Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 401 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.




Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ποινική ευθύνη οφειλέτη. Πραγματικά περιστατικά. Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο από διαχειριστή ΕΠΕ. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Ένσταση παραγραφής καθόσον όταν αυτά βεβαιώθηκαν είχε παραγραφεί η απαίτηση του δημοσίου. Απορρίπτει. Κρίσιμος ο χρόνος βεβαίωσης των χρεών, όχι ο χρόνος γένεσης τους. Δεν συνιστά λόγο απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, το γεγονός ότι η Πρόεδρος δεν έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα να προτείνει επί αυτοτελών ισχυρισμών. Η πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής ενέχει έμμεση πρόταση για απόρριψη των ως άνω ισχυρισμών. Αναστολή ποινής κατ' άρθρο 100 Π.Κ. Ορθή ερμηνεία από το δικαστήριο, της παραπάνω διάταξης με τη μη αναστολή της ποινής, 4 ετών, αφού ο συνήγορος της κατηγορουμένης είχε ζητήσει τη μετατροπή αυτής, και μάλιστα σε δόσεις, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για αναστολή της ποινής. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 401/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Μ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γιαννακόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 22819/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2012 και με αριθμ. πρωτ. 92/5-10-2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1100/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.2 και 474 παρ.1 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ασκείται με δήλωση του δικαιούμενου διαδίκου, για την οποία συντάσσεται έκθεση ως συστατικός τύπος, ενώπιον των οριζόμενων από τις παραπάνω διατάξεις αρμοδίων οργάνων. Στα όργανα αυτά, περιλαμβάνεται και ο Γραμματέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 474 παρ. 2 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται, και συνεπώς είναι παραδεκτή η αναίρεση, όταν στο κύριο σώμα της εκθέσεως αυτής που φέρει την υπογραφή του αρμόδιου γραμματέα, μνημονεύεται μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση (ή βούλευμα), χωρίς να αναφέρεται κανένας λόγος, επισυνάπτεται, όμως, στην έκθεση, ώστε να αποτελεί με αυτή ενιαίο όλο, κείμενο αναιρετικών λόγων, το οποίο επίσης φέρει την υπογραφή και σφραγίδα του αρμόδιου γραμματέα. Και τούτο διότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πιο πάνω εκθέσεως, που περιέχει τη δήλωση του αναιρεσείοντος για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (ή βουλεύματος).
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά της προσβαλλόμενης 22819/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η κατηγορουμένη άσκησε την με αριθμό έκθεσης 92/5-10-2012 αίτηση αναιρέσεως, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι ζητεί την αναίρεση "για τους παρακάτω λόγους όπως αναφέρω λεπτομερώς στους επισυναπτόμενους λόγους αναιρέσεως" και πράγματι επισυνάπτεται στην έκθεση αυτή δικόγραφο, με τον τίτλο "ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ" περιέχον νομίμους και ορισμένους εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, το οποίο είναι συραμμένο, φέρει ένσημα επικολλημένα επ' αυτού, σφραγίδα του Πρωτοδικείου Αθηνών, ανά φύλλο και υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης. Και ναι μεν, ελλείπει η υπογραφή της Γραμματέως στο τέλος του συνημμένου εγγράφου που περιέχει τους λόγους αναίρεσης, όμως η έλλειψη αυτή, αναπληρώνεται με την ενυπόγραφη βεβαίωση της, με την αυτή ημεροχρονολογία, όπως και η έκθεση αναίρεσης, 5-10-2012, ότι τα ένσημα έχουν επικολληθεί στους λόγους αναίρεσης. Επομένως, η εν λόγω αναίρεση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει ασκηθεί νομοτύπως και είναι τυπικά παραδεκτή, αφού το παραπάνω συραμμένο δικόγραφο που περιέχει τους λόγους αναιρέσεως, με τα αναφερθέντα τυπικά στοιχεία, αποτελεί ενιαίο σύνολο και συνέχεια της αντίστοιχης εκθέσεως αναιρέσεως, που περιέχει τη δήλωση της αναιρεσείουσας για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω οι λόγοι αναιρέσεως.
Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ".
Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. 1) Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές στα δέκα χιλιάδες (10.000) Ευρώ. Επομένως, με το άρθρο 34§1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ.2 εδ.β' του άρθρου 25 του ως άνω ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου για περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, στους διαχειριστές αυτών ...". Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου αφού ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 22819/2012 απόφασή του, το Η' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, της πράξης, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε κατά το διάστημα από 30-10-2004 έως 30-3-2005, και την καταδίκασε, κατά πλειοψηφία, (ως προς την ποινή), σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των καταθέσεων των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη που της αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη. Ειδικότερα, προέκυψε ότι η κατηγορουμένη, στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 30.10.2004 έως τις 30.3.2005, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ούσα οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία "ΖΑΚΡΙΜΑ Ε.Π.Ε." της οποίας τυγχάνει διαχειρίστρια, στην Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο στην παρούσα απόφαση πίνακα χρεών της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. που συνοδεύει την από 21.11.2005 μηνυτήρια αναφορά του Προϊστάμενου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, ηθελημένα δεν κατέβαλε το ποσό των 1.298.239,41 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτής προς το Δημόσιο και για τα οποία πρέπει να κηρυχθεί ένοχη. Ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί παραγραφής των χρεών της λόγω του ότι όπως ισχυρίζεται τα εκτιθέμενα στον πίνακα χρεών ποσά αφορούν σε απαιτήσεις του Δημοσίου που έχουν παραγραφεί πριν ακόμη βεβαιωθούν είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφ' ενός μεν διότι η αμφισβήτηση του χρέους δεν ασκεί επιρροή στην ποινική δίκη (ΑΠ 2180/2009 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών "ΔΣΑ"), αφ' ετέρου δε διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, λαμβάνοντας ως αφετηρία του χρόνου παραγραφής των χρεών στην ποινική δίκη λαμβάνεται υπόψιν η συμπλήρωση τετράμηνης καθυστερήσεως στην καταβολή των χρεών αφότου τα χρέη αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (ΑΠ 382/2011 και 1533/2011 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών "ΝΟΜΟΣ"), πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η κατηγορουμένη δεν επικαλείται, σε κάθε περίπτωση, ούτε αποδεικνύει ότι προέβαλε την ανωτέρω ένσταση ενώπιον του αρμοδίου προς ερευνά της διοικητικού Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, αυτή να κηρυχθεί ένοχη για τα ακόλουθα χρέη όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικά στον κάτωθι πίνακα χρεών:
Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 30-10-2004 έως 30-03-2005 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 120.000 €. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας "ΖΑΚΡΙΜΑ ΕΠΕ", της οποίας τυγχάνει διαχειριστής, στην ΔΟΥ Γλυφάδας διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω ΔΟΥ (αρ. ειδ. Βιβλίου 41/2005) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 21-11-2005 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω ΔΟΥ, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 1.298.239,41 που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο".
Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς να αποτελεί επανάληψη αυτού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25§1, 2 Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34§1 Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση ο χρόνος τέλεσης της πράξης, από 30-10-2004 έως 30-3-2005, η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (ΔΟΥ Γλυφάδας), το είδος αυτών (Φ.Π.Α. Φόρος Εισοδήματος,) το ύψος τους, ο τρόπος πληρωμής τους, ο χρόνος καταβολής τους, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, μπορούσαν και έπρεπε να καταβληθούν και η καθυστέρηση καταβολής τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από το χρόνο καταβολής τους, καθώς και η ιδιότητά της αναιρεσείουσας, ως διαχειρίστριας της εταιρείας, περιορισμένης ευθύνης "ΖΑΚΡΙΜΑ ΕΠΕ", σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα ως άνω χρέη. Ως προς την ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι παρανόμως βεβαιώθηκαν τα ως άνω χρέη από την αρμόδια αρχή, διότι το δικαίωμα του Δημοσίου είχε υποπέσει σε παραγραφή, δεδομένου ότι πρόκειται για χρέη των ετών 1990 έως 1999, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω. Κατά το άρθρο 86 παρ.1 του Ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους κ.λπ." (που ισχύει από 1-1-1996), "καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμοδία Δ.Ο.Υ. ή το αρμόδιο τελωνείο (βεβαίωση εν στενή εννοία). Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία τοιαύτη βεβαίωση. Κατά δε την παρ. 2 του αυτού άρθρου, "η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από την λήξη του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η αναιρεσείουσα, διατείνεται, ότι τα επίδικα χρέη, που γεννήθηκαν κατά τα έτη 1990 έως 1999, έχουν υποπέσει σε παραγραφή, αφού αυτά βεβαιώθηκαν μετά τη συμπλήρωση πενταετίας, από τη γέννησή τους. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, μη νόμιμος και απορριπτέος, καθόσον ο χρόνος της παραγραφής της επίδικης απαιτήσεως του Δημοσίου δεν αρχίζει πριν από την κατ' έτος 2004 βεβαίωση αυτής, ανεξαρτήτως της παρόδου χρονικού διαστήματος πέραν της πενταετίας από τη γέννηση των χρεών μέχρι τη βεβαίωσή τους (Α.Π. 382/2011). Επομένως, ορθά το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο απέρριψε, και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που περιέχεται στο ως άνω σκεπτικό, τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό, περί παραγραφής των επιδίκων χρεών, πριν από τη βεβαίωσή τους, από την αρμόδια αρχή του δημοσίου. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ, 1ος και 4ος λόγοι αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, που υποστηρίζουν αντίθετα από τα παραπάνω.
Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η από το εδάφιο β' της παραγράφου 2 του άρθρου 84 ΠΚ ελαφρυντική περίσταση "ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ο συνήγορος της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του Εισαγγελέα επί της ενοχής, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε την υπεράσπισή της και ζήτησε "την απαλλαγή της πελάτισσας του ή άλλως να αποδοθούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2β', περί μη ταπεινών αιτίων". Έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός, ήταν εντελώς αόριστος, αφού για τη θεμελίωσή του ο παραπάνω συνήγορος δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται, ότι η αναιρεσείουσα ωθήθηκε στην πράξη της από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια.
Επομένως, το δικάσαν δικαστήριο, που σιγή, απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό, δεν είχε υποχρέωση, κατά τα προεκτεθέντα, να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, σε τέτοιο αόριστο ισχυρισμό.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, 2ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθόσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 32 παρ.1 ΚΠΔ, καμιά απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο δεν έχει κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 138 παρ.2 ΚΠΔ, πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, παίρνουν το λόγο ο Εισαγγελέας και οι παρόντες διάδικοι. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 138, η παράβαση της παραγράφου 2 αυτού συνεπάγεται την ακυρότητα της αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν στον Εισαγγελέα δεν δοθεί ο λόγος και ως εκ τούτου δεν διατυπώσει αυτός πρόταση πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται υποβληθέν κατά τρόπο ορισμένο συγκεκριμένο και νόμιμο αίτημα του κατηγορουμένου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, δημιουργούσα λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Α' και 171 παρ.1 εδ. β' ΚΠΔ. Όμως, από τις ίδιες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας της έδρας, όταν λαμβάνει το λόγο και αναπτύσσει την κατηγορία και προτείνει την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου, σιωπηρώς, προτείνει και την απόρριψη των υποβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών και αιτημάτων του κατηγορουμένου, επί των οποίων είχε επιφυλαχθεί προηγουμένως και κατά συνέπεια δε δημιουργείται καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Πλημμελειοδικείο, απέρριψε, όπως ήδη αναφέρθηκε, με ειδική αιτιολογία τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης περί παραγραφής, ενώ σιγή απέρριψε και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό της, της ελαφρυντικής περίστασης. Τέλος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ο Εισαγγελέας της έδρας "αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη όπως πρωτοδίκως" (σελ.11), η πρότασή του δε αυτή επί της κατηγορίας εμπεριέχει οπωσδήποτε και την πρότασή του για την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορουμένης περί παραγραφής και ελαφρυντικών. Βέβαια, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο Εισαγγελέας της έδρας, πρότεινε επί της ενοχής, και αμέσως μετά, υποβλήθηκε εκ μέρους του συνηγόρου της κατηγορουμένης το αίτημα για τη χορήγηση του ως άνω ελαφρυντικού. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν αναιρεί τα παραπάνω, αφού η παραδοχή ελαφρυντικών περιστάσεων γίνεται κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα και συνεπώς ο Εισαγγελέας της έδρας, είχε τη δυνατότητα, εφόσον συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, να προτείνει τη χορήγηση ελαφρυντικού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι για το θέμα αυτό, δεν είχε υποβληθεί μέχρι τότε αίτημα, από το συνήγορο της κατηγορουμένης. Κατά συνέπεια, δε δημιουργήθηκε εν προκειμένω, καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, στο ακροατήριο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3 και 171 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ. Όσον αφορά την ειδικότερη αιτίαση, ότι δεν πρότεινε ο Εισαγγελέας, και καθόσον αφορά το αίτημα του συνηγόρου της κατηγορουμένης, για καταβολή του ποσού της μετατροπής της ποινής σε δόσεις ή τη μετατροπή της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, είναι αβάσιμη, καθόσον η έρευνα των ως άνω αιτημάτων από το δικαστήριο, προϋποθέτει μετατροπή της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής, κατ' άρθρο 82 παρ. 4 και 5 Π.Κ, ενώ, εν προκειμένω, επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 4 ετών, χωρίς μετατροπή, οπότε το δικαστήριο δεν είχε λόγο να ερευνήσει τα παραπάνω αιτήματα και να δώσει το λόγο ως προς αυτά, στον Εισαγγελέα. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠΔ, 3ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με τις παραπάνω αιτιάσεις, ότι δε δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 100 παρ.1 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του ν. 3904/2010, "αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δε μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, το δικαστήριο εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1 Π.Κ. (μη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή υπερβαίνουσα το έτος) είναι υποχρεωμένο να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής υπό όρους και μόνο αν δε δεχθεί την αναστολή αυτή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή της ειδικά και εμπεριστατωμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας, ο οποίος και την εκπροσωπούσε, μετά την, επί της ενοχής, απόφαση του δικαστηρίου και την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ποινής, ο οποίος πρότεινε να της επιβληθεί φυλάκιση τεσσάρων ετών, ζήτησε, "την δοσοποίηση της ποινής που θα επιβληθεί στην κατηγορουμένη ή τη μετατροπή της σε κοινωφελή εργασία, άλλως το ελάχιστο όριο ποινής". Το Δικαστήριο στη συνέχεια επέβαλε στην κατηγορουμένη, ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών κατά πλειοψηφία, χωρίς να περιλάβει διάταξη περί αναστολής αυτής. Το ως άνω δικαστήριο, κατά τα εκτεθέντα, ορθά δεν ανέστειλε την περί της ποινής απόφασή του, αφού δεν είχε τέτοια υποχρέωση, ενόψει του ότι, ο ίδιος ο συνήγορος της αναιρεσείουσας, ζήτησε τη μετατροπή της ποινής (προφανώς γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναστολής αυτής κατ' άρθρο 99 παρ.1 Π.Κ.) και μάλιστα, το ποσό της μετατροπής, ζήτησε να καθορισθεί σε δόσεις από το δικαστήριο (άρθρο 82 παρ.4 Π.Κ.), άλλως να μετατραπεί η χρηματική ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 82 παρ.5 Π.Κ.).
Συνεπώς, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρου 100 Π.Κ. το ως άνω δικαστήριο. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 στοιχ. Ε' 5ος λόγος της ένδικης αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 100Π.Κ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 4-10-2012, υπ' αριθμό πρωτ. 92/ 5-10-2012, αίτηση, της Κ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 22819/2012 αποφάσεως του Η' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή