Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια.
Περίληψη:
Ανεπάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση. Απορρίπτει δευτέρα αίτηση αναιρέσεως του ιδίου αναιρεσείοντος διότι οι λόγοι είναι αόριστοι.
Αριθμός 1796/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίσθηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις, δύο (2) τον αριθμό, του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φραγκίσκο Ραγκούση, για αναίρεση της με αριθμό 502,503/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους Χ2 και Χ3. Με πολιτικώς ενάγοντες τους Ψ1, Ψ2 και Ψ3, κατοίκους ..., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Φεβρουαρίου 2008 και 8 Φεβρουαρίου 2008 δύο (2), αυτοτελείς, αιτήσεις του, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 390/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της υπ' αριθμ. 502,503/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκαν από τον αναιρεσείοντα Χ1 οι από 7-2-2008 και 8-2-2008 δύο αιτήσεις αναιρέσεως με δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων του που επιδόθηκαν στις 8.2.2008 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι ανωτέρω αναιρέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν η δε δευτέρα εφόσον δεν έχει κριθεί η προηγούμενη κατά της ίδιας αποφάσεως θεωρείται ως συμπληρωματική της πρώτης. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, του ΚΠΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγων αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της, ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002, Ολ. ΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της απόφασης. Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναίρεσης στο μέτρο που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοριστικώς αναφερόμενων στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ λόγων αναίρεσης κατά αποφάσεων. Εξάλλου, η αίτηση αναίρεσης που δεν περιέχει λόγους, ή περιέχει λόγους ασαφείς και αόριστους, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ. την ύπαρξη παραδεκτού λόγου αναίρεσης (ΟλΑ.Π. 2/2002). 2. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους λόγους που περιέχονται στην κρινόμενη πρώτη από 7.2.2008 αίτηση αναίρεσης, αποδίδονται στην ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Όμως, τόσο με τον πρώτο λόγο, όσο και με τον δεύτερο ο αναιρεσείων αφού αναλίσκεται στην νομική ανάπτυξη των απόψεών του, περαιτέρω ισχυρίζεται ότι "το περιεχόμενο της απόφασης δεν περιέχει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν κατά την κύρια διαδικασία για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία, με τη μορφή των σοβαρών ενδείξεων προς στήριξη ενοχής στο ακροατήριο, ούτε σαφείς και συγκεκριμένες σκέψεις, με βάση τις οποίες κρίθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν συνιστούν πράγματι τέτοιες ενδείξεις. Η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς αναφέρεται ανελέγκτως μεν σε πραγματικά περιστατικά την ορθότητα όμως των οποίων αμφισβητεί ο αναιρεσείων ως ένα συνονθύλευμα στοιχείων και ως αποτέλεσμα επαγωγικών συλλογισμών, μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα όχι μόνο γιατί έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα αυτός υποστηρίζει, αλλά κυρίως με όσα προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία με αποτέλεσμα να οδηγείται σε συμπεράσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν λογικοί ακροβατισμοί .Επί πλέον στερείται και νομίμου βάσεως αφού το πόρισμά του, ως συνδυασμός σκεπτικού και διατακτικού, είναι ασαφές, ελλιπές και με λογικά κενά". Με αυτό όμως το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και οι δύο παραπάνω λόγοι αναίρεσης είναι αόριστοι και συνεπώς απαράδεκτοι, διότι ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει στην αίτησή του τις αποδιδόμενες στην πληττόμενη απόφαση πλημμέλειες και τις κατ' αυτής αιτιάσεις, περιοριζόμενος μόνο σε αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα, που έγιναν δεκτά από την προσβαλλόμενη απόφαση, πλήττοντας έτσι την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, καθ' όσον αφορά τον πρώτο λόγο δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο από ποιες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει η έλλειψη αιτιολογίας και σε τι συνίσταται ακριβώς η έλλειψη αυτή. Συγκεκριμένα, δεν προσδιορίζεται ούτε ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της και ποια πραγματικά περιστατικά, από εκείνα που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία, και ενδιαφέρουν εν προκειμένω, δεν περιλαμβάνονται στην αιτιολογία της απόφασης. Ως προ το δεύτερο λόγο, δεν εκθέτει τις παραδοχές της απόφασης, δηλαδή ποία πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο σχετικά με την ως άνω πράξη για την οποία καταδικάσθηκε για να μπορέσει το Δικαστήριο αυτό να ελέγξει αναιρετικά την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 47 παρ. 1 και 299 παρ.1 Π.Κ. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει, ως απαράδεκτη, ν' απορριφθεί, συνεπεία της παντελούς αοριστίας των προαναφερόμενων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Δ' και Ε' ΚΠΔ αναιρετικών λόγων, αλλά και κατά το μέρος που με αυτούς πλήσσεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του παραπάνω Δικαστηρίου και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Αν η πράξη αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Περαιτέρω ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τελεσμένη ανθρωποκτονία από πρόθεση είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 51 0 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχήν αναγκαίο να δικαιολογείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, καταδίκασε, τον αναιρεσείοντα Χ1, για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, που τελέστηκε από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, παράνομη κατοχή όπλου και λαθρεμπορία. Όπως δε προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν, ως προς την πρώτη πράξη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, η οποία και μόνο αυτή πλήττεται δια του δευτέρου αναιρετηρίου κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 22-9-2003, απογευματινές ώρες, οι κατηγορούμενοι μετέβησαν στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής, πλησίον των υφισταμένων στην οδό ..., αθλητικών εγκαταστάσεων (γηπέδου ποδοσφαίρου 5X5), προκειμένου να συναντήσουν ομοεθνείς τους (Αρμένιους), μεταξύ των οποίων ήταν και ο Α, προς επίλυση διαφορών τους, που είχαν μ' αυτούς, το είδος των οποίων δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθεί μέχρι σήμερα. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ως άνω Α και του αδελφού του Ψ1, ενεργώντας ως ειρηνοποιοί, οι οποίοι σε τηλεφωνική επικοινωνία τους με τον πρώτο κατηγορούμενο καθόρισαν το σημείο και την ώρα της συναντήσεως τους. Κατά τη συνάντηση όμως αυτή, στην οποία οι κατηγορούμενοι μετέβησαν, φέροντας μαζί τους και πυροβόλα όπλα, δημιουργήθηκε επεισόδιο, εξαιτίας του ότι οι παραπάνω ομοεθνείς τους, μεταξύ των οποίων ήταν, όπως προαναφέρθηκε, και ο Α, που αποτελούσαν μία ομάδα από 10-15 περίπου άτομα, κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους. Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, πυροβόλησε με πυροβόλο όπλο εναντίον της ανωτέρω ομάδας, μ' αποτέλεσμα να πλήξει τον ως άνω Α στην περιοχή της κεφαλής, τραυματίζοντας αυτόν σοβαρά και προξενώντας του βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συνεπεία της οποίας, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε, την 26-9-2003, ο θάνατος του. Ο παραπάνω κατηγορούμενος, πυροβολώντας προς το μέρος της ανωτέρω ομάδας, προέβλεπε ως δυνατό το εγκληματικό αυτό αποτέλεσμα, διότι ο πυροβολισμός έγινε από κοντινή απόσταση (είκοσι περίπου μέτρων), εντούτοις αδιαφόρησε για την επέλευση του και αποδέχτηκε τούτο, διαπράττοντας έτσι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, μετέβησαν μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο προς συνάντηση της ανωτέρω ομάδας προσώπων, παρείχαν με την ένοπλη παρουσία τους ψυχική συνδρομή στον τελευταίο πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης της ανθρωποκτονίας, που τέλεσε αυτός, σε βάρος του Α, τελώντας εν γνώσει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος θα τελέσει την εν λόγω ανθρωποκτονία και θέλοντας να συμβάλουν με τον ως άνω τρόπο στην τέλεση της από τον ως άνω αυτουργό. Τα στοιχεία δε α)της γνώσης τους, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος θα τελέσει την άδικη πράξη της ανθρωποκτονίας και β)εκείνο της βουλήσεως τους να συμβάλουν στην τέλεση αυτής, που συνιστούν και το δόλο τους, συνάγονται και από τα εξής περιστατικά: 1)από το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος οπλοφορούσε, πράγμα το οποίο αυτοί γνώριζαν και ήταν ενδεχόμενο να κάνει χρήση του όπλου του σε περίπτωση επεισοδίου και 2)από την παραμονή τους στον τόπο του επεισοδίου, θέλοντας με την ένοπλη παρουσία τους να συμβάλουν στην τέλεση της παραπάνω άδικης πράξης από τον αυτουργό, ενθαρρύνοντας αυτόν, ενώ θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη θέση τους και να τον εγκαταλείψουν, οπότε ήταν αμφίβολο εάν εκείνος (πρώτος κατηγορούμενος) θα είχε το θάρρος να πυροβολήσει εναντίον των ομοεθνών του " .
Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, που δίκασε, δεν διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλ' ούτε και στο διατακτικό της, που παραδεκτώς το συμπληρώνει, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού α) δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η "παρουσία" του αναιρεσείοντος κατά τη διάπραξη της ανθρωποκτονίας, η οποία αναφέρεται στην απόφαση, ως πράξη συνδρομής του, ήταν ενεργός, δηλαδή δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει με ποιό τρόπο η παρουσία αυτού ενθάρρυνε αντικειμενικά την τέλεση της πιο πάνω πράξεως από τον αυτουργό και β) δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση αυτού για την από τον αυτουργό τέλεση του εγκλήματος που αυτός διέπραξε, δηλαδή δεν προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος περί της ανθρωποκτόνου επιδιώξεως του αυτουργού συγκατηγορουμένου του, καθώς και η βούληση του να συμβάλει με την συμπεριφορά του στην τέλεση της πράξεως αυτής από τον αυτουργό. Το μόνο περιστατικό, που αναφέρεται σχετικά, είναι το ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι ο συγκατηγορούμενός του οπλοφορούσε, πλην όμως, από το γεγονός και μόνο αυτό, δεν δύναται να συναχθεί η γνώση του αναιρεσείοντος ότι ο συγκατηγορούμενός του εμφορείτο από δόλο τελέσεως ανθρωποκτονίας και όχι ότι αυτός απέβλεπε με την ενέργειά του αυτή να εκφοβίσει τον παθόντα ή να του προκαλέσει επικίνδυνες ή άλλες σωματικές βλάβες .
Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς τον αναιρεσείοντα εν μέρει και δη καθ' ο μέρος καταδικάσθηκε για την πράξη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, και κατά συνέπεια και ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 502, 503/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ
Αναιρεί εν μέρει την ως άνω υπ' αριθμ. 502, 503/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, μόνο ως προς τον ίδιο ως άνω αναιρεσείοντα και δη:
Α) Ως προς τη διάταξή της με την οποία κηρύχθηκε ένοχος για τη πράξη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση .
Β) Ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές και ενόρκους, για νέα συζήτηση και μόνον του ανωτέρω εγκλήματος και για νέα επιμέτρηση της συνολικής ποινής.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ