1 στοιχ. δ’ και 5 του ν.3239/1955, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (φύλλο ... τεύχ. β) με την .../1977 Α.Υ.Ε και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, γιατί εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ.1 και 7 παρ.1 και 5 του ν. 3239/1995, προκύπτει ότι οι προαγωγές για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων από το βαθμό του τμηματάρχη και άνω της εν λόγω τράπεζας, της οποίας καθολικός συνολικά διάδοχος, με συγχώνευση, είναι από 26-4-2000 η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία "... Α. Ε.", γίνονται μόνον κατ’ εκλογή και εφόσον ο κρινόμενος έχει συμπληρώσει τριετή ευδόκιμη υπηρεσία στον προηγούμενο βαθμό, ύστερα από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας με εισήγηση του γενικού διευθυντή. Το όργανο τούτο αποφαίνεται με ελεύθερη κρίση, εκτιμώντας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κάθε υποψηφίου για προαγωγή, στα οποία περιλαμβάνονται η ειδικότητα, οι εκθέσεις ποιότητας, η επιμέλεια, η ικανότητα, η ευσυνειδησία, η επάρκεια στην εκτέλεση της εργασίας, οι τίτλοι σπουδών, το ήθος και η συμπεριφορά του έναντι των συναδέλφων του και του κοινού (ΑΠ 246/2003). Μετά την προαναφερθείσα συγχώνευση των δύο τραπεζών, υπογράφηκε η από 26/6/2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας από την εναγομένη Τράπεζα και από το πλέον αντιπροσωπευτικό συνδικαλιστικό σωματείο των εργαζομένων της με την επωνυμία «Σύλλογος Προσωπικού ...». Μ’ αυτή τη σ.σ.ε, που κατατέθηκε στις 30/6/2003 στην Επιθεώρηση Εργασίας και που έκτοτε έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου ( άρθρα 2 παρ.6,7 παρ.1 και 8 παρ.3 του ν. 1876/1990), καταρτίσθηκε ο νέος και μέχρι τώρα ισχύων Οργανισμός Προσωπικού της εναγομένης, ο οποίος δεσμεύει πλήρως την εναγομένη και τους υπαλλήλους της, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και το προσωπικό της πρώην "... της Ελλάδος ΑΕ", δηλαδή και ο ενάγων, δεδομένου ότι κατά τη διαδοχή συλλογικών συμβάσεων εργασίας η νεότερη σ.σ.ε μπορεί να τροποποιεί τους όρους της παλαιότερης σ.σ.ε τόσο υπέρ, όσο και σε βάρος των εργαζομένων (ΑΠ 256/2016). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 9 και 10 παρ. 2 και 11 του νέου Οργανισμού Προσωπικού της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας τράπεζας προκύπτουν τα ακόλουθα : α) προαγωγές των υπαλλήλων της για την πλήρωση κενών οργανικών. θέσεων από το βαθμό του υποτμηματάρχη και άνω (όσον αφορά στο λογιστικό κλάδο είναι Τμηματάρχης Β, Τμηματάρχης Α, Εντεταλμένος διεύθυνσης, Υποδιευθυντής και Διευθυντής ως καταληκτικός βαθμός) διενεργούνται μία φορά το έτος, δηλαδή κάθε 1η Ιανουαρίου με πρόταση του Συμβουλίου Διευθυντών από το Διοικητικό Συμβούλιο, μόνο κατ’ εκλογή και εφόσον έχει συμπληρωθεί τουλάχιστον τριετία ευδόκιμης υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό και β) το ως άνω αρμόδιο περί προαγωγών όργανο αποφασίζει κατ’ ελεύθερη κρίση, εκτιμώντας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κάθε υποψηφίου για προαγωγή υπαλλήλου και ειδικότερα τα στοιχεία που υπάρχουν στον προσωπικό του φάκελο. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία παραλείφθηκε μισθωτός κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ. Η παράλειψη προαγωγής του μισθωτού στον ανώτερο βαθμό είναι καταχρηστική όταν αυτός υπερτερεί καταφανώς του αντ’ αυτού προαχθέντος συναδέλφου του και εντεύθεν η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είναι κατάφωρα άδικη (ΑΠ 256/2016, ΑΠ 801/2014, 1622/2006, 1223/2004, 246/2003). Περαιτέρω, στις προαγωγικές κρίσεις υπαλλήλων που γίνονται από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη κατ’ απόλυτη εκλογή το στοιχείο τη αρχαιότητας (γενικής ή ειδικής) του υπαλλήλου υποχωρεί έναντι των βαρυνόντων ουσιαστικών προσόντων του κρινομένου, τα οποία λαμβάνονται σοβαρά υπόψη όταν ταυτίζονται τα ουσιαστικά προσόντα αυτού και των συγκρινομένων (ΑΠ 621/2008, ΑΠ 105/2006). Εξάλλου, στην κατ’ εκλογή προαγωγή σε διευθυντικό βαθμό, μεταξύ των αξιολογικών κριτηρίων που έχουν βαρύνουσα σημασία για την προαγωγική κρίση υπαλλήλου είναι και η άσκηση από τον τελευταίο υπευθύνων καθηκόντων, περιστατικό το οποίο εκφράζει την εμπιστοσύνη της τράπεζας στις ικανότητες και τα προσόντα του υπαλλήλου για την επιτυχή διεκπεραίωση του ανατιθέμενου έργου και την επάρκεια και εμπειρία του υπαλλήλου να ανταποκριθεί στα υπεύθυνα αυτά καθήκοντα (ΑΠ 1033/2001). Επίσης, οι τίτλοι σπουδών είναι σημαντικό κριτήριο, αφού η κατοχή τους εκφράζει όχι μόνο ανώτερο μορφωτικό επίπεδο του κατόχου τους, αλλά και την ύπαρξη ουσιαστικών προσόντων, που δικαιολογεί την απρόσκοπτη προαγωγική εξέλιξή του και την κατοχή υπεύθυνων υψηλών θέσεων και την απορρέουσα εκ τούτου ικανότητα σε επιτελικό βαθμό (ΑΠ 175/2007, ΑΠ 460/2004). Ακόμη, ουσιαστικά προσόντα αποτελούν η παρακολούθηση από τον μισθωτό επιμορφωτικών σεμιναρίων και η από αυτόν γνώση γλωσσών (Ολ ΑΠ 2/1998, ΑΠ 619/1995). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 455/2014). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 6/2/1978 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από την "... της Ελλάδος ΑΕ", της οποίας η εναγομένη τράπεζα αποτελεί καθολική διάδοχο, προκειμένου να απασχοληθεί στο Λογιστικό Κλάδο. Είναι Πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα χωρίς να κατέχει οποιοδήποτε πιστοποιητικό γνώσης αυτής, έχει δε παρακολουθήσει 17 εκπαιδευτικά σεμινάρια. Η βαθμολογική εξέλιξη του ενάγοντος από της πρόσληψής του και εφεξής έχει ως ακολούθως: α) την 6/2/1978 προσλήφθηκε ως βοηθός λογιστής, β) την 1/4/1980 προήχθη σε υπολογιστή, γ) την 1/1/1983 προήχθη σε λογιστή Β’ , δ) την 1/7/1987 προήχθη σε λογιστή Α,’ ε) την 1/7/1987 προήχθη σε βοηθό τμηματάρχη, ε) την 1/7/1990 προήχθη σε τμηματάρχη Β’ και στ) την 1/1/1995 προήχθη σε τμηματάρχη Α. Τοποθετήθηκε διαδοχικά: α) την 6/2/1978 στο Κατάστημα ... ως υπάλληλος, όπου την 1/6/1983 ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου, β) την 20/9/1984 στο Κατάστημα ... ως Προϊστάμενος, γ) την 23/10/1986 στο Κατάστημα ... ως Προϊστάμενος Εμπορικού, δ) την 7/3/1989 στο ... ως Προϊστάμενος, ε) την 11/3/1991 στην Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης ως υπάλληλος, στ) την 10/5/2000 στην Διεύθυνση Εκπαίδευσης ως υπάλληλος, ζ) την 21/10/2002 στην Διεύθυνση Γενικών Λειτουργιών ως υπάλληλος, η) την 1/7/2003 στην Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης ως υπάλληλος και θ) την 20/3/2006 στο κατάστημά ... ως υπάλληλος εξυπηρέτησης, θέση στην οποία υπηρέτησε μέχρι την αποχώρησή του από την Τράπεζα στις 30/6/2010. Έλαβε δικαίωμα υπογραφής α) Β’ προσωρινής στο κατάστημα ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/1983 μέχρι 31/5/1983, β) Α’ προσωρινής στο Κατάστημα ... κατά τα χρονικά διαστήματα από 22/12/1988 μέχρι 22/12/1988 και από 3/1/1989 μέχρι 3/1/1989 και στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης από 1/10/1998 μέχρι 30/11/1998, γ) Β’ κανονικής στο Κατάστημα ... από 1/6/1983 μέχρι 20/9/1984, στο Κατάστημα ... από 20/9/1984 μέχρι 23/10/1986, στο Κατάστημα ... κατά το χρονικό διάστημα από 23/10/1986 μέχρι 6/3/1989, στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 7/3/1989 μέχρι 10/3/1991, στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης κατά το χρονικό διάστημα από 11/3/1991 μέχρι 23/11/1988, στη Διεύθυνση Γενικών Λειτουργιών κατά το χρονικό διάστημα από 21/10/2002 μέχρι 30/6/2003 και στο Κατάστημα ... από 20/3/2006 και δ) Α’ κανονικής στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης κατά το χρονικό διάστημα από 24/11/1998 μέχρι 9/5/2000. Αξιολογήθηκε κατά το έτος 2000 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,3, κατά το έτος 2001 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,5 και κατά το έτος 2002 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,4, ενώ κατά τα έτη 2003 - 2005 δεν αξιολογήθηκε, διότι ήταν αποσπασμένος στο Σύλλογο Προσωπικού Εργαζομένων στην «...» προερχομένων από την «... της Ελλάδος ΑΕ». Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο χρόνος απόσπασης του ενάγοντος στον ανωτέρω Σύλλογο Προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 20 της από 4/8/1982 Σ.Σ.Ε "Περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Τραπεζών", λογίζεται ως ευδόκιμη υπηρεσία και λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή στον ανώτερο βαθμό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα καθήκοντα που ασκεί ο συνδικαλιστής υπάλληλος στο Σύλλογο Εργαζομένων είναι υπέρτερα από αυτά που ασκεί μη συνδικαλιστής συνάδελφός του εργαζόμενος στην Τράπεζα, αλλά εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας, συγκρίνοντας τα καθήκοντα αυτά, να κρίνει ποια από αυτά είναι υπέρτερα και περισσότερο υπεύθυνα, δηλαδή εάν υπερέχουν τα καθήκοντα που ασκεί ο συνδικαλιστής από τα καθαρώς τραπεζικά καθήκοντα που ασκεί ο συγκρινόμενος με αυτόν συνάδελφός του. Ακόμη αποδείχθηκε ότι κατά τις προαγωγικές κρίσεις της 1/1/2006 με την με αριθμό .../2006 πράξη του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης που προήχθησαν στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης με valeur από 1/6/2006, μεταξύ άλλων, οι προτεινόμενοι κατά σειρά προς σύγκριση συνάδελφοι του ενάγοντος: 1) Α. Κ.- Κ., 2) Ι. Π., 3) ... ενώ παραλείφθηκε ο ενάγων ... Από αυτούς ο Ι. Π. προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 20/10/1976 και εντάχθηκε στον κλάδο την Κλητήρων - Νυχτοφυλάκων. Είναι απόφοιτος Λυκείου, δεν γνωρίζει κάποια ξένη γλώσσα, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι έχει παρακολουθήσει κάποιο εκπαιδευτικό σεμινάριο. Η βαθμολογική του εξέλιξη από της πρόσληψής του και εφεξής έχει ως ακολούθως: α) την 20/10/1976 προσλήφθηκε ως κλητήρας, β) την 1/1/1979 προήχθη σε δόκιμο ταμία, γ) την 1/1/1981 προήχθη σε βαθμό ταμία, δ) την 1/1/1983 προήχθη σε ταμία Γ’ , ε) την 1/1/1985 προήχθη σε ταμία Β’ , στ) την 1/1/1987 προήχθη σε ταμία Α’ , ζ) την 1/1/1989 προήχθη σε Λογιστή Α’ , η) την 1/1/1990 προήχθη σε βοηθό τμηματάρχη, θ) την 1/1/1993 προήχθη σε τμηματάρχη Β’ και ι) την 1/1/1998 προήχθη σε τμηματάρχη Α’ . Τοποθετήθηκε διαδοχικά: α) την 20/10/1976 στο ..., στις 22/4/1977 στο ... και στις 1/1/1982 πάλι στο ... ως υπάλληλος, β) την 4/1/1988 στο ... ως Προϊστάμενος Καταθέσεων, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 29/12/1989 μέχρι 5/9/1990 στο ... ως Προσωρινός Διευθυντής και στις 6/9/1990 ως Διευθυντής, δ) την 7/3/1992 στο ως άνω Κατάστημα ως διευθυντής, ε) την 4/4/1994 στο ... ως υποδιευθυντής, στ) στις 18/10/1999 στο ... ως Διευθυντής, ζ) την 20/6/2001 στη Διεύθυνση Προσωπικού, η) την 10/7/2002 στο ... ως Διευθυντής Καταστήματος, θ) την 21/4/2003 στη Διεύθυνση Προσωπικού και ι) κατά το χρονικό διάστημα από 1/6/2003 μέχρι 10/12/2006 στο ... ως Διευθυντής. Του χορηγήθηκε: α) δικαίωμα προσωρινής Β’ υπογραφής στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/7/1987 μέχρι την 31/12/1987, β) δικαίωμα προσωρινής Α’ υπογραφής στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 29/12/1989 μέχρι 5/9/1990 και στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κρήτης και Δωδεκανήσου κατά το χρονικό διάστημα από 28/2/1992 μέχρι 6/3/1992, γ) δικαίωμα Β’ κανονικής υπογραφής κατά το χρονικό διάστημα από 4/1/1988 μέχρι 5/9/Ι9 στο ... ... και δ) δικαίωμα Α’ κανονικής υπογραφής κατά τα χρονικά διαστήματα από 6/9/1990 μέχρι 3/4/1994, από 18/10/1999 μέχρι 25/4/2000 και από 26/4/2000 μέχρι 20/6/2001 στο ..., στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 4/4/1994 μέχρι 17/10/1999, στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 10/7/2002 μέχρι 20/4/2003 και στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/6-2003 μέχρι 10/12/2006. Αξιολογήθηκε κατά τα έτη 2000 και 2002 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,2, κατά το έτος 2003 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,7, κατά το έτος 2004 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,6 και κατά το έτος 2005 με τον χαρακτηρισμό "Πολύ Ικανοποιητικό", ενώ κατά το έτος 2001 δεν αξιολογήθηκε, διότι του είχε επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης στις 24/9/2001. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι ο ενάγων υπερέχει του συγκεκριμένου συναδέλφου του ως προς την ειδική αρχαιότητα, αφού ο ενάγων προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη Α’ στις 1/1/1995, ενώ ο συγκρινόμενος προήχθη στον ίδιο βαθμό στις 1/1/1998. Επίσης ο ενάγων υπερέχει του συγκρινόμενου ως προς το χρόνο απόκτησης προσωρινού δικαιώματος Α’ και Β’ υπογραφής καθώς και ως προς τον χρόνο απόκτησης κανονικού δικαιώματος Β’ υπογραφής, αλλά και ως προς τον χρόνο άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων, αφού ο ενάγων από 1/6/1983 ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου στο ..., ενώ ο συγκρινόμενος στις 4/1/1988 έγινε Προϊστάμενος Καταθέσεων στο .... Ακόμη ο ενάγων υπερτερεί του συγκρινόμενου ως προς τους τίτλους σπουδών, καθότι αυτός είναι απόφοιτος ΑΕΙ και έχει παρακολουθήσει 17 εκπαιδευτικά σεμινάρια, σε αντίθεση με τον συγκρινόμενο, ο οποίος είναι απόφοιτος Λυκείου και δεν έχει παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο. Αναφορικά με τη γνώση ξένης γλώσσας και το κριτήριο της βαθμολογίας οι συγκρινόμενοι είναι ισότιμοι, δεδομένου ότι έχουν επαρκή γνώση, χωρίς πιστοποίηση της αγγλικής γλώσσας και οι βαθμολογίες τους σχεδόν συμπίπτουν με μικρές διαφοροποιήσεις. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο συγκρινόμενος υπερτερεί του ενάγοντος ως προς τη στάθμη των υπεύθυνων καθηκόντων που ασκούσε κατά τα πλησιόχρονα της προαγωγής έτη δεδομένου ότι αυτός άσκησε επί σειρά ετών διευθυντικά καθήκοντα σε αντίθεση με τον ενάγοντα που δεν άσκησε ποτέ τέτοια, ενώ επιπλέον ο συγκρινόμενος υπερέχει του ενάγοντος και ως προς τη γενική αρχαιότητα. Με βάση τα ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπερέχει καταφανώς του συγκρινόμενου Ι. Π., αφού υπερέχει έναντι αυτού ως προς την ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την παρακολούθηση σεμιναρίων και ως προς το χρόνο άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων, ο δε συγκρινόμενος υπερέχει έναντι του ενάγοντος ως προς την γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα και ως προς τη στάθμη των υπευθύνων καθηκόντων που ασκούσε κατά τα πλησιόχρονα της προαγωγής έτη, που δεν είναι ικανά να καταλύσουν την υπεροχή του ενάγοντος σ’ όλα τα υπόλοιπα κριτήρια. Επομένως, η παράλειψη προαγωγής του ενάγοντος κατά την προαγωγική κρίση της 1/1/2006 υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του σχετικού δευτέρου λόγου της έφεσης της εναγομένης. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται από τις προαναφερόμενες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ότι η παράλειψη του ενάγοντος κατά τις ως άνω προαγωγικές κρίσεις είναι παράνομη , κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, και ως εκ τούτου άκυρη, με αποτέλεσμα να αναγνωρίσει το δικαίωμα της προαγωγής του από 1/1/2006 καθώς και την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σ’ αυτόν τις μισθολογικές διαφορές που απώλεσε, τις οποίες με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων αυτός προσδοκούσε, ως συνέπεια της προαγωγής του στον ανώτερο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης, αν δεν είχε μεσολαβήσει η άδικη ως άνω παράλειψή του. Τέλος, από την μη προαγωγή του ενάγοντος κρίση του αρμόδιου οργάνου της εναγομένης, που λήφθηκε κατά προφανή κατάχρηση δικαιώματος, συνιστώσα αδικοπραξία (άρθρα 281, 914 ΑΚ), ο ενάγων υπέστη και ηθική βλάβη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του και πρέπει, προς αποκατάσταση αυτής, να του επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία, ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, του βαθμού του πταίσματος του προαγωγικού οργάνου της εναγομένης, της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος πρέπει να προσδιοριστεί στο εύλογο ποσό των 2000 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων για την προσβολή που υπέστη στην προσωπικότητά του από την παράλειψη της προαγωγής του στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης υπέστη ηθική βλάβη και στη συνέχεια για την αποκατάσταση αυτής του επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση το αυτό ως άνω ποσό των 2000 ευρώ, δεν έσφαλε και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της". Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Εφετείο έκρινε ότι προκύπτει καταφανής υπεροχή του αναιρεσιβλήτου έναντι του συγκρινομένου συναδέλφου του και ότι η παράλειψη προαγωγής του στον βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης είναι καταχρηστική.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Οργανισμού της αναιρεσείουσας τράπεζας και αυτή του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι υπό τα προαναφερόμενα περιστατικά προκύπτει καταφανής υπεροχή του αναιρεσιβλήτου έναντι του προς σύγκριση συναδέλφου του, ο οποίος προήχθη με τις προαγωγικές κρίσεις της 1/1/2006. Επίσης το Εφετείο, με τις ίδιες παραδοχές του, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι με επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, στηρίζει το διατακτικό της.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο δεύτερος, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, είναι αβάσιμοι. 3. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα τoυ αναιρεσιβλήτoυ, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-12-2016 αίτηση για αναίρεση της 2342/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή